Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ Ή ΑΜΑΡΤΑΝΟΪΟΣ;

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ Ή ΑΜΑΡΤΑΝΟΪΟΣ;


     Ήρθε και στην ταλαιπωρημένη μας Πατρίδα, τόσο αιφνίδια και ανεξήγητα, η επιδημία του κορωνοϊού. Από το πουθενά, από το τίποτα, ή μάλλον μέσα από τα ζοφερά και μισάνθρωπα διευθυντήρια της παγκοσμιοποίησης. Το λέμε αυτό δίχως την παραμικρή διάθεση συνωμοσιολογίας ή δαιμονοποίησης του θέματος από μέρους μας. Ούτε στη χειρότερη φαντασία μας όλο αυτό. Μα, να που συμβαίνει, όπως συμβαίνει.
     «Απ’ ό,τι φαίνεται, βάλθηκαν ν’ αφανίσουν την ανθρωπότητα, κάποιοι θέλουν να μας σκοτώσουν!», μου είπε, αυτές τις μέρες, ένας πολύπειρος και σοφός Γέροντας από το Άγιον Όρος.
     Όλοι τώρα είναι αμίλητοι, σκεφτικοί και προβληματισμένοι. Θυμήθηκα κι εκείνο που λέει ο Ψαλμός του Εσπερινού (Ψαλμ. 103, 29)· ας το αποδώσω δίχως να απομακρυνθώ από το ύφος και το νόημά του: «Κύριε, μόλις κάνεις πως μας αποστρέφεσαι και γυρίζεις αλλού το πρόσωπό Σου, ταράζονται όλα τα σύμπαντα και θορυβεί όλη η κτίση». Κάτι τέτοιο θαρρώ ότι συμβαίνει τώρα.
     Οι περισσότεροι στοχοποιούν τη θεία Κοινωνία. Ειρωνείες, αφορισμοί, εξαγγελίες, προειδοποιήσεις, συστάσεις, εκνευρισμοί, συμπεράσματα, εισηγήσεις, θρασύτητες, ακόμη και επιστημολογικές βλασφημίες. Τη θεία Κοινωνία, από την Οποία εμείς, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως γένος και ως έθνος αντλούμε, εδώ και αιώνες, ζωή, δύναμη και σωτηρία. Η μάχη είναι χαμένη εκ προοιμίου. Πώς μπορείς να πείσεις τον ορθολογιστή και εγκεφαλοκρατούμενο άνθρωπο για το υπέρλογο και πανυπερθαύμαστο Μυστήριο της θείας Κοινωνίας; Κάθε λόγος και αντίλογος καταντά και είναι μια ματαιοπονία. «Κάθε λόγος παλεύει μ’ έναν άλλον λόγο· αλλά ποιος λόγος όμως μπορεί ν’ αντικρούσει στ’ αλήθεια την ίδια τη Ζωή;», ρωτάει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτό μόνο οι διακριτικοί το γνωρίζουν και έτσι αποφεύγουν και απομακρύνονται συνετά από κάθε ανούσια και ανωφελή αψιμαχία. Εκεί που τελειώνει η παρατήρηση, η έρευνα και η επιστημοσύνη, εκεί αρχίζει αθόρυβα και μεγαλειδώς η Πίστη με τα αναρίθμητα και αδιερεύνητα μυστήριά της. Ενίοτε μυαλό και μυστήριο συναντιούνται αρμονικά επ’ ωφελεία της ανθρώπινης ζωής και κάποτε διαχωρίζονται πρεπόντως για τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής. Σε αντίθεση με την αθεολόγητη αντίληψη κάποιων που θέλουν όλα να τα τσουβαλιάζουν για να χαίρονται το χάος της θλιβερής αθεΐας ή να επιβεβαιώνουν τον κυνισμό του σκληρού ορθολογισμού τους.


     Μα, τώρα, θα κολλήσουμε τον ιό από τη θεία Μετάληψη; Πώς γίνεται να κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού και, ταυτόχρονα, να μας απειλεί ή να μας εγγίζει η αρρώστια, ο θάνατος; Είναι ή δεν είναι αυτό απιστία και βλασφημία από μέρους μας; Είναι ή δεν είναι ο μόνος και μέγας Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ο Χριστός, η θεία Κοινωνία, Αυτός που εμείς μεταλαμβάνουμε; Πώς κλείνουν τα μάτια τους μερικοί στην υπεραιωνόβια και υπερκόσμια πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας και των μελών Της; Είναι γιατί έτσι τους συμφέρει ή γιατί έτσι τους βολεύει;
     Όσοι απιστούν, όσοι έχουν καταληφθεί από την απιστία των καιρών και όσοι υπέκυψαν στην παγωμάρα των φρονημάτων, είναι σίγουρο ότι δεν θα έρθουν ποτέ να κοινωνήσουν. Υπάρχει η δραματική και επιζήμια ειλικρίνεια, καθόλου τιμητική για τον άνθρωπο που θέλει να προχωρήσει πνευματικά. Από μία άποψη, «καλά κάνουν». Ας μην έρθουν. Δεν τους υποχρεώνουμε, δεν τους το επιβάλλουμε, δεν τους εξαναγκάζουμε. «Ὅστις θέλει», είπε ο Κύριος (Ματθ. 16, 24· Μάρκ. 8, 34). Δεν είπε: «Ὅστις θέλει καὶ ὅστις μὴ θέλων».
     Άλλωστε, πώς γίνεται να έρθει κάποιος να κοινωνήσει, ευρισκόμενος ο ίδιος σε κατάσταση απιστίας, αμφιβολίας, φόβου, τρόπου, απαρέσκειας και απόρριψης προς τα άχραντα Μυστήρια; Ένας τέτοιος διχασμός συνιστά μάλλον υποκρισία ή παράνοια.
     «Μετὰ φόβου Θεοῦ προσέλθετε!» μάς λέει ο ιερέας, κάθε φορά που βγάζει το άγιο Ποτήριο από την Ωραία Πύλη· δεν μας λέει και δεν πρόκειται να μας πει ποτέ: «μετά φόβου ιού!». Γιατί πρέπει να αφήνουμε τη λογική μας να χρεώνει τα πάντα στον Χριστό, ο Οποίος μπορεί μεν να καταλαγιάζει και να θεραπεύει, αλλά να μη συμπλέει ποτέ με τους αδαμιαίους φόβους που συντηρεί η αμαρτία μέσα μας; Το έχουμε σκεφτεί ποτέ αυτό;
     Αλλά ο καθένας σήμερα ενεργεί ανάλογα με το μέτρο της πίστεως, που έχει ή που δεν έχει. Υπάρχει όμως βιωματικά αυτή η πίστη, για να υπάρχει και το ανάλογο μέτρο της, εντός μας; Και στην περίπτωση που, όντως, δεν έχουμε εκ των πραγμάτων πίστη, είτε γιατί ποτέ δεν την παραλάβαμε είτε γιατί εμείς την αποκρούσαμε είτε γιατί δεν μας την μετέδωσαν, όπως όφειλαν, οι γονείς μας, οι δάσκαλοι και το περιβάλλον μας, παρ’ όλ’ αυτά, έχουμε ισόβιο και ανεξάντλητο χρέος προς τον εαυτό μας και προς την αθάνατη ψυχή μας, κάποτε, κάπως, αυτή την ορθόδοξη πίστη να τη ζητήσουμε, να την διψάσουμε, να τη βρούμε, να την αρπάξουμε, αν και εφόσον θέλουμε να ευλογηθούμε και να σωθούμε. «Πρόσθεσε πίστη μέσα μας!» (Λουκ. 17, 5), έλεγαν με τεταμένη ικεσία οι Απόστολοι προς τον Χριστό.
     Τώρα ο εύκολος στόχος ολοφάνερα είναι η θεία Κοινωνία. Να μην κοινωνήσουμε, …για να μην κινδυνεύσουμε!!! Καμαρώστε κοσμικότητα, δείτε την απιστία που μας συνέχει, την άρνηση που μας μεταδίδουν, προσέξτε την αθεΐα που μας έχει κυριεύσει, δείτε τον φόβο που πλανά την αντίληψη και πλοηγεί το φρόνημά μας.
     Εμείς, οι βαπτισμένοι χριστιανοί, να αρνούμαστε έμμεσα ή άμεσα τη δύναμη, ή μάλλον την παντοδυναμία της θείας Ευχαριστίας και της θείας Κοινωνίας! Ο Χριστός είναι στην τελική ο μόνος επικηρυγμένος, ο αποδιοπομπαίος, ο απόβλητος, ο εξόριστος, ο μόνος διωγμένος και ανεπιθύμητος: από το σύστημα του κόσμου, της κοινωνίας και του εαυτού μας. Και είναι πραγματικά θλιβερό, να βλέπεις τα εκ βαπτίσεως παιδιά της Εκκλησίας να αποφεύγουν στην πράξη τη Ζωή, την Αφθαρσία της θείας Κοινωνίας του Χριστού.
     Τώρα ήρθε ο φόβος και ο πανικός, αυτοί οι κακοί σύμβουλοι των φρενών μας. Η ζωή μας ταλανίζεται, σμικρύνεται, απορεί και πικραίνεται. Όλοι αδημονούν εν απιστία και απιστούν εν αδημονία. Ο Χριστός όμως είναι εδώ και, με την αγάπη Του, εκφέρει στοργικά προς εμάς, προς την καρδιά μας, τον αιώνιο λόγο Του, εκείνο τον λόγο που είπε λίγο πριν από το Πάθος Του: «Έχετε θάρρος! Ας μη ταράζεται η καρδιά σας! Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο!» (Ματθ. 24, 6· Ιωάν. 14, 1 και 16, 33).


     Αδελφοί μου, οι διάφορες δοκιμασίες αυτού του βίου, έρχονται και παρέρχονται. Και η επιδημία του κορωνοϊού είναι αναντίρρητα μία από αυτές. Το θέμα είναι η πίστη μας να μην εκλείψει· γιατί μόλις εκλείψει, μόλις ξεθωριάσει, μόλις σβήσει η φλόγα της από την καρδιά και τη ζωή μας, τότε είναι που έρχεται ο τέλειος σβησμός και ο πραγματικός θάνατος της ζωής μας. «Ψυχή και Χριστός σάς χρειάζονται!», μας έλεγε ο Πατροκοσμάς. Οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες, ζούσαν με ανδρεία και με γενναιότητα, γιατί η Χάρη που εμβίωναν καθημερινά τούς επέτρεπε να έχουν στη ζωή τους το αψήφιστο του μαρτυρίου και την αφοβία του θανάτου. Εμείς, όμως;
     Όλοι, πολύ εύλογα και δίκαια, έχουν τρομοκρατηθεί από τον κορωνοϊό. Για τον ασυμμάζευτο, διάσπαρτο και αθεράπευτο «αμαρτανοϊό», όμως, που μας κυβερνά τόσες και τόσες δεκαετίες, ούτε κουβέντα να γίνεται! Τόση ασωτία, τόση απείθεια, τόση άρνηση Θεού στη ζωή μας, τόση καταπάτηση του θείου θελήματος και του ιερού Ευαγγελίου, τόσες εκτρώσεις τον χρόνο στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, τόση πορνεία και μοιχεία, τόσοι πολιτικοί γάμοι, τόση αποχή από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, τόση ασέβεια και ανευλάβεια, τόση μαγεία, μαγγανεία και βασκανία, βαναυσότητα, έγκλημα, αλητεία, πονηρία και υποκρισία, εύλογο και αναμενόμενο δεν είναι, μετά, εμείς να εκτεθούμε σε σαρωτικές δοκιμασίες, που δεν ξέρουμε από πού ήρθαν και πού θα καταλήξουν;


     «Μόλις μετανοήσουμε, θα έρθει και το τέλος των θλίψεών μας», έγραφε στους περίφημους Λόγους του ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Αν όλοι κοινωνούσαμε, με συναίσθηση, με μετάνοια, με καρδιακή προετοιμασία, με προσευχή και κατάνυξη, με ευχή και ευλογία πνευματικού, ο κορωνοϊός θα έκαμνε αυτομάτως πέρα. Δεν είναι υπόθεσης εργασίας ή μια μωροθρησκευτική υπόσχεση: Οι επιδημιολόγοι θα έμεναν έκπληκτοι για τη συρρίκνωση ή ακόμη και για την εξαφάνισή του. Με τη θεία Κοινωνία στην καρδιά μας, θα ήμασταν εμείς τα πιο κραταιά, φωτόμορφα και χριστόμορφα τέκνα της Βασιλείας του Θεού και δεν θα είχαμε ανάγκη από απειλές, από θεωρίες, από συστάσεις, από μέτρα κτλ. Όχι, ασφαλώς, γιατί είμαστε αντιδραστικοί, ασυντόνιστοι, αντιεπιστημονικοί ή τριτοκοσμικοί, αλλά επειδή στις καρδιές μας θα εγκατοικούσε και θα πρυτάνευε η ζωή και η αφθαρσία του Χριστού.
     Επειδή όμως, δυστυχώς, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και τώρα όλοι βλέπετε και αισθάνεστε ότι πάσχουμε μόνοι, ανυποστήρικτοι και αβοήθητοι.


     «Ἕκαστος ὅπου σώζεται, ἐκεῖ δικαίως καὶ προστρέχει», μας λέει ένα σύντομο θεοτοκίο τροπάριο. Εμείς –ας την κάνουμε, επιτέλους, ελεύθερα και ανένοχα την αυτοκριτική μας, ο καθένας!– τόσα χρόνια και ζαμάνια δεν προστρέξαμε και δεν προστρέχουμε εκεί που πραγματικά σωζόμαστε. Θα πάμε οπουδήποτε αλλού, αμέτρητες ψυχοπιλοτικές πορείες θα ροκανίσουν τη ζωή μας, θα περάσουμε από όλες τις πολυδαίδαλες ατραπούς της απώλειας, αλλά είναι διαπιστωμένο ότι δεν θα σκεφτούμε και δεν θα επιθυμήσουμε να διαβούμε την οδό της γλυκιάς Σωτηρίας μας. Επιλέξαμε, ως αντιζωή, την αμαρτία και την πονηρία του κόσμου, αρνηθήκαμε τη μετάνοια και την αγάπη του Κυρίου, και τώρα δεινοπαθούμε και αναγκαζόμαστε να κλειστούμε στα σπίτια μας, τα οποία γίνονται περίπου σαν φυλακές, με έναν φόβο και με έναν πανικό όλοι στη ψυχή μας.
     Πότε όμως θα αφυπνιστούμε; Οι δοκιμασίες που ήρθαν στο εδώ και τώρα του τόπου και της ζωής μας, αποτελούν εμφανέστατη εκδήλωση της παιδαγωγίας της θείας Αγάπης. Αρκετά δεν λησμονήσαμε και δεν προδώσαμε τον Θεό των Πατέρων και των Προγόνων μας, τον Θεό αυτού του αγιόβλαστου Τόπου; Τώρα, η μόνη σωτήρια λύση είναι η μετάνοια, η επιστροφή, η προσευχή, η καρδιακή μετοχή μας στο Σώμα και στο Αίμα του Χριστού, η μεταξύ μας αγάπη και ενότητα.
    Να κλείσουν οι Ναοί ή να μην κλείσουν; Να, ένα εμβόλιμο και δυσάρεστο δίλημμα που αιωρείται, θα έλεγα άκρως συγχυστικά και διχαστικά, στην όλη ατμόσφαιρα. Οι Ναοί είναι το ορατό κέντρο, όχι μιας τυπικά θρησκευτικής ζωής, αλλά της ψυχότροφης μετοχής μας στη θεία Ευχαριστία, της μυστηριακής εν Χριστώ ζωής μας. Τώρα που οι αρχές επιβάλλουν προνοητικά και προσωρινά το κλείσιμό τους, αυτό σημαίνει ότι οι συνειδήσεις μας θα πρέπει να το χρεωθούν ως λειτουργική έκπτωση του είναι μας στη ζωή της πίστεως; Δεν είναι πικρός συμβιβασμός, αν εκτιμήσουμε με πνευματική ελευθερία τα πράγματα. Είναι ανάγκη να αρχίσει να μας εμπνέει ο χαρακτήρας της άκτιστης Εκκλησίας, για να μένουμε ειρηνικοί και ανεπηρέαστοι σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Στο ανθρωπίνως αναγκαίο κλείσιμο τον Ναών μας είναι ωφέλιμο να αναρωτηθούμε όλοι μας, κλήρος και λαός: Εμποδίζεται ποτέ η λατρεία του Θεού, η λατρεία της καρδιάς προς τον Θεό; Έχουν ποτέ κλείσει οι Ναοί, για να κλειδωθούν τώρα; Έχει σταματήσει ποτέ η Ακολουθία, η μυστική Ακολουθία της άκτιστης Εκκλησίας; Ακόμη και αν ο ιερέας να πει, ως είθισται, το «Δι’ εὐχῶν» και να φύγει μαζί με τον ψάλτη και τον νεωκόρο του, οι Ναοί μας είναι και θα είναι πάντα ανοικτοί, γιατί φιλοξενούν μέσα τους αγγέλους και αγίους. Και οι ψαλμωδίες τους δεν παύουν και δεν θα πάψουν ποτέ να ηχούν άηχα για τη δική μας μεταρσίωση και ανάνηψη. Μέχρι τη συντέλεια των αιώνων οι Ναοί μας μένουν και θα μένουν ολόφωτοι, μυρωμένοι και αγγελοφρούρητοι, από τον τρούλο τους μέχρι τα θεμέλιά τους. Ακόμη και αν κανένας πιστός ή προσκυνητής δεν φιλοτιμηθεί να έρθει στον Ναό, μήπως ο ιερέας του Θεού είναι ή θα είναι ποτέ μόνος του μέσα σε αυτόν; Και αυτό είναι μια ένθεη και άκτιστη κατάσταση, όχι μεταφυσικό παραμυθάκι, μύθος ή νανούρισμα που βολεύει περιστασιακά τις όποιες εξελίξεις στο σήμερα. Αλλά πέρα και από τις όποιες θεσμικές και επίσημες αποφάσεις των αρμοδίων και των φορέων, που λαμβάνονται ή που θα ληφθούν, πόσες φορές, εμείς, με τη συμπεριφορά μας, με το φρόνημά μας, με την όλη διαγωγή και τη στάση μας, αυτούς τους ιερούς Ναούς, τους ορθόδοξους και θεοχαρίτωτους Ναούς της Πατρίδας μας, δεν τους σφραγίσαμε στην κυριολεξία, αθεΐζοντας, απιστώντας, αμαρτάνοντας και απαξιώνοντας τη ζωή της πίστεως που πρεσβεύουν; Σκεφτείτε λίγο και το εξής ρεαλιστικό: Πόσες φορές, μέσα στην κοσμική, την ανάλγητη, αναίσθητη, ανέμελη, άσκεφτη, αντιπνευματική, φιλόϋλη και φιλαμαρτήμονα ζωή μας, δεν καταπατήσαμε και δεν καταπατούμε φρικτά τη θεοπαράδοτη αργία της Κυριακής, αρνούμενοι έτσι εμπράκτως το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και επιπλέον αρνούμενοι προσωπικώς να προσέλθουμε στο Ποτήριο της Ζωής με ορθόδοξες προϋποθέσεις, της προϋποθέσεις της προσευχόμενης και μετανοούσης καρδιάς μας;
     Κι αν ακόμη κλείσουν προσωρινά οι Ναοί, για την εύλογη προστασία μας από την επιθετική εξάπλωση του κορωνοϊού, τι μας εμποδίζει να γίνουμε εμείς –«ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει καὶ πράξει καὶ μετοχῇ» (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)– έμψυχοι και ζωντανοί Ναοί του Παντοκράτορος; Τόσο πολύ δε, ώστε να ρέει με ιερό παφλασμό μέσα μας η Προσευχή και η Δέηση υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ της Πατρίδος μας που απειλείται σοβαρά αυτή την περίοδο, υπέρ των συνανθρώπων μας που κινδυνεύουν, υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων, υπέρ της παρηγορίας των πενθούντων συγγενών τους, υπέρ των νυχθημερών κόπων του ιατρικού, νοσηλευτικού, ερευνητικού και επιστημονικού προσωπικού, που αυτές τις μέρες δίνονται ολοκληρωτικά στη μάχη για την αντιμετώπιση της νοσογόνου κατάστασης;


     «Μένουμε Σπίτι»· είναι το πιο ουσιαστικό, ισχυρό και πειστικό σύνθημα των ημερών. Σαφώς και μένουμε. Θα ήμασταν εγκληματικά ανεύθυνοι και προκλητικά αναίσθητοι, εάν δεν μέναμε. Όλοι πρέπει να φερθούμε με προσοχή, με διάκριση, με σύνεση, με υπευθυνότητα και με σοβαρότητα, εάν και εφόσον θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε χριστιανοί κατ’ ουσίαν. Δεν θα κάνουμε τον πρόχειρο και απρόσεκτο εαυτό μας, αιφνίδια καταστροφή για τον πλησίον μας. Δεν είναι ούτε χριστιανισμός ούτε ανθρωπισμός ούτε πολιτισμός τούτη η απροσεξία, η αμέλεια και η αδιαφορία μας.
     «Μένουμε Σπίτι»! Αλλά πώς «Μένουμε Σπίτι»; «Μένουμε Σπίτι», όχι ως εγκλωβισμένοι, ως περιορισμένοι, ως πολιορκημένοι, ως αγέλαστα και σιωπηλά θύματα. «Μένουμε Σπίτι», με ελπίδα, με υπομονή και με συναίσθηση της κατάστασης αλλά και της υποχρέωσής μας. Και κυρίως; «Μένουμε Σπίτι», ως προσευχόμενοι και αγρυπνούντες πιστοί. Να ανάψουν τα λυχνάρια των δεήσεων των καρδιών μας και να σκορπίσουν παντού το φως και τη θαλπωρή της αφοβίας, της ενθάρρυνσης και της γενναιοφροσύνης. Το θεωρείτε λίγο αυτό; Είναι το πιο πνευματικό έργο σε προσωπικό επίπεδο, με διαστάσεις που αφορούν άμεσα και συγκλονιστικά τη μικρή ή τη μεγάλη εμβέλεια της κοινωνίας στην οποία ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε.
     Για την ακρίβεια: Είναι μια άλλη «λειτουργία». Μια «λειτουργία» που δεν πάει χαμένη, που είναι κατά πάντα θεόδεκτη και θεάρεστη. Θυμίζει λίγο-πολύ εκείνη τη «λειτουργία» των ασκητών της ερήμου. Άφηναν οι πατέρες τη (θεία) λειτουργία στο Κυριακό της Σκήτης τους και συνέχιζαν αυτή τη λειτουργία στην καρδιά και στο κελλί τους. Το κείμενο του «Εὐεργετινοῦ», κάθε φορά που αναφέρεται για τις προσευχές αυτών των οσίων ασκητών, δεν λέει, φέρ’ ειπείν, «προσευχή», «μετάνοιες», «κομποσχοίνι», «ικεσία», «δέηση», αλλά κατά κανόνα το κείμενο γράφει: «λειτουργία»· «Ποίησον τὴν λειτουργία σου καὶ εἰρήνευσον!». Έτσι κι εμείς τώρα. Χωρίς να υποβιβάζεται ή να παραθεωρείται από κανέναν η θεία Λειτουργία, προ(σ)χωρούμε ενδόμυχα στο ακατάλυτο πνεύμα της άκτιστης Προσευχής, εμφορούμενοι με την πολυποίκιλη διάκριση, την πλούσια συμπάθεια και τη θαυμαστή ενότητα της Αγίας Εκκλησίας μας, «ἄχρι καιροῦ». Όποιες και να είναι οι θυμώδεις ενστάσεις, οι φωνασκίες του ζήλου ή και τα εξ αντικειμένου ερείσματα που τυχόν παρουσιάζονται επί των κανόνων και του ήθους, προέχει η ενότητα του λαού, το να μένει αυτός άτρομος, ειρηνικός και ασφαλισμένος. Εκτός από τη Χάρη του Θεού, την οποία πρέπει να αναζητούμε με κάθε διακαή τρόπο, έχουμε αναπόδραστα να εμφανίσουμε και τη δική μας πρακτική συνέργεια, τη δική μας ευθύνη, τη δική μας ενσυνείδητη προσπάθεια από όλους για κάθε επιθυμητό αποτέλεσμα.


     Ποιος μπορεί να μειώσει, να συρρικνώσει, να ταπεινώσει την Εκκλησία μας; Κανένας άγγελος, κανένας άνθρωπος, κανένα κτίσμα, κανένας φορέας και καμιά εξουσία ποτέ. Η ουρανόδρομη Εκκλησία μας δεν παύει να δοκιμάζεται αλλά και να δοξάζεται μέσα από τη δοκιμασία, τον πόνο και τη θλίψη των επί γης πιστών μελών Της. Τα αγλαόμορφα τέκνα Της αντλούν δύναμη, κραταίωση και λάμψη μέσα από την υπομονή και τη δέησή τους. Εκεί, λοιπόν, στη δοκιμασία και στη θλίψη των άστατων επιγείων, συναντάμε τον Σωτήρα Χριστό. Ο πόνος μας δεν είναι έξω και πέρα από την ύπαρξή Του, γιατί το έλεός Του μας «καταδιώκει» ακατάπαυστα. Οι δοκιμασίες μπορεί να μας πλήττουν με δύναμη, αλλά οι ψυχές μας βρίσκονται μυστικά κουρνιασμένες στην παντοδύναμη δεξιά Του. Σε καιρό διωγμών, στενώσεων, θλίψεων, αναγκών και περιστάσεων (τότε που «ο Θεός μάς δείχνει τη δόξα Του», κατά τον Ιερό Χρυσόστομο), η Εκκλησία μάς δείχνει τη δύναμη και το κάλλος, όχι μιας εκ δειλίας προσαρμογής, αλλά μιας οικονομίας που αναδύεται από τη βαθιά κένωσή της. Γιατί τελικά «η Εκκλησία δεν είναι μόνο τοίχοι και οικίες, αλλά πίστη και τρόπος ζωής» (Ιερός Χρυσόστομος). Αυτόν τον τρόπο της Εκκλησίας ποιος από μας θα τον ασπασθεί και θα τον ενστερνιστεί; Ας θυμηθούμε όλοι το πώς οι Ένδεκα ήσαν κάποτε «συνηγμένοι» «ἐπὶ τὸ αὐτό» «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» προσήλθε προς αυτούς ο Χριστός για να τους πει τρισάκις το «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ιωάν. 20, 19-20). Και όλοι οι φόβοι τους μετά έγιναν συντρίμμια και θρύψαλα. Η δύναμη της Αναστάσεως του Κυρίου εισήλθε χαροποιητικά και εκσταστικά στην τρομαγμένη καρδιά τους. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών και των καταστάσεων, δεν θα ήταν υπερβολή για την ταπεινή μας πεποίθηση να πούμε αδίστακτα ότι, όντως, κάτι τέτοιο επαναλαμβάνεται και στη ζωή όλων μας, τώρα, αυτές τις χαλεπές μέρες, στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας και στον πάσχοντα κόσμο γύρω μας. «Θαρσεῖτε!», όμως, όλες και όλοι.

Με αγάπη Χριστού·
π. Δαμιανός.






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου