Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ


«ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ»


–Τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου Ὀλύμπου–
(Ἀποσπάσματα)

γνεύω γιὰ χάρη δική Σου
καὶ κρατώντας λαμπάδες φωτεινές,
Νυμφίε, Σὲ ὑποδέχομαι.

Παρθένες
ἦρθ’ ὁ ἀντίλαλος
ἀπὸ ψηλὰ
ποὺ ξυπνάει νεκροὺς
καὶ ποὺ λέει
νὰ ὑποδεχτοῦμε
ὅλες μαζὶ
τὸν Νυμφίο
μὲ λευκὲς στολὲς
καὶ λαμπάδες
στραμμένες
στὴν ἀνατολή.
Σηκωθεῖτε
πρὶν φθάσει
νὰ τρέξουμε
νὰ μποῦμε
μέσ’ ἀπ’ τὶς πόρτες
τοῦ Βασιληᾶ.

ρθα,
ἀφοῦ ξέφυγα,
Μακάριε,
τοὺς μύριους δόλους
τοῦ δράκοντα
ποὺ θέλγουν.
Ὑπόφερα δὲ
καὶ τὴν φλόγα
τῆς φωτιᾶς
καὶ τὶς ὁρμὲς
τῶν ἀνήμερων θηρίων,
ποὺ φθείρουν
τοὺς θνητούς,
καθὼς Σὲ περίμενα
ἀπ’ τὸν οὐρανό.

Ξέχασα τὴν πατρίδα,
Λόγε,
καθὼς ποθοῦσα
τὴν δική Σου Χάρη,
ξέχασα τοὺς χοροὺς
τῶν συνομιλήκων
παρθένων,
ξέχασα
τὴν μητρικὴ καύχηση,
τὴν ὑπερηφάνεια
τοῦ γένους.
Ὅλ’ αὐτὰ
γιὰ μένα,
Χριστέ μου,
εἶσαι Σύ.

Σύ, Χριστέ μου,
εἶσαι
ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς.
Χαῖρε φῶς
ἀνέσπερο.
Δέξου
τὴν κραυγὴ τούτη.
Χορὸς παρθένων
Σὲ προσφωνεῖ,
Λόγε,
τέλειο ἄνθος,
ἀγάπη,
χαρά,
φρόνηση,
σοφία.

Θρηνοῦν τώρα
πικρὰ
οἱ κόρες,
ποὺ ἀναστενάζουν
βαρειὰ
ἔξω ἀπ’ τὶς πύλες
τοῦ Νυμφῶνα
καὶ φωνάζουν
λυπητερὰ
γιατὶ
σὰν ἔσβησε
τὸ φῶς
τῶν λαμπάδων τους,
δὲν πρόκαναν
νὰ δοῦν
τὸ ἐσωτερικὸ
τοῦ Σπιτιοῦ τῆς χαρᾶς.

γνεύω γιὰ χάρη δική Σου
καὶ κρατώντας λαμπάδες φωτεινές,
Νυμφίε, Σὲ ὑποδέχομαι.


Γιατί
σὰν ξεστράτισαν
ἀπ’ τὸν ἱερὸ δρόμο
καὶ πῆραν
τὰ μονοπάτια
τῆς πρόσκαιρης ζωῆς,
ἀμέλησαν πιὰ
νὰ πάρουν
λάδι
μαζί τους.
Καὶ
κρατώντας λαμπάδες
νεκρωμένες
ἀπ’ τὴν φλογερὴ φωτιὰ
στενάζουν
μέσα τους
βαθειά.

Κρατῆρες
γεμᾶτοι
ἀπὸ νέκταρ γλυκὺ
βρίσκονται
μπροστά μας.
Ἂς πίνουμε.
Εἶν’ οὐράνιο ποτό,
παρθένες,
τοῦτο,
ποὺ πρόσφερε
ὁ Νυμφίος,
σὲ ’κείνους,
ποὺ ἄξια
προσκλήθηκαν
στὸν Γάμο.

φυγε
ἡ φθορὰ
κι’ οἱ πόνοι
τῆς ἀρρώστιας
ποὺ κάνουν
νὰ στάζουν
τὰ δάκρυα.
Ὁ θάνατος
ἀφαρπάστηκε.
Χάθηκε
κάθε ἀφροσύνη.
Πέθανε ἡ λύπη
ποὺ τρώει
τὰ σωθικὰ
κι’ ἔλαμψε
πάλι
ξαφνικὰ
στοὺς θνητοὺς
ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ.

ποστερημένος
δὲν εἶναι
πιὰ
ὁ παράδεισος
τῶν θνητῶν,
γιατὶ ξανὰ
μὲ ἐντολὴ θεία,
σὰν καὶ πρὶν
κατοικεῖ
σ’ αὐτόν,
Μακάριε,
ἄφθαρτος
κι’ ἄφοβος
ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ ἔπεσε
μὲ τὶς
ποικίλες τέχνες
τοῦ δράκοντα.

Μακάριε,
Σὺ
ποὺ
κατοικεῖς
στὸν ἄχραντο θρόνο
τ’ οὐρανοῦ·
Ἄναρχε,
Σὺ
ποὺ συναρμόζεις
τὰ πάντα
μὲ τὴν αἰώνια δύναμη,
ἤρθαμε,
δέξου μας,
μαζὶ
μὲ τὸν Υἱό Σου,
Πατέρα,
κι’ ἐμᾶς
μέσ’ ἀπ’ τὶς Πῦλες
τῆς Ζωῆς.

γνεύω γιὰ χάρη δική Σου
καὶ κρατώντας λαμπάδες φωτεινές,
Νυμφίε, Σὲ ὑποδέχομαι.

ΑΓΙΟΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΟΛΥΜΠΟΥ
(†311 μ.Χ.)


[ Μητροπολίτου
Ἀττικῆς & Μεγαρίδος
Νικοδήμου Γκατζιρούλη
(1927–2013):
«Καταφιλήσω…»
(Δοκίμια
γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό)·
Κεφ. 12ο, σελ. 191–207.
Ἐκδόσεις «Σπορά»·
Ἀθήνα 1992.
Ἐπιμέλεια ἀνάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση
τῶν ἀναρτήσεων ἀπὸ τὸ «Εἰλητάριον»,
ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρεται ἀπαραίτητα
ὡς πηγὴ προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου