Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 27 Απριλίου 2019

ΜΠΡΟΣΤΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ


ΜΠΡΟΣΤΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ


     «Τι νά ’ναι αυτό πάλι; Γιατί τόση σιγή πάνω στη γη; Πολλή σιγή και ηρεμία! Σιγή πολλή, γιατί κοιμάται ο Βασιλιάς. Φοβήθηκε η γη και ησύχασε, γιατί ύπνωσε κατά σάρκα ο Θεός. Πέθανε κατ’ άνθρωπον ο Θεός και σκιάχτηκε ο άδης. Κοιμήθηκε για λίγο κι ανέστησε μέσα απ’ τον άδη όσους για αιώνες ήσαν υπνούντες σ’ αυτόν» (Άγιος Επιφάνιος).

     Παρατηρούσα σήμερα το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής ένα πολύ εκφραστικό σε ύφασμα «Επιτάφιο Θρήνο»: Πώς ζωντάνευε το μεγαλείο της υπερούσιας Θυσίας Σου! Μου ήταν αδύνατο να Σε βλέπω νεκρό, απλωμένο, γυμνό, χωρίς οδυρμούς δακρύων. Έσπασαν τα γόνατά μου αθέλητα και μέσα σε αναφιλητά αγάπης και λατρείας θυμήθηκα το δοξαστικό της Μεγάλης Παρασκευής, το θρηνητικό και δοξολογικό μαζί, το θείο και το ανθρώπινο.

     Αισθανόμουν, Ιησού μου, ότι βρισκόμουν κι εγώ μαζί με την Παναγία Μητέρα Σου και τον Μαθητή που αγαπούσες, μαζί με τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, μαζί με τον Νικόδημο που ήρθε τη νύχτα και μαζί με τις άγιες εκείνες γυναίκες που θεωρούσαν από μακριά τη Σταύρωσή Σου, όλοι, όπως ακριβώς ήταν ζωγραφισμένοι στην Εικόνα του Επιταφίου. Και για μια στιγμή νόμισα ότι βαστούσα κι εγώ τη σινδόνα επάνω από το κενό μνημείο, μαζί με τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, όπως ήταν έτοιμοι να απωθήσουν το άχραντο Σώμα Σου.

     Ζούσα τα γεγονότα με τόση ενάργεια, ώστε γονατιστός ν’ απαγγέλω αργά το γλυκύτατο αυτό δοξαστικό, που έδινε διέξοδο στις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, μυώντας με στο θεολογικό περιεχόμενο της ώρας εκείνης. Το περιεχόμενό του ήταν σταυροαναστάσιμο. Γι’ αυτό και χαροποιό το πένθος μου…

     «Εσένα, που σα ρούχο ντύνεσαι το φως, ο Νικόδημος μαζί με τον Ιωσήφ, Σε κατέβασε από το Ξύλο του Σταυρού και, βλέποντάς Σε νεκρό, γυμνό, άταφο, θρηνούσε με συμπόνια και με συγκίνηση κι έλεγε με σπαραγμό και οδύνη:


     “Αλίμονο, γλυκύτατε Ιησού μου! [...] Πώς να Σε κηδεύσω, Θεέ μου; Πώς να Σε τυλίξω με τη σινδόνα;! Ποιά άσματα να πω στην εξόδιό Σου, Οικτίρμων; Μεγαλύνω τα Πάθη Σου, υμνολογώ την Ταφή και την Ανάστασή Σου, κράζοντας· Κύριε δόξα Σοι!”».

     Πώς, χωρίς κλαυθμούς αγάπης και ευγνωμοσύνης· πώς, χωρίς θαυμασμό και δοξολογικά σκιρτήματα της καρδιάς· πώς, χωρίς νοερές αγαλλιάσεις, να θυμηθώ το υπερευλογημένο Μέγα Σάββατο, που κατέπαυσες από τα έργα Σου, ακατάληπτε βυθέ του ελέους, Ιησού;

     Τι θείες αντιθέσεις, ποιές υπερφυσικής τάξεως αντινομίες εκφράζουν τα ακατανόητα μυστήρια της θεϊκής Οικονομίας Σου, ακατάληπτε Χριστέ μου! Ολόκληρη η θεανδρική Σου υπόσταση στον χοϊκό Τάφο!
Λοιπόν, «τίς λαλήσει τὰς δυναστείας Σου, Χριστέ»;

     Μάλλον δε, «σιγησάτω πᾶσα σᾶρξ βροτεῖα». Σήμερα απαιτείται τελεία σιωπή.

     Εσύ, ο Δημιουργός όλων των κόσμων, σήμερα κατέπαυσες το ανακαινιστικό και αναγεννητικό έργο Σου. Και αναπαύεσαι, Βασιλιά των Ουρανών, ζωαρχικώτατε Χριστέ, ωράθης ως νεκρός. Εσύ, που ήσουν και είσαι αχώριστος από τον Πατέρα και το Πνεύμα, όταν το άσπιλο Σώμα Σου ήταν στον Τάφο και η ψυχή Σου στον άδη, «κατάστικτος τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργός».

     Κύριέ μου Ιησού, μόνο Εσύ υπερέβης κάθε όριο αγάπης. Αφού αξιολόγησες την αγάπη Σου στα πλάσματά Σου με το μέτρο της άφατης Θυσίας Σου. Όχι μόνο υπέρ των φίλων Σου, αλλά και υπέρ των εχθρών Σου. Αλλά και τι Θυσίας! Ασύλληπτης και απερίγραπτης σε ψυχικές και σωματικές αλγηδόνες. Την οποία υπέμεινες μόνο και μόνο από αγάπη. Για να μας χαρίσεις, μαζί με τη θέωση, την ατελεύτητη μακαριότητα κοντά Σου.

     Γλυκύτατε Χριστέ μου, χάριζέ μου δάκρυα για να Σε βλέπω όπως είσαι!...

«ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ»
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


[ «Χριστοκεντρικές εμπειρίες
ενός Ερημίτου»
(Επιμέλεια
Μοναχού Θεοκλήτου
Διονυσιάτου)·
§50–§51, σελ. 88–91,
υποσ. 61, σελ. 154,
Εκδόσεις «Αστήρ»·
Αθήνα, Σεπτέμβριος 1991.
Α΄ Δημοσίευση:
Μ. Σάββατο 19 Απριλίου 2014.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου