ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Σεβαστιανός ήταν
γόνος επιφανούς ρωμαϊκής οικογενείας· γεννήθηκε στη Ναρβόννη και μεγάλωσε στα
Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο). Οι μεγάλες ικανότητες και τα προσόντα του τον έκαναν
να κερδίσει την εύνοια του αυτοκράτορα Καρίνου (περί το 283), ο οποίος τον
διόρισε στρατηγό της πραιτοριανής φρουράς. Παρά τις τιμές και την ελαφρότητα
του βίου στην αυτοκρατορική αυλή, ο Σεβαστιανός ήταν κρυφά οπαδός του Χριστού
και επωφελούνταν από τα προνόμιά του για να επισκέπτεται τους χριστιανούς που
ήταν κλεισμένοι στις φυλακές, για να τους παρηγορεί και να τους ενθαρρύνει να
επιμείνουν έως τέλους στον αγώνα της Πίστεως. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των
μαρτύρων που δεν ολιγοψύχησαν στα βασανιστήρια χάρις στη βοήθειά του.
Δύο νεαροί Ρωμαίοι χριστιανοί υψηλής κοινωνικής
θέσης, ο Μάρκος και ο Μαρκελλίνος, είχαν συλληφθεί με διαταγή του υπάτου
Χρωματίου και είχαν υποβληθεί σε κάθε λογής μαρτύρια, πριν τελικά καταδικασθούν
σε θάνατο. Κατά τη διάρκεια όλου του μήνα που προηγήθηκε της θανάτωσης, οι δύο
άγιοι αγωνιστές του Χριστού υποβλήθηκαν σε ακόμη φοβερότερη δοκιμασία: τα
δάκρυα και τις ικεσίες των νεαρών συζύγων τους και των συγγενών τους, οι οποίοι
εκλιπαρούσαν τους μάρτυρες να μην τους εγκαταλείψουν. Λίγο έλειψε η αγάπη για τους
συγγενείς και οι δεσμοί της σαρκός να τους κάνουν να ενδώσουν, εκείνοι που τόσο
θαρραλέα αντιστάθηκαν στα κολαστήρια. Ευτυχώς ήλθε εγκαίρως ο Σεβαστιανός και τους
ενθάρρυνε να υποφέρουν τον στιγμιαίο πόνο για να απολαύσουν την αιώνια δόξα και
χαρά στον χορό των αγίων. Κατόρθωσε μάλιστα να φέρει στην Πίστη του Χριστού τους
ειδωλολάτρες συγγενείς τους, Τρανκουιλίνο και Μαρκία, θεραπεύοντάς τους από την
αρρώστια που τους βασάνιζε. Ο φλογερός λόγος και ο αποστολικός ζήλος του αγίου
έφεραν επίσης στην Πίστη τον ανώτερο αξιωματούχο Νικόστρατο και τη σύζυγό του
Ζωή, η οποία έπασχε από αλαλία και θεραπεύθηκε όταν ο Σεβαστιανός έκανε το
σημείο του Σταυρού πάνω στα χείλη της. Αυτοί, με τη σειρά τους, προσηλύτισαν
τον κομενταρήσιο (τον αξιωματούχο της αυλής) Κλαύδιο καθώς και άλλους εθνικούς,
που μαζεύονταν στην κατοικία τους για να κατηχηθούν από τον Σεβαστιανό και να
λάβουν το άγιο Βάπτισμα από τον ιερέα Πολύκαρπο, συνολικά εξήντα οκτώ άτομα. Όταν
ήλθε η μέρα της θανάτωσης του Μάρκου και του Μαρκελλίνου, ο πατέρας τους Τρανκουιλίνος
παρουσιάσθηκε ενώπιον του υπάτου, διακήρυξε τη μεταστροφή του και μίλησε τόσο
πειστικά ώστε ημέρεψε η καρδιά του σκληρόκαρδου Χρωματίου που τον άκουγε με
προσοχή, κι έγινε κι εκείνος χριστιανός. Την επομένη, με πίστη και ζήλο, ο
ύπατος κατακρήμνισε όλα τα είδωλα που βρίσκονταν στην κατοικία του. Ο γιος του
Τιβούρτιος εξεπλάγη από τη μεταστροφή του πατέρα του, αλλά παρέμεινε αναποφάσιστος,
μη τολμώντας ακόμη να αρνηθεί τη δεισιδαιμονία. Πρότεινε στους αγίους μια
συμφωνία: τους υποσχέθηκε να τους ακολουθήσει και να καταστρέψει τα είδωλα, αν
ο πατέρας του θεραπευόταν από μια ασθένεια που τον έκανε να πρήζεται και τον
απειλούσε με ολική παραλυσία. Ο Χρωμάτιος, μη υπολογίζοντας την αρρώστια του,
δεν είχε θέσει κανέναν όρο για τη μεταστροφή του και έλεγξε τον Τιβούρτιο
θέλοντας να τον εμποδίσει· τον τύλιξε όμως ξαφνικά ουράνιο φως και ακούσθηκε
φωνή που έλεγε: «Είσαι μακάριος που πίστευσες στον Χριστό και γι’ αυτό μ’
έστειλε ο Χριστός να σε θεραπεύσω». Ίσως να ήταν η φωνή του αγγέλου του ή
κάποιου αγίου. Άναυδος ο Τιβούρτιος μπροστά στη θαυματουργική ίαση, έπεσε στα
πόδια των αγίων, ζήτησε συγχώρεση και λίγο αργότερα έλαβε το άγιο Βάπτισμα μαζί
με τον πατέρα του και όλο το σπιτικό τους.
Ο αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάιος (283-296) καταχάρηκε
πληροφορούμενος τη μεταστροφή των δύο εθνικών· ήλθε, ασπάσθηκε τους νέους
αδελφούς και τους ανήγγειλε ότι σε λίγο θα διοριζόταν νέος ύπατος, ο οποίος θα τους
θανάτωνε. Τους συμβούλευσε να χωρισθούν σε δύο ομάδες: η μία με τον Σεβαστιανό
επικεφαλής θα έμενε στη Ρώμη για να μαρτυρήσει στο όνομα του Χριστού, η άλλη με
επικεφαλής τον Πολύκαρπο θα αναζητούσε καταφύγιο κάπου μακριά. Οι μεν και οι δε
συναγωνίζονταν ποιος θα μείνει με τον Σεβαστιανό, πεπεισμένοι ότι το μαρτύριο
είναι η βασιλική οδός προς τη Βασιλεία του Θεού· τελικά όμως υπάκουσαν στη
συμβουλή του ιεράρχη, με εξαίρεση τον νεαρό Τιβούρτιο, ο οποίος κατόρθωσε να
συγκαταλεχθεί μεταξύ εκείνων που έμειναν να μαρτυρήσουν. Ο Μάρκος και ο
Μαρκελλίνος χειροτονήθηκαν διάκονοι, ο πατέρας τους Τρανκουιλίνος χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος και ο Σεβαστιανός ετέθη επικεφαλής αυτής της ιερής ομάδας των
μαρτύρων. Έπαυσαν τότε κάθε εγκόσμια δραστηριότητα και ανέμεναν στην πόλη να τους
συλλάβουν, νηστεύοντας, προσευχόμενοι ακατάπαυστα και ψάλλοντας ευχαριστήριους
ύμνους. Πολύς ήταν ο κόσμος που τους επισκεπτόταν και θεραπευόταν από τα ψυχικά
και σωματικά δεινά του.
Η πρώτη που μαρτύρησε από την ομάδα ήταν η μακαρία
Ζωή. Τη συνέλαβαν την ώρα που πήγαινε στον ναό και την κρέμασαν ανάποδα·
αναθυμιάσεις και πυκνός καπνός προκάλεσαν τον θάνατο από ασφυξία. Έριξαν
κατόπιν το σώμα της στον Τίβερη ποταμό. Ακολούθησε ο Τρανκουιλίνος, ο οποίος
ετελειώθη με λιθοβολισμό και το σώμα του το έριξαν επίσης στο ποτάμι. Ο
Νικόστρατος και ο Κλαύδιος αναζήτησαν τα τίμια λείψανα των συντρόφων τους·
συνελήφθησαν στις όχθες του Τίβερη, παρουσιάσθηκαν ενώπιον του νέου υπάτου και
κατόπιν ενώπιον του αυτοκράτορα, που διέταξε να τους θανατώσουν με ραβδισμούς
και να πετάξουν τα σώματά τους στον ποταμό. Όσο για τον Τιβούρτιο, τον
κατήγγειλε ένας ψευδοχριστιανός, τον ανέκριναν και ομολόγησε ευθαρσώς τον
Χριστό· τον έβαλαν πάνω σε πυρωμένα κάρβουνα και ο μάρτυς ετελειώθη με
αποκεφαλισμό. Τον Καστούλο, που έκρυβε τους αγίους στην κατοικία του, τον
έθαψαν ζωντανό και οι δύο αδελφοί Μάρκος και Μαρκελλίνος, αφού με αγαλλίαση
υπέμειναν διάφορα μαρτύρια, ετελειώθησαν με λογχισμό.
Ο άγιος Σεβαστιανός παρέμεινε ύστατος όλων,
ανυπομονώντας να συναντήσει κι εκείνος τον Θεό στη Χώρα των Ζώντων.
Παρουσιάσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, ομολόγησε γαλήνια την αλήθεια και
απάντησε στον ηγεμόνα, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι στρεφόταν εναντίον του, ότι
πάντα προσευχόταν για τη μακροημέρευση της αυτοκρατορίας. Όταν απαγγέλθηκε η
θανατική καταδίκη, έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης συνοδευόμενος από πλήθος
κόσμου. Τον έδεσαν σε στύλο και τον έβαλαν στόχο οι δήμιοι τοξότες. Τα κοφτερά βέλη έγιναν σύντομα ένα θανατηφόρο νέφος για τον μάρτυρα, κατατρυπώντας φρικτά το αγνό σώμα του. Στο τέλος, εγκατέλειψαν τον άγιο
μάρτυρα μέσα σε μια λίμνη αίματος, με τα φονικά βέλη καρφωμένα στο σώμα του «ωσάν τα αγκάθια
του ακανθόχοιρου», νομίζοντάς τον νεκρό· όμως μια χριστιανή πήρε το τίμιο σώμα
και σύντομα με την πρόνοια του Θεού, ο Σεβαστιανός ιάθηκε τελείως και πολύ γρήγορα παρουσιάσθηκε εκ
νέου ενώπιον του τυράννου, ο οποίος βλέποντάς τον εξεπλάγη. Με διαταγή του
αυτοκράτορα τον πήγαν τότε στην αρένα, όπου χτυπήθηκε με ρόπαλα και το σώμα του
κατασχίστηκε μπροστά στον μαινόμενο όχλο και το πέταξαν κατόπιν στον κοινό
βόθρο για να μη το βρουν οι χριστιανοί.
Το ίδιο βράδυ της θανάτωσης του αγίου Σεβαστιανού,
μια ευλαβής χριστιανή της Ρώμης έλαβε σε όραμα την εντολή να πάρει το τίμιο
σκήνωμα και να το ενταφιάσει σε μια κρύπτη (κατακόμβη), επάνω από την οποία
οικοδομήθηκε ναός αφιερωμένος στην τιμή του, την εποχή της ειρήνης του Μεγάλου
Κωνσταντίνου. Εκεί, επί σειρά αιώνων, επιτελέσθηκαν πολλά θαύματα με την παρέμβαση του αγίου μάρτυρος Σεβαστιανού.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συγκλήτου σφαλλομένης παριδὼν τὰ συνέδρια,
Σεβαστιανὲ πανολβίαν, συνεγείρεις συνέλευσιν, Μαρτύρων ἀληθῶς πανευκλεῶν, σὺν
σοὶ καταβαλόντων τὸν ἐχθρόν, μεθ’ ὧν θείας συναυλίας ἀξιωθείς, φαιδρύνεις τοὺς
βοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἱσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι
διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς εὐσεβείας διαπρέπων τῷ
ζήλῳ, μαρτυρικὸν συνασπισμὸν συναγείρεις, ὧν ἐν τῷ μέσῳ ἤστραψας ὡς ἄστρον
φαεινόν· ὅθεν καὶ τοῖς βέλεσιν, οἷς ἐτρώθης τὸ σῶμα, τοῦ ἐχθροῦ κατέτρωσας, τὴν
καρδίαν καιρίως, Μεγαλομάρτυς Σεβαστιανέ· ὅθεν Χριστός σε, ἐνθέως ἐδόξασε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Βούλημα τὸ θεῖον ἀποπληρῶν,
βουλῆς ἀσεβούντων, ἀπεμάκρυνας σεαυτόν, καὶ σὺν Ἀθλοφόροις, Χριστῷ προσῳκειώθης·
ὦ Σεβαστιανέ σε, ὅθεν δοξάζομεν.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 191–194.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 20052.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου