Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Ο ΤΡΟΠΑΙΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Ο ΤΡΟΠΑΙΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


     Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει μαρτυρική εορτή. Εάν επιχειρήσουμε να εκθειάσουμε τον εορταζόμενο άγιο, μάλλον θα τον μειώσουμε. Ο άγιος αυτός είναι η δόξα των Μαρτύρων, το καύχημα των Αγίων, η τιμή του Ουρανού και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Είναι ο παμμέγιστος Γεώργιος. Δεν υπάρχει στόμα χριστιανικό από τη νηπιακή ηλικία μέχρι του τελευταίου επιθανάτιου παλμού της καρδιάς του ανθρώπου, που να μην επικαλεσθεί το γλυκύτατο όνομά του. Δεν υπάρχει χώρα χριστιανική που να μην υπάρχουν έστω και ερείπια ναού, που να μην έχει κτιστεί στη μνήμη του. Ο φωστήρας αυτός κρύβει ένα μεγάλο μυστήριο που δεν εξερευνήθηκε κατάλληλα. Πού οφείλεται η τόση αγάπη του λαού προς αυτόν; Αλλά και η δική του αγάπη προς τον λαό είναι τόσο μεγάλη που μας εμποδίζει να τον ξεχνάμε, αλλά συνεχώς να τον επικαλούμαστε. Μέσα σε τρεις ή τέσσερις χριστιανικές οικογένειες θα υπάρχει οπωσδήποτε το όνομα «Γεώργιος». Γιατί δεν υπάρχει οικογένεια, στην οποία δεν επενέβη η αγάπη αυτού του αγίου για να βοηθήσει.

     Αυτός ο ήρωας πέτυχε να ολοκληρώσει τη χριστιανική του ιδιότητα, όχι μόνο διά της ομολογίας της Πίστεως αλλά και διά του μαρτυρίου. Και τη συνεχίζει και μετά το μαρτύριό του. Αγκάλιασε την Εκκλησία, τους πιστούς όλων των αιώνων στα τετραπέρατα της οικουμένης. Και εκεί που δεν υπάρχει ακόμα Ορθοδοξία, που υπάρχει η ομίχλη της ειδωλολατρίας, και εκεί προφταίνει απρόσκλητος και δίνει την παρουσία της αγάπης του. Δίκαια ονομάστηκε από την Εκκλησία «Αθλοφόρος», «Τροπαιφόρος» και «Μεγαλομάρτυς». Όλοι οι Μάρτυρες είναι μεγάλοι, διότι όλοι θυσίασαν τη ζωή τους και φανέρωσαν την τέλεια αγάπη τους προς τον Χριστό μας. Αλλά το «Τροπαιοφόρος» και το «Μεγαλομάρτυς» δεν ανήκει τόσο στη γενναιότητα που επέδειξε στα βασανιστήρια αλλά, κατά τη γνώμη μου, στο πλήρωμα της αγάπης του, που υπήρξε όχι μόνο κατά την περίοδο που έζησε, αλλά και μετέπειτα μέχρι ακόμα τη συντέλεια των αιώνων, ούτως ώστε να προλαμβάνει κάθε παλμό πόνου και να στηρίζει όποιον επικαλεσθεί το όνομά του.

     Για μας τους μοναχούς ιδιαίτερα, ο Άγιος Γεώργιος είναι κουροτρόφος και προστάτης. Στην Θ΄ ωδή του Κανόνος του Αγίου λέγονται τα εξής: «Καὶ σὺ κατ’ ἐξαίρετον σκίρτα, τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον· χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου φαιδρῶς, εὗρες καὶ γὰρ κράτιστον τὸν Μέγαν Γεώργιον, ὀροφύλακα». Μετά την Κυρία Θεοτόκο έρχεται αυτός ως προστάτης του τόπου τούτου και των μοναχών. Τέσσερα αθωνικά Μοναστήρια και αρκετά Κελλιά και Καλύβες είναι αφιερωμένα στο άγιο όνομά του.


     Στον βίο του αναφέρεται ότι ο πατέρας του, ο Γερόντιος, ήταν χριστιανός και τελειώθηκε ως Μάρτυρας. Και ο Γεώργιος από μικρός ήταν χριστιανός. Σε ηλικία 22 ετών αγόρασε το αξίωμα του κόμητος. Όταν πήγε να πάρει τον τίτλο για να προβιβασθεί, είδε τους ανωτέρους του να ετοιμάζουν το διάταγμα διωγμού κατά των χριστιανών. Απόρησε γιατί τόσο αναίσχυντα διατάσσουν την καταστροφή των χριστιανών χωρίς να τους φταίνε. Έβγαλε τη ζώνη του, την πέταξε προς τους αρχηγούς του και φώναξε: «Είμαι χριστιανός! Δεν θα πειθαρχήσω στο διάταγμά σας!». Από αυτή τη στιγμή αρχίζει το μαρτύριό του. Και αυτός ο Μεγαλομάρτυς, παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του, υπόμενε αγόγγυστα όλες τις ύβρεις και τις ατιμώσεις, χωρίς να παραφερθεί. Με πατρική αμνησικακία και στοργή υπόμεινε τα τρομερά εκείνα μαρτύρια και θαυματουργούσε για να τους πείσει –αν και γνώριζε ότι δεν θα πιστέψουν– αλλά για να μην υποβιβάσει τη δύναμη της Χάριτος. Έκανε το θαύμα και έλεγε: «Εγώ θα το κάνω, αλλά εσείς δεν θα πιστέψετε!». Και ανάστησε έναν νεκρό που είχε πεθάνει πριν από τριακόσια έτη.

     Και εκείνο που μας συγκινεί πραγματικά, είναι το αμνησίκακο που είχε, ενώ μπορούσε να τους επιτιμήσει. Μπορούσε να τους φερθεί με ένα άγριο ύφος, αλλά αυτός τους μιλούσε με πολλή συμπάθεια.


     Εμείς, σαν μοναχοί, παραδειγματιζόμαστε από τη γενναιοψυχία και την αυταπάρνησή του, γιατί ενισχυόμαστε και στο δικό μας αναίμακτο μαρτύριο συνειδήσεως. Στους Μάρτυρες έλεγαν: «Ή αρνείσθε ή ομολογείτε!». Και δεν αρνήθηκαν και πέθαναν. Σε μας, τώρα, δεν υπάρχει αυτή η φάση. Υπάρχει όμως ο μυστηριώδης πόλεμος του νοητού τυράννου, ο οποίος συνεχώς μας πειράζει. Είναι σαν να μας λέει: «Ή θα προσκυνήσεις το πολύμορφο είδωλο της αμαρτίας ή θα σου φέρω πειρασμό ή ασθένεια ή ταραχή!». Κι εμείς απαντούμε με υψωμένη τη φωνή: «Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω! Ούτε τους θεούς σου λατρεύω, ούτε την εικόνα σου προσκυνώ!». Πραγματικά, αντλούμε από αυτόν τον γίγαντα μεγάλο θάρρος. Είμαστε ομοϊδεάτες. Για την αγάπη του Χριστού όχι μόνο δεν λυπήθηκε την περιουσία του, τις αξίες, τους τίτλους, τη χλιδή, τα οποία ανοίγονταν μπροστά του, αλλά ούτε και αυτή τη ζωή του, την οποία και θυσίασε.

     Και εμείς, στις δύσκολες ημέρες που περνάμε, πιστεύουμε ότι ο Ίδιος ο Θεός που ήταν τότε, είναι και τώρα· και με την ίδια πατρική στοργή και συμπάθεια ενισχύει την μικρότητά μας. Και εμείς, με την ίδια πρόθεση, προτιμούμε την αγάπη του Χριστού μας, την πίστη και την υποταγή μας προς Αυτόν, έναντι των υπολοίπων κοσμικών ανέσεων. Χάριν Τούτου και εμείς, με τις πτωχές μας δυνάμεις, δρασκελίσαμε τον βίαιο ποταμό της κοσμικής σύγχυσης και ματαιότητας. Αρνηθήκαμε τους σπιτικούς και αυτήν ακόμα τη φύση μας και βρισκόμαστε αυτοεξόριστοι σε αυτό τον τόπο, με την ίδια προσδοκία· φεύγοντας από τις αφορμές των αιτίων, μακριά από τα σκάνδαλα, μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας που διαθέτουμε διά της Χάριτος του Χριστού μας, για να αποδείξουμε πρακτικά ότι αγαπούμε γνήσια τον Χριστό· τον δε διάβολο και την αμαρτία βδελυσσόμαστε όπως του αξίζει.

     Μερικές φορές μπορεί να μην τα καταφέρνουμε από απειρία, από αγνωσία ή από αδυναμία, αλλά ουδέποτε προδίδουμε την πρόθεση. Συνέχεια και εμείς ομολογούμε, ότι, «Κύριον τον Θεόν ημών προσκυνούμε και Αυτώ Μόνω λατρεύομεν!», και ένεκα της αγάπης Του, «τα πάντα ηγούμεθα σκύβαλα» (όλα τα νομίζουμε πως είναι άχρηστα), αντλώντας θάρρος από το νέφος των Μαρτύρων που βάδισαν αυτόν τον δρόμο και μας τον άφησαν σαν κληρονομιά. Πιστεύουμε ακράδαντα πως οπωσδήποτε θα μείνει μαζί μας η θεία Χάρις και θα πετύχουμε κι εμείς τον σκοπό μας. Έτσι, πετυχαίνουμε δύο μεγάλα καλά. Πρώτα, τη δική μας σωτηρία. Και δεύτερον, το ότι αποτελούμε ένα στήριγμα προς τους εν Χριστώ αδελφούς μας, που μένουν μέσα στην κοινωνία και σηκώνουν τον σκληρό και βαρύ ζυγό του κοινωνικού βίου και παλεύουν με τόσα αντίθετα και αντίξοα, με τόσες ταλαιπωρίες, για να μπορέσουν και αυτοί να μην αρνηθούν τον Κύριο, αλλά να Τον ομολογήσουν στο μέτρο της δυνάμεώς τους. Φως για μας είναι οι Άγγελοι. Και φως για τους χριστιανούς του κόσμου είναι οι μοναχοί, διότι σήμερα οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν τον Μέγα Αντώνιο, τον Μέγα Παΐσιο και τον Παχώμιο· αυτοί παρήλθαν. Σήμερα στη θέση αυτή βρισκόμαστε εμείς οι ταπεινοί, που κρατάμε τα ίδια εμβλήματα, τις ίδιες γραμμές, την ίδια παράδοση και συνεχίζουμε την ίδια πορεία.

     Όλοι μας, με σωστή πρόθεση, ας καταφύγουμε γονατιστοί στην αγάπη του Αγίου Γεωργίου, διότι αυτές τις αφορμές ζητεί ο Τροπαιοφόρος για να προβάλει την πανίσχυρη πρεσβεία του και να μας ενισχύσει στον αγώνα μας. «Μακάριος εκείνος που έχει γνωστούς στη Σιών και οικείους στην Ιερουσαλήμ!». Ιδού και εμείς· έχουμε «γνωστό» και «οικείο» τον Άγιο Γεώργιο, που με ελάχιστα λόγια εγκωμιάσαμε, για να του δώσουμε την αφορμή και πρόφαση να εκπληρώσει τη θεοπρεπή του αγάπη και να μας χαρίσει τον Ουρανό. Αμήν.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
(1921–2009)



Θα ήθελα να αφιερώσω, εκ βάθους καρδίας,
την παρούσα ανάρτηση στον μακαριστό θείο μου,
τον Παπα–Γιώργη τον Σχοινά, από τον Βόλο,
αλησμόνητο αγαθό, ταπεινό και άκακο Εφημέριο
του παλαιού, ιστορικού (17ος αι.)
ναού του Αγίου Αθανασίου
(αλλά και Αγίου Γεωργίου)
Νέας Μεσήμβριας – Θεσσαλονίκης,
του οποίου πάμπολλες φορές υπήρξα ψάλτης
στον ήσυχο και κατανυκτικό ναό του,
σε παντός καιρού πρωινά.
Ω, πόσο αξέχαστες και ευεργετικές
εκείνες οι Λειτουργίες μας!
Ο καλός Θεός να τον αναπαύει
κι εγώ να έχω την ευχούλα του για φυλακτό μου.
Μου λείπει πολύ, είναι η αλήθεια!
Επίσης, ας μου επιτραπεί να αφιερώσω
την παρούσα ανάρτηση και στον γαμπρό μου,
τον πάλαι ποτέ πιστό και φιλότιμο διακονητή μου,
δίνοντας σε αυτόν τις πιο εγκάρδιες ευχές μου
για υγεία, δύναμη και σωτηρία. 




[ Ιωσήφ Μοναχού:
«Διδαχές από τον Άθωνα»,
Κεφ. 11ο, σελ. 87–92.
Εκδόσεις «Το Άγιον Όρος»·
Θεσσαλονίκη, 1989.
Η υπότιτλη θαυμάσια εικόνα
αποτελεί έργο άξιων χειρών
του Αγιογράφου και Καθηγητού Αγιογραφίας
κ. Βασιλείου Θεοδωρακάκου.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου