Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ


Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ


     Είμαι σίγουρος πως πολλά θα γραφτούν για τον μακαριστό Γέροντα Γρηγόριο (Ζουμή· 1942–2018), τον σεπτό και αλησμόνητο Καθηγούμενο της ιεράς Μονής Δοχειαρίου, και πολλοί θα έχουνε ενστάσεις. Κι αυτό γιατί ο Γέροντας Γρηγόριος έκρυβε εαυτόν πίσω από ένα θυμώδη και πολλές φορές σκληρό προσωπείο. Κατάφερνε έτσι να παραπλανά τους ανθρώπους και να μην τον έχουν για άγιο.

     Εκείνο που ξέρω από μερικά παραδείγματα φίλων μου, είναι ότι είχε δύναμη προσευχής και διορατικό χάρισμα, που έκρυβε επιμελώς όσο μπορούσε.


     Ένας φίλος αγαπητός, λοιπόν, χωρισμένος και άτεκνος –αναπαύθηκε η ψυχή του στη Δοχειαρίου και στις πατρικές αγκάλες του Γέροντα Γρηγορίου– έκανε υπομονή να βγει στη σύνταξη και προβληματιζόταν μήπως μονάσει κιόλας. Εκεί, λοιπόν, που ζούσε σαν μοναχός, με κανόνα και συχνές επισκέψεις στο Αγιονόρος, δέχτηκε πρόκληση από μια συνάδελφό του στη δουλειά, επίσης χωρισμένη, για σύναψη σχέσης ερωτικής και όπου αυτή ήθελε οδηγήσει…
     Ωραία η συνάδελφος, έβραζε στο ζουμί του ο καημένος και ο πονηρός ψιθύρισε στο αυτί του: «Μην πας, ευλογημένε, κι εσύ ένα Σαββατοκύριακο στη Δοχειαρίου, και πέρνα το μαζί της!… Δεν είναι πια και αμαρτία!...».
     Έβρασε στο ζουμί του μέχρι την Παρασκευή, και το Σάββατο έμπαινε στο Αγιονόρος. Συνάντησε τον Γέροντα, που έβγαινε όμως για το γυναικείο μοναστήρι στο Σοχό και έσκυψε μαζί με τους άλλους, να πάρει τουλάχιστον στα πεταχτά την ευχή του. Και τότε, «φραααπ!», δέχεται ένα χαστούκι δυνατό από τον Γέροντα, που τον κοίταξε στα μάτια αυστηρά και του είπε:
     –Πότε επιτέλους θα σοβαρευτείς;…


     Δεύτερο περιστατικό με άνθρωπο πιστό και αγαπημένο του Γέροντα, όπου δεν άντεξε στον έγγαμο βίο και ζούσε εν διαστάσει.
     «Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα;», ρώτησε ο Γέροντας. «Και δεν μου λες, ποιος ήταν ο λόγος του χωρισμού σου;».
     «Δεν άντεξα άλλο, Γέροντα!», απάντησε ο ταλαίπωρος. «Η γυναίκα μου με στερούσε σαρκικά, συναισθηματικά και δεν μπορούσα άλλο».
     «Άκου παιδί μου», του είπε τότε ο Γέροντας, «η Ορθοδοξία είναι ασκητική! Να ξέρεις, θα προσευχηθώ κι εγώ, να σου ξεράνει ο Θεός το ένστικτο το γενετήσιο και να γυρίσεις σύντομα στην οικογένειά σου!...».
     Και όντως· σε λίγους μήνες και αυτός γύρισε πίσω στη γυναίκα του, χωρίς να έχει πλέον σαρκικά πάθη να τον τυραννούν, παρόλο που ήταν ακόμα νέος…


     Η τρίτη περίπτωση ήλθε από συναδέλφους μου γιατρούς, με χόμπι την τηλεφωνική επικοινωνία, πολύ παλιά, πριν βρεθούν τα κινητά τηλέφωνα. Υπήρχαν σύλλογοι ολόκληροι με ασύρματη τηλεφωνία, πήγαιναν εκδρομές, φυσιοδίφες οι περισσότεροι, ανέβαιναν σε βουνά και επικοινωνούσαν με αντίστοιχους ανθρώπους από άλλα κράτη και Ηπείρους.
     Κάποιος, λοιπόν, από αυτούς με πληροφόρησε πως είχε πάει στη Δοχειαρίου, όπου γίνανε φίλοι με τον ηγούμενο Γρηγόριο, που τους παρείχε κατάλυμα έξω από το μοναστήρι να αισθάνονται ελεύθεροι και να πηγαίνουν στον ναό όποτε θέλουν. Τους δέχτηκε μάλιστα για συζήτηση και ενθουσιάστηκαν μαζί του.
     Τον ρώτησα τί τους είπε και τόσο τους έκανε εντύπωση.
      «Αυτός», μου είπε, «είναι αλλιώτικος παπάς. Μιλάει αντρίκια. Σκέψου, μας είπε να χρησιμοποιούμε και λίγο το πάνω κεφάλι στη ζωή μας και όχι να βαδίζουμε μόνο όπου μας πηγαίνει το κάτω… Αυτός δεν είναι σεμνότυφος. Είναι άντρας!».


     Για το πόσο σεμνός ήταν ο Γέροντας Γρηγόριος, αρκεί να σας διηγηθώ πως όταν είχε επισκεφθεί το ιατρείο μου, τον χαιρέτησα και τον έβαλα να κάνει προεξέταση για την όραση και τα γυαλιά του σε μια συνεργάτη μου οπτομέτρη.
     Ο Γέροντας δυσφόρησε και ρώτησε με φρίκη:
     –Τι, θα μ’ εξετάσει αυτή η γυναίκα;!...

     Τον πήγα κάποτε για αναίμακτη θεραπεία σπονδυλικής στήλης σε φίλο μου νευροχειρουργό, γιατί είχε πόνους στο αυχενικό και στη μέση του, έτσι που πάντα πρωτοστατούσε στις βαρύτερες χειρονακτικές δουλειές στο μοναστήρι. Τον έπεισαν να πάει, μόνο όταν του εξήγησα ότι η θεραπεία γίνεται πάνω από τα ρούχα, με ειδικό μηχάνημα και δεν θα τον ακουμπήσει ανθρώπινο χέρι…

     Ήταν σεμνός ο Γέροντας Γρηγόριος. Είχε όμως τον τρόπο να πλησιάζει όλους τους ανθρώπους. Έτσι και στην τρίτη περίπτωση που σας ανέφερα, πιο πάνω, οι ασυρματιστές από τη Θεσσαλονίκη πύκνωσαν τις επισκέψεις τους στη Δοχειαρίου, στο τέλος ’μέναν μέσα στη μονή και τελικά μπήκανε σε Θεού σειρά και απέκτησαν τον «Γέροντά τους»...


     Το τέταρτο περιστατικό αφορά έναν αλλοδαπό σπουδαίο ζωγράφο, που εργάστηκε στη Μονή Δοχειαρίου για κάμποσο καιρό και φυσικά συνδέθηκε με τον άγιο καθηγούμενο. Ζούσε πολύ «καλλιτεχνικά», ο καημένος, έως τότε, αλλά είχε φόβο Θεού και έβαλε μια σειρά πνευματική στη ζωή του. Άλλαξε, γλυκάθηκε πνευματικά. Τελείωσαν όμως κάποια στιγμή οι δουλειές του στη Δοχειαρίου, γύρισε στην πατρίδα του, αλλά συνέχισε τα πνευματικά του με προσευχή και Απόδειπνο, νηστεία και εγκράτεια.
     Ο μισόκαλος, όμως, που δεν αφήνει άνθρωπο να αγιάσει, έβαλε μια παλιά φίλη του «καλλιτέχνιδα» να του τηλεφωνήσει και έτσι μπήκε στον πειρασμό να πάει να τη συναντήσει…
     Μπανιαρίστηκε, το λοιπόν, ξυρίστηκε, έβαλε τις κολόνιες του και τα αρώματά του και άνοιξε, βραδάκι ήτανε, την πόρτα για να πάει να τη συναντήσει. Όπου ακούει το τηλέφωνο να χτυπάει και τον Γέροντα Γρηγόριο να του λέει αυστηρά: «Κλείδωσε την πόρτα, κάτσε μες στο σπίτι σου και κάνε το Απόδειπνό σου!».


     Έχω κρατήσει για το τέλος μια διήγηση που έζησα ο ίδιος. Περίμενα πως ο Γέροντας Γρηγόριος, από μικρός μέσα στον μοναχισμό, θα εμφορούνταν από πνεύμα αρνητικό για τις θρησκευτικές οργανώσεις. Κι όμως βρέθηκα κάποτε μπροστά που, όταν κάποιος μίλησε απαξιωτικά για τους «Ζωϊκούς», ο Γέροντας επαναστάτησε:
     «Άκου να σου πω», του είπε, «εγώ ξέρω πως όταν ο Γέροντάς μου, ο άγιος Αμφιλόχιος Μακρής (1889–1970), ερχόταν στην Αθήνα, επισκεπτόταν τη “Ζωή” και ο πατήρ Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος (1919–2020), που ήταν τότε προϊστάμενος, τον έβαζε να μιλήσει στα μέλη της αδελφότητός του και τον φιλοξενούσε και στην τράπεζα και έτρωγε μαζί τους.«
     »Συμβούλευε μάλιστα (ο άγιος Αμφιλόχιος) τον πατέρα Ηλία, τα λαϊκά μέλη της αδελφότητος, πριν πεθάνουν, να κάνουν κουρά μοναχική, που είναι δεύτερο βάπτισμα, σωτήριο για τη ψυχή τους. “Αφού καλόγεροι είστε, ούτως ή άλλως!, τους έλεγε».
     Και συνέχισε ο Γέροντας Γρηγόριος:
     «Όταν ήμουν φοιτητής στη Θεολογική Σχολή και ανέβαινα με το καράβι στον Πειραιά, δεν είχαμε πού να στρέψουμε τα μάτια μας απ’ τις μισόγυμνες τουρίστριες. Και ξαφνικά γέμισαν τα τραπεζάκια στα καράβια με την “Καινή Διαθήκη” από εκδόσεις της “Ζωής”, που εσύ κατηγορείς. Έπαιρνες το βιβλιαράκι με την ερμηνεία και δεν καταλαβαίναμε πότε έφθανε το καράβι στο λιμάνι. Ξέρεις ότι ως τότε η Αγία Γραφή ήταν μονάχα σε τεράστια Ευαγγέλια και χρειαζόσουν δυο βαστάζους για να την κρατάς; Αυτά όμως εσείς δεν τα προλάβατε και θεωρείτε ότι είναι αυτονόητο να μπορεί κάποιος να έχει στα χέρια του την “Καινή Διαθήκη” και να τη διαβάζει, όπου βρίσκεται».


     Τελειώνοντας τούτες τις αναμνήσεις, που είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα αποτελέσουν μικρή ψηφίδα από αυτά που θα γραφούν από πνευματικοπαίδια του και άξιους βιογράφους, θέλω να προσθέσω δυο διηγήσεις που δείχνουν τη μεγάλη ταπείνωση του Γέροντα Γρηγορίου και το διορατικό του χάρισμα.


     Πήγα, λοιπόν, με τους γιους μου κάποτε στη Μονή Δοχειαρίου για επίσκεψη και βρήκα τον Γέροντα Γρηγόριο απ’ έξω από τη θύρα της μονής ντυμένο με ένα ξεθωριασμένο αντερί και από πάνω ένα σκούρο ρούχο εργασίας από αυτά που φοράνε οι εργάτες, έτοιμο να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο της μονής, να πάνε με δυο-τρεις μοναχούς για κάποιες δουλειές στο βουνό, πάνω από τη μονή, στον Προφήτη Ηλία.
     Κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού και μ’ έβαλε να κάτσω με τον μικρό μου γιο στη θέση του και αυτός πήδηξε σβέλτος πίσω στην καρότσα και στάθηκε όρθιος σε όλη τη διαδρομή, μιλώντας με τους δυο μεγαλύτερους από τους γιους μου σαν να ήταν συνομήλικός τους. Σκεφτόμουν εκείνο τον λόγο που είπε ο Χριστός (Ματθ. 18, 3· Μάρκ. 9, 37· Λουκ. 9, 48): «Σας βεβαιώνω πως αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών…».
     Και πού να φέρεις αντίρρηση και να μην κάτσεις μπροστά. Ούτε κουβέντα δεν σήκωνε. Θυμήθηκα και τα λόγια του αγίου, πλέον, Γέροντα Παϊσίου, που μου είχαν διηγηθεί:
     «Μην τον φοβάστε αυτόν τον φωνακλά. Έχει μεγάλη αγάπη μέσα στην καρδιά του, σαν μικρού παιδιού!…».


     Η δεύτερη διήγηση αφορά έναν αλλοδαπό αρχιερέα, που δεν μιλούσε Ελληνικά και επισκέφτηκε τη Μονή Δοχειαρίου. Είχε μεγάλο πρόβλημα και ήθελε να ζητήσει τη γνώμη του Γέροντα Γρηγορίου, αλλά ντρεπόταν τον διερμηνέα.
     Λίγο πριν φύγει, εκεί μπροστά στις χαιρετούρες με άλλα είκοσι άτομα τριγύρω, λέει ο Γέροντας Γρηγόριος:
     «Ακούστε, τί μου είπε ένας μοναχός χθες το βράδυ. Έχει αυτό και αυτό το πρόβλημα (και περιέγραψε το πρόβλημα του δεσπότη) και ο λογισμός τού έλεγε να κάνει αυτό και αυτό (και περιέγραψε τον λογισμό του αρχιερέα). Όμως εγώ προσευχήθηκα το βράδυ και θα του πω να κάνει έτσι κι έτσι, τελείως διαφορετικά δηλαδή. Τι λέτε κι εσείς, Σεβασμιώτατε;».
     Τι να πει ο Σεβασμιώτατος; Έφυγε δακρυσμένος, όπως κι εμείς, που χάσαμε έναν ακόμα άγιο διορατικό, ταπεινό και φωτισμένο…

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
(ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΣ)


[ Στέφανου Δημόπουλου:
«Άγιον Όρος· Χώρα ζώντων
(Σύγχρονες μορφές
της Ορθοδοξίας
όπως τις έζησα)»·
Κεφ. Ζ΄, §5-6, σελ. 347–354.
Επιμέλεια έκδοσης:
Βασίλης Αργυριάδης.
Εκδόσεις «Εν Πλω»·
Αθήνα, Σεπτέμβριος 20192.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

1 σχόλιο: