Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ

ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ


     Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να σκεφτεί μέσα του ότι δεν είναι ελεύθερος στο ελάχιστο από κάποιον. Κανένας δεν θέλει να πιστέψει ότι μπορεί να είναι κάπως φυλακισμένος ή αμυδρά περιορισμένος από κάτι. Κανένας δεν θέλει να υποψιαστεί, πολύ περισσότερο να αισθανθεί το όραμα της ελευθερίας του αποδοκιμασμένο, στοχοποιημένο, προσβεβλημένο, επικηρυγμένο ή κατακερματισμένο. Η ελευθερία είναι η πιο βαθιά και αξερίζωτη αγάπη της καρδιάς μας. Και η αγάπη, η πιο αδιάσειστη και έμπρακτη απόδειξη της ελευθερίας της ψυχής μας. Όλος ο κόσμος και το σύστημά του (και όχι λίγες φορές μαζί τους και ο των παθών και παθημάτων παλαιός εαυτός μας), αυτά τα δύο πολεμούν συνεχώς σ’ εμάς και μονάχα αυτά τα δύο επιδιώκουν να αφαιρέσουν από μέσα μας. Γιατί μόνο με αυτά τα δύο θέλησε ο Θεός να Του μοιάζουμε ολοένα πιο πολύ και μόνο με αυτά τα δύο επιθυμεί να θέλουμε, να μπορούμε και να διψούμε να ζούμε αυθεντικά, αληθινά, θαυμαστά και, μαζί Του, αιώνια.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

«ΑΦΕΣ ΗΜΙΝ… ΩΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ ΑΦΙΕΜΕΝ»

«ΑΦΕΣ ΗΜΙΝ… ΩΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ ΑΦΙΕΜΕΝ»


     Ναι, είναι αλήθεια· ότι ο Θεός πάντα ανυπομονεί να μας συγχωρήσει, πολύ περισσότερο απ’ όσο ανυπομονούμε εμείς να μετανοήσουμε. Κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «υπάρχει σ’ Αυτόν μια ενιαία αγάπη και συναντίληψη που διαχέεται σε όλη την κτίση· μια αγάπη άτρεπτη, άχρονη και αιώνια». Ενθυμούμενοι την αγωνία του Χριστού στη Γεθσημανή και τον σταυρικό θάνατό Του, ρωτούμε τον εαυτό μας: Τι περισσότερο μπορούσε να κάνει ο σαρκωθείς Θεός, για να μας κερδίσει και να μας ξαναφέρει κοντά Του, που δεν το έκανε; Η συγνώμη όμως δεν αρκεί μόνο να προσφέρεται, πρέπει και να γίνεται δεκτή. Ο Θεός κρούει τη θύρα της ανθρώπινης καρδιάς (βλ. Αποκ. 3, 20), αλλά δεν γκρεμίζει την πόρτα: αυτήν, πρέπει να την ανοίξουμε εμείς.

     Εδώ ακριβώς βρίσκεται το αληθινό νόημα της λέξης «ὡς» στην «Κυριακή Προσευχή», το «Πάτερ Ημών». Δεν είναι ότι ο Θεός δεν επιθυμεί να μας συγχωρήσει. Αλλά εάν, παρά την αδιάπτωτη λαχτάρα του Θεού να συγχωρήσει, εμείς από την πλευρά μας, σκληραίνουμε τις καρδιές μας και αρνούμαστε τη συγνώμη στους άλλους, τότε, πολύ απλά, καθιστούμε τον εαυτό μας ανίκανο να δεχθεί τη θεία συγνώμη. Κλείνοντας την καρδιά μας στους άλλους, την κλείνουμε και στον Θεό· απορρίπτοντας τους άλλους, απορρίπτουμε και Εκείνον. Αν δεν συγχωρούμε, τότε μόνοι μας τοποθετούμε τον εαυτό μας έξω από το δούναι και λαβείν της αγάπης που γιατρεύει. Ο Θεός δεν μας αποκλείει· εμείς αποκλείουμε τον εαυτό μας.


     Η δική μας προσφορά συγνώμης προς τους άλλους, άρα, δεν είναι η αιτία της συγνώμης του Θεού προς εμάς· είναι όμως σίγουρα η προϋπόθεση, δίχως την οποία η συγνώμη του Θεού δεν μπορεί να εισχωρήσει μέσα μας. Η θεία συγνώμη είναι, πράγματι, ένα δώρο που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να «κερδίσουμε». Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, όμως, δεν είναι η αξία (αυτού του δώρου) αλλά η δυνατότητα (η δική μας να το βιώσουμε). Η σχέση μας με τον Θεό είναι σε συνεξάρτηση με τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Κατά τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη (αλλά και πολλούς άλλους Πατέρες), «ο αδελφός μας είναι η ζωή μας». Αυτό ισχύει, όχι με τη συναισθηματική, αλλά με την οντολογική έννοια. Η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον δεν είναι δύο αγάπες, είναι μία.

     «Ἄφες ἡμῖν… ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν»: Ο Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Μπλουμ (1914–2003) εφιστά την προσοχή μας: Κάθε φορά που λέμε αυτές τις λέξεις, «παίρνουμε τη σωτηρία στα χέρια μας»!

Τέσσερις Συμβουλές για τη Συγνώμη


     Ξεκινώντας να διασχίσουμε την «Ερυθρά Θάλασσα της Συγνώμης», ας θυμόμαστε κάποιες πρακτικές οδηγίες πλεύσης:

     [1] Μην αργείς, αλλά και μη βιάζεσαι. Μην αργείς: ο καιρός της συγνώμης είναι πάντοτε (στο) τώρα. Μεγέθυνε τη στιγμή. Τα όπλα του διαβόλου είναι οι σκοτεινές σκέψεις για το παρελθόν και η αναβλητικότητα: πότε μας λέει «είναι πια πολύ αργά» και πότε μας λέει «είναι πολύ νωρίς». Αλλά εκεί που ο διάβολος λέει «χθες» ή «αύριο», το Πνεύμα του Θεού λέει «τώρα».

     Δεν πρέπει να λέμε από μέσα μας: «πρώτα να αλλάξω προς το καλύτερο και μετά θα είμαι έτοιμος να συγχωρήσω». Ακόμη χειρότερο είναι το: «άσε πρώτα να περιμένω να δω αν ο άλλος έχει όντως λυπηθεί για το κακό που έκανε και, αν έχει αληθινά διορθωθεί, τότε θα αποφασίσω αν θα τον συγχωρήσω». Αντίθετα, ας είμαστε σαν τον αγαθό Πατέρα στην ιστορία του Ασώτου. Ας παίρνουμε την πρωτοβουλία κι ας τρέχουμε να συναντήσουμε τον άλλο. Η συγνώμη πρέπει να προηγείται· είναι η αιτία της αλλαγής της δικής μας και των άλλων, δεν είναι το αποτέλεσμα. Διασκευάζω μια φράση του Ρουμάνου ορθόδοξου θεολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε (1903–1993): «Στον βαθμό που δεν συγχωρούμαι, είμαι ακατάληπτος για τον εαυτό μου».


     Το ζήτημα όμως έχει και μια άλλη πτυχή. Συγχώρησε τώρα, μέσα στην καρδιά σου· αλλά στις εξωτερικές σου εκδηλώσεις μην είσαι πολύ βιαστικός. Η συγχώρεση σημαίνει ίαση και η ίαση συχνά θέλει χρόνο. Η πρόωρη αίτηση συγνώμης μπορεί να κάνει την κατάσταση χειρότερη. Αν επιμείνουμε φορτικά, χωρίς να αναζητήσουμε διά της ενσυναισθήσεως να καταλάβουμε τι σκέπτεται και πώς νιώθει ο άλλος, μπορεί να διευρύνουμε το χάσμα που μας χωρίζει αντί να το γεφυρώσουμε. Χωρίς να αναβάλλουμε, συχνά είναι ανάγκη να σταθούμε –όχι με παθητική αδιαφορία, αλλά περιμένοντας με εγρήγορση να δείξει ο Κύριος– μέχρις ότου γίνει φανερός ο «καιρός», η στιγμή της ευκαιρίας. Ο αυτοκράτωρ Αύγουστος (;) είχε δίκιο: «Σπεύδε βραδέως».

     [2] Συγχώρεσε τον άλλο, αλλά να είσαι κι εσύ πρόθυμος να δεχθείς τη συγνώμη που σου προσφέρει. Είναι δύσκολο να συγχωρήσουμε· συχνά, όμως, είναι ακόμη δυσκολότερο να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε ανάγκη να συγχωρεθούμε. Ας ταπεινωθούμε όσο χρειάζεται για να δεχθούμε το δώρο της συγνώμης του άλλου. Όπως σοφά παρατήρησε ο Charles Williams (1886–1945), «πολλές φορές η συμφιλίωση απέτυχε, επειδή και οι δύο πλευρές είχαν προσέλθει προετοιμασμένες να συγχωρήσουν, αλλά απροετοίμαστες να συγχωρεθούν».


     [3] Συγχώρεσε τους άλλους, αλλά συγχώρεσε και τον εαυτό σου. Πόσες φορές δεν έχουμε πει ή ακούσει, «ποτέ δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό»! Όμως, πώς μπορούμε να δεχθούμε τη συγχώρεση από τους άλλους, αν δεν συγχωρούμε τον εαυτό μας; Και πάλι ο Charles Williams παρατηρεί ότι, παραμένοντας σε μια τέτοια κατάσταση «κατά το ήμισυ αγωνίας και κατά το ήμισυ θυμού», δημιουργούμε για τον εαυτό μας «μια χωριστή κόλαση». Ο Ιούδας μετάνιωσε για ό,τι έκανε, αλλά στην περίπτωσή του, η αυτογνωσία δεν του χάρισε νέα ελπίδα, αλλά απόγνωση· ανίκανος να δεχθεί του Θεού τη συγνώμη και άρα ανίκανος να συγχωρέσει τον εαυτό του, «βγήκε έξω και αυτοκτόνησε» (Ματθ. 27, 3–5). Ο Πέτρος, απ’ την άλλη, πήρε άλλο δρόμο. Ήρθε στον εαυτό του την ώρα που λάλησε ο πετεινός, έχυσε πικρά δάκρυα τύψεων, που όμως δεν τον οδήγησαν στην απελπισία. Βλέποντας τον Αναστάντα Κύριο στην όχθη της λίμνης, δεν απομακρύνθηκε από κοντά Του σε μια «χωριστή κόλαση», αλλά Τον πλησίασε με ελπίδα. Αποδεχόμενος τη συγχώρεση του Χριστού, συγχωρώντας ο ίδιος τον εαυτό του, έκανε μια καινούργια αρχή (βλ. Ματθ. 26, 75 και Ιωάν. 21, 15–19).

     [4] Ας προσευχηθούμε. Αν δεν μπορούμε ακόμη να βρούμε στην καρδιά μας τη δύναμη να συγχωρήσουμε κάποιον, τότε τουλάχιστον ας προσευχηθούμε γι’ αυτόν. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866–1938) λέει ότι, «αν προσευχηθείς για τους εχθρούς σου, θα ειρηνεύσεις». Ας ζητήσουμε από τον Θεό να μην κάνουμε βαρύτερο το φορτίο του άλλου, να μη τον σκανδαλίσουμε ή γίνουμε λίθος προσκόμματος γι’ αυτόν. Κι αν, καθώς προσευχόμαστε, δεν μπορούμε να φθάσουμε στο σημείο να συγχωρήσουμε πραγματικά, τότε ας ζητήσουμε από τον Θεό, τουλάχιστον να γευθούμε την επιθυμία και τη λαχτάρα να συγχωρέσουμε. Υπάρχουν καταστάσεις κατά τις οποίες, αν επιθυμούμε αληθινά κάτι, το έχουμε ήδη επιτύχει. Σαν εκείνον τον άνδρα που έφερε το άρρωστο παιδί του στον Κύριο και φώναζε: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθα με μέσα στην απιστία μου!» (Μάρκ. 9, 24), ας φωνάξουμε κι εμείς με δάκρυα: «Συγχωρώ, Κύριε! Βοήθησέ με στη δυσκολία μου να συγχωρήσω!». Σιγά–σιγά, σταδιακά, θα έρθει επιτέλους η στιγμή που θα μπορούμε να θυμόμαστε με αγάπη (τον πλησίον που, για την ώρα, δεν συγχωρούμε).


     Επικαλούμενοι τη βοήθεια του Θεού εν προσευχή και αναγνωρίζοντας την ανημποριά μας, αναγκαζόμαστε να θυμηθούμε την πολύ σημαντική αλήθεια ότι η συγχώρεση είναι θείο προνόμιο. Δεν είναι μια δική μας πράξη, αλλά μια κίνηση του Θεού μέσα μας. Για να συγχωρήσουμε με την πλήρη και γνήσια έννοια της λέξης, πρέπει να είμαστε «ένθεοι». Εκείνος (ο Χριστός), «έλαμψε μέσα στις καρδιές μας, ώστε η υπερβολή της δύναμης (της αγάπης και της συγχώρεσης) που βιώνουμε, να προέρχεται από τον Θεό κι όχι από μας» (Β΄ Κορ. 4, 6–7). Αυτή η υπερβάλλουσα δύναμη του Θεού μάς προσφέρεται κυρίως διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας· και κατά την πατερική ερμηνεία του «Πάτερ Ημών», υπονοούνται τουλάχιστον δύο από ιερά Μυστήρια σ’ ολόκληρη την προσευχή. Όταν λέμε: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», δεν πρέπει να σκεφθούμε μόνο το υλικό ψωμί αλλά (κυρίως εκείνον) τον «Ἄρτον τὸν ἐξ Οὐρανοῦ» (πρβλ. Ιωάν. 6, 50), δηλ. τη θεία Ευχαριστία. Κατόπιν, στην αίτηση που ακολουθεί: «Ἄφες ἡμῖν… ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν», οφείλουμε να θυμόμαστε την άφεση των αμαρτιών που λάβαμε κατά το Βάπτισμα. Έτσι, η «Κυριακή Προσευχή» γίνεται –κατά τον ιερό Αυγουστίνο– μια συνεχής ανανέωση του Βαπτίσματος: Απαγγέλνοντας τα λόγια που ο Χριστός μάς έδωσε, «καθαριζόμαστε καθημερινά». Και τότε η συγχωρητικότητά μας δεν εξαρτάται απλώς από τα αισθήματά μας ή από την απόφαση της βούλησής μας. Έχει μια αντικειμενική βάση επί του Μυστηρίου της βαπτισματικής μας κάθαρσης.


     Αφού οι ορθόδοξοι χριστιανοί γονατίσουμε ο ένας ενώπιον του άλλου, κατά τον Εσπερινό της Συγνώμης, –για θυμηθείτε– τι κάνουμε την επόμενη μέρα, την Καθαρή Δευτέρα; Υπάρχει ακόμη το έθιμο να βγαίνουμε στην εξοχή και να τρώμε εκεί τα σαρακοστιανά μας. Και σ’ αυτή την πρώτη μετά τον χειμώνα έξοδό μας στο ύπαιθρο, μικροί και μεγάλοι, αφήνουμε τους χαρταετούς μας να πετάξουν με το ανοιξιάτικο αεράκι. Παρόμοια μπορεί να είναι και η εσωτερική μας εμπειρία, όταν αρχίσουμε να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο. «Συγχωρώ», σημαίνει μπαίνω σε μια πνευματική άνοιξη· βγαίνω από το σκοτάδι στο φως, από τον «αυτισμό» μου στην ανοιχτωσιά και στην ελευθερία· ανεβαίνω στο ύψωμα, αφήνω τον αέρα να με χτυπήσει στο πρόσωπο και πετώ νοερούς χαρταετούς, χαρταετούς ελπίδας και χαράς. Όπως είπε κάποτε για έναν ιερέα (τον π. Σταύρο) ο γιος του: «Αυτός είναι ελεύθερος, επειδή συγχωρεί».

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΙΟΚΛΕΙΑΣ
ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE


[Μητροπολίτου Διοκλείας
Κάλλιστου Ware:
«Πώς να εισέλθω στην καρδιά;»
–Μυστικές αναβάσεις
στο Όρος του Κυρίου–
Κεφ. 3ο, σελ. 124–132,
Μετάφραση:
Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου,
Επιμέλεια έκδοσης:
Βασίλης Αργυριάδης,
Εκδόσεις «Εν Πλω»,
Αθήνα Μάιος 2015.
Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση, επιλογή φωτογραφιών,
έρευνα θέματος,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η ΠΙΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Η ΠΙΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ


     «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από το να είναι κάποιος ανόητος, έστω και αν κανένας από αυτούς δεν το συνειδητοποιεί. Και κάτι που είναι ακόμη χειρότερο: Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι ικανοποιημένη με την “μοίρα” τους· αλλά είναι φοβερά δύσκολο να συναντήσεις άνθρωπο που δεν είναι ικανοποιημένος με τον νου του. Με τόση βεβαιότητα μιλούν όλοι για το δίκιο τους! Και η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι το “όχι” απέναντι στη σκέψη του άλλου».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ
(1896–1993)



[Αρχιμανδρίτου
Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Γράμματα στη Ρωσία»,
Επιστ. 45η, σελ. 213,
Έκδοση
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας 2009.
Α΄ δημοσίευση:
Παρασκευή 23 Μαΐου 2014.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.


ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ


     Όλες οι συνήθεις στερήσεις ή ελλείψεις που συναντάμε στο διάβα μας, οπωσδήποτε δεν μπορούν να σκιάσουν το θεόσδοτο μυστήριο της ζωής, εάν πρώτα εμείς δεν τις διογκώσουμε ανώφελα με τον παρατεταμένο αιφνιδιασμό ή με τη συνεχή προσοχή μας προς αυτές.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ


     Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η γιορτή αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους συνειδητούς χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη και τη σημασία της. Λίγοι είναι και εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αυτή και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν ότι, την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου, πανηγυρίζει η Εκκλησία μια μεγάλη δεσποτική Εορτή: την Εορτή της Μεσοπεντηκοστής!

     Και όμως, κάποτε η Εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η πιο περίτρανη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στο μεγάλο Ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την «Έκθεση» της «Βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905–959) για να δει το επίσημο Τυπικό του εορτασμού, όπως τελούνταν μέχρι τη Μεσοπεντηκοστή του έτους 903, στον Ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος Στ΄ του Σοφού (11 Μαΐου 903).

     Εκεί, υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με τη γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας, το πρωί της Εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και τη λαμπρή συνοδία του, ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον Ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα τελούνταν η θεία Λειτουργία. Σε λίγο, κατέφθανε και η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη και, βασιλεύς και πατριάρχης, εισέρχονταν επίσημα στον Ναό. Η θεία Λειτουργία τελούνταν με τη συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτή ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρακάθονταν και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους («Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν») και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε πίσω στο ιερό παλάτι.


     Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο «Πεντηκοστάριον», βλέπει κανείς τα ίχνη της παλιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μια μεγάλη δεσποτική Εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους του Γραπτού (775–845) και του Ανδρέου Κρήτης (660–740), με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτή Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες, κατά τον τύπο των μεγάλων Εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

     Ποιο είναι όμως το θέμα της ιδιόρρυθμης αυτής Εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η ημέρα από το Πάσχα, καθώς και η 25η ημέρα πριν την Πεντηκοστή. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μια τομή.

     Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα αυτή η μέρα ωστόσο συνδέει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της Επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της Αναλήψεως του Κυρίου που θα εορτασθεί μετά από 15 μέρες.


     Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων Εορτών έφερε στον νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». «Μεσσίας» στα ελληνικά μεταφράζεται «Χριστός». Αλλά ακόμη και ηχητικά η λέξη θυμίζει το «μέσον». Έτσι, και στα τροπάρια και στο Συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιαστεί ο Χριστός σαν Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου Αὐτοῦ Πατρός»: «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (1256–1335) στο Συναξάρι.

     Σ’ αυτό βοήθησε και η Ευαγγελική περικοπή που επιλέχθηκε για τη μέρα αυτή (Ιωάν. 7, 14–30). «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς» του Πάσχα, «βλέπουμε» ο Χριστός να ανεβαίνει στο ιερό και να διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ Αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι, τελικά, Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο Διδάσκαλος. Αυτός που, ενώ δεν έμαθε γράμματα, κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί Αυτός είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της Εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον Ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της Εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς και καταρτισμένους του λαού Του, είναι η του Θεού Σοφία.


     Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει το διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους, «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος που έλαβε χώρα μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή.

     Αυτός ο διάλογος αρχίζει με μια μεγαλειώδη φράση του Κυρίου: «Όποιος διψά, ας έρθει σε Μένα κι ας πιει· αυτός που πιστεύει σε Μένα, όπως είπε κι η γραφή, θα ρεύσουν από μέσα του ποτάμια με ζωντανό νερό» (Ιωάν. 7, 37–38). Και σχολιάζει κατόπιν ο Ευαγγελιστής: «Αυτό το είπε για το Πνεύμα που έμελλε να λάβουν όσοι θα πίστευαν προς Αυτόν» (Ιωάν. 7, 39).


     Δεν έχει σημασία που οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά τη Μεσοπεντηκοστή (των ιουδαίων), αλλά λίγες μέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά τη Μεσοπεντηκοστή (των χριστιανών). Ταίριαζαν, εξάλλου, τόσο πολύ με το θέμα της Εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να καταδειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού.

     Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήρθε σαν «ὕδωρ ζῶν», σαν ποταμός Χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η Πηγή της Χάριτος, η Πηγή του «ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον»· που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων· που μεταβάλλει τους πίνοντας σε έμψυχες πηγές: «ποτάμια ζωντανό νερό θα αναβλύσουν από μέσα τους και θα γίνει μέσα τους μια πηγή που θα τρέχει νερό αιώνιας ζωής» (πρβλ. Ιωάν. 7, 38 και 4, 14), είπε στη Σαμαρείτιδα· που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 1, 3) του αγίου Πνεύματος.


     Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την Εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Διαλέγουμε το χαρακτηριστικό Απολυτίκιο και το Κοντάκιο της εορτής, το πρώτο είναι του Πλ. Δ΄ και το δεύτερο του Δ΄ ήχου:

     «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
     διψῶσάν μου τὴν ψυχὴν
     εὐσεβείας πότισον νάματα·
     ὅτι πᾶσι, Σωτήρ, ἐβόησας·
     Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με
     καὶ πινέτω».
    
     «Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς
     μεσαζούσης
     ὁ τῶν ἁπάντων ποιητὴς
     καὶ δεσπότης
     πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες,
     Χριστὲ ὁ Θεός·
     Δεῦτε καὶ ἀρύσασθαι
     ὕδωρ ἀθανασίας.
     Ὅθεν σοι προσπίπτομεν
     καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν·
     Τοὺς οἰκτιρμούς σου
     δώρησαι ἡμῖν,
     σὺ γὰρ ὑπάρχεις
     πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν».

     Και, τέλος,
     το απαράμιλλο Εξαποστειλάριο της Εορτής:

     «Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων
     τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
     δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
     εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
     ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
     εὔσπλαχνε, μόνε οἰκτίρμον».


     Αυτή, με λίγα λόγια, είναι η Εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου τής στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς μυστικό και θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του Διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας του Λόγου του Θεού, της Πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή την Εορτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβηκε με τους περίφημους ναούς «Τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας» που, αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού, ως Σοφίας του Θεού, προς τιμή του Οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ίδιους λόγους, να πανηγυρίζουν στην Εορτή της Πεντηκοστής ή του Αγίου Πνεύματος ή της Αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής ακόμη της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)




—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄.
Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς Ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.




[ Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»
κεφ. 14ο, σελ. 108–114,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»
της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήνα 19973.
Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση, επιλογή φωτογραφιών,
μελέτη, πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ


     «Ο θεραπευμένος παράλυτος δεν ήξερε να πει στους Ιουδαίους ποιος ήταν Αυτός που τον θεράπευσε, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος…» (βλ. Ιωάν. 5, 13).
     Τα πρόσωπα και τα έργα της αγάπης αγαπούν υπέρμετρα την αφάνεια, την κρυψίνοια και την αδοξία από την πλευρά των ανθρώπων και της κοινωνίας τους.
     Οι πραγματικοί ευεργέτες ζουν και κινούνται με απώτερο σκοπό την πραγμάτωση κάθε δυνατής ευεργεσίας που τους εμπνέει η ζωντανή αγάπη τους. Δεν περιμένουν, δεν απαιτούν και δεν διεκδικούν απολύτως τίποτα από τους ευεργετημένους. Ζουν τη μεγάλη ευαισθησία και αρχοντιά της αστείρευτης ανιδιοτέλειας που τους συνέχει βαθύτατα.
     Και, ως συνήθως, αθόρυβα και διακριτικά πάντα, γνωρίζουν πώς να απομακρύνονται από τους δεύτερους. Ακριβώς για να μην επιτρέψουν στον εαυτό τους να θυμίζει ή να αποτελεί ο ίδιος και το ελάχιστο βάρος κάποιας «υποχρεωτικότητας» στην ελευθερία και τη συνείδηση όσων εισέπραξαν τη διάθεση, το λόγο ή την πράξη της αγάπης τους.
     Μα, στο τέλος, μένει πάντα η ανείπωτη συγκίνηση μέσα στην καρδιά, η οποία, συνειδητοποιώντας το μεγαλείο της μονάκριβης και ατίμητης ευεργεσίας, πάσχει αέναα και εξακολουθητικά να βρει τρόπους, λόγους και εκφράσεις μιας λυτρωτικής ευγνωμοσύνης…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΠΕΡΙ ΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΠΕΡΙ ΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


     Όταν κάποτε ρώτησαν τον άγιο μητροπολίτη Τέτρι–Τσκάρο και στάρετς Ζηνόβιο (Μαζούγκα· 1896–1985) πώς να κάνουν την Ευχή του Ιησού, ο άγιος απάντησε ότι «δεν πρέπει να επιδιώκουμε αμέσως υψηλές βαθμίδες και ιδιαίτερη συγκέντρωση της σκέψης, αλλά χρειάζεται με απλότητα καρδιάς να λέμε την Ευχή προς τον ζώντα Θεό, ο Οποίος είναι κοντά μας, όπως η ψυχή μας». Συμβούλευε να εκμεταλλευόμαστε τις στιγμές της μοναξιάς μας και να διώχνουμε τις σκέψεις μας την ώρα της Ευχής του Ιησού. Αυτή την εργασία ο άγιος τη θεωρούσε υψηλότερη από την ανάγνωση βιβλίων. Επαναλάμβανε ότι η Ευχή του Ιησού μπολιάζεται στην ταπεινή καρδιά. Στους οικείους του ο άγιος Ζηνόβιος διηγείτο ότι «απέκτησε την Ευχή του Ιησού στη νεότητά του, όταν βρισκόταν στην έρημο, ενώ στον κόσμο προσπαθούσε να τη διαφυλάξει».

     Κάποτε ο άγιος απάντησε σε έναν μοναχό, που τον είχε ρωτήσει πώς θα σωθεί: «Όταν βρίσκεσαι μόνος στο κελί σου, κάνε την Ευχή του Ιησού και διώξε όλους τους λογισμούς, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς. Η σιωπή για τον μοναχό είναι η ελευθερία από τους λογισμούς. Αν έτσι πράττεις, θα δεις την Πρόνοια του Θεού στη ζωή σου».


     Όταν έδινε ευλογία στα πνευματικά του τέκνα να λένε την Ευχή του Ιησού, ο άγιος Ζηνόβιος συμπλήρωνε να τελούν επίσης κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», καθώς και το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…».

     Η προσευχή ήταν για τον άγιο η αναπνοή του, που τον συνέδεε με την Πηγή της Ζωής, η πραγματική και δραστική βοήθεια, που μπορούσε να παρέχει στους ανθρώπους, ελκύοντας το έλεος του Ίδιου του Κυρίου. Ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ έτσι μιλούσε για τη δύναμη της προσευχής: «Η προσευχή, όχι μόνο νικά τους νόμους της φύσεως, όχι μόνο αποτελεί ακαταμάχητη ασπίδα κατά ορατών και αοράτων εχθρών, αλλά συγκρατεί ακόμη και το χέρι του παντοδυνάμου Θεού, που έχει υψωθεί για να χτυπήσει τους αμαρτωλούς». Ο άγιος Ζηνόβιος ήξερε καλά ότι ο πιστός ποιμήν του Χριστού πρέπει, όχι μόνο να προσεύχεται και να φροντίζει για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του, αλλά και να το διδάσκει να προσεύχεται.


     Στην ερώτηση ενός πνευματικού τέκνου του σχετικά με το ποιες προσευχές προς την Παναγία συστήνει, ο άγιος απάντησε ότι η προσευχή «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…» εμπεριέχει τα πάντα. «Ορίστε, σκεφτείτε», είπε ο άγιος και πρόφερε αργά αυτή την προσευχή, κάνοντας στάσεις για περισυλλογή:
     “Θεοτόκε Παρθένε…,
     χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…,
     ο Κύριος μετά σου…,
     ευλογημένη συ εν γυναιξί…,
     και ευλογημένος…,
     ο καρπός της κοιλίας σου…,
     ότι Σωτήρα έτεκες…,
     των ψυχών ημών…”».

     Ο άγιος αγαπούσε πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά απευθυνόταν προς αυτή με θερμή προσευχή. Στην ερώτηση κάποιου ιερομονάχου τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ώστε να μείνει πιστός στον Χριστό και να υποφέρει όλες τις δοκιμασίες, αν αρχίσουν ξανά αιματηροί διωγμοί κατά της Εκκλησίας, ο στάρετς Ζηνόβιος απάντησε:
     «Να προσεύχεσαι στην Παναγία και, όσο μπορείς συχνότερα, να λες το “Θεοτόκε Παρθένε”. Η Υπεραγία Θεοτόκος φυλάει όποιον λέει αυτή την προσευχή.

     »Ήμουν στην εξορία μαζί με έναν επίσκοπο. Απαιτούσαν από αυτόν να υπογράψει ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά των αρχών, στην οποία εμπλέκονταν αρκετά ακόμη άτομα. Στις ανακρίσεις τον βασάνιζαν, αλλά άντεχε τα βασανιστήρια και δεν πρόδιδε τους αδελφούς του. Ο επίσκοπος εκείνος μου διηγήθηκε ότι έλεγε αδιαλείπτως την προσευχή “Θεοτόκε Παρθένε” και τις νύχτες τον κανόνα της “Οδηγητρίας”, που τον ήξερε από στήθους. Έλεγε ότι αισθανόταν τον πόνο, αλλά αμβλύ, και μετά έχανε τις αισθήσεις του. Εν τέλει, χωρίς να καταφέρουν τίποτα, τον άφησαν ήσυχο».


     Ο άγιος Ζηνόβιος δίδασκε την προσευχή λέγοντας: «Ο Θεός, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται την προσωπική σας στροφή προς Αυτόν με την καρδιά σας. Μην εντρυφάτε σε βιβλία και διανοητικά συμπεράσματα· αυτό είναι λιγότερο σημαντικό. Το να στραφούμε μέσα από την καρδιά μας προς τον Θεό, αυτό είναι προσευχή. Να, τι θα σας προτείνω: Εμείς θα διαβάζουμε τη βραδινή ακολουθία, το Απόδειπνο. Εσείς, σταθείτε δίπλα, μπορείτε ακόμη και να μην παρακολουθείτε, μπορείτε ακόμη και να καθίσετε αν κουραστείτε, επειδή είστε ασυνήθιστοι (στον κόπο της ορθοστασίας). Απλά μιλήστε μόνοι σας με τον Θεό, νοερά, από μέσα σας, πείτε Του: “Κύριε, αν υπάρχεις, αποκάλυψέ μου τον εαυτό Σου!... Θέλω να Σε γνωρίσω!...”. Ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκφραστείτε με δικά σας λόγια. Κι ο Θεός, θα ανταποκριθεί, πιστέψτε με! Δεν ξέρω πώς, αλλά θα ανταποκριθεί!...». Ο άγιος Ζηνόβιος το βράδυ, προτού αποχωρήσει για ύπνο, πλησίαζε στη γωνία με τις εικόνες στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα στεκόταν όρθιος και προσευχόταν, λέγοντας τον βραδινό κανόνα από στήθους μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή του διακονητή του.

     Κάποτε ο άγιος είπε σε έναν μοναχό: «Να φοβάσαι τη θερμή προσευχή για όποιον τρέφεις μέσα σου σαρκικό πάθος. Αυτού του είδους η προσευχή δεν είναι ευάρεστη στον Θεό, γιατί εμπεριέχει μυστική σαρκική επιθυμία. Να εμπιστευθείς αυτόν τον άνθρωπο στην Πρόνοια του Θεού και εσύ ο ίδιος ξέχασέ τον. Αν πράξεις έτσι, χάριν της αποφασιστικότητάς σου ο Κύριος δεν θα τον αφήσει από το έλεός Του και θα δεχθεί τη λήθη σου ως προσευχή».


     Η μεγαλόσχημη μοναχή Ελισάβετ ενθυμείται: «Ο στάρετς ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Ακόμα και μετά τη μοναχική κουρά μου, λόγω της υπερηφάνειας μου, όλη την ώρα έπαιρνα “μαθήματα” από αυτόν. Μια φορά, περάσαμε το πρωί από τον στάρετς, να πάρουμε ευλογία για την ημέρα και για το διακόνημα. Εκείνος καθόταν και το κομποσχοίνι του ήταν πάνω σε ένα σκαμνάκι, κοντά στη ράχη του κρεβατιού. Σε λίγο είδα ότι ακόμη εκεί ήταν το κομποσχοίνι. Σκέφτηκα ότι ο στάρετς μάλλον ξέχασε να το πάρει, αφού …“με αυτό πρέπει να προσευχόμαστε”. Μάλιστα μετά προχώρησα λίγο και τον ρώτησα: “Δέσποτα, να σας δώσω το κομποσχοίνι;”. “Δώσ’ το”, μου είπε. Έπειτα από καιρό κατάλαβα ότι το κομποσχοίνι δεν το χρειαζόταν, διότι ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Το κομποσχοίνι χρειάζεται στους αρχαρίους. Αλλά η δική του προσευχή, είτε είχε το κομποσχοίνι στο χέρι, είτε το είχε αφήσει δίπλα, όλη την ώρα προχωρούσε».

     Ο αγώνας της αδιάλειπτης νίψης και η ταπείνωση βοήθησαν πολύ τον άγιο Ζηνόβιο να αποκτήσει τη νοερά προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Ο άγιος είχε φτάσει την τελειότητα στην εσωτερική Προσευχή του Ιησού. Δεν σταματούσε μέσα του ούτε κατά την ώρα των συζητήσεων.

     Όντας έμπειρος εργάτης της Ευχής, ο άγιος στάρετς Ζηνόβιος, υποδείκνυε λεπτομερώς πώς να προχωρήσουν σε αυτό τον αγώνα άνθρωποι, που βρίσκονταν στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και τις πιο διαφορετικές συνθήκες. Ο άγιος δίδασκε ότι η απόκτηση της αληθινής προσευχής μέσα στην καρδιά απαιτεί από τον χριστιανό μεγάλο κόπο και επιμονή. Δεν πρέπει όμως να περιμένει να έχει τη διάθεση για προσευχή, αλλά να ωθεί τον εαυτό του προς αυτή. Προτού ξεκινήσει τον κανόνα της προσευχής, ο χριστιανός χρειάζεται να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτή: να διώξει όλες τις παράπλευρες σκέψεις, να καθησυχάσει τα συναισθήματά του και να θυμηθεί Αυτόν, προς τον Οποίο απευθύνεται με την προσευχή.


     Η ίδια η ουσία της προσευχής, η εξύψωση του νου και της καρδιάς του ανθρώπου προς τον Θεό, μας δίνει τη δυνατότητα να εξασκούμαστε διαρκώς σε αυτή, καθώς μπορούμε να προσευχόμαστε πάντα και παντού: στον δρόμο, τις ώρες της εργασίας και της ανάπαυσης, την ώρα της συζήτησης και της λήψης τροφής, στη μοναξιά και την πολυκοσμία, όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι.

     Για να αποκτήσουμε διαρκή πόθο για την προσευχή, ο άγιος Ζηνόβιος συμβούλευε να επαναλαμβάνουμε νοερά σύντομες προσευχές, όσο συχνότερα γίνεται: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, βοήθησον», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όμως, να μη στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, αλλά να ζητούμε από τον Κύριο να καταπέμψει μέσα μας το χάρισμα της προσευχής. Όλα αυτά του τα είχε διδάξει ο πνευματικός του, ο στάρετς Γεράσιμος, ο οποίος και ο ίδιος ζητούσε από τον Κύριο τη σωστή οικοδομή στην προσευχή των πνευματικών του τέκνων, ένα από τα οποία ήταν ο άγιος Ζηνόβιος.


[(1) Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ:
«Στάρετς Ζηνόβιος
Στη χαρά και στη λύπη
Δόξα τω Θεώ»,
Μετάφραση από τη Ρωσική:
Αγγελική Πελωριάδη,
Κεφ. VII και VIII,
σελ. 163–164, 172–175
και 189–191,
Εκδόσεις «Άθως»,
Αθήνα 2015.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
μελέτη, σταχυολόγηση,
πληκτρογράφηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.