Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


     Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο «Σέρβος Χρυσόστομος», γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς, εκατό χιλιόμετρα από το Βελιγράδι, από οικογένεια ευλαβών χωρικών. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Μονή Τσέλιε (ή Τσέλιγιε· Κεντρική Σερβία, Βάλιεβο, ίδρυση 13ος αι.), όπου θα εγκαταβίωνε αργότερα ο μαθητής του ο μακαριστός πατήρ, ο σύγχρονος ομολογητής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς [†25 Μαρτίου 1979], και από την παιδική του ηλικία έδειξε έντονη κλίση για την Προσευχή. Προικισμένος με σπάνια ευφυΐα, επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία, η θεία Πρόνοια όμως αποφάσισε διαφορετικά. Αφού δεν έγινε δεκτός για λόγους υγείας, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, ώστε να προετοιμαστεί για να υπηρετήσει στον στρατό του Χριστού. Χάρις σε υποτροφία της Εκκλησίας, συνέχισε ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Γνωρίζοντας άριστα επτά γλώσσες, τον ενδιέφεραν όλα τα θέματα, από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως την αρχαία ινδική φιλοσοφία, όχι για να συσσωρεύσει μια στείρα και απρόσφορη εγκυκλοπαιδική γνώση, αλλά για να δείξει την υπεροχή της Πίστεως και της Ορθοδόξου Πνευματικότητος. Το 1908, υποστήριξε με μεγάλη επιτυχία στη Βέρνη διατριβή με θέμα: «Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας», διδασκαλία που απέβη το κέντρο τόσο της βιοτής του όσο και του κηρύγματός του. Τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποστήριξε άλλη διδακτορική διατριβή στη Γενεύη περί της φιλοσοφίας του Τζώρτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753). Επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1909, προσεβλήθη από βαριά μορφή δυσεντερίας. Σκέφθηκε τότε: «Εάν οι υπηρεσίες μου είναι απαραίτητες στον Κύριο, θα με γιατρέψει!». Και υποσχέθηκε, εάν ιαθεί, να μονάσει και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία του λαού του Θεού. Μόλις ανάρρωσε, πιστός στην υπόσχεσή του, εκάρη μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Ρακόβιτσα, κοντά στο Βελιγράδι. Εξελέγη κατόπιν καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα, ενώ κήρυττε σε διάφορες εκκλησίες της σερβικής πρωτεύουσας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφοσιώθηκε αφειδώς στην παρηγορία του χειμαζόμενου λαού και στην περίθαλψη των πασχόντων και των απόρων, αρνούμενος να λάβει τον μισθό του. Το 1915, εστάλη στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωστοποιήσει τις σκληρές δοκιμασίες του λαού του και να ζητήσει τη βοήθεια των Σέρβων μεταναστών. Εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης μετά τον Πόλεμο (1919) και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αχρίδα (1921). Η παραμονή του στη Ρωσία για έναν χρόνο και οι ετήσιες επισκέψεις του στο Άγιον Όρος –όπου συνάντησε τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη [24 Σεπτ.] (1866-1938) στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και έδωκε σημαντική μαρτυρία της αγιότητάς του– του επέτρεψαν να εμβαθύνει στο νόημα της άφθαρτης κληρονομιάς των Πατέρων, οπότε από λαμπρός ιερομόναχος και περιβόητος κάτοχος διδακτορικών διπλωμάτων από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μαθήτευσε ταπεινά στο σχολείο των απλών μοναχών και του Ορθοδόξου λαού, στη ψυχή του οποίου ατένιζε μυστικά το πρόσωπο του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού. Οι αιώνιοι λόγοι του Σωτήρος: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14, 6) αποτελούσαν για εκείνον λόγο ύπαρξης και συνόψιζαν όλη του τη φιλοσοφία.


     Όταν ο Εχθρός του ανθρωπίνου γένους τού επιτέθηκε διά μέσου ενός επισκόπου που τον είχε προσβάλει, ο άγιος ιεράρχης έδειξε σε αυτή την περίσταση όλη του την αρετή και την πραότητα, αρνούμενος να κατηγορήσει τον εχθρό του ή ακόμη και να παραπονεθεί. Ήταν αφοσιωμένος κυρίως σε έντονη ποιμαντική δραστηριότητα στην επισκοπή του. Ανακαίνισε πολλές κατεστραμμένες ή εγκαταλελειμμένες μονές και ίδρυσε ορφανοτροφεία για παιδιά, αδιακρίτως εθνικότητας και θρησκεύματος. Το πιο ονομαστό από αυτά τα φιλανθρωπικά καθιδρύματα ήταν εκείνο στα Μπίτολα (Μοναστήρι), όπου δίδασκε ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς [2 Ιουλ.] (1896-1966). Άλλα πάλι ιδρύθηκαν στο Κράλιεβο, στο Τσατσάκ, στο Γκόρνι Μιλάνοβατς και το Κραγκούγιεβατς, που φιλοξενούσε περισσότερα από εξακόσια παιδιά πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσηλωμένος στην ηθική και πνευματική οικοδομή του ποιμνίου του, ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος συνέγραψε πολυάριθμα έργα, ποιητικού και βαθυστόχαστου ύφους, τα οποία εκδόθηκαν σε είκοσι τόμους. Ανάμεσα στα γραπτά του το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα παραμένει ο «Πρόλογος της Αχρίδος», στο οποίο παραθέτει σύντομους Βίους των αγίων της κάθε ημέρας του έτους, μαζί με σχόλια και θέματα πνευματικού ενδιαφέροντος. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, ύμνους και ακολουθίες. Σχετικά με αυτές τις τελευταίες, ο άγιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς [14 Ιουν.] (1894-1979) δεν δίστασε να γράψει τα εξής ενθουσιαστικά λόγια: «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε!». Πνευματικός πατέρας, καθ’ όλα έμπειρος και διαποτισμένος με την αιώνια σοφία της Εκκλησίας, άφησε περί τις τριακόσιες «Ιεραποστολικές Επιστολές», οι οποίες απαντούν σε συγκεκριμένα ποιμαντικά ερωτήματα που έθεταν αυθόρμητα οι πιστοί. Υπήρξε ακόμη ο εμπνευστής ενός λαϊκού θρησκευτικού κινήματος, που έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην Προσευχή, στη συχνή θεία Μετάληψη και στη μετάφραση ή σύνθεση ύμνων και προσευχών στη σερβική γλώσσα (και όχι στα σλαβονικά) και του οποίου οι οπαδοί εμφύσησαν την εποχή εκείνη πνευματικό ενθουσιασμό και αποστολικό ζήλο στη σερβική Εκκλησία. Τόση ήταν η επιρροή του επισκόπου Νικολάου στον λαό, ώστε θεωρούσαν κάθε λόγο του, γραπτό ή προφορικό, ισάξιο των «Αποφθεγμάτων» του Γεροντικού.


     Πέρα από τη μέριμνα για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί ο Θεός, επεξέτεινε τη στοργή του σε όλη την Εκκλησία. Επέδειχνε στάση ειρήνης και καταλλαγής και επιδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Έλληνες και Βούλγαρους Ορθοδόξους. Το 1930, έλαβε μέρος στην Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, όπου εξέφρασε το ορθόδοξο φρόνημα πλήρως αντίθετος στην τάση προσαρμογής των ιερών παραδόσεων της Εκκλησίας στο απατηλό πνεύμα του αιώνα τούτου. Υπήρξε ακόμη ο πρωτεργάτης της καταγγελίας της συμφωνίας με το Βατικανό, που ήταν έτοιμη να συνάψει η Γιουγκοσλαβία το 1937, η οποία καθιστούσε σαρωτικά ολόκληρη τη χώρα ελεύθερο πεδίο προσηλυτισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από καιρό ο άγιος ιεράρχης είχε καλά προβλέψει ότι η παντοδύναμη Ευρώπη θα γινόταν συντρίμμια, αν ανατρέπονταν τα χριστιανικά της θεμέλια. Γι’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα έγραψε ο ίδιος προφητικά: «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από τη χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της» (βλ. Μάρκ. 5, 1-17).


     Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επίσκοπος Νικόλαος προτίμησε να συγκακουχηθεί με τον λαό του Θεού παρά να αναζητήσει ασφάλεια κάπου αλλού. Διαμαρτυρήθηκε θαρραλέα εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο, αναφωνώντας: «Αυτό, λοιπόν, είναι ο γερμανικός πολιτισμός: να σκοτώνεις εκατό αθώους Σέρβους για έναν Γερμανό! Τότε οι Τούρκοι ήσαν δικαιότεροι. Εάν είμαι ένοχος, σκοτώστε με. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να αντικρίζω καθημερινά τις συμφορές του λαού μου». Κατήγγειλε με αγανάκτηση τη «χριστιανική» υποκρισία που ανεχόταν και δικαιολογούσε τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Ορθοδόξων Σέρβων της Κροατίας, χωρίς καθόλου μίσος εναντίον αυτών που τα διέπραξαν, για τους οποίους αντίθετα ένιωθε βαθύτατο οίκτο. Αργότερα συνέθεσε έξοχη Ακολουθία προς τιμήν των αγίων Σέρβων Νεομαρτύρων [15 Ιουν.].


     Αυτή η θαρραλέα και ατρόμητη στάση οδήγησε σύντομα στη σύλληψή του από τους Γερμανούς το 1941. Αφού έμεινε πάνω από τρία χρόνια στις πιο αυστηρές φυλακές, συγκρατούμενος με τον πατριάρχη Γαβριήλ (Dozic· 1881-1950), προσευχόμενος νυχθημερόν με δάκρυα για τη σωτηρία του λαού, τον εκτόπισαν στο στρατόπεδο θανάτου του Νταχάου το 1944. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945, με την άφιξη των Συμμάχων, υπέφερε όμως έως τα τέλη του βίου του από τα επακόλουθα της κακομεταχείρισης και της βαναυσότητας που υπέστη εκεί. Όταν τον ρωτούσαν για τη ζωή στο Νταχάου, αποκρινόταν τα εξής: «Στο στρατόπεδο, να τι γίνεται: κάθεσαι σε μια γωνιά και λες στον εαυτό σου: “Κύριε, εγώ είμαι γη και σποδός (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 10, 9)· πάρε τη ψυχή μου!”. Τότε η ψυχή υψώνεται στα ουράνια και αντικρίζεις τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Όμως δεν το αντέχεις αυτό και Του λες: “Κύριε, δεν είμαι έτοιμος· άφησέ με να κατέβω πάλι!”. Με δυο λόγια, θα έδινα όλη τη ζωή που μου απομένει, για μια ώρα στο Νταχάου!».


     Μετά την απελευθέρωσή του, ο άγιος επίσκοπος μετέβη στην Αμερική (1946), όπου ανέκτησε τις απαραίτητες δυνάμεις του για να συνεχίσει το πνευματικό του έργο, εκεί όπου τον τοποθέτησε η θεία Πρόνοια. Περιόδευε ανά τη Βόρειο Αμερική, κηρύττοντας ευκαίρως-ακαίρως, και κατέστη με αυτόν τον τρόπο νέος απόστολος της Ορθοδοξίας στον Νέο Κόσμο. Έγραφε τα πνευματικά του έργα στα αγγλικά και δίδασκε στη σερβική Ιερατική Σχολή της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στη Θεολογική Ακαδημία Αγίου Βλαδιμήρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρνταβιλ (Νέα Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία). Εκεί, στον Άγιο Τύχωνα, ο άγιος Νικόλαος παρέδωσε τη γενναία και πολύσοφη ψυχή του στον Κύριο της Δόξης στις 5/18 Μαρτίου 1956, την ώρα που ετοιμαζόταν να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Το 1991, τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Μονή Τσέλιε. Αν και ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς τιμόταν τοπικά ήδη από πολύ καιρό, αναγνωρίστηκε επίσημα από τη σερβική Εκκλησία τον Μάιο του 2003.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Βάθη τοῦ Πνεύματος, Πάτερ ἠρεύνησας, ὅθεν ἐξέμαθες ῥήματα ἄῤῥητα, καὶ χρυσοῤῥόας ποταμός, ἐδείχθης τοῖς Ὀρθοδόξοις· Σάββα γὰρ θεόφρονος, τὴν ὁδὸν ἠκολούθησας, τοῦ λαοῦ γενόμενος, ποιμενάρχης χριστόψυχος· διὸ πανευγνωμόνως τὴν μνήμην, Νικόλαε Ἅγιε τιμῶμέν σου.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰ φυσικά σου προτερήματα Πάτερ, καθυποτάξας τῷ Δεσπότῃ προθύμως, ὤφθης λαμπρὸς τοῦ Πνεύματος, Νικόλαε ναός· ὅθεν ᾠκοδόμησας, ὡς ποιμὴν χρυσολόγος, βίῳ καὶ συγγράμμασι, τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ μαρτυρίου φέρων τὰς οὐλάς, Αὐτῷ πρεσβεύεις, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῆς Σερβίας γόνος λαμπρός, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, χαριτόβρυτος πλουτισμός, χαίροις οἰκουμένης, ἀκοίμητος εὐχέτης, Νικόλαε τρισμάκαρ, Ζίτσης ὁ πρόεδρος.




[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 61–65.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου