ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ο άγιος Θεμιστοκλής ήταν άνθρωπος με απλούς
τρόπους και καθαρή καρδιά που έβοσκε το ποίμνιό του στα βουνά που βρίσκονται
κοντά στα Μύρα της Λυκίας, την εποχή του διωγμού που εξαπέλυσε ο Δέκιος (250).
Μια μέρα, ένας χριστιανός της πόλεως, Διοσκορίδης ονόματι, που τον κυνηγούσαν
οι στρατιώτες του έπαρχου Ασκληπιού, του ζήτησε να τον κρύψει. Λίγες στιγμές
αργότερα, κατέφθασαν οι διώκτες του και ρώτησαν τον βοσκό αν τυχόν είδε τον
φυγάδα. Πιστεύοντας στην καλή τους προαίρεση και νομίζοντας πως όλοι οι
άνθρωποι ήσαν όπως εκείνος γεμάτοι συμπόνια και καλοσύνη για τον πλησίον, τους είπε:
«Αφήστε τον να φύγει, αδελφοί μου, για να γλιτώσει τον θάνατο. Μην τον
προσάγετε στον διοικητή, χαρίστε του τη ζωή, γιατί αν και χριστιανός, όπως άλλωστε
κι εγώ, είναι άνθρωπος όπως κι εσείς». Τα ειρηνικά λόγια του εξόργισαν τους στρατιώτες
που του αποκρίθηκαν: «Αν αρνηθείς να μας τον παραδώσεις, θα συλλάβουμε εσένα
στη θέση του!». «Σας έκανα την πρόταση για να ωφεληθείτε», απάντησε ο άγιος, «αλλά
αφού την απορρίπτετε, με χαρά δέχομαι να με συλλάβετε αντ’ αυτού, γιατί είμεθα
και οι δύο δούλοι του Χριστού και μέλη του αυτού Σώματος».
Τον συνέλαβαν και τον πήγαν στα Μύρα, όπου
παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Ασκληπιού, ντυμένος με τα απλά ρούχα
του ορεσίβιου βοσκού, με τη μηλωτή και τη γκλίτσα. Εξέπληξε ωστόσο ο άγιος
όλους τους παρευρισκομένους με τη φρόνηση και τη σοφία των απαντήσεών του, που
ανάβλυζαν σαν τρεχούμενο νερό από την Αγία Γραφή. «Πού έκρυψες τον χριστιανό
φυγάδα;», ρώτησε ο έπαρχος· «πες την αλήθεια για να σώσεις τη ζωή σου!». «Εγώ»,
απάντησε ο Θεμιστοκλής, «έχω και άλλη ζωή και δεν γνωρίζω άλλη αλήθεια από τον Ιησού
Χριστό, ο Οποίος μας είπε: “Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια” (Ιωάν. 14, 6)».
Αρνήθηκε να υποταγεί στη λατρεία των μάταιων ειδώλων, έλεγξε το ψεύδος των θεών
των ειδωλολατρών, που δεν είναι παρά πάθη ανθρώπινα μεταμφιεσμένα, και
παραδόθηκε στους δημίους λέγοντας: «Θέλετε να με βασανίσετε; Βασανίστε με,
λοιπόν. Με χαρά θα πεθάνω για τον Χριστό, γενόμενος θυσία για τη δόξα του
Κυρίου μου, για τη σωτηρία εμού και του δούλου του Θεού, Διοσκορίδη, για να
μάθετε ότι “έχω τη δύναμη να κάνω τα πάντα, όταν μ’ ενδυναμώνει μέσα μου ο
Χριστός” (Φιλ. 4, 13)». Τον τέντωσαν από τα άκρα και τον μαστίγωσαν στην κοιλιά
μέχρι που φάνηκαν τα εντόσθιά του· κατόπιν τον κρέμασαν από έναν ιστό, ώστε να
γδάρουν τις σάρκες του με σιδερένια χτένια, από εκείνα που χρησιμοποιούσαν για
το γνέσιμο του μαλλιού. Παρά τα βασανιστήρια, η χαρά του αγίου ολοένα και
μεγάλωνε και όταν ανέβηκε στο ικρίωμα, είπε στον έπαρχο: «Δεν γνωρίζεις, ω
Ασκληπιέ, ότι διά του Ξύλου (του Σταυρού) φανερώθηκε σ’ εμάς η ζωή και βρήκαμε
τη σωτηρία; Δεν γνωρίζεις ότι δι’ αυτού του Ξύλου κατατροπώθηκε ο σατανάς,
καταλύθηκε η δύναμη των ειδώλων, ο κόσμος σώθηκε και ο Χριστός δοξάσθηκε σε όλη
την οικουμένη ως Κύριος;». Βλέποντας τη θριαμβευτική του όψη, ο Ασκληπιός
διέταξε να κατεβάσουν τον άγιο από το ικρίωμα, να τον οδηγήσουν έξω από την
πόλη και να τον θανατώσουν σέρνοντάς τον πάνω σε αγκαθωτούς θάμνους. Μετά το
ένδοξο μαρτύριο του αγίου, οι πιστοί φύτεψαν τη γκλίτσα του στο χώμα που
σκέπαζε τον τάφο του. Η γκλίτσα έβγαλε ρίζες, μεγάλωσε και έγινε μια τρανή μυγδαλιά,
που επί πολλά έτη έδινε ηδύγευστους καρπούς με θεραπευτικές ιδιότητες.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἐναθλήσας ἀπτοήτῳ
καρδία, κατηγωνίσω τὸν ἀρχέκακον ὄφιν, καὶ τὸν Χριστὸν ἐδόξασας τοῖς ἄθλοις
σου· ὅθεν συνηρίθμησαι τῶν Μαρτύρων τοῖς δήμοις, Θεμιστόκλες ἔνδοξε, Ἀθλητὰ γενναιόφρων·
μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας
ἀνδρείως, Θεμιστόκλες Ἅγιε, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω· πάσας γὰρ σαρκὸς ἐνέγκας τὰς ἀλγηδόνας,
εἴληφας, τῶν σῶν ἀγώνων τὸ θεῖον γέρας, ἐκ χειρὸς τῆς τοῦ Κυρίου· ὃν ἐκδυσώπει,
σωθῆναι πάντας ἡμᾶς.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἤθλησας νομίμως ὑπὲρ
Χριστοῦ, Μάρτυς Θεμιστόκλες, καὶ κατέβαλες τὸν ἐχθρόν· ὅθεν ἡμᾶς ῥῦσαι, τῆς
τούτου ἐπηρείας, καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, τῇ ἀντιλήψει σου.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 246–248.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 20052.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου