Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ Ή ΑΜΑΡΤΑΝΟΪΟΣ;

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ Ή ΑΜΑΡΤΑΝΟΪΟΣ;


     Ήρθε και στην ταλαιπωρημένη μας Πατρίδα, τόσο αιφνίδια και ανεξήγητα, η επιδημία του κορωνοϊού. Από το πουθενά, από το τίποτα, ή μάλλον μέσα από τα ζοφερά και μισάνθρωπα διευθυντήρια της παγκοσμιοποίησης. Το λέμε αυτό δίχως την παραμικρή διάθεση συνωμοσιολογίας ή δαιμονοποίησης του θέματος από μέρους μας. Ούτε στη χειρότερη φαντασία μας όλο αυτό. Μα, να που συμβαίνει, όπως συμβαίνει.
     «Απ’ ό,τι φαίνεται, βάλθηκαν ν’ αφανίσουν την ανθρωπότητα, κάποιοι θέλουν να μας σκοτώσουν!», μου είπε, αυτές τις μέρες, ένας πολύπειρος και σοφός Γέροντας από το Άγιον Όρος.
     Όλοι τώρα είναι αμίλητοι, σκεφτικοί και προβληματισμένοι. Θυμήθηκα κι εκείνο που λέει ο Ψαλμός του Εσπερινού (Ψαλμ. 103, 29)· ας το αποδώσω δίχως να απομακρυνθώ από το ύφος και το νόημά του: «Κύριε, μόλις κάνεις πως μας αποστρέφεσαι και γυρίζεις αλλού το πρόσωπό Σου, ταράζονται όλα τα σύμπαντα και θορυβεί όλη η κτίση». Κάτι τέτοιο θαρρώ ότι συμβαίνει τώρα.
     Οι περισσότεροι στοχοποιούν τη θεία Κοινωνία. Ειρωνείες, αφορισμοί, εξαγγελίες, προειδοποιήσεις, συστάσεις, εκνευρισμοί, συμπεράσματα, εισηγήσεις, θρασύτητες, ακόμη και επιστημολογικές βλασφημίες. Τη θεία Κοινωνία, από την Οποία εμείς, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως γένος και ως έθνος αντλούμε, εδώ και αιώνες, ζωή, δύναμη και σωτηρία. Η μάχη είναι χαμένη εκ προοιμίου. Πώς μπορείς να πείσεις τον ορθολογιστή και εγκεφαλοκρατούμενο άνθρωπο για το υπέρλογο και πανυπερθαύμαστο Μυστήριο της θείας Κοινωνίας; Κάθε λόγος και αντίλογος καταντά και είναι μια ματαιοπονία. «Κάθε λόγος παλεύει μ’ έναν άλλον λόγο· αλλά ποιος λόγος όμως μπορεί ν’ αντικρούσει στ’ αλήθεια την ίδια τη Ζωή;», ρωτάει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτό μόνο οι διακριτικοί το γνωρίζουν και έτσι αποφεύγουν και απομακρύνονται συνετά από κάθε ανούσια και ανωφελή αψιμαχία. Εκεί που τελειώνει η παρατήρηση, η έρευνα και η επιστημοσύνη, εκεί αρχίζει αθόρυβα και μεγαλειδώς η Πίστη με τα αναρίθμητα και αδιερεύνητα μυστήριά της. Ενίοτε μυαλό και μυστήριο συναντιούνται αρμονικά επ’ ωφελεία της ανθρώπινης ζωής και κάποτε διαχωρίζονται πρεπόντως για τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής. Σε αντίθεση με την αθεολόγητη αντίληψη κάποιων που θέλουν όλα να τα τσουβαλιάζουν για να χαίρονται το χάος της θλιβερής αθεΐας ή να επιβεβαιώνουν τον κυνισμό του σκληρού ορθολογισμού τους.


     Μα, τώρα, θα κολλήσουμε τον ιό από τη θεία Μετάληψη; Πώς γίνεται να κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού και, ταυτόχρονα, να μας απειλεί ή να μας εγγίζει η αρρώστια, ο θάνατος; Είναι ή δεν είναι αυτό απιστία και βλασφημία από μέρους μας; Είναι ή δεν είναι ο μόνος και μέγας Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ο Χριστός, η θεία Κοινωνία, Αυτός που εμείς μεταλαμβάνουμε; Πώς κλείνουν τα μάτια τους μερικοί στην υπεραιωνόβια και υπερκόσμια πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας και των μελών Της; Είναι γιατί έτσι τους συμφέρει ή γιατί έτσι τους βολεύει;
     Όσοι απιστούν, όσοι έχουν καταληφθεί από την απιστία των καιρών και όσοι υπέκυψαν στην παγωμάρα των φρονημάτων, είναι σίγουρο ότι δεν θα έρθουν ποτέ να κοινωνήσουν. Υπάρχει η δραματική και επιζήμια ειλικρίνεια, καθόλου τιμητική για τον άνθρωπο που θέλει να προχωρήσει πνευματικά. Από μία άποψη, «καλά κάνουν». Ας μην έρθουν. Δεν τους υποχρεώνουμε, δεν τους το επιβάλλουμε, δεν τους εξαναγκάζουμε. «Ὅστις θέλει», είπε ο Κύριος (Ματθ. 16, 24· Μάρκ. 8, 34). Δεν είπε: «Ὅστις θέλει καὶ ὅστις μὴ θέλων».
     Άλλωστε, πώς γίνεται να έρθει κάποιος να κοινωνήσει, ευρισκόμενος ο ίδιος σε κατάσταση απιστίας, αμφιβολίας, φόβου, τρόπου, απαρέσκειας και απόρριψης προς τα άχραντα Μυστήρια; Ένας τέτοιος διχασμός συνιστά μάλλον υποκρισία ή παράνοια.
     «Μετὰ φόβου Θεοῦ προσέλθετε!» μάς λέει ο ιερέας, κάθε φορά που βγάζει το άγιο Ποτήριο από την Ωραία Πύλη· δεν μας λέει και δεν πρόκειται να μας πει ποτέ: «μετά φόβου ιού!». Γιατί πρέπει να αφήνουμε τη λογική μας να χρεώνει τα πάντα στον Χριστό, ο Οποίος μπορεί μεν να καταλαγιάζει και να θεραπεύει, αλλά να μη συμπλέει ποτέ με τους αδαμιαίους φόβους που συντηρεί η αμαρτία μέσα μας; Το έχουμε σκεφτεί ποτέ αυτό;
     Αλλά ο καθένας σήμερα ενεργεί ανάλογα με το μέτρο της πίστεως, που έχει ή που δεν έχει. Υπάρχει όμως βιωματικά αυτή η πίστη, για να υπάρχει και το ανάλογο μέτρο της, εντός μας; Και στην περίπτωση που, όντως, δεν έχουμε εκ των πραγμάτων πίστη, είτε γιατί ποτέ δεν την παραλάβαμε είτε γιατί εμείς την αποκρούσαμε είτε γιατί δεν μας την μετέδωσαν, όπως όφειλαν, οι γονείς μας, οι δάσκαλοι και το περιβάλλον μας, παρ’ όλ’ αυτά, έχουμε ισόβιο και ανεξάντλητο χρέος προς τον εαυτό μας και προς την αθάνατη ψυχή μας, κάποτε, κάπως, αυτή την ορθόδοξη πίστη να τη ζητήσουμε, να την διψάσουμε, να τη βρούμε, να την αρπάξουμε, αν και εφόσον θέλουμε να ευλογηθούμε και να σωθούμε. «Πρόσθεσε πίστη μέσα μας!» (Λουκ. 17, 5), έλεγαν με τεταμένη ικεσία οι Απόστολοι προς τον Χριστό.
     Τώρα ο εύκολος στόχος ολοφάνερα είναι η θεία Κοινωνία. Να μην κοινωνήσουμε, …για να μην κινδυνεύσουμε!!! Καμαρώστε κοσμικότητα, δείτε την απιστία που μας συνέχει, την άρνηση που μας μεταδίδουν, προσέξτε την αθεΐα που μας έχει κυριεύσει, δείτε τον φόβο που πλανά την αντίληψη και πλοηγεί το φρόνημά μας.
     Εμείς, οι βαπτισμένοι χριστιανοί, να αρνούμαστε έμμεσα ή άμεσα τη δύναμη, ή μάλλον την παντοδυναμία της θείας Ευχαριστίας και της θείας Κοινωνίας! Ο Χριστός είναι στην τελική ο μόνος επικηρυγμένος, ο αποδιοπομπαίος, ο απόβλητος, ο εξόριστος, ο μόνος διωγμένος και ανεπιθύμητος: από το σύστημα του κόσμου, της κοινωνίας και του εαυτού μας. Και είναι πραγματικά θλιβερό, να βλέπεις τα εκ βαπτίσεως παιδιά της Εκκλησίας να αποφεύγουν στην πράξη τη Ζωή, την Αφθαρσία της θείας Κοινωνίας του Χριστού.
     Τώρα ήρθε ο φόβος και ο πανικός, αυτοί οι κακοί σύμβουλοι των φρενών μας. Η ζωή μας ταλανίζεται, σμικρύνεται, απορεί και πικραίνεται. Όλοι αδημονούν εν απιστία και απιστούν εν αδημονία. Ο Χριστός όμως είναι εδώ και, με την αγάπη Του, εκφέρει στοργικά προς εμάς, προς την καρδιά μας, τον αιώνιο λόγο Του, εκείνο τον λόγο που είπε λίγο πριν από το Πάθος Του: «Έχετε θάρρος! Ας μη ταράζεται η καρδιά σας! Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο!» (Ματθ. 24, 6· Ιωάν. 14, 1 και 16, 33).


     Αδελφοί μου, οι διάφορες δοκιμασίες αυτού του βίου, έρχονται και παρέρχονται. Και η επιδημία του κορωνοϊού είναι αναντίρρητα μία από αυτές. Το θέμα είναι η πίστη μας να μην εκλείψει· γιατί μόλις εκλείψει, μόλις ξεθωριάσει, μόλις σβήσει η φλόγα της από την καρδιά και τη ζωή μας, τότε είναι που έρχεται ο τέλειος σβησμός και ο πραγματικός θάνατος της ζωής μας. «Ψυχή και Χριστός σάς χρειάζονται!», μας έλεγε ο Πατροκοσμάς. Οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες, ζούσαν με ανδρεία και με γενναιότητα, γιατί η Χάρη που εμβίωναν καθημερινά τούς επέτρεπε να έχουν στη ζωή τους το αψήφιστο του μαρτυρίου και την αφοβία του θανάτου. Εμείς, όμως;
     Όλοι, πολύ εύλογα και δίκαια, έχουν τρομοκρατηθεί από τον κορωνοϊό. Για τον ασυμμάζευτο, διάσπαρτο και αθεράπευτο «αμαρτανοϊό», όμως, που μας κυβερνά τόσες και τόσες δεκαετίες, ούτε κουβέντα να γίνεται! Τόση ασωτία, τόση απείθεια, τόση άρνηση Θεού στη ζωή μας, τόση καταπάτηση του θείου θελήματος και του ιερού Ευαγγελίου, τόσες εκτρώσεις τον χρόνο στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, τόση πορνεία και μοιχεία, τόσοι πολιτικοί γάμοι, τόση αποχή από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, τόση ασέβεια και ανευλάβεια, τόση μαγεία, μαγγανεία και βασκανία, βαναυσότητα, έγκλημα, αλητεία, πονηρία και υποκρισία, εύλογο και αναμενόμενο δεν είναι, μετά, εμείς να εκτεθούμε σε σαρωτικές δοκιμασίες, που δεν ξέρουμε από πού ήρθαν και πού θα καταλήξουν;


     «Μόλις μετανοήσουμε, θα έρθει και το τέλος των θλίψεών μας», έγραφε στους περίφημους Λόγους του ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Αν όλοι κοινωνούσαμε, με συναίσθηση, με μετάνοια, με καρδιακή προετοιμασία, με προσευχή και κατάνυξη, με ευχή και ευλογία πνευματικού, ο κορωνοϊός θα έκαμνε αυτομάτως πέρα. Δεν είναι υπόθεσης εργασίας ή μια μωροθρησκευτική υπόσχεση: Οι επιδημιολόγοι θα έμεναν έκπληκτοι για τη συρρίκνωση ή ακόμη και για την εξαφάνισή του. Με τη θεία Κοινωνία στην καρδιά μας, θα ήμασταν εμείς τα πιο κραταιά, φωτόμορφα και χριστόμορφα τέκνα της Βασιλείας του Θεού και δεν θα είχαμε ανάγκη από απειλές, από θεωρίες, από συστάσεις, από μέτρα κτλ. Όχι, ασφαλώς, γιατί είμαστε αντιδραστικοί, ασυντόνιστοι, αντιεπιστημονικοί ή τριτοκοσμικοί, αλλά επειδή στις καρδιές μας θα εγκατοικούσε και θα πρυτάνευε η ζωή και η αφθαρσία του Χριστού.
     Επειδή όμως, δυστυχώς, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και τώρα όλοι βλέπετε και αισθάνεστε ότι πάσχουμε μόνοι, ανυποστήρικτοι και αβοήθητοι.


     «Ἕκαστος ὅπου σώζεται, ἐκεῖ δικαίως καὶ προστρέχει», μας λέει ένα σύντομο θεοτοκίο τροπάριο. Εμείς –ας την κάνουμε, επιτέλους, ελεύθερα και ανένοχα την αυτοκριτική μας, ο καθένας!– τόσα χρόνια και ζαμάνια δεν προστρέξαμε και δεν προστρέχουμε εκεί που πραγματικά σωζόμαστε. Θα πάμε οπουδήποτε αλλού, αμέτρητες ψυχοπιλοτικές πορείες θα ροκανίσουν τη ζωή μας, θα περάσουμε από όλες τις πολυδαίδαλες ατραπούς της απώλειας, αλλά είναι διαπιστωμένο ότι δεν θα σκεφτούμε και δεν θα επιθυμήσουμε να διαβούμε την οδό της γλυκιάς Σωτηρίας μας. Επιλέξαμε, ως αντιζωή, την αμαρτία και την πονηρία του κόσμου, αρνηθήκαμε τη μετάνοια και την αγάπη του Κυρίου, και τώρα δεινοπαθούμε και αναγκαζόμαστε να κλειστούμε στα σπίτια μας, τα οποία γίνονται περίπου σαν φυλακές, με έναν φόβο και με έναν πανικό όλοι στη ψυχή μας.
     Πότε όμως θα αφυπνιστούμε; Οι δοκιμασίες που ήρθαν στο εδώ και τώρα του τόπου και της ζωής μας, αποτελούν εμφανέστατη εκδήλωση της παιδαγωγίας της θείας Αγάπης. Αρκετά δεν λησμονήσαμε και δεν προδώσαμε τον Θεό των Πατέρων και των Προγόνων μας, τον Θεό αυτού του αγιόβλαστου Τόπου; Τώρα, η μόνη σωτήρια λύση είναι η μετάνοια, η επιστροφή, η προσευχή, η καρδιακή μετοχή μας στο Σώμα και στο Αίμα του Χριστού, η μεταξύ μας αγάπη και ενότητα.
    Να κλείσουν οι Ναοί ή να μην κλείσουν; Να, ένα εμβόλιμο και δυσάρεστο δίλημμα που αιωρείται, θα έλεγα άκρως συγχυστικά και διχαστικά, στην όλη ατμόσφαιρα. Οι Ναοί είναι το ορατό κέντρο, όχι μιας τυπικά θρησκευτικής ζωής, αλλά της ψυχότροφης μετοχής μας στη θεία Ευχαριστία, της μυστηριακής εν Χριστώ ζωής μας. Τώρα που οι αρχές επιβάλλουν προνοητικά και προσωρινά το κλείσιμό τους, αυτό σημαίνει ότι οι συνειδήσεις μας θα πρέπει να το χρεωθούν ως λειτουργική έκπτωση του είναι μας στη ζωή της πίστεως; Δεν είναι πικρός συμβιβασμός, αν εκτιμήσουμε με πνευματική ελευθερία τα πράγματα. Είναι ανάγκη να αρχίσει να μας εμπνέει ο χαρακτήρας της άκτιστης Εκκλησίας, για να μένουμε ειρηνικοί και ανεπηρέαστοι σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Στο ανθρωπίνως αναγκαίο κλείσιμο τον Ναών μας είναι ωφέλιμο να αναρωτηθούμε όλοι μας, κλήρος και λαός: Εμποδίζεται ποτέ η λατρεία του Θεού, η λατρεία της καρδιάς προς τον Θεό; Έχουν ποτέ κλείσει οι Ναοί, για να κλειδωθούν τώρα; Έχει σταματήσει ποτέ η Ακολουθία, η μυστική Ακολουθία της άκτιστης Εκκλησίας; Ακόμη και αν ο ιερέας να πει, ως είθισται, το «Δι’ εὐχῶν» και να φύγει μαζί με τον ψάλτη και τον νεωκόρο του, οι Ναοί μας είναι και θα είναι πάντα ανοικτοί, γιατί φιλοξενούν μέσα τους αγγέλους και αγίους. Και οι ψαλμωδίες τους δεν παύουν και δεν θα πάψουν ποτέ να ηχούν άηχα για τη δική μας μεταρσίωση και ανάνηψη. Μέχρι τη συντέλεια των αιώνων οι Ναοί μας μένουν και θα μένουν ολόφωτοι, μυρωμένοι και αγγελοφρούρητοι, από τον τρούλο τους μέχρι τα θεμέλιά τους. Ακόμη και αν κανένας πιστός ή προσκυνητής δεν φιλοτιμηθεί να έρθει στον Ναό, μήπως ο ιερέας του Θεού είναι ή θα είναι ποτέ μόνος του μέσα σε αυτόν; Και αυτό είναι μια ένθεη και άκτιστη κατάσταση, όχι μεταφυσικό παραμυθάκι, μύθος ή νανούρισμα που βολεύει περιστασιακά τις όποιες εξελίξεις στο σήμερα. Αλλά πέρα και από τις όποιες θεσμικές και επίσημες αποφάσεις των αρμοδίων και των φορέων, που λαμβάνονται ή που θα ληφθούν, πόσες φορές, εμείς, με τη συμπεριφορά μας, με το φρόνημά μας, με την όλη διαγωγή και τη στάση μας, αυτούς τους ιερούς Ναούς, τους ορθόδοξους και θεοχαρίτωτους Ναούς της Πατρίδας μας, δεν τους σφραγίσαμε στην κυριολεξία, αθεΐζοντας, απιστώντας, αμαρτάνοντας και απαξιώνοντας τη ζωή της πίστεως που πρεσβεύουν; Σκεφτείτε λίγο και το εξής ρεαλιστικό: Πόσες φορές, μέσα στην κοσμική, την ανάλγητη, αναίσθητη, ανέμελη, άσκεφτη, αντιπνευματική, φιλόϋλη και φιλαμαρτήμονα ζωή μας, δεν καταπατήσαμε και δεν καταπατούμε φρικτά τη θεοπαράδοτη αργία της Κυριακής, αρνούμενοι έτσι εμπράκτως το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και επιπλέον αρνούμενοι προσωπικώς να προσέλθουμε στο Ποτήριο της Ζωής με ορθόδοξες προϋποθέσεις, της προϋποθέσεις της προσευχόμενης και μετανοούσης καρδιάς μας;
     Κι αν ακόμη κλείσουν προσωρινά οι Ναοί, για την εύλογη προστασία μας από την επιθετική εξάπλωση του κορωνοϊού, τι μας εμποδίζει να γίνουμε εμείς –«ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει καὶ πράξει καὶ μετοχῇ» (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)– έμψυχοι και ζωντανοί Ναοί του Παντοκράτορος; Τόσο πολύ δε, ώστε να ρέει με ιερό παφλασμό μέσα μας η Προσευχή και η Δέηση υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ της Πατρίδος μας που απειλείται σοβαρά αυτή την περίοδο, υπέρ των συνανθρώπων μας που κινδυνεύουν, υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων, υπέρ της παρηγορίας των πενθούντων συγγενών τους, υπέρ των νυχθημερών κόπων του ιατρικού, νοσηλευτικού, ερευνητικού και επιστημονικού προσωπικού, που αυτές τις μέρες δίνονται ολοκληρωτικά στη μάχη για την αντιμετώπιση της νοσογόνου κατάστασης;


     «Μένουμε Σπίτι»· είναι το πιο ουσιαστικό, ισχυρό και πειστικό σύνθημα των ημερών. Σαφώς και μένουμε. Θα ήμασταν εγκληματικά ανεύθυνοι και προκλητικά αναίσθητοι, εάν δεν μέναμε. Όλοι πρέπει να φερθούμε με προσοχή, με διάκριση, με σύνεση, με υπευθυνότητα και με σοβαρότητα, εάν και εφόσον θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε χριστιανοί κατ’ ουσίαν. Δεν θα κάνουμε τον πρόχειρο και απρόσεκτο εαυτό μας, αιφνίδια καταστροφή για τον πλησίον μας. Δεν είναι ούτε χριστιανισμός ούτε ανθρωπισμός ούτε πολιτισμός τούτη η απροσεξία, η αμέλεια και η αδιαφορία μας.
     «Μένουμε Σπίτι»! Αλλά πώς «Μένουμε Σπίτι»; «Μένουμε Σπίτι», όχι ως εγκλωβισμένοι, ως περιορισμένοι, ως πολιορκημένοι, ως αγέλαστα και σιωπηλά θύματα. «Μένουμε Σπίτι», με ελπίδα, με υπομονή και με συναίσθηση της κατάστασης αλλά και της υποχρέωσής μας. Και κυρίως; «Μένουμε Σπίτι», ως προσευχόμενοι και αγρυπνούντες πιστοί. Να ανάψουν τα λυχνάρια των δεήσεων των καρδιών μας και να σκορπίσουν παντού το φως και τη θαλπωρή της αφοβίας, της ενθάρρυνσης και της γενναιοφροσύνης. Το θεωρείτε λίγο αυτό; Είναι το πιο πνευματικό έργο σε προσωπικό επίπεδο, με διαστάσεις που αφορούν άμεσα και συγκλονιστικά τη μικρή ή τη μεγάλη εμβέλεια της κοινωνίας στην οποία ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε.
     Για την ακρίβεια: Είναι μια άλλη «λειτουργία». Μια «λειτουργία» που δεν πάει χαμένη, που είναι κατά πάντα θεόδεκτη και θεάρεστη. Θυμίζει λίγο-πολύ εκείνη τη «λειτουργία» των ασκητών της ερήμου. Άφηναν οι πατέρες τη (θεία) λειτουργία στο Κυριακό της Σκήτης τους και συνέχιζαν αυτή τη λειτουργία στην καρδιά και στο κελλί τους. Το κείμενο του «Εὐεργετινοῦ», κάθε φορά που αναφέρεται για τις προσευχές αυτών των οσίων ασκητών, δεν λέει, φέρ’ ειπείν, «προσευχή», «μετάνοιες», «κομποσχοίνι», «ικεσία», «δέηση», αλλά κατά κανόνα το κείμενο γράφει: «λειτουργία»· «Ποίησον τὴν λειτουργία σου καὶ εἰρήνευσον!». Έτσι κι εμείς τώρα. Χωρίς να υποβιβάζεται ή να παραθεωρείται από κανέναν η θεία Λειτουργία, προ(σ)χωρούμε ενδόμυχα στο ακατάλυτο πνεύμα της άκτιστης Προσευχής, εμφορούμενοι με την πολυποίκιλη διάκριση, την πλούσια συμπάθεια και τη θαυμαστή ενότητα της Αγίας Εκκλησίας μας, «ἄχρι καιροῦ». Όποιες και να είναι οι θυμώδεις ενστάσεις, οι φωνασκίες του ζήλου ή και τα εξ αντικειμένου ερείσματα που τυχόν παρουσιάζονται επί των κανόνων και του ήθους, προέχει η ενότητα του λαού, το να μένει αυτός άτρομος, ειρηνικός και ασφαλισμένος. Εκτός από τη Χάρη του Θεού, την οποία πρέπει να αναζητούμε με κάθε διακαή τρόπο, έχουμε αναπόδραστα να εμφανίσουμε και τη δική μας πρακτική συνέργεια, τη δική μας ευθύνη, τη δική μας ενσυνείδητη προσπάθεια από όλους για κάθε επιθυμητό αποτέλεσμα.


     Ποιος μπορεί να μειώσει, να συρρικνώσει, να ταπεινώσει την Εκκλησία μας; Κανένας άγγελος, κανένας άνθρωπος, κανένα κτίσμα, κανένας φορέας και καμιά εξουσία ποτέ. Η ουρανόδρομη Εκκλησία μας δεν παύει να δοκιμάζεται αλλά και να δοξάζεται μέσα από τη δοκιμασία, τον πόνο και τη θλίψη των επί γης πιστών μελών Της. Τα αγλαόμορφα τέκνα Της αντλούν δύναμη, κραταίωση και λάμψη μέσα από την υπομονή και τη δέησή τους. Εκεί, λοιπόν, στη δοκιμασία και στη θλίψη των άστατων επιγείων, συναντάμε τον Σωτήρα Χριστό. Ο πόνος μας δεν είναι έξω και πέρα από την ύπαρξή Του, γιατί το έλεός Του μας «καταδιώκει» ακατάπαυστα. Οι δοκιμασίες μπορεί να μας πλήττουν με δύναμη, αλλά οι ψυχές μας βρίσκονται μυστικά κουρνιασμένες στην παντοδύναμη δεξιά Του. Σε καιρό διωγμών, στενώσεων, θλίψεων, αναγκών και περιστάσεων (τότε που «ο Θεός μάς δείχνει τη δόξα Του», κατά τον Ιερό Χρυσόστομο), η Εκκλησία μάς δείχνει τη δύναμη και το κάλλος, όχι μιας εκ δειλίας προσαρμογής, αλλά μιας οικονομίας που αναδύεται από τη βαθιά κένωσή της. Γιατί τελικά «η Εκκλησία δεν είναι μόνο τοίχοι και οικίες, αλλά πίστη και τρόπος ζωής» (Ιερός Χρυσόστομος). Αυτόν τον τρόπο της Εκκλησίας ποιος από μας θα τον ασπασθεί και θα τον ενστερνιστεί; Ας θυμηθούμε όλοι το πώς οι Ένδεκα ήσαν κάποτε «συνηγμένοι» «ἐπὶ τὸ αὐτό» «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» προσήλθε προς αυτούς ο Χριστός για να τους πει τρισάκις το «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ιωάν. 20, 19-20). Και όλοι οι φόβοι τους μετά έγιναν συντρίμμια και θρύψαλα. Η δύναμη της Αναστάσεως του Κυρίου εισήλθε χαροποιητικά και εκσταστικά στην τρομαγμένη καρδιά τους. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών και των καταστάσεων, δεν θα ήταν υπερβολή για την ταπεινή μας πεποίθηση να πούμε αδίστακτα ότι, όντως, κάτι τέτοιο επαναλαμβάνεται και στη ζωή όλων μας, τώρα, αυτές τις χαλεπές μέρες, στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας και στον πάσχοντα κόσμο γύρω μας. «Θαρσεῖτε!», όμως, όλες και όλοι.

Με αγάπη Χριστού·
π. Δαμιανός.






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ


ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ


     Ο θαυμάσιος αυτός μαθητής του Κυρίου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Βιθυνίας περί το 1020. Προικισμένος με το φως της θείας χάριτος, έκανε λαμπρές σπουδές, στη διάρκεια των οποίων έμαθε να περιφρονεί τα πρόσκαιρα για να προτιμά τα αιώνια. Καθώς οι γονείς του είχαν κανονίσει, παρά τη θέλησή του, να αρραβωνιαστεί μια νεαρά κόρη από καλή οικογένεια, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος, όπου έγινε μαθητής ενός γέροντα, φημισμένου για τη σοφία του και άριστου γνώστη των θείων πραγμάτων. Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, ο νεαρός μοναχός προσπάθησε να μιμηθεί καθ’ όλα την πολιτεία του πνευματικού του πατρός, τον οποίο έβλεπε ως ζώσα εικόνα του Χριστού. Τιθάσευσε τη σάρκα με τη νηστεία και περνούσε ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.

     Όταν ο γέροντας, ύστερα από τρία χρόνια, αναχώρησε για τις αιώνιες μονές, ο Χριστόδουλος, από φόβο μήπως οι γονείς του αποπειραθούν να τον επαναφέρουν στον κόσμο, μετέβη στη Ρώμη για να προσκυνήσει με ευλάβεια τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι του αποκάλυψαν σε ενύπνιο τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Από τη Ρώμη μετέβη στους Αγίους Τόπους, όπου εγκαταβίωσε με τους ασκητές στη σκληρή έρημο της Παλαιστίνης και κατόπιν εισήλθε σε μοναστήρι όπου διήγε υποδειγματική διαγωγή. Όμως αργότερα χρειάστηκε να φύγει εξαιτίας της απειλούμενης τουρκικής εισβολής. Πήρε το πλοίο με μερικούς άλλους για τη Μικρά Ασία και κατέφυγε στην ονομαστή μοναστική πολιτεία του όρους Λάτρους, όπου ξανάρχισε με θέρμη τους ασκητικούς του αγώνες, προκαλώντας τον θαυμασμό των συνασκητών του. Τρεφόταν μόνο με κρίθινο ψωμί και νερό, αλλά στις μεγάλες εορτές έτρωγε απ’ όλα, για να μη θεωρηθεί αιρετικός μανιχαίος που βδελύσσεται την τροφή. Διαπιστώνοντας τον βαθμό της διακρίσεώς του, οι μοναχοί της εκεί περιβόητης Μονής του Στύλου θέλησαν να τον εκλέξουν προεστώτα τους. Ο άγιος αρχικά αρνήθηκε, από φόβο μήπως στερηθεί το πολυτιμότερο αγαθό του, την ησυχία· τελικά όμως αποδέχθηκε τούτο το από μέρους τους κάλεσμα, ύστερα από τις παραινέσεις του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081). Σύντομα αντιμετώπισε αντιξοότητες στη λειτουργία της μονής και, πιεζόμενος από την προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων, που λεηλατούσαν όλη τη Μικρά Ασία ύστερα από τον θρίαμβό τους στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τρία χρόνια ηγουμενίας και να αναχωρήσει ξανά σε αναζήτηση της ιερής ησυχίας. Εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή του Στροβίλου, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, και ύστερα από πρόταση του ηγουμένου, Αρσενίου Σκινούρη, αποδέχθηκε να αναλάβει το μετόχι της μονής, που βρισκόταν στη νήσο Κω, όπου ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Η αναταραχή όμως που προξενούσαν περιστασιακά οι κοσμικοί με τις επισκέψεις τους, τον ανάγκασε να αναζητήσει νέο καταφύγιο ευνοϊκότερο για τον μυστικό βίο της θεωρίας.


     Ύστερα από πολλές αναζητήσεις, βρήκε τον τόπο που επιθυμούσε: τη νήσο Πάτμο, έρημη και γυμνή από κάθε παρηγορία, εκεί όπου είχε σταλεί σε εξορία ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και όπου είχε δεχθεί τη θεία Αποκάλυψη. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) να του εκχωρήσει την ιδιοκτησία του νησιού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει μονή αφιερωμένη στον Ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου. Θαυμάζοντας την αγιότητα και τους λεπτούς τρόπους του θεοφόρου ανδρός, ο αυτοκράτορας τού αντιπρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση των μοναχών της Μονής Ζαγοράς, στη Θεσσαλία, που στερούνταν πνευματικού οδηγού. Ο άγιος τού αποκρίθηκε ότι ένα πράγμα επιθυμεί: έναν ήσυχο τόπο, μακριά από την τύρβη του κόσμου, ώστε να αφιερωθεί στην προσευχή. Από υπακοή όμως, δέχθηκε να συντάξει για τους μοναχούς αυτούς έναν «Κανόνα» κοινοβιακής ζωής και, αν συμφωνούσαν να τον τηρήσουν, θα δεχόταν να τους καθοδηγήσει. Συνέταξε λοιπόν ένα «Τυπικόν», στο οποίο όριζε στους μοναχούς να παραιτηθούν από κάθε ιδιοκτησία και από κάθε ίδιον θέλημα για να ζήσουν ακτήμονα βίο, με υπακοή και υπομονή, ελπίζοντας μόνο στη θεία χάρη. Καθώς η κλήση των μοναχών είναι να παραμένουν απερίσπαστοι, στραμμένοι στον Θεό και τους αγίους, τους όρισε να αποφεύγουν τις συναναστροφές με κοσμικούς. Συνέστησε ακόμη να εξομολογούνται λεπτομερώς όλους τους πονηρούς λογισμούς στον πνευματικό τους πατέρα και να κάνουν αρκετές μετάνοιες την ημέρα ή τη νύκτα, προσευχόμενοι με προσοχή και κατάνυξη, ωσάν να βρίσκονται ενώπιον του φοβερού Βήματος του Κυρίου. Οι άγιες αυτές παραινέσεις και προσπάθειες του οσίου, που αποτελούσαν πιστή έκφραση των πατερικών παραδόσεων, φάνηκαν πικρές σαν τον άψινθο στους αμελείς μοναχούς της Ζαγοράς και ο άγιος Χριστόδουλος είδε με χαρά και ανακούφιση να μη στέργουν να τον δεχθούν ως ηγούμενό τους. Επανέλαβε λοιπόν το αίτημά του και ο αυτοκράτορας τού παραχώρησε απόλυτη δικαιοδοσία επί της νήσου Πάτμου, την οποία κατέστησε πλήρως ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και απάλλαξε από κάθε φορολογία και άλλη υποχρέωση. Διέταξε επίσης να παρέχεται ετησίως η αναγκαία για τους μοναχούς ποσότητα σίτου, ώστε απερίσπαστοι να προσεύχονται υπέρ σωτηρίας του ιδίου και όλης της αυτοκρατορίας.

     Μόλις ο άγιος αποβιβάστηκε στην Πάτμο, εφοδιασμένος με το πολύτιμο χρυσόβουλλο που κατοχύρωνε τα δικαιώματά του στο νησί, που εφεξής αφιερώθηκε εξολοκλήρου στον αγγελικό βίο, κατακρήμνισε ένα άγαλμα της Αρτέμιδος και άρχισε την ανοικοδόμηση ναού αφιερωμένου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο· ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια ισχνή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι να ξημερώσει. Η φήμη του αγίου Χριστοδούλου προσείλκυσε στο νησί μεγάλο αριθμό επισκεπτών και κατοίκων γειτονικών νησιών, τα οποία τους δύσκολους εκείνους καιρούς μαστίζονταν από σιτοδεία. Μία ημέρα που είχαν προσέλθει πολλοί, ο άγιος πρόσταξε τον οικονόμο της μονής να τους δώσει φαγητό. Εκείνος αντέτεινε ότι τα αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Ο άγιος επέμενε, ο οικονόμος τελικά παρέθεσε τράπεζα, και με τη χάρη του Θεού το πλήθος, όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα της τραπέζης ξεπέρασαν κατά πολύ τα αρχικά αποθέματα.


     Ο άγιος Χριστόδουλος έμεινε πέντε χρόνια στην Πάτμο, εποπτεύοντας την ανοικοδόμηση της μονής και οργανώνοντας τη ζωή του κοινοβίου σύμφωνα με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Επέμενε προπαντός στην αποταγή του κόσμου και την παραίτηση από κάθε άλλη μέριμνα, εκτός της μέριμνας για τη σωτηρία της ψυχής. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς, υποκίνησε νέες τουρκικές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Το μοναστήρι είχε σχεδόν περατωθεί, οι οχυρώσεις του όμως δεν επαρκούσαν για να αντέξει σε πολιορκία, οπότε ο άγιος αποφάσισε να αναζητήσει ασφαλέστερο τόπο. Συνάζοντας τους μοναχούς του, τους παρότρυνε να στηρίξουν τις ελπίδες τους αποκλειστικά στον Θεό και να μοιράσουν τα αποθέματα του σιταριού στους λαϊκούς εργάτες, που είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους στο νησί, προτού αναχωρήσει ο ίδιος για την Εύριπο, δηλαδή τη νήσο Εύβοια. Ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ήταν πνευματικό τέκνο του αγίου και υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα χρειώδη για την επιβίωσή τους. Ο άγιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.

     Ύστερα, βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει, προσκάλεσε τον πιο κοντινό μαθητή του, τον Σάββα, τον όρισε διάδοχό του, του παρέδωσε τις υποδείξεις του για την καθοδήγηση των μοναχών και τον πρόσταξε να μεταβεί στην Πάτμο για να προετοιμάσει την επανεγκατάσταση της αδελφότητος. Όταν ήλθε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άγιος κλείστηκε στο κελλί του για να μείνει μόνος με τον Θεό και στις αρχές της δεύτερης εβδομάδος προσκάλεσε όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και υπαγόρευσε τη «Διαθήκη» του, στην οποία τους παρότρυνε να μη συσσωρεύουν τίποτε το φθαρτό σε αυτόν τον πρόσκαιρο βίο, αλλά να προτιμούν την ερημική ησυχία της Πάτμου από τις πλούσιες μονές, όπου η προσευχή των μοναχών ταράσσεται από την αδιάκριτη συντυχία με τους κοσμικούς. Έπειτα, αφού τους ζήτησε να πάρουν μαζί τους το σκήνωμά του, όταν επιστρέψουν στην Πάτμο, παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του στον Κύριο στις 16 Μαρτίου του 1093. Καθώς δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους το τίμιο λείψανο όταν αναχώρησαν, οι μοναχοί ξαναγύρισαν στην Εύριπο αργότερα κρυφά και το άρπαξαν, διαπράττοντας ένα είδος ευλαβούς πειρατείας. Αυτό το γεγονός εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου ως ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου. Έκτοτε, η Μονή της Πάτμου, προστατευμένη από τη θαυματουργική ενέργεια του οσίου Χριστουδούλου, παρέμεινε ένας από τους τόπους υψηλής πνευματικότητος του ορθόδοξου μοναχισμού, από τον οποίο προήλθαν πλείστοι επίσκοποι και πατριάρχες και στον οποίο φυλάσσονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα χειρόγραφα, εικόνες και πολύτιμα αντικείμενα. Το 1988, εορτάστηκε επισήμως η εννιακοσιοστή επέτειος από την ίδρυση της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με την παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και εκπρόσωπων όλων των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα, καὶ τῶν Μοναζόντων τὸ κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον, ὡς ἰατρεῖον, κεκτημένοι ἄμισθον, νόσων καὶ θλίψεων πολλῶν, ἀπολυτρούμεθα κράζοντες· χαίροις Πατέρων, τὸ κλέος Χριστόδουλε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις Βιθυνίας γόνος λαμπρός, καὶ τῆς νήσου Πάτμου, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ἀφθαρσίας, εὐῶδες καλλιστεῖον, Χριστόδουλε θεόφρον, Χριστοῦ συμμέτοχε.





[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 153–156·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ


Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ


     Είμαι σίγουρος πως πολλά θα γραφτούν για τον μακαριστό Γέροντα Γρηγόριο (Ζουμή· 1942–2018), τον σεπτό και αλησμόνητο Καθηγούμενο της ιεράς Μονής Δοχειαρίου, και πολλοί θα έχουνε ενστάσεις. Κι αυτό γιατί ο Γέροντας Γρηγόριος έκρυβε εαυτόν πίσω από ένα θυμώδη και πολλές φορές σκληρό προσωπείο. Κατάφερνε έτσι να παραπλανά τους ανθρώπους και να μην τον έχουν για άγιο.

     Εκείνο που ξέρω από μερικά παραδείγματα φίλων μου, είναι ότι είχε δύναμη προσευχής και διορατικό χάρισμα, που έκρυβε επιμελώς όσο μπορούσε.


     Ένας φίλος αγαπητός, λοιπόν, χωρισμένος και άτεκνος –αναπαύθηκε η ψυχή του στη Δοχειαρίου και στις πατρικές αγκάλες του Γέροντα Γρηγορίου– έκανε υπομονή να βγει στη σύνταξη και προβληματιζόταν μήπως μονάσει κιόλας. Εκεί, λοιπόν, που ζούσε σαν μοναχός, με κανόνα και συχνές επισκέψεις στο Αγιονόρος, δέχτηκε πρόκληση από μια συνάδελφό του στη δουλειά, επίσης χωρισμένη, για σύναψη σχέσης ερωτικής και όπου αυτή ήθελε οδηγήσει…
     Ωραία η συνάδελφος, έβραζε στο ζουμί του ο καημένος και ο πονηρός ψιθύρισε στο αυτί του: «Μην πας, ευλογημένε, κι εσύ ένα Σαββατοκύριακο στη Δοχειαρίου, και πέρνα το μαζί της!… Δεν είναι πια και αμαρτία!...».
     Έβρασε στο ζουμί του μέχρι την Παρασκευή, και το Σάββατο έμπαινε στο Αγιονόρος. Συνάντησε τον Γέροντα, που έβγαινε όμως για το γυναικείο μοναστήρι στο Σοχό και έσκυψε μαζί με τους άλλους, να πάρει τουλάχιστον στα πεταχτά την ευχή του. Και τότε, «φραααπ!», δέχεται ένα χαστούκι δυνατό από τον Γέροντα, που τον κοίταξε στα μάτια αυστηρά και του είπε:
     –Πότε επιτέλους θα σοβαρευτείς;…


     Δεύτερο περιστατικό με άνθρωπο πιστό και αγαπημένο του Γέροντα, όπου δεν άντεξε στον έγγαμο βίο και ζούσε εν διαστάσει.
     «Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα;», ρώτησε ο Γέροντας. «Και δεν μου λες, ποιος ήταν ο λόγος του χωρισμού σου;».
     «Δεν άντεξα άλλο, Γέροντα!», απάντησε ο ταλαίπωρος. «Η γυναίκα μου με στερούσε σαρκικά, συναισθηματικά και δεν μπορούσα άλλο».
     «Άκου παιδί μου», του είπε τότε ο Γέροντας, «η Ορθοδοξία είναι ασκητική! Να ξέρεις, θα προσευχηθώ κι εγώ, να σου ξεράνει ο Θεός το ένστικτο το γενετήσιο και να γυρίσεις σύντομα στην οικογένειά σου!...».
     Και όντως· σε λίγους μήνες και αυτός γύρισε πίσω στη γυναίκα του, χωρίς να έχει πλέον σαρκικά πάθη να τον τυραννούν, παρόλο που ήταν ακόμα νέος…


     Η τρίτη περίπτωση ήλθε από συναδέλφους μου γιατρούς, με χόμπι την τηλεφωνική επικοινωνία, πολύ παλιά, πριν βρεθούν τα κινητά τηλέφωνα. Υπήρχαν σύλλογοι ολόκληροι με ασύρματη τηλεφωνία, πήγαιναν εκδρομές, φυσιοδίφες οι περισσότεροι, ανέβαιναν σε βουνά και επικοινωνούσαν με αντίστοιχους ανθρώπους από άλλα κράτη και Ηπείρους.
     Κάποιος, λοιπόν, από αυτούς με πληροφόρησε πως είχε πάει στη Δοχειαρίου, όπου γίνανε φίλοι με τον ηγούμενο Γρηγόριο, που τους παρείχε κατάλυμα έξω από το μοναστήρι να αισθάνονται ελεύθεροι και να πηγαίνουν στον ναό όποτε θέλουν. Τους δέχτηκε μάλιστα για συζήτηση και ενθουσιάστηκαν μαζί του.
     Τον ρώτησα τί τους είπε και τόσο τους έκανε εντύπωση.
      «Αυτός», μου είπε, «είναι αλλιώτικος παπάς. Μιλάει αντρίκια. Σκέψου, μας είπε να χρησιμοποιούμε και λίγο το πάνω κεφάλι στη ζωή μας και όχι να βαδίζουμε μόνο όπου μας πηγαίνει το κάτω… Αυτός δεν είναι σεμνότυφος. Είναι άντρας!».


     Για το πόσο σεμνός ήταν ο Γέροντας Γρηγόριος, αρκεί να σας διηγηθώ πως όταν είχε επισκεφθεί το ιατρείο μου, τον χαιρέτησα και τον έβαλα να κάνει προεξέταση για την όραση και τα γυαλιά του σε μια συνεργάτη μου οπτομέτρη.
     Ο Γέροντας δυσφόρησε και ρώτησε με φρίκη:
     –Τι, θα μ’ εξετάσει αυτή η γυναίκα;!...

     Τον πήγα κάποτε για αναίμακτη θεραπεία σπονδυλικής στήλης σε φίλο μου νευροχειρουργό, γιατί είχε πόνους στο αυχενικό και στη μέση του, έτσι που πάντα πρωτοστατούσε στις βαρύτερες χειρονακτικές δουλειές στο μοναστήρι. Τον έπεισαν να πάει, μόνο όταν του εξήγησα ότι η θεραπεία γίνεται πάνω από τα ρούχα, με ειδικό μηχάνημα και δεν θα τον ακουμπήσει ανθρώπινο χέρι…

     Ήταν σεμνός ο Γέροντας Γρηγόριος. Είχε όμως τον τρόπο να πλησιάζει όλους τους ανθρώπους. Έτσι και στην τρίτη περίπτωση που σας ανέφερα, πιο πάνω, οι ασυρματιστές από τη Θεσσαλονίκη πύκνωσαν τις επισκέψεις τους στη Δοχειαρίου, στο τέλος ’μέναν μέσα στη μονή και τελικά μπήκανε σε Θεού σειρά και απέκτησαν τον «Γέροντά τους»...


     Το τέταρτο περιστατικό αφορά έναν αλλοδαπό σπουδαίο ζωγράφο, που εργάστηκε στη Μονή Δοχειαρίου για κάμποσο καιρό και φυσικά συνδέθηκε με τον άγιο καθηγούμενο. Ζούσε πολύ «καλλιτεχνικά», ο καημένος, έως τότε, αλλά είχε φόβο Θεού και έβαλε μια σειρά πνευματική στη ζωή του. Άλλαξε, γλυκάθηκε πνευματικά. Τελείωσαν όμως κάποια στιγμή οι δουλειές του στη Δοχειαρίου, γύρισε στην πατρίδα του, αλλά συνέχισε τα πνευματικά του με προσευχή και Απόδειπνο, νηστεία και εγκράτεια.
     Ο μισόκαλος, όμως, που δεν αφήνει άνθρωπο να αγιάσει, έβαλε μια παλιά φίλη του «καλλιτέχνιδα» να του τηλεφωνήσει και έτσι μπήκε στον πειρασμό να πάει να τη συναντήσει…
     Μπανιαρίστηκε, το λοιπόν, ξυρίστηκε, έβαλε τις κολόνιες του και τα αρώματά του και άνοιξε, βραδάκι ήτανε, την πόρτα για να πάει να τη συναντήσει. Όπου ακούει το τηλέφωνο να χτυπάει και τον Γέροντα Γρηγόριο να του λέει αυστηρά: «Κλείδωσε την πόρτα, κάτσε μες στο σπίτι σου και κάνε το Απόδειπνό σου!».


     Έχω κρατήσει για το τέλος μια διήγηση που έζησα ο ίδιος. Περίμενα πως ο Γέροντας Γρηγόριος, από μικρός μέσα στον μοναχισμό, θα εμφορούνταν από πνεύμα αρνητικό για τις θρησκευτικές οργανώσεις. Κι όμως βρέθηκα κάποτε μπροστά που, όταν κάποιος μίλησε απαξιωτικά για τους «Ζωϊκούς», ο Γέροντας επαναστάτησε:
     «Άκου να σου πω», του είπε, «εγώ ξέρω πως όταν ο Γέροντάς μου, ο άγιος Αμφιλόχιος Μακρής (1889–1970), ερχόταν στην Αθήνα, επισκεπτόταν τη “Ζωή” και ο πατήρ Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος (1919–2020), που ήταν τότε προϊστάμενος, τον έβαζε να μιλήσει στα μέλη της αδελφότητός του και τον φιλοξενούσε και στην τράπεζα και έτρωγε μαζί τους.«
     »Συμβούλευε μάλιστα (ο άγιος Αμφιλόχιος) τον πατέρα Ηλία, τα λαϊκά μέλη της αδελφότητος, πριν πεθάνουν, να κάνουν κουρά μοναχική, που είναι δεύτερο βάπτισμα, σωτήριο για τη ψυχή τους. “Αφού καλόγεροι είστε, ούτως ή άλλως!, τους έλεγε».
     Και συνέχισε ο Γέροντας Γρηγόριος:
     «Όταν ήμουν φοιτητής στη Θεολογική Σχολή και ανέβαινα με το καράβι στον Πειραιά, δεν είχαμε πού να στρέψουμε τα μάτια μας απ’ τις μισόγυμνες τουρίστριες. Και ξαφνικά γέμισαν τα τραπεζάκια στα καράβια με την “Καινή Διαθήκη” από εκδόσεις της “Ζωής”, που εσύ κατηγορείς. Έπαιρνες το βιβλιαράκι με την ερμηνεία και δεν καταλαβαίναμε πότε έφθανε το καράβι στο λιμάνι. Ξέρεις ότι ως τότε η Αγία Γραφή ήταν μονάχα σε τεράστια Ευαγγέλια και χρειαζόσουν δυο βαστάζους για να την κρατάς; Αυτά όμως εσείς δεν τα προλάβατε και θεωρείτε ότι είναι αυτονόητο να μπορεί κάποιος να έχει στα χέρια του την “Καινή Διαθήκη” και να τη διαβάζει, όπου βρίσκεται».


     Τελειώνοντας τούτες τις αναμνήσεις, που είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα αποτελέσουν μικρή ψηφίδα από αυτά που θα γραφούν από πνευματικοπαίδια του και άξιους βιογράφους, θέλω να προσθέσω δυο διηγήσεις που δείχνουν τη μεγάλη ταπείνωση του Γέροντα Γρηγορίου και το διορατικό του χάρισμα.


     Πήγα, λοιπόν, με τους γιους μου κάποτε στη Μονή Δοχειαρίου για επίσκεψη και βρήκα τον Γέροντα Γρηγόριο απ’ έξω από τη θύρα της μονής ντυμένο με ένα ξεθωριασμένο αντερί και από πάνω ένα σκούρο ρούχο εργασίας από αυτά που φοράνε οι εργάτες, έτοιμο να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο της μονής, να πάνε με δυο-τρεις μοναχούς για κάποιες δουλειές στο βουνό, πάνω από τη μονή, στον Προφήτη Ηλία.
     Κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού και μ’ έβαλε να κάτσω με τον μικρό μου γιο στη θέση του και αυτός πήδηξε σβέλτος πίσω στην καρότσα και στάθηκε όρθιος σε όλη τη διαδρομή, μιλώντας με τους δυο μεγαλύτερους από τους γιους μου σαν να ήταν συνομήλικός τους. Σκεφτόμουν εκείνο τον λόγο που είπε ο Χριστός (Ματθ. 18, 3· Μάρκ. 9, 37· Λουκ. 9, 48): «Σας βεβαιώνω πως αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών…».
     Και πού να φέρεις αντίρρηση και να μην κάτσεις μπροστά. Ούτε κουβέντα δεν σήκωνε. Θυμήθηκα και τα λόγια του αγίου, πλέον, Γέροντα Παϊσίου, που μου είχαν διηγηθεί:
     «Μην τον φοβάστε αυτόν τον φωνακλά. Έχει μεγάλη αγάπη μέσα στην καρδιά του, σαν μικρού παιδιού!…».


     Η δεύτερη διήγηση αφορά έναν αλλοδαπό αρχιερέα, που δεν μιλούσε Ελληνικά και επισκέφτηκε τη Μονή Δοχειαρίου. Είχε μεγάλο πρόβλημα και ήθελε να ζητήσει τη γνώμη του Γέροντα Γρηγορίου, αλλά ντρεπόταν τον διερμηνέα.
     Λίγο πριν φύγει, εκεί μπροστά στις χαιρετούρες με άλλα είκοσι άτομα τριγύρω, λέει ο Γέροντας Γρηγόριος:
     «Ακούστε, τί μου είπε ένας μοναχός χθες το βράδυ. Έχει αυτό και αυτό το πρόβλημα (και περιέγραψε το πρόβλημα του δεσπότη) και ο λογισμός τού έλεγε να κάνει αυτό και αυτό (και περιέγραψε τον λογισμό του αρχιερέα). Όμως εγώ προσευχήθηκα το βράδυ και θα του πω να κάνει έτσι κι έτσι, τελείως διαφορετικά δηλαδή. Τι λέτε κι εσείς, Σεβασμιώτατε;».
     Τι να πει ο Σεβασμιώτατος; Έφυγε δακρυσμένος, όπως κι εμείς, που χάσαμε έναν ακόμα άγιο διορατικό, ταπεινό και φωτισμένο…

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
(ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΣ)


[ Στέφανου Δημόπουλου:
«Άγιον Όρος· Χώρα ζώντων
(Σύγχρονες μορφές
της Ορθοδοξίας
όπως τις έζησα)»·
Κεφ. Ζ΄, §5-6, σελ. 347–354.
Επιμέλεια έκδοσης:
Βασίλης Αργυριάδης.
Εκδόσεις «Εν Πλω»·
Αθήνα, Σεπτέμβριος 20192.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.