Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

«ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

«ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ
ΟΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»


     Τι κι αν μας καλεί και μας προτρέπει πατρικά ο Θεός με την αγάπη Του, με τον λόγο Του, με την αποκάλυψη των μυστήριων Του μέσα στην Εκκλησία Του και με τη χριστοευαγγελική ζωή των αγίων Του «άγιοι γίνεσθε ότι Άγιος ειμι» (βλ. Λευϊτ. 20, 7, 26· Α΄ Πέτρ. 1, 16); Σε μια εντελώς άλλη ρότα, εμείς. Ούτε καν στις παρυφές του Χριστιανισμού δεν μας αφήνει η συστημική ατσαλακωσιά, η ψευδοτελειότητα και η βδελυρή αυτοπεποίθησή μας να βηματίσουμε. Εύθυμοι αρνούμαστε το ύψος, απροβλημάτιστοι απαξιώνουμε το βάθος και αφιλαλήθεις «δηλώνουμε άγνοια» έγκαιρα περί των πνευματικών ζητημάτων, ίσα για να σώσουμε ή να καλύψουμε την αθέατη προσκόλλησή μας προς τον υποχθόνιο εαυτό μας και προς εκείνο το συνεχές επάρατο βόλεμα που αυτός αναζητάει σε κάθε περίσταση. Φαίνεται ότι θα περάσουν πραγματικά πολλές δεκαετίες μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι μόνο η προσωπική μας επαναύπαυση και ο ατομικός εφησυχασμός είναι αυτά που κατ’ εξοχήν αντιμάχονται σθεναρά το θείο έλεος και φυγαδεύουν από μας κάθε δωρεά του Θεού. Τι τους θέλουμε τους «σατανάδες», τους «πειρασμούς», τους «δαιμονισμούς», τις «βασκανίες», τα «μαρτύρια» και τις «δοκιμασίες» που περνάμε «αβοήθητοι», «αδικημένοι», «μόνοι» και «έρημοι»; Για την ανάπτυξη πειστικότερων δικαιολογιών; Εκεί, μέσα στα ανεξερεύνητα έγκατα του ηθικού, του καλού, του ευυπόληπτου και άτρωτου εαυτού μας φωλιάζει η απιστία, κατοικοεδρεύει η αθεΐα και η αθεότητα, κουρνιάζει η αρνησιθεΐα και η χριστομαχία· όλη η αγνωσία του Θεού μέσα σε μιαν απίστευτα πλούσια γκάμα μορφών και εκδηλώσεων ενός δήθεν θρησκευτικού βίου. Και ένας πρόσφατα ειπωμένος λόγος είναι πέρα ως πέρα δηλωτικός της έκπτωσης του ανθρώπινου πνεύματος που έχει ήδη λάβει χώρα μέσα μας, το οποίο πνεύμα, πέρα πάσης αμφιβολίας, έχει πάψει προ πολλού να είναι «πνεύμα» (πρβλ. Γεν. 6, 3: «Δεν θα παραμείνει το ζωοποιό Πνεύμα Μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί έχουν γίνει σάρκες»). Και το ζήσαμε και το ακούσαμε αυτό: «Ε, δεν πάμε για να γίνουμε όλοι άγιοι μέσα στην Εκκλησία…», ψέλλισε αβίαστα ο γρανιτένιος ορθολογισμός (Σημ.: Ο ορθολογισμός! Αυτή η άλλη στυγερή μορφή αθεΐας, πολύ καλά κρυμμένης μέσα μας) ενός «γραβατωμένου» ψάλτη που, επί χρόνια, καταλάβαινε τελείως επιφανειακά την «Οκτώηχο»: μόνο σαν μια ξερή ψαλτική βίβλο, σαν ένα έντυπο σύστημα κατ’ ήχον τροπαρίων που αφορούν την τυπική μέθοδο εκμάθησης της περίφημης «βυζαντινής μουσικής», παρά σαν μια ζωντανή πνευματέμφορη ανθοδέσμη αθάνατων κείμενων αέναης προσευχής και λατρείας μέσα στην παντοτινά ευχόμενη Εκκλησία. Όταν στην τραγική σου άγνοια πας να μειώσεις τη Χάρη του Θεού και να σύρεις το μυστήριο της Προσευχής σιμά στα μέτρα της φτωχής σου αντίληψης, καμία παράκληση από την «Παρακλητική» δεν πρόκειται να κατέλθει μετά. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις βασιλεύει μέσα μας και έξω μας η μαρμαρένια ψύχρα από τη χτυπητή «απουσία» του πανταχού Παρόντος Θεού. Έτσι, γινόμαστε ακόλουθοι και ουραγοί μιας κατά πάντα απρόσφορης, ανωφελούς και επιζήμιας θρησκείας, η οποία (έμαθε και μας έμαθε να) φιγουράρει αθεάρεστα και καμαρωτά στις διάφορες βιτρίνες του απατεώνα κόσμου: εκείνου του κόσμου που βρίσκεται μέσα μας και εκείνου του κόσμου που επεκτείνεται προς τα έξω μας. Δυστυχώς, ένας άλλος ανεπαίσθητος «πα-βου-γα-δη-κός» θάνατος ισοκρατεί τις άψογες μελωδίες μας και τις τέλεια εκτελεσμένες νότες μας. Και όλη η ποθητή μεταρσίωση και η χαρά που με λαχτάρα αναμέναμε να αναδυθούν μέσα από τη διακονία μας είναι τελικά άφαντες και δεν έρχονται να υποδεχθούν τις προσδοκίες της καρδιάς μας. Κάθε φορά που, με τη χωματένια ζωή και το χαμερπές φρόνημά μας, γίνεται μια βίαιη αποψίλωση των ιερών βιωμάτων που χαρίζει ο Θεός μέσα στην καρδιά των λειτουργών, των ψαλλόντων και των εκκλησιαζομένων, έρχεται δίκαια και σαρωτικά τότε η τελετουργία του μηδενός. Ας το πάρουμε επιτέλους απόφαση: χωρίς την έννοια, τον χαρακτήρα, την πράξη, το κλίμα και την κατάσταση της Προσευχής, όλα γειώνονται, όλα μαραίνονται, όλα σβήνουν. Μακρά, τρικούβερτα πανηγύρια ενός ανυπόφορου ανεκκλησιασμού σπείρονται ολοένα και συχνότερα στην επικράτεια των πιστών και θλιβερά ανούσιες παραστάσεις της πιο χιλιοπαιγμένης και αδιάφορης επίδειξης έρχονται να απωθήσουν τη συνείδησή μας. Ποιος αφυπνίζεται; Ποιος καταλαβαίνει; Και ποιος στην τελική αποστασιοποιείται νουνεχώς απ’ όλ’ αυτά; Τη θέλετε την απάντηση; Πλέον κανείς ή σχεδόν κανείς. Τότε, πώς περιμένουμε να γίνει η ευλογημένη άνωση με την ανατροπή της πτωτικότητας και της αμαρτίας μας; Με την ολόθυμη συμμετοχή μας σε όλο αυτό το παραστασιακό τίποτα; Και μένει μετά σταθερή και ακλόνητη μέσα μας η ιδέα ότι «υπηρετούμε», η πεποίθηση και η αυτοδικαίωση ότι «διακονούμε» καλώς την Εκκλησία· την οποίας το σεπτό πρόσωπο, εάν στ’ αλήθεια ήταν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας, θα βλέπαμε να είναι επιδοκιμαστικά γυρισμένο αλλού: εκεί «όπου» βαδίζει και βρίσκεται ο Χριστός. Αλλά, στον κόσμο μας εμείς…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου