Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ


     Αγιασμένος και εκλεκτός του Θεού πριν ακόμη να γεννηθεί (Ιερ. 1, 5), ο άγιος προφήτης Ιερεμίας ήλθε στον κόσμο μέσα στους κόλπους ιερατικής οικογένειας της πόλης Αναθώθ, στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, περί το 650 π.Χ. Νέος ακόμη, εκλήθη από τον Θεό στο προφητικό λειτούργημα. Εκείνος δίστασε επικαλούμενος τη νεότητα και απειρία του, αλλά ο Κύριος άγγιξε το στόμα του και του είπε: «Να, σου δίδω τώρα τους λόγους Μου στο στόμα σου!» (Ιερ. 1, 10). Τον όρισε «σκοπό», για να αναγγέλλει στον λαό του Ιούδα, που η καρδιά του είχε προ πολλού σκληρυνθεί μέσα στην ειδωλολατρία, την απειλή της επικείμενης εισβολής των Ασσυρίων από τον βορρά. Ως «στόμα του Θεού», με σταθερότητα και τόλμη που θα παρέμεναν αδιάψευστες καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής του, ο Ιερεμίας έλεγξε τον βασιλιά, τους άρχοντες, τους ιερείς και τους ψευδοπροφήτες για την αποστασία και την προσφυγή τους στα είδωλα αλλόθρησκων εθνών. Παρομοίασε τον λαό του Θεού με άπιστη σύζυγο που λησμόνησε την αγάπη που έδειχνε τον καιρό της μνηστείας της, όταν ακολουθούσε τον Κύριο στην έρημο (Ιερ. 2, 1 κ.ε.). Αφού λοιπόν αρνείται να μετανοήσει, θα αποπεμφθεί και θα παραδοθεί, ως πόρνη, στους Ασσυρίους, που θα την καταισχύνουν. Έμπλεος ευσπλαχνίας, όμως, απέναντι στον λαό του, ο προφήτης νιώθει εκ των προτέρων τους μελλούμενους πόνους και αναφωνεί: «Τα σπλάχνα μου πονούν, σπαράσσεται μέσα μου η καρδιά μου, όμως δεν θα σιωπήσω!» (Ιερ. 4, 10). Διότι ο Ιερεμίας δεν είναι μόνο ο αγγελιαφόρος ο επιφορτισμένος να αναγγείλει απλώς τα θεία διατάγματα, αλλά, προτυπώνοντας την έλευση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναλαμβάνει ο ίδιος τις τύχες του λαού του και πάσχει για τη σωτηρία του. Ακαταπόνητος, επί σειρά ετών, μετέδιδε τις θείες προφητείες, είτε με λόγους που έχουν τη σφραγίδα ενός μεγαλόπρεπου λυρισμού, είτε με πράξεις συμβολικές, υπαγορευμένες από τον Θεό, είτε ακόμη και με την ίδια του τη ζωή και τις οδύνες του που αναγγέλλουν το λυτρωτικό Πάθος του Χριστού.


     Μια φορά, ο Θεός τού έδειξε σε όραμα ένα καζάνι που έβραζε, με το στόμιο στραμμένο προς τον βορρά, λέγοντάς του ότι από τον βορρά θα άρχιζε η συμφορά. Άλλη φορά, τον έστειλε σε έναν αγγειοπλάστη που εργαζόταν στον τροχό και ο οποίος, όταν του χαλούσε ένα αγγείο, ξανάπλαθε ένα άλλο με τον πηλό. «Να, όπως είναι ο πηλός του κεραμέα, έτσι είστε κι εσείς στα χέρια Μου!», λέει ο Κύριος (Ιερ. 18, 16). Ένας προφήτης οφείλει να είναι «σημείο»· για τούτο ο Θεός τού απαγορεύει να λάβει γυναίκα και να αποκτήσει παιδιά στον τόπο αυτό που προορίζεται να καταστραφεί από τον πόλεμο και την πείνα. Του απαγορεύει, επίσης, να μπει σε σπίτι όπου γίνεται συμπόσιο, γιατί Εκείνος θα κάνει να σιγήσουν στον τόπο αυτό τα ξέφρενα τραγούδια της χαράς και οι μάταιες παραμυθίες (Ιερ. 16). Θα αποσύρει τη Χάρη Του και θα εξορίσει τον λαό Του σε χώρα μακρινή. Όλη η ζωή του προφήτη Ιερεμία είναι αφιερωμένη στην καταγγελία της κενής ελπίδας που χαλκεύει ο άπιστος λαός υπό την επήρεια των ψευδοπροφητών και στην αναγγελία της καταστροφής, αλλά θα διακηρύξει, επίσης, ότι, από μακριά, αναγγέλλεται η μεσσιανική καταλλαγή του Θεού με τον ανακαινισμένο λαό Του.


     Από τα πρώτα ακόμη χρόνια της αποστολής του, ο Ιερεμίας προσέκρουσε στην περιφρόνηση και στη χλεύη των συμπολιτών του και ακριβώς για τον λόγο αυτό παρομοιάζει τον ισχυρογνώμονα λαό με αμπέλι τρυγημένο και έκτοτε άχρηστο. Του εμφανίστηκε τότε ο Θεός και τον προέτρεψε να επιχειρήσει γι’ ακόμη μια φορά να βρει έστω κι ένα τσαμπί πάνω σε ένα κλήμα, μια ψυχή, δηλαδή, διατεθειμένη να μεταστραφεί (Ιερ. 6). Αλλά και αυτή η προσπάθεια έμεινε πάλι ανευόδωτη. Ο προφήτης ομοιάζει κάλλιστα και με μεταλλουργό που υπέβαλε σε δοκιμασία το μέταλλο διά του πυρός του θεϊκού λόγου και είναι αναγκασμένος τελικά να διαπιστώσει ότι η «σκωρία» δεν απομακρύνθηκε και πρέπει να το πετάξει μακριά στα σκύβαλα (Ιερ. 6, 27).


     Το 612, η πτώση της Νινευί και η διάλυση της αυτοκρατορίας των Ασσυρίων φάνηκε να αναγγέλλει την απελευθέρωση των υποτελών στην κυριαρχία της λαών. Τρία χρόνια αργότερα, οι στρατιές του φαραώ Νεαχώ Β΄ (609-595) επιχείρησαν να διασχίσουν την Παλαιστίνη για να πολεμήσουν τους Μήδους και τους Πέρσες. Φοβούμενος τις ολέθριες συνέπειες για το βασίλειό του, ο βασιλιάς Ιωσίας (640-609), προσπάθησε να ανακόψει την προέλασή τους, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη της Μεγεδδώ, αφήνοντας το βασίλειο του Ιούδα πλήρως υποτελές στην Αίγυπτο. Λίγο μετά τη νίκη του ο φαραώ υπέστη οικτρή ήττα από τον Ναβουχοδονόσορα στο Χαρχαμίς επί του ποταμού Ευφράτη (605) και η Παλαιστίνη βρέθηκε τη φορά αυτή υπό τον ζυγό των Βαβυλωνίων. Η νέα αυτή κατάσταση φάνηκε να διαψεύδει τις ελπίδες για θρησκευτική και ηθική αναμόρφωση που γέννησε η μεταρρύθμιση του βασιλιά Ιωσία μετά την ανεύρεση του Βιβλίου του Νόμου (βλ. Δ΄ Βασ. 22-23). Μετά τον θάνατο του ηγεμόνα, ο ασύνετος λαός ξανακύλησε ακράτητος στην ανομία και τη διαστροφή των ηθών, επέστρεψε στις ειδωλολατρικές λατρείες του Βάαλ και του Μολώχ, προσθέτοντας επιπλέον σε αυτές κι άλλες βαβυλωνικές θεότητες και λατρείες. Η τήρηση του Νόμου γινόταν πλέον μονάχα εξωτερικά και αναμειγνύονταν με δεισιδαιμονίες και πράξεις μαγείας. Μπροστά σ’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, ο Ιερεμίας, μετά από σιωπή δώδεκα ετών, πήρε πάλι τον λόγο δημόσια, στην πύλη του Ναού, την ημέρα που εορταζόταν η ενθρόνιση του βασιλιά, για να αντιταχθεί στην άφρονα ασφάλεια που ένιωθε ο λαός στον Ναό αυτό, που είχε μετατραπεί σε «σπήλαιο ληστών», και προανήγγειλε ότι η οργή του Θεού θα τον κατέστρεφε, αν οι Εβραίοι αρνούνταν να μετανοήσουν (Ιερ. 7, 11-14). Ιερείς, ψευδοπροφήτες και λαός, σε μια έκρηξη πάνδημης μανίας συνέλαβαν τον προφήτη και τον οδήγησαν ενώπιον του βασιλέως με σκοπό να τιμωρηθεί με θάνατο για τη βλασφημία του εναντίον του Ναού (Ιερ. 33, 7). Τελικά αφέθηκε ελεύθερος, αλλά στο εξής, το αξερίζωτο μίσος ιερέων και ψευδοπροφητών έμελλε να τον καταδιώκει.


     Μη βρίσκοντας γύρω του τίποτε άλλο παρά ψεύδος και απάτη, αποθαρρυμένος ο Ιερεμίας λαχταρούσε να αποσυρθεί σε ένα κατάλυμα στην έρημο, μακριά από τον μοιχό αυτόν λαό που πήγαινε «ἐκ κακῶν εἰς κακὰ» και αρνιόταν να μεταστρέψει τη γνώμη του (Ιερ. 9, 1). Στερεωμένος, όμως, από τον λόγο του Θεού, που ήταν γι’ αυτόν «ευφροσύνη και χαρά της καρδιάς» (Ιερ. 15, 16), δεν εγκατέλειψε την αποστολή του και προήγγειλε ενώπιον και εναντίον όλων την επερχόμενη καταστροφή του βασιλείου του Ιούδα και την αιχμαλωσία των κατοίκων. Η πρόρρηση αυτή ξεσήκωσε τέτοια κατακραυγή ακόμη και στην ίδια την πατρίδα του, την Αναθώθ, ώστε οι ιερείς και κάποια μέλη της οικογένειάς του επιχείρησαν να δηλητηριάσουν τον προφήτη, που είχε προσφερθεί σε αυτούς «σαν ένα άκακο αρνί που το πήγαιναν για σφαγή» (Ιερ. 11, 19). Έχοντας μείνει μόνος, μισούμενος από όλους, δίχως καμία παρηγορία, ο Ιερεμίας ανέπεμψε τότε κραυγή αγωνίας προς τον Θεό και ο Κύριος τού απάντησε: «Θα σε πολεμήσουν και δεν θα μπορούν να σε νικήσουν, γιατί Εγώ είμαι πάντα δίπλα σου για να σε σώζω» (Ιερ. 15, 20). Κατόπιν εντολής του Θεού, πήγε μαζί με ιερείς και πρεσβυτέρους του λαού έξω από την πύλη του Κεραμείου για να σπάσει μια στάμνα, αναγγέλλοντας ότι επίκειται η πολιορκία της πόλης και ότι η πεδιάδα που απλωνόταν από κάτω θα ονομαζόταν «Πολυάνδριον της Σφαγής». Ενώ επαναλάμβανε το ίδιο μήνυμα στα πρόθυρα του Ναού σε μια ημέρα ευωχίας και εορτασμού, ο ιερέας Πασχώρ, επόπτης του Ναού, διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και να τον βάλουν στο τιμωρητικό ξύλο. Το πρωί τον ελευθέρωσαν και ο Ιερεμίας επανέλαβε με ανανεωμένη θέρμη τις προρρήσεις του (Ιερ. 19, 20). Έκτοτε, του απαγορεύθηκε η είσοδος στον Ναό και στάλθηκαν κατάσκοποι παντού, όπου αυτός εκήρυττε, για να παρακολουθούν τα λεγόμενά του.


     Η νίκη των Χαλδαίων επί της Αιγύπτου στο Χαρχαμίς στάθηκε για τον προφήτη η ευκαιρία να υπογραμμίσει τον επικείμενο κίνδυνο και να επαναλάβει τις προτροπές του για μετάνοια. Υπαγόρευσε τότε στον γραμματέα του, τον Βαρούχ [28 Σεπτ.], την προφητεία του Κυρίου και τον έστειλε στον Ναό για να τη διαβάσει ενώπιον του συγκεντρωμένου λαού (Ιερ. 43). Όταν έφθασε η σχετική αναφορά στον βασιλιά, εκείνος έβαλε να του διαβάσουν το ειλητάριο· και, κάθε εδάφιο που άκουγε, το έσχιζε και το έριχνε στη φωτιά μέχρι που στο τέλος κάηκε όλο το ειλητάριο. Στη συνέχεια, διέταξε τη σύλληψη του Ιερεμία και του Βαρούχ. Εκείνοι όμως κατάφεραν να κρυφθούν και έτσι διέφυγαν από τους διώκτες τους.


     Μετά από μερικά χρόνια υποταγής στον Ναβουχοδονόσορα, ο βασιλιάς Ιωακείμ επαναστάτησε (599) επισύροντας ως αντίποινα εκστρατεία των Βαβυλωνίων εναντίον του, η οποία αφάνισε τη χώρα του Ιούδα. Το επόμενο έτος, έφθασε ο ίδιος ο Ναβουχοδονόσορ και πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Σε τρεις μήνες η πόλη έπεσε στα χέρια των Χαλδαίων και ο νέος βασιλιάς, ο νεαρός Ιεχονίας (Ιωαχίν), εξορίστηκε στη Βαβυλώνα μαζί με τη μητέρα του, τους προύχοντες καθώς και δώδεκα χιλιάδες λαού. Παρά τη συμφορά, ο λαός που παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, δεν μετέστρεψε τα διεφθαρμένα ήθη του και οι ψευδοπροφήτες συνέχισαν να καλλιεργούν ελπίδες για γρήγορη επιστροφή των εξόριστων και νικηφόρο εξέγερση. Όταν οι απεσταλμένοι των γειτονικών λαών έφθασαν στην Ιερουσαλήμ για να διαπραγματευθούν με τον νέο βασιλιά του Ιούδα, Σεδεκία, μια συμμαχία εναντίον των Χαλδαίων, ο Ιερεμίας παρουσιάστηκε δημόσια φέροντας ζυγό στον τράχηλό του και δεμένος με σχοινιά, λέγοντας εξ ονόματος του Θεού: «Όσοι από τούτο το έθνος και τη βασιλεία δεν θα σκλαβωθούν, θα τους επισκεφθεί ο Θεός είτε με θάνατο μαχαίρας είτε με λιμό» (Ιερ. 34, 8). Λίγο αργότερα, ο ψευδοπροφήτης Ανανίας ήλθε στον Ναό, αφαίρεσε τον ζυγό από τον τράχηλο του Ιερεμία και τον έσπασε λέγοντας με αυτοπεποίθηση ότι σε δύο χρόνια οι εξόριστοι θα επιστρέψουν και ο Θεός θα συντρίψει τον ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας (Ιερ. 35, 1-2). Θεόπνευστος, όμως, ο Ιερεμίας κατήγγειλε το ηχηρό ψεύδος του Ανανία, προείπε τον επικείμενο θάνατό του και ανήγγειλε ότι, στη θέση του ξύλινου ζυγού που μόλις έσπασε, θα ερχόταν ένας ζυγός από σίδερο (Ιερ. 35, 13). Πεπεισμένος από τον αληθινό προφήτη του Θεού, ο Σεδεκίας αρνήθηκε να συνάψει τη συμμαχία και έστειλε απεσταλμένους στη Βαβυλώνα για να δηλώσει την αφοσίωσή του. Αυτοί ήσαν κομιστές μιας επιστολής του Ιερεμία προς τους εξόριστους, η οποία τους ανήγγελλε ότι στο τέλος της αιχμαλωσίας τους, που έμελλε να διαρκέσει εβδομήντα χρόνια, ο Θεός θα συμφιλιωνόταν μαζί τους, ότι όσοι θα Τον αναζητούσαν με όλη τους την καρδιά θα Τον έβρισκαν (Ιερ. 36, 13) και ότι οι εσκοτισμένοι του βασιλείου του Ισραήλ και του βασιλείου του Ιούδα θα επέστρεφαν στη γη της Επαγγελίας με αλαλαγμούς χαράς. Ο Θεός τότε θα συγκέντρωνε πάλι το διασκορπισμένο Του ποίμνιο και θα έκανε με τον λαό Του μια Νέα Διαθήκη, μια διαθήκη πνευματική και αιώνια. «Θα δώσω σ’ αυτούς νόμους κατανοητούς και δεκτούς στη διάνοιά τους· νόμους που Εγώ θα τους γράψω στην καρδιά τους. Θα είμαι γι’ αυτούς ο Θεός τους κι αυτοί θα γίνουν για Μένα ο λαός Μου» (Ιερ. 38, 33).


     Μετά την περίοδο αυτή ηρεμίας, ένα νέο κύμα εξέγερσης άρχισε να συνταράσσει το βασίλειο του Ιούδα και τους γειτονικούς λαούς υπό την αιγίδα της Αιγύπτου (588). Έχοντας εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των Αιγυπτίων και στην οχύρωση της πρωτεύουσάς του, ο Σεδεκίας αρνήθηκε να ακούσει τις συμβουλές του Ιερεμία για σύνεση και υποταγή. Τα γεγονότα, ωστόσο, ήρθαν γρήγορα να επαληθεύσουν τους φόβους του προφήτη. Οι Βαβυλώνιοι έφθασαν μπροστά στην Ιερουσαλήμ, ρημάζοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Παρά τη βοήθεια των Αιγυπτίων που επέτρεψε την προσωρινή λύση της πολιορκίας, οι βαβυλωνιακές στρατιές σύντομα επιτέθηκαν και άρχισαν πολιορκία που έμελλε να επιφέρει την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Κατά τη διάρκεια της ανακωχής, ενώ ο Ιερεμίας έβγαινε από την πόλη για να πάει στη χώρα του Βενιαμίν με σκοπό να μοιράσει με τους εκεί συγγενείς του την κληρονομιά του, συνελήφθη και κατηγορήθηκε ότι ήθελε να περάσει στον εχθρό. Χτυπήθηκε από τους στρατιώτες και δίχως να μπορεί να απολογηθεί, ρίχτηκε σε έναν υγρό, θολωτό υπόγειο χώρο, όπου δεινοπάθησε επί πολλές ημέρες. Ο βασιλιάς έστειλε τότε κρυφά να τον φέρουν για να τον ρωτήσει σχετικά με την έκβαση της πολιορκίας. Εξ ονόματος του Θεού ο προφήτης τού είπε τότε ότι θα παραδοθεί στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας. Έκλεισαν τότε τον Ιερεμία στην αυλή της φρουράς του ανακτόρου, τη στιγμή που οι Χαλδαίοι ξανάρχιζαν την πολιορκία. Ενώ η πόλη είχε παραδοθεί στην πείνα και τις ασθένειες, οι άρχοντες ανέφεραν στον βασιλιά ότι ο αιχμάλωτος προφήτης συνέχιζε να αποθαρρύνει τον λαό αναγγέλλοντας ότι μονάχα όσοι θα παραδίδονταν στους Χαλδαίους θα έσωζαν τη ζωή τους. Με την άδεια του Σεδεκία έπιασαν τότε τον Ιερεμία και τον κατέβασαν σε μια στέρνα γεμάτη λάσπη, καταδικάζοντάς τον σε σίγουρο θάνατο. Ας σημειωθεί δε, ότι, σύμφωνα με ορισμένους Πατέρες, η αλγεινή κατάβαση αυτή στη στέρνα προτυπώνει εύγλωττα την Κάθοδο του Χριστού στον κάτω κόσμο. Ένας Αιθίοπας όμως που υπηρετούσε στην αυλή, ο Αβδεμέλεχ, τον συμπόνεσε και έπεισε τον βασιλιά να τον αποφυλακίσει. Ο Ιερεμίας παρέμεινε στην αυλή της φρουράς μέχρι την πτώση της πόλης (Ιερ. 45).


     Τον Ιούλιο του 586, άνοιξε ρήγμα στο τοίχος και στο τέλος του επόμενου μήνα η περήφανη Ιερουσαλήμ παραδόθηκε στη μανία των Χαλδαίων. Ο Σεδεκίας προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ο εχθρός τον πρόλαβε και τον οδήγησε στον Ναβουχοδονόσορα, ο οποίος πρόσταξε να σφάξουν τους γιους του μπροστά στα μάτια του πριν τον τυφλώσει· κατόπιν, τον εξόρισε στη Βαβυλώνα. Η πόλη και ο Ναός πυρπολήθηκαν, τα τείχη γκρεμίστηκαν, και το μεγαλύτερο μέρος του λαού οδηγήθηκε αιχμάλωτο στην εξορία. Έτσι εκπληρώθηκαν οι προφητείες του Ιερεμία (Ιερ. 46).


     Ο γέρος προφήτης ελευθερώθηκε από τους Βαβυλωνίους και ακολούθησε τους αιχμαλώτους. Λέγεται ότι οι θαυμάσιοι «Θρήνοι» του, βγήκαν από τα χείλη του καθώς άφηνε πίσω του την παραδομένη στις φλόγες πόλη. Φθάνοντας στη Ραμά, αφέθηκε ελεύθερος να πάει όπου επιθυμούσε. Αρνούμενος να πάει στη Βαβυλώνα, προτίμησε να μεταβεί στη Μασσηφά, κοντά στον Γοδολία, στον οποίο είχε ανατεθεί η διακυβέρνηση του ολιγάριθμου λαού που δεν είχε εξορισθεί.


     Δύο μόλις μήνες αργότερα όμως, ο Γοδολίας δολοφονήθηκε (Ιερ. 48, 3). Ο λαός, τότε, φοβούμενος τα αντίποινα των Χαλδαίων, θέλησε να διαφύγει στην Αίγυπτο, παρά τις προειδοποιήσεις του Ιερεμία που συμβούλευε να μη φοβούνται τον βασιλιά της Βαβυλώνας και να εναποθέσουν την εμπιστοσύνη τους στη σκέπη του Θεού. Και πάλι, όμως, ούτε οι αξιωματούχοι ούτε ο λαός θέλησαν να υποταχθούν στον λόγο του Θεού και ξεκίνησαν για την Αίγυπτο. Παρά τη θέλησή του, ο Ιερεμίας ακολούθησε τους πρόσφυγες στην Αίγυπτο και φθάνοντας στις Ταφνές, ανατολικά του Δέλτα του Νείλου, τους ανήγγειλε την επικείμενη εισβολή του Ναβουχοδονόσορα στην Αίγυπτο, ο οποίος θα χρησίμευε για μια φορά ακόμη ως σαρωτικό όργανο της θείας οργής εναντίον της ειδωλολατρίας και της σκλήρυνσης της καρδιάς του λαού Του. Το 568, ο Ναβουχοδονόσορ εισέβαλε πράγματι στην Αίγυπτο, συντρίβοντας όλα τα μνημεία της αιγυπτιακής λατρείας και σκορπίζοντας τον θάνατο και την καταστροφή στο πέρασμά του. Μονάχα μερικοί Εβραίοι γλίτωσαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη.


     Σύμφωνα με μια απόκρυφη παράδοση, ο Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του, μετά το κήρυγμά του, στις Ταφνές, σφραγίζοντας με τον θάνατό του την προφητική αναγγελία Εκείνου που επρόκειτο να προσφέρει τον Εαυτό Του για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων. Σύμφωνα δε και με μία άλλη παράδοση που αναφέρεται στο Βιβλίο των Μακκαβαίων (βλ. Β΄ Μακκ. 2, 4-8), ο Ιερεμίας φέρεται να έκρυψε τη Σκηνή του Μαρτυρίου, την Κιβωτό της Διαθήκης και το Θυσιαστήριο του Θυμιάματος σε μια απρόσιτη σπηλιά στο βουνό του Θεού, όπου ο Μωϋσής παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό και είπε ότι ο τόπος αυτός θα έπρεπε να μείνει κρυφός μέχρι την επιστροφή των εξόριστων και την αποκατάσταση της λατρείας.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
χος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
κ γαστρὸς ἡγιάσθης τῇ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως· ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ· διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
χος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
ς ἐκ γαστρὸς θεόληπτος, καὶ συμπαθείας ἔμπλεως, τὴν τοῦ λαοῦ σου ἐθρήνησας ἔκπτωσιν, Ἱερεμία ἔνδοξε· διὰ τοῦτό σε λίθοις, ἐν Αἰγύπτῳ Προφῆτα φόνῳ παρέδωκαν, οἱ μὴ εἰδότες ψάλλειν, σὺν σοὶ Θεῷ· Ἀλληλούϊα.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Τὸν ἡγιασμένον ἀπὸ γαστρός, ὡς ἐκλελεγμένον, ἐπαξίως τῷ Σαβαώθ, σὲ Προφητόμαρτυς, σοφὲ Ἱερεμία, ὑμνοῦμεν καὶ βοῶμεν· Σκέπε τοὺς δούλους σου.






[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 9–15.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου