Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ 
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


     Μετά από τριάντα έτη κρυπτού και αφανούς βίου, έχοντας διανύσει όλα τα στάδια ενός κοινού ανθρώπου και έχοντας δώσει με τη διαγωγή Του το πρότυπο της ταπείνωσης, της υπακοής στους γονείς και της υποταγής στον Νόμο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγκαινίασε το δημόσιο κήρυγμα και την πορεία που θα Τον οδηγούσε ως το Πάθος, με μία τρανή αποκάλυψη της Θεότητάς Του. Ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα έδωσαν μαρτυρία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αληθώς ο Μονογενής Υιός του Θεού, ομοούσιος τω Πατρί, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Λόγος που έγινε σαρξ για τη δική μας σωτηρία, ο Σωτήρας που ανήγγειλαν οι Προφήτες και ότι στο Πρόσωπό Του η Θεότητα ενώθηκε ασύγχυτα με την ανθρώπινη φύση μας, κάνοντάς την να λάμπει από τη δόξα Του. Γι’ αυτό τον λόγο η εορτή του Βαπτίσματος του Χριστού ονομάσθηκε «Επιφάνεια» ή «Θεοφάνεια»: δηλαδή φανέρωση της Θεότητας του Χριστού και πρώτη σαφής αποκάλυψη του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.


     Από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, ο Χριστός ήλθε τότε στην Ιουδαία, στις όχθες του Ιορδάνη, πιο συγκεκριμένα στη Βηθανία (ή Βηθαβαρά), επτά με οκτώ χιλιόμετρα από τη Νεκρά Θάλασσα (βλ. Ιωάν. 1, 28). Εκεί συνήθιζε να κηρύττει ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος, αφού προετοιμάσθηκε κι αυτός επί τριάντα χρόνια στην έρημο, με άσκηση, με αποκοπή του σαρκικού φρονήματος και με πύρινη και καθαρή προσευχή· καλούσε τους Εβραίους να μετανοήσουν και βάπτιζε στα ύδατα του ποταμού το πλήθος κόσμου που προσέρχονταν εξαιτίας της φήμης του Τιμίου Προδρόμου ως δικαίου και μεγάλου Προφήτη του Θεού. Ανώτερο από τους καθαρμούς και το τελετουργικό λουτρό που υποδείκνυε ο Νόμος για την κάθαρση των ρύπων του σώματος (Λευ. 15), το βάπτισμα του Ιωάννη δεν χορηγούσε παρ’ όλ’ αυτά άφεση των αμαρτιών –αυτή θα την εξασφάλιζε ο Σταυρός και η θυσία του Χριστού–, καταδίκαζε όμως την ανόσια διαγωγή των Εβραίων και τις παρανομίες τους, υπενθυμίζοντας ότι πλησιάζει για όλους η Ημέρα της Κρίσεως: «ο ανώτερος από όλους τους ανθρώπους που έχουν ποτέ γεννηθεί» (Ματθ. 11, 11), τους οδηγούσε τώρα στη συνειδητοποίηση των αμαρτημάτων τους και στον πόθο της μετανοίας και προετοίμαζε τις καρδιές ώστε να αναζητήσουν Εκείνον, του Οποίου είχε ταχθεί Πρόδρομος. «Εγώ σας βαπτίζω στο νερό για να μετανοήσετε. Αυτός που είναι πίσω μου κι έρχεται σε λίγο, είναι πιο ισχυρός από μένα· Αυτού τα υποδήματα, εγώ δεν είμαι ικανός ούτε να τα κρατήσω. Αυτός, λοιπόν, θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και με το νερό» (Ματθ. 3, 11-12· Λουκ. 3, 16· Μάρκ. 1, 8).


     Μέσα στο πλήθος που προσέρχονταν για να εξομολογηθούν τα αμαρτήματά τους και να βαπτισθούν στα ύδατα, ο Χριστός προχώρησε προς τον Ιωάννη και του ζήτησε να βαπτισθεί. Μέσα στην άπειρη φιλανθρωπία Του ο Υιός του Θεού δεν αρκέσθηκε να ενδυθεί το θνητό μας σαρκίο αλλά Εκείνος, ο Αθώος, ο Αμνός του Θεού ο άμωμος, προσέλαβε ακόμη και την κατάσταση του αμαρτωλού. Ο Ιωάννης που, ήδη από την κοιλιά της μητέρας του, Τον είχε αναγνωρίσει ως Μεσσία αναπηδώντας από χαρά (Λουκ. 1, 41), άρχισε να τρέμει από φρίκη ενώπιον τέτοιου τολμήματος: Πώς ο δούλος θα αποτολμούσε να καθάρει στο ύδωρ τον Βασιλέα του Σύμπαντος; Πώς το δημιούργημα, ο πηλός, θα τολμούσε να πλησιάσει τον εσαρκωθέντα Λόγο χωρίς φόβο ότι η Θεότητα θα τον κατακαύσει, όπως η φωτιά το ξερό χόρτο; Ο Μωυσής και οι μέγιστοι των Προφητών δεν Τον είχαν αντικρίσει παρά μόνον από μακριά (Εξ. 33, 20-23) ή υπό μορφή σχημάτων και συμβόλων. Πώς θα τολμούσε να θέσει τη χείρα του επάνω στη σκυμμένη κεφαλή του Δημιουργού του, για να τη βυθίσει στα ύδατα; Ο Χριστός όμως του είπε: «Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε κι οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού» (Ματθ. 3, 15).


     Όπως την παραμονή του Πάθους Του ο Χριστός διέταξε τον Πέτρο να Τον αφήσει να του πλύνει τα πόδια (βλ. Ιωάν. 13, 6-9), έτσι και σήμερα ο Κύριος απωθεί τον ανθρώπινο φόβο του δούλου Του, που στέκει έντρομος ενώπιον μιας τέτοιας κενώσεως της Θεότητος, και αναγγέλλει ότι με την Ενανθρώπισή Του ήλθε όχι μόνον για να πληρώσει τις εντολές του Νόμου, αλλά για να εγκαινιάσει νέα και τελειότερη δικαιοσύνη: εκείνην της ταπείνωσης, της εκούσιας θυσίας και της αγάπης. Ο Ιωάννης, εκπρόσωπος της Παλαιάς Διαθήκης, υποτάσσεται στην εντολή του Κυρίου και καθίσταται αυτός που υπούργησε την πράξη και τον τρόπο εγκαινιασμού της Καινής Διαθήκης.


     Καθαρός και αθώος από κάθε αμαρτία και, κατά συνέπεια, από την αισχύνη που κυρίευσε τον Αδάμ (βλ. Γεν. 3, 7-11), ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, κατήλθε γυμνός στον «υδατόστρωτο τάφο» (Ειρμός α΄ ωδής του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων), σημαίνοντας έτσι την προσεχή κάθοδό Του στα σκοτάδια του Άδη και την τριήμερη παραμονή Του εντός του μνήματος. Βυθίζεται στα ύδατα και, κατά τις προρρήσεις των Προφητών, συντρίβει τη δύναμη του Σατανά που είχε αποτραβηχθεί στα πιο αθέατα βάθη τους (Ψαλμ. 73, 13) και αναδύεται από εκεί νικητής, αναγγέλλοντας έτσι την Ανάστασή Του την τρίτη ημέρα και την ανόρθωση του ανθρωπίνου γένους, αφού αυτό αποπλυθεί και καθαριστεί από την πολυποίκιλη αμαρτία. Οι ουρανοί, κλειστοί μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων, ανοίχθηκαν τότε άνωθεν Αυτού και η φωνή του Πατρός από ψηλά μαρτύρησε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος Υιός Μου, Αυτός είναι ο εκλεκτός Μου!» (Ματθ. 3, 17). Το Άγιο Πνεύμα συνένευσε με τη δική Του μαρτυρία, επιφοιτώντας εν είδει λευκής περιστεράς –συμβόλου ειρήνης, πραότητας και συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπων (Γέν. 8)–, και κατέδειξε, ως «θείος δάκτυλος», ότι αυτός ο γυμνός άνθρωπος ήταν ο σαρκωθείς Μονογενής Υιός του Πατρός, και ότι Αυτός και όχι ο Ιωάννης, όπως νόμιζαν πολλοί Εβραίοι, ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Με το βάπτισμά Του στον Ιορδάνη, ο Χριστός προανήγγελλε ότι θα λυτρώσει την ανθρωπότητα από το θάνατο και θα την οδηγήσει στην επίγνωση της Αγίας Τριάδος διά του θανάτου και της Αναστάσεώς Του.


     Πολλές φορές στο παρελθόν ο Θεός είχε αποκαλυφθεί με θαύματα και σημεία, σε ενύπνια και οράσεις, διαμέσου των Αγγέλων, με εμπνευσμένα μηνύματα προς τους Προφήτες ή διαμέσου θαυματουργικών παρεμβάσεων στην ιστορία του Ισραήλ, για να παιδαγωγήσει, να τιμωρήσει ή να παρηγορήσει τον ατίθασο λαό Του που έκλινε διαρκώς προς την ειδωλολατρία και την πολυθεΐα. Γι’ αυτό ακριβώς φανέρωνε τότε με σθένος την ενότητά Του. «Εγώ είμαι Αυτός που υπάρχει», είπε στον Μωυσή στην άφλεκτη βάτο (Έξ. 3, 14). Και όταν αποκαλύφθηκε στη φωτιά στο όρος Σινά είπε: «Άκουε Ισραήλ· Ένας είναι ο Κύριος και ο Θεός σας. Ν’ αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά σου, με όλη τη ψυχή σου και με όλη τη δύναμή σου!» (Λευ. 6, 4· Ματθ. 22, 37). Σήμερα όμως, ο Πατήρ και το Άγιο Πνεύμα συμμαρτυρούν επιβεβαιώνοντας ότι αυτός ο άνθρωπος που ανέρχεται από τα ύδατα είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο Οποίος με την Ενσάρκωσή Του, μας αποκάλυψε τη δόξα του Θεού και μας κατέστησε γνωστό ότι η μία και μόνη φύση του Θεού μετέχεται αρρήτως, χωρίς ωστόσο να διαιρείται στον Πατέρα, στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Άγιο Πνεύμα: όχι τρεις θεοί, αλλά τρία Πρόσωπα (υποστάσεις) σε μία φύση (ουσία). Τρεις ήλιοι ή τρεις φωστήρες, διαφανείς ο ένας προς τον άλλον, που ενώνονται πλήρως αλλά καθόλου δεν συγχέονται μέσα στο ενιαίο φως τους. Μυστήριο μυστηρίων, ασύλληπτο για την ανθρώπινη διάνοια και τη θεωρία των Αγγέλων, το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό και επίσης με το «βάπτισμά» Του στον εκούσιο θάνατο, όχι μόνο μας το γνώρισε εξωτερικά, αλλά μας έκανε κοινωνούς Του. «Και ο Λόγος έγινε άνθρωπος κι έστησε τη σκηνή Του ανάμεσά μας· κι εμείς είδαμε τη θεϊκή Του δόξα, εκείνη τη δόξα που ο Μοναχογιός την έχει απ’ τον Πατέρα, κι ήρθε γεμάτος χάρη θεϊκή και αλήθεια για μας» (Ιωάν. 1, 14). Με την ανάβασή Του προς τον Θεό, μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του, για να καθίσει με το σώμα Του στα δεξιά του Πατρός, ο Σωτήρας μας, ανοίγει οριστικά τους ουρανούς στην ανθρώπινη φύση και την καθιστά ικανή πλέον να συμμετέχει, διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, στην κοινή και αιώνια δόξα και στο κοινό και αιώνιο φως της Αγίας Τριάδος. Ορισμένοι αναφέρουν ότι η λάμψη αυτή της δόξης του Θεού, αυτό το φως το φαεινότερο από κάθε φως του κόσμου, έγινε αισθητό ακριβώς τη στιγμή του Βαπτίσματος του Χριστού, όπως και την ημέρα της θείας Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ [6 Αυγ.], διότι το απαστράπτον φως της θεωμένης ανθρώπινης φύσης του Χριστού είναι εκείνο που μας χειραγωγεί στο φως της Αγίας Τριάδος.


     Μας λέει το Β΄ τροπάριο της Δ΄ ωδής του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων:
     «Πεμθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
     Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
     Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
     Υἷας συνελκῦσαί τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
     Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου».
    
     Με απλά λόγια:
     «Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε από τον Ουράνιο Πατέρα, για να απωθήσεις και να απομακρύνεις τη σκοτεινή κατάσταση του ανθρώπου, ήρθες, Κύριε, για να ξεριζώσεις πέρα για πέρα και την αμαρτία του. Και ακόμη, για να τους τραβήξεις κοντά Σου ως υιούς κατά Χάρη του Θεού και, με τη δική Σου Βάπτιση, να τους μεταβάλεις σε φωτεινούς ανθρώπους με τα νερά του Ιορδάνη, μέσα στα οποία βαπτίσθηκες κι Εσύ ο Ίδιος».

     Για τον λόγο αυτόν άλλωστε, η εορτή των Θεοφανείων ονομάζεται και εορτή των Φώτων. Η πρώτη αυτή αποκάλυψη του Θεού ως Τριάδος (Τρι-ενότης) αποτελεί επίσης αποκάλυψη της ύπατης κλήσεως του ανθρώπου, που καλείται να γίνει θέσει υιός Θεού, χρισμένος «χριστός» του Αγίου Πνεύματος και μέτοχος του Τριαδικού Φωτός διά της συσσωματώσεώς του εν Χριστώ στο μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος, που καθιερώνεται τη σημερινή ημέρα.


     Ο Θεός είχε αναγγείλει εκ των προτέρων στον Ιωάννη ότι το βάπτισμα της μετανοίας θα λάβει τέλος την ημέρα της Βάπτισης του Χριστού: «Όταν δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει σ’ Αυτόν και να μένει επάνω Του, να γνωρίζεις ότι Αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο» (Ιωάν. 1, 33). Το βάπτισμα του Ιωάννη τελειώνει επομένως αυτή την ημέρα για να δώσει τη θέση του στο βάπτισμα που θα τελούν οι Απόστολοι «στο όνομα του Ιησού Χριστού (Πράξ. 2, 38) και το οποίο εφεξής έχει τη δύναμη να συγχωρεί τις αμαρτίες και να χαρίζει το Άγιο Πνεύμα. Βυθιζόμενοι μέσα στα ύδατα, που με την προσευχή της Εκκλησίας ταυτίζονται με τα ύδατα του Ιορδάνη, οι νεοφώτιστοι εισέρχονται στην Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο που ο Κύριος εγκαινίασε τον δημόσιο βίο Του· επιπλέον, μιμούμενοι τον θάνατό Του και την κάθοδό Του στον τάφο, οι νεοφώτιστοι γίνονται μέτοχοι στην Ανάστασή Του, ενδύονται τον Χριστό (Γαλ. 3, 27) και μυούνται σε αυτή τη νέα βιοτή στο φως του Αγίου Πνεύματος: «Το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού σημαίνει συμμετοχή στο θάνατο και στην ταφή Του. Κι όπως ο Πατέρας Θεός με τη δύναμή Του ανέστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, το ίδιο κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε και να ακολουθήσουμε μια νέα ζωή» (Ρωμ. 6, 3-4). Ο Μωυσής, προτύπωση του Χριστού, έσχισε στα δύο τα νερά της Ερυθράς Θαλάσσης, κτυπώντας τα με το ραβδί του, σχηματίζοντας σταυρό· και όταν όλος ο λαός του τη διέσχισε χωρίς να βραχεί, επανέφερε τα νερά στη φυσική τους κατάσταση κατακαλύπτοντας τον Φαραώ και τον στρατό του (Έξ. 14). Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν ο Χριστός κατήλθε στα νερά του Ιορδάνη, αυτά δεν μπόρεσαν να αντέξουν το πυρ της Θεότητος και, σύμφωνα με τις προφητείες, «ο Ιορδάνης στράφηκε προς τα πίσω» (Ψαλμ. 113, 3): ανέτρεψαν δηλαδή τους νόμους της φύσης, της μολυσμένης από το αμάρτημα του Αδάμ. Φορείς θανάτου και φθοράς, κατοικητήρια πνευμάτων ακαθάρτων, τα ύδατα μετά την κάθοδο σε αυτά του Ηλίου της Δικαιοσύνης, καθίστανται φορείς φωτός και καθαγιασμένα μέσα καθάρσεως των ανθρώπινων αμαρτημάτων. Επ’ αυτού ας δούμε και ας προσέξουμε το προφητικό θαύμα του γλυκασμού των πικρών υδάτων της Μερράς από τον Μωυσή, ρίχνοντας μέσα σε αυτά ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο αποτελεί σύμβολο του Σταυρού (βλ. Έξ. 15).


     Ανελκύοντας από τα ύδατα την ανθρώπινη φύση που πορευόταν στη σκιά του θανάτου, και οδηγώντας την στην επίγνωση του Τριαδικού Φωτός, ο Κύριος ανατρέπει σήμερα και μεταμορφώνει ριζικά τους νόμους του αισθητού κόσμου και του σύμπαντος. Όπως το είχαν προαναγγείλει οι Προφήτες, αφού πρώτα αναπλασθεί και διαποτισθεί από το μυστηριακό Φως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο κόσμος ο αισθητός που συμβολίζει ο Ιορδάνης ποταμός, καθίσταται μέτοχος της σωτηρίας και της χαράς της ανθρωπότητας που ανακαινίζεται από το Άγιο Πνεύμα: «Ας χαίρεται η έρημος κι ο τόπος ο ξερός του Ιορδάνου· η χέρσα γη τώρα ας αγάλλεται κι ως κρίνο ας λουλουδιάζει· άνθη ας την πλημμυρίζουνε, φαιδρά ας πανηγυρίζει και της χαράς ν’ ακούγεται ο γιορταστικός αχός· τότε που ο λαός Μου θ’ αντικρίσει τη δόξα και το μεγαλείο του Θεού… Χαρούμενοι, πορευθείτε ν’ αντλήσετε νερό απ’ τις πηγές της σωτηρίας· κι εκείνη τη Μέρα θα πείτε: “Ανυμνείστε τον Κύριο! Φωνάξτε και βοήστε σ’ όλους δυνατά το ποιος είναι ο Θεός μας! Φανερώστε στα έθνη τα ένδοξα σημεία Του και να θυμάστε πάντα πόσο υψώθηκε και πόσο μεγαλύνθηκε τ’ Όνομά Του!”» (Ησ. 35, 1-2· Ησ. 12, 3-4).

     
     Μας λέει το σύντομο αλλά πάνυ ωραίο Δοξαστικό (του Βύζαντος) του Μεγάλου Εσπερινού της Εορτής:
     «Ὑπέκλινας κάραν τῷ Προδρόμῳ,
     συνέθλασας κάρας τῶν δρακόντων,
     ἐπέστης ἐν τοῖς ῥείθροις,
     ἐφώτισας τὰ σύμπαντα,
     τοῦ δοξάζειν σε Σωτήρ,
     τὸν φωτισμὸν τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

     Με απλά λόγια:
     «Έσκυψες το κεφάλι Σου στον Πρόδρομο για να βαπτισθείς και σύντριψες τα κεφάλια των δρακόντων· ήρθες και μπήκες μέσα στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού και φώτισες τα σύμπαντα, για να Σε δοξάζουμε όλοι, Σωτήρα μας, Εσένα, που είσαι ο φωτισμός των ψυχών μας».


     Το νερό που αγιάζεται πριν από κάθε βάπτιση, την ημέρα των Θεοφανείων και σε πολλές άλλες περιστάσεις, με τον Σταυρό και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος γίνεται «ζωντανό νερό» (Ιωάν. 4, 10), λουτρό παλιγγενεσίας και αποκτά θεία δύναμη ιαματική και καθαρτική ψυχών και σωμάτων. Το αγιασμένο ύδωρ έτσι γίνεται φορέας της δύναμης της Απολυτρώσεως, της χάριτος του Χριστού, της ευλογίας του Ιορδάνη, είναι «πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, αποδεσμευτικό από τα αμαρτήματα, αλεξιτήριο νοσημάτων, ολέθριο για τους δαίμονες, απρόσιτο για όλες τις δυνάμεις του πειρασμού που εναντιώνονται σ’ εμάς, γεμάτο από αγγελική ισχύ» (Αγ. Σωφρονίου, Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού). Γι’ αυτό, αφού ραντισθούν με αυτό οι πιστοί μέσα στην Εκκλησία, πίνουν κατόπιν τον Αγιασμό και γεμίζουν φιαλίδια για να ραντίσουν σπίτια, αγρούς, χώρους και αντικείμενα της καθημερινής τους ζωής μόνον κατά την ημέρα των Θεοφανείων. Τον υπόλοιπο χρόνο οι πιστοί μπορούν να πίνουν Μεγάλο Αγιασμό, νήστες, σε περίπτωση ασθενείας ή όταν δεν μπορούν να κοινωνήσουν. Ο δε Μικρός Αγιασμός που γίνεται ως συνήθως στην αρχή κάθε μηνός, είναι λιγότερο επίσημος και ραντίζεται σε κάθε περίπτωση. Παραμένοντας θαυματουργικά άφθαρτο για μήνες και για χρόνια ακόμη ο Αγιασμός των Θεοφανείων, μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίσταση για να φέρει σε πέρας την ανακαίνιση και τον αγιασμό του κόσμου και να καταστήσει ολόκληρη τη ζωή των χριστιανών μια ατελεύτητη προσωπική και ετεροπροσωπική Θεοφάνεια μέσα στην αποκάλυψη του φωτός της θείας Δόξης.


[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 69–74.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου