Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ


     Περί τα μέσα του ΙΕ΄ αιώνα, ήταν φανερό σε κάθε αμερόληπτο παρατηρητή ότι το τέλος της πάλαι ποτέ ένδοξης Αυτοκρατορίας πλησίαζε. Το έδαφός της αποτελούσαν τώρα μονάχα η πόλη της Κωνσταντινούπολης, η ίδια μισοερειπωμένη και με πληθυσμό που διαρκώς ελαττωνόταν, λίγες πόλεις κατά μήκος των ακτών της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, στη Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, στην είσοδο των Δαρδανελίων. Μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας διατηρούσαν το Δεσποτάτο του Μορέως, που απλωνόταν τώρα σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκτός από δυο ή τρία ενετικά φρούρια. Στην Ανατολή η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας του Μεγάλου Κομνηνού εξακολουθούσε να φυτοζωεί. Υπήρχαν ακόμη λίγες ασταθείς λατινικές ηγεμονίες στη Στερεά Ελλάδα, στα νησιά, η δε Ενετία και η Γένουα είχαν στην κατοχή τους διάφορα νησιά και μερικά λιμάνια στη Στερεά. Παντού αλλού, από το Δούναβη ως τα βουνά του Ταύρου, όλα είχαν περάσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων. Η οθωμανική αυτοκρατορία είχε ικανή και ισχυρή κυβέρνηση και ο οθωμανικός στρατός ήταν ο καλύτερος και ο πιο συγχρονισμένος στον κόσμο. Όταν, το 1451, ο οθωμανικός θρόνος περιήλθε σε έναν λαμπρό και φιλόδοξο νέο δεκαεννιά ετών, τον Μωάμεθ τον Β΄, δεν μπορούσε να αμφιβάλει ότι αυτός θα άφηνε τη Μεγάλη Πόλη να παραμένει σαν νησί εχθρικό μέσα στο κέντρο των κτήσεών του.

     Η ζωή ήταν αγωνιώδης στην πόλη που βρισκόταν κάτω από την Τουρκική απειλή. Οι φιλοσοφικές και θεολογικές συζητήσεις, που είχαν εξάψει τους Βυζαντινούς κατά τον προηγούμενο αιώνα, είχαν υποταχθεί τώρα στο επείγον πολιτικό ζήτημα: μπορούσε ακόμα να σωθεί η Αυτοκρατορία; Αλλ’ αυτή η περίπτωση περιλάμβανε ένα θρησκευτικό ζήτημα. Αν επρόκειτο να σωθεί η Αυτοκρατορία, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με βοήθεια απ’ έξω, βοήθεια δε απ’ έξω σήμαινε βοήθεια από τη Δύση, για την οποία το αντίτιμο ήταν η ένωση των εκκλησιών υπό τη Ρώμη.


     Στην υπέρτατη αυτή στιγμή της αγωνίας της αυτοκρατορίας η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν μπορούσε να δώσει σημαντική βοήθεια στο λαό. Η επαρχιακή της διοίκηση είχε αποδιοργανωθεί από την τουρκική προέλαση. Τώρα, μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη η επίσημη πολιτική της ενώσεως είχε προκαλέσει χάος. Δεν υπήρχε Πατριάρχης. Ο τελευταίος κάτοχος του αξιώματος, Γρηγόριος Μάμμας, είχε καταφύγει στην Ιταλία. Όταν χήρευαν επισκοπές, ο αυτοκράτορας δεν εύρισκε κανέναν για να τις πληρώσει, κανέναν πρόθυμο να δεχθεί την ένωση. Ο κλήρος και ο λαός δεν έπαιρναν μέρος, δεν παρακολουθούσαν τις ιεροτελεστίες της Αγίας Σοφίας, ενώ συνέρρεαν στο μοναστήρι του Παντοκράτορος, όπου ο μοναχός Γεννάδιος, ο πρώην Γεώργιος Σχολάριος, εξαπέλυε μύδρους εναντίον της ενώσεως. Ήταν σωστό για τους Βυζαντινούς να επιδιώξουν να σώσουν τα σώματά τους με τίμημα την απώλεια της ψυχής τους; Για τον Γεννάδιο και τους φίλους του η Δύση ήταν τραγικά ανεπαρκής. Η Αγία Γραφή υποστήριζε ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν ο Αντίχριστος σαν πρόδρομος του Αρμαγεδδών και του τέλους του κόσμου. Σε πολλούς Βυζαντινούς φαινόταν ότι ο καιρός πλησίαζε. Ήταν η στιγμή να εγκαταλείψουν την αγνότητα της Πίστεως;


     Ωστόσο, όταν ήρθε η κρίση, δεν υπήρξε άνδρας ή γυναίκα στην Κωνσταντινούπολη που δεν έσπευσε για την άμυνά της. Οι Δυτικοί σύμμαχοι ήσαν λίγοι, αλλά, είτε ήσαν Ενετοί είτε Γενουάτες, που το κυριότερο κίνητρό τους ήταν το ατομικό συμφέρον, είτε γενναίοι τυχοδιώκτες σαν τους αδελφούς Μποσκιάρτι ή τον Ισπανό Δον Φραγκίσκο του Τολέδου, ή ο κλήρος που ακολουθούσε τον καρδινάλιο Ισίδωρο, όλοι πολέμησαν με θάρρος ως τη μοιραία στιγμή, όταν ο ικανότερος απ’ όλους, ο Γενουάτης Τζιουστινιάνι, τραυματίστηκε θανάσιμα και εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Οι Βυζαντινοί, παρ’ όλη τη ψυχική κατάπτωση που είχαν υποστεί από διάσπαρτους οιωνούς και διάφορες προφητείες, έχοντας ρεαλιστικά πλήρη επίγνωση ότι η Πόλη δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ και μερικοί απ’ αυτούς, πεπεισμένοι ότι τώρα πια με την τουρκική κατάκτηση θα τελείωναν μια και καλή τα προβλήματά τους, ρίχτηκαν ολόψυχα στον αγώνα. Γέροι και γυναίκες έρχονταν κάθε νύχτα για να επισκευάσουν τις καταστροφές του τείχους. Ακόμα και μοναχοί περιπολούσαν στα τείχη σαν φρουροί και, λησμονώντας τις αρχαίες παραινέσεις των Πατέρων, πήραν αδίστακτα τα όπλα κατά των επιδρομέων. Υπήρχε ζηλοτυπία και εχθρότητα μεταξύ των συμμάχων, μεταξύ των Ενετών και των Γενουατών, μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων και μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων γενικά. Αλλά οι φιλονικίες δεν εμπόδισαν ποτέ σοβαρά την άμυνα. Η υπερηφάνεια και η πίστη στον αυτοκράτορα ξεπερνούσαν τις διαφορές τους και την τελευταία νύχτα πριν από την τελική έφοδο, όλοι όσοι μπορούσαν να απουσιάσουν από τα τείχη, οποιαδήποτε κι αν ήταν η προσήλωσή τους, πήραν μέρος στην τελευταία Λειτουργία στη μεγάλη Μητρόπολη, για να προσευχηθούν για μια σωτηρία που όλοι ήξεραν ότι μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να προκαλέσει.

     Η αυτοκρατορία τελείωσε ένδοξα. Μόνον όταν διαδόθηκε στην Πόλη η είδηση ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί και ότι η σημαία του σουλτάνου κυμάτιζε πάνω στο ιερό Παλάτι, οι Έλληνες σταμάτησαν τον αγώνα και προσπάθησαν να προσαρμοσθούν, όσο καλύτερα μπορούσαν, σε μια ζωή πικρής αιχμαλωσίας που τους περίμενε κατά τα ανεξήγητα κρίματα του Θεού.

ΣΤΙΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
(1903–2000)



[ Στίβεν Ράνσιμαν:
«Η Μεγάλη Εκκλησία
εν αιχμαλωσία»·
Τόμ. Α΄, Κεφ. 7ο,
σελ. 324–327.
Μετάφραση:
Νικολ. Κ. Παπαρρόδου.
Σημειώσεις–Λεζάντες:
Μιχ. Μπεργαδή.
Εκδόσεις «Μπεργαδή».
Αθήνα, 2000.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου