ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, Ο ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στη Ζάκυνθο,
σε οικογένεια επιφανή και ευλαβή. Από την παιδική ήδη ηλικία του επέδειξε ζωηρή
ευφυΐα και ιδιαίτερη κλήση για την πνευματική ζωή. Σύντομα απέταξε ό,τι του
ήταν αγαπητό για να αφοσιωθεί στον αγώνα εναντίον των εγκοσμίων, της σαρκός και
του διαβόλου, και εκάρη μοναχός στη μονή των Στροφάδων νήσων, που βρίσκονται
λίγα μίλια νοτίως της Ζακύνθου. Παρά το νεαρόν της ηλικίας του, γρήγορα κατέστη
υπόδειγμα αρετής και μοναχικής υπακοής ακόμη και για τους έμπειρους συμμοναστές
του. Οι νηστείες πλέον, οι καθημερινές σχεδόν ολονύκτιες αγρυπνίες, η προσευχή
και η διαρκής περισυλλογή τον ανύψωσαν στο αξίωμα της ιερωσύνης και
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Κεφαλονιάς Φιλόθεο (1570).
Λίγο αργότερα, καθώς αναζητούσε πλοίο για να
μεταβεί στους Αγίους Τόπους, πέρασε από την Αθήνα, όπου ο αρχιεπίσκοπος,
έχοντας πληροφορηθεί τις λαμπρές αρετές του, τον πίεσε να δεχθεί το αξίωμα του
επισκόπου Αιγίνης. Εγκαταλείποντας το σχέδιό του και θυσιάζοντας τον πόθο της ησυχίας
του για να υποταγεί στη βούληση του Θεού, ο ταπεινός μοναχός ενθρονίσθηκε
επίσκοπος και καθοδήγησε με φρόνηση και πατρική στοργή το πνευματικό ποίμνιό
του στις τρίβους της χάριτος. Καθώς με την πάροδο του χρόνου απλωνόταν η φήμη
του, αποφάσισε τελικά να παραιτηθεί για να αποφύγει τη μάταιη δόξα και τους περισπασμούς
του κόσμου και επέστρεψε στην πατρίδα του το 1579. Κατ’ εντολή του οικουμενικού
πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄, ανέλαβε για βραχύ χρονικό διάστημα χρέη επισκόπου,
όταν πέθανε ο επίσκοπος Ζακύνθου, αλλά μόλις εξελέγη ο διάδοχός του, έσπευσε να
αποσυρθεί στα υψώματα του νησιού, στη Μονή της Παναγίας «Αντιφωνήτριας», της οποίας
έγινε πνευματικός (1582). Μόνος και πάλι με μόνο τον Θεό, με τον ίδιο ζήλο που
επέδειξε στα νιάτα του, επιδόθηκε ξανά στη νηστεία, στην άσκηση και στην
προσευχή. Δεν άφηνε κανέναν να εισέλθει στο κελλί του και ο ίδιος έβγαινε μόνο
για να μοιράσει ελεημοσύνη στους πτωχούς ή για να μεταδώσει στους μαθητές του
τη φωτισμένη διδαχή του.
Πάνω απ’ όλα διακρινόταν για τη φιλανθρωπία, την
πραότητα, την ανεξικακία και τη συγχωρητικότητά του. Μια ημέρα ο δολοφόνος του
κατά σάρκα αδελφού του αγίου έφθασε στη μονή κυνηγημένος από τις αρχές και τους
συγγενείς του θύματος και ζήτησε καταφύγιο από τον άγιο Διονύσιο, χωρίς όμως να
ξέρει για ποιον επρόκειτο. Μαθαίνοντας τον λόγο της καταδίωξης και την
ταυτότητα του θύματος, ο άνθρωπος του Θεού συγκράτησε με όλη του τη δύναμη τη
φυσιολογική οδύνη για τον χαμό του αδελφού του και τον πειρασμό να εκδικηθεί το
έγκλημα φανερώνοντας τον εγκληματία. Κατά μίμηση Χριστού, ο Οποίος συγχώρεσε τους
εχθρούς Του και προσευχόταν για τους διώκτες Του, ο άγιος προχώρησε προς τον
δολοφόνο με συμπόνια, τον παρηγόρησε, τον στήριξε, τον παρότρυνε να μετανοήσει
και τον έκρυψε σε ένα απόμακρο κελλί. Όταν οι διώκτες έφθασαν στη μονή,
ανήγγειλαν τη φοβερή είδηση στον άγιο, που για την περίσταση υποκρίθηκε άγνοια
του αποτροπιαστικού γεγονότος και προσπάθησε να καθησυχάσει με λόγια ειρηνικά
την έξαψη των πνευμάτων και την επιθυμία εκδίκησης που ήταν διάχυτη σε όλους.
Μόλις οι διώκτες απομακρύνθηκαν, ο άγιος έβγαλε τον δολοφόνο που εν τω μεταξύ
είχε παραλύσει από τρόμο αλλά και έκπληξη μπροστά σε αυτό το ολοζώντανο
παράδειγμα υπεράνθρωπης καλωσύνης, και τον άφησε ελεύθερο για να εργασθεί για
τη σωτηρία της ψυχής του, αφού πρώτα του έδωσε τα απαραίτητα εφόδια και χρήματα
για το ταξίδι.
Στολισμένος με τόσο υπέροχες αρετές, ο άγιος
Διονύσιος έλαβε επίσης παρά Θεού το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Μια ημέρα που
έβρεχε καταρρακτωδώς, σταμάτησε τη ροή ενός ποταμού για να τον διασχίσει μαζί
με τον μαθητή του. Η σορός μιας γυναίκας παρέμενε άλιωτη, γιατί την είχαν
καταραστεί· ο άγιος Διονύσιος έβαλε να ανοίξουν τον τάφο και διάβασε τη
συγχωρητική ευχή. Παρευθύς, η σορός έγινε σκόνη όπως επιτάσσει η φύση. Με τη
δύναμη της προσευχής του, έδωσε την ευκαιρία σε άτυχους ψαράδες που
βλασφημούσαν κατά του Θεού και του δούλου του, να βγάλουν μια θαυμαστή ψαριά
και να μετανοήσουν για την ασέβειά τους. Αξιώθηκε, επίσης, να λάβει παρά Θεού
το χάρισμα της διοράσεως και το χάρισμα της διάκρισης των λογισμών, και έτσι σε
εκείνους που έρχονταν να εξομολογηθούν, υπενθύμιζε αμαρτήματα που παρέλειψαν να
πουν ή κρατούσαν εσκεμμένα κρυφά.
Ο άγιος ιεράρχης έφθασε σε ηλικία εβδομήντα πέντε
ετών, διασκορπίζοντας γύρω του θαύματα, χαρά και αγάπη για τον πλησίον. Το σώμα
του καταβλήθηκε από μια επώδυνη νόσο και την πολύχρονη άσκηση, και ο άγιος
παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, αφού προείπε την
ημέρα εκδημίας του στους μαθητές του. Σύμφωνα με την επιθυμία του, η σορός του
μεταφέρθηκε αμέσως με τη συνοδεία ύμνων και προσευχών μεγάλου πλήθους λαού, για
να ενταφιασθεί στη Μονή των Στροφάδων. Μερικά χρόνια αργότερα, μετά από πολλές εμφανίσεις
του αγίου στον ηγούμενο και στους αδελφούς της μονής, έγινε ανακομιδή του
λειψάνου. Και –ω, του θαύματος!– βρέθηκε τελείως άφθορο και ανέδιδε ευωδία ζωής
αιωνίου. Τοποθέτησαν τη σορό, ενδεδυμένη με τα επισκοπικά άμφια, στον νάρθηκα της
εκκλησίας· κατόπιν, το 1717, μετά την καταστροφή της μονής από Τούρκους
πειρατές, το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό της Ζακύνθου, όπου
ευλαβικά το τιμούν όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Με θαύματα, εμφανίσεις και
πολλά σημεία, ο άγιος Διονύσιος δείχνει μέχρι τις ημέρες μας ότι παραμένει ζώσα
παρουσία της Χάριτος και τιμάται δικαίως και πανδήμως ως κύριος πολιούχος της Ζακύνθου.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον
καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες,
τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν
σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν
Ζακυνθίων ἡ νῆσος, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ Μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν
Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς
πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῆς Ζακύνθου
γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας,
νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 187–189.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 20052.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου