Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Η ΔΥΑΔΑ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΜΑΚΑΡΙΩΝ


Η ΔΥΑΔΑ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΜΑΚΑΡΙΩΝ



Μακάριος ο Μέγας


     Ο όσιος Μακάριος ο Μέγας γεννήθηκε το 300 στο Τζίζμπερ, χωριό κοντά στο Δέλτα του Νείλου, και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του καμηλιέρη. Υπακούοντας σε θεία κλήση, αποσύρθηκε μόνος σ’ ένα κελί κοντά στο χωριό του για να ενδιατρίψει στην ασκητική ζωή και την προσευχή. Καθώς οι συγχωριανοί του ήθελαν να τον κάνουν κληρικό, έφυγε κρυφά σε ένα άλλο χωριό. Μια κοπέλα που βρέθηκε έγκυος, για να δικαιολογηθεί κατήγγειλε τον αναχωρητή ότι τη βίασε. Ρίχθηκαν τότε όλοι κατά πάνω του και τον διαπόμπευσαν κρεμώντας μαγειρικά σκεύη στον λαιμό του, χτυπώντας και βρίζοντάς τον άγρια. Ο άγιος δεν είπε λέξη για να απολογηθεί και, μάλιστα, δέχθηκε αδιαμαρτύρητα να εργάζεται επιπλέον για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της γυναίκας και του παιδιού που είχε στείλει προς αυτόν παιδαγωγικά η θεία Πρόνοια. Όταν, τέλος, αναγνωρίσθηκε η αθωότητά του, όλο το χωριό, έμπλεο δέους και θαυμασμού, πήγε στον άγιο για να ζητήσει συγχώρεση. Εκείνος όμως ετράπη σε φυγή για να αποφύγει την κενοδοξία, και μετέβη στην έρημο της Σκήτης (σημ. Ουάδι-Νάτρουν), μια άγονη και αφιλόξενη περιοχή που τη γνώριζε γιατί κάποτε είχε εμπορευθεί εκεί νίτρο. Ήταν τότε τριάντα ετών και επιδόθηκε με ακατάβλητο ζήλο στον ασκητικό αγώνα. Έτρωγε μια φορά την εβδομάδα λίγο ψωμί με νερό, κοιμόταν καθιστός ακουμπώντας στον τοίχο του κελιού του κατά διαστήματα και επέμενε αδιάκοπα στη σιωπή, στη φυλακή του νου από κάθε αλλότριο λογισμό και στη νοερά προσευχή. Είτε έτρωγε είτε νήστευε, το σώμα του διατηρούνταν άσαρκο σαν να ξέφευγε από τους νόμους της ύλης, κατά το ρηθέν: «Το σώμα εκείνου που αδιάκοπα καθαίρει τη ψυχή του, κατατρώγεται από φόβο Θεού καθώς ο δαυλός υπό του πυρός».

     Η αποταγή του από τα πρόσκαιρα αγαθά του μάταιου κόσμου ήταν τόσο μεγάλη ώστε, όταν μια μέρα έπιασε έναν ληστή να του κλέβει και τα λιγοστά εφόδια που είχε στο κελί του, ο ανεξίκακος όσιος τον βοήθησε να τα φορτώσει στην καμήλα του. Νυχθημερόν καθισμένος στο κελί του, έπλεκε με τα χέρια του φοινικόφυλλα, έχοντας τη ψυχή συντετριμμένη από τη μνήμη των αμαρτημάτων του και τον νου του διαρκώς υψωμένο στον ουρανό. Δεν διαχεόταν σε μακρές προσευχές, αλλά τείνοντας τα χέρια στον ουρανό, έλεγε: «Κύριε, όπως θέλεις Εσύ, κι όπως γνωρίζεις Εσύ, ελέησόν με!». Τον ρώτησε κάποιος μια μέρα με ποιο τρόπο μπορεί να προοδεύσει στην οδό της Σωτηρίας. Ο άγιος τον έστειλε τότε στο κοιμητήριο να καθυβρίσει τους εκεί νεκρούς και κατόπιν να τους επαινέσει και, όταν επέστρεψε, του είπε: «Είδες ότι οι νεκροί δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε. Το ίδιο κι εσύ, αν επιθυμείς να σωθείς, γίνου ωσάν νεκρός, αψηφώντας ολότελα και τη δόξα και την αδικία των ανθρώπων».


     Εξοργίσθηκαν οι δαίμονες βλέποντάς τον να τους επιτίθεται κατά μέτωπο και τον πολιόρκησαν με όλες τους τις δυνάμεις, αλλά ο άγιος τούς απώθησε με καταφρόνηση. Ένα από τα πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα τού ομολόγησε: «Όλα όσα κάνεις, τα κάνω κι εγώ. Εσύ νηστεύεις, εγώ δεν τρώω καθόλου. Εσύ αγρυπνάς, εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Σ’ ένα μόνο με ξεπερνάς: στην ταπεινοφροσύνη. Εξαιτίας της δεν έχω καμιά ισχύ επάνω σου!». Με τους αγώνες του απέκτησε μεγάλη πείρα για τα διάφορα είδη δαιμόνων. Έλεγε ότι οι δαίμονες ανήκουν σε δύο κύριες κατηγορίες: σ’ εκείνους που μας εξάπτουν τα πάθη, όπως ο θυμός ή η επιθυμία, και σ’ εκείνους, τους φοβερότερους, που απατούν τους ανθρώπους με πνευματικές πλάνες, βλασφημίες και αιρέσεις.

     Η φήμη των αρετών του οσίου Μακαρίου απλώθηκε γρήγορα σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο και πλήθη επισκεπτών άρχισαν να συρρέουν στην έρημο της Σκήτης. Ο όσιος υποδεχόταν με χαρά και απλότητα όλους όσοι προσέτρεχαν σ’ αυτόν, χωρίς να κρίνει κανέναν, επιδαψιλεύοντας ό,τι ταίριαζε στον καθένα: λόγο εποικοδομητικό ή προσευχή. Για να τιμήσει τους επισκέπτες του, τους πρόσφερε λίγο κρασί και έπινε κι αυτός μαζί τους. Μόλις όμως έμενε μόνος, δεν έπινε νερό επί τόσες ημέρες όσα ακριβώς ήταν και τα ποτήρια του κρασιού που είχε πιει συγκαταβατικά για χάρη της φιλοξενίας και της φιλαδελφίας. Έλεγαν για τον αββά ότι ήταν ωσάν «επίγειος θεός», επειδή όπως ο Θεός σκέπει τον κόσμο με την Πρόνοιά Του, έτσι και ο όσιος Μακάριος έκρυβε τα αμαρτήματα που έβλεπε σαν να μην τα έβλεπε και όλους τους σκέπαζε στοργικά με την αγάπη του. Η άπειρη ευσπλαχνία του τον ωθούσε να προσεύχεται ακόμα και για τους κολασμένους. Μια μέρα, ενώ περπατούσε στην έρημο, βρήκε το κρανίο ενός ιερέα των ειδώλων και το άκουσε να του λέει τα εξής αποκαλυπτικά: «Κάθε φορά που σπλαχνίζεσαι με την προσευχή σου όσους τιμωρούνται, εμείς που είμαστε βουτηγμένοι στο αιώνιο πυρ, με τα νώτα του ενός κολλημένα στα νώτα του άλλου, νιώθουμε μια παρηγοριά, καθώς μπορούμε να δούμε για λίγο το πρόσωπο των συντρόφων μας».

     Ο άγιος Μακάριος επισκέφθηκε τον άγιο Αντώνιο τον Μέγα, που εκτίμησε πολύ τις αρετές του και τον έκανε έναν από τους μαθητές και πνευματικούς του κληρονόμους. Επιστρέφοντας στη Σκήτη, άρχισε να δέχεται όλο και περισσότερους μαθητές, γι’ αυτό θεωρείται ως ο ιδρυτής αυτού του φημισμένου ορθόδοξου μοναστικού κέντρου. Ανάμεσα στους πρώτους μαθητές του συγκαταλέγονται λαμπροί αστέρες του πνευματικού στερεώματος όπως οι όσιοι αββάδες: Μωυσής [28 Αυγ.], Σισώης [6 Ιουλ.], Ησαΐας [3 Ιουλ.], Άιος, Ζαχαρίας [24 Μαρτ.] και άλλοι μεγάλοι αγωνιστές. Καθένας ζούσε σε ξεχωριστό κελί, ασχολούμενος όλη την εβδομάδα μ’ ένα εργόχειρο που του αρκούσε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και ενδεχομένως για να δώσει ελεημοσύνη. Προπαντός όμως το εργόχειρο ήταν χρήσιμο στην καταπολέμηση της ακηδίας και στη διαφύλαξη του πνεύματός τους σε εσωτερική εγρήγορση. Οι μοναχοί της Σκήτης ζούσαν με μεγάλη εγκράτεια, έχοντας μοναδικό σκοπό να φυλάξουν τον νου τους σταθερά προσηλωμένο στον Θεό με την καθαρά προσευχή, τρέφοντας τη θεωρία τους με την αποστήθιση Ψαλμών και αποσπασμάτων από την Αγία Γραφή. Όταν επιτέλους απέκτησαν ναό, συνάζονταν όλοι το εσπέρας του Σαββάτου για να τελέσουν την αγρυπνία και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων. Το πρωί, μετά τη θεία Λειτουργία, συμμετείχαν σε κοινή τράπεζα, που για πολλούς αποτελούσε το μοναδικό τους γεύμα για όλη την εβδομάδα, και συζητούσαν ελεύθερα ρωτώντας τους πνευματικά πιο έμπειρους για την οικοδομή της ψυχής τους. Ύστερα ο καθένας κατευθυνόταν στο κελί του, παίρνοντας μαζί του και τα φοινικόφυλλα για το εργόχειρο της εβδομάδας.


     Καθώς ο αριθμός των μαθητών και των επισκεπτών ολοένα αυξανόταν, ο άγιος Μακάριος άλλαζε επανειλημμένα κατάλυμα. Εγκαταβίωνε μακριά από τα άλλα κελιά, γειτνιάζοντας με δύο μόνον αδελφούς, και είχε ανοίξει ένα υπόγειο πέρασμα που οδηγούσε από το κελί του σε απομακρυσμένο σπήλαιο, ώστε να μπορεί να απομονώνεται, εν αγνοία όλων, για να φυλάξει τον νου του απερίσπαστο, όταν οι επισκέψεις γίνονταν πολύ συχνές και ενδεχομένως κάπως φορτικές.

     Στην αρχή, κάθε φορά που επιθυμούσε να συμμετάσχει στη θεία Λειτουργία, ο αββάς έπρεπε να μεταβεί με τα πόδια στη Νιτρία, πάνω από σαράντα μίλια δρόμο, μέσα στην καυτή έρημο. Ο κόπος ήταν πολύ μεγάλος για τους μαθητές, γι’ αυτό, με την προτροπή και ευλογία του αγίου Αντωνίου, ο Μακάριος δέχθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος· ήταν τότε σαράντα ετών. Αξιώθηκε τότε να λάβει αφθόνως από το Άγιο Πνεύμα τα χαρίσματα της ιάσεως, της προφητείας και της διακρίσεως των λογισμών. Δύο φορές ανάστησε νεκρούς: την πρώτη για να διαλάμψει η αθωότητα ενός ανθρώπου που κατηγορήθηκε αδίκως για δολοφονία και τη δεύτερη για να αποδείξει σ’ έναν αιρετικό την ατράνταχτη αλήθεια της Πίστεως περί της εσχάτης αναστάσεως των σωμάτων. Η φήμη του αγίου Μακαρίου και των μαθητών του καθώς και το ενθουσιαστικό κήρυγμα του αγίου Αθανασίου για τον μοναχισμό, παρακινούσαν τους ανθρώπους να έρχονται στη Σκήτη από όλα τα μέρη της Αιγύπτου αλλά και από μακρινές περιοχές της αυτοκρατορίας, για να ασπασθούν και να αφοσιωθούν στον ισάγγελο βίο. Η έρημος μεταμορφώθηκε σε αληθινή πόλη, τόσο που στο τέλος του αιώνα υπήρχαν στη Σκήτη τέσσερις ναοί όπου οι ασκητές συνάζονταν κατά εκατοντάδες κάθε Κυριακή.

     Το 374, ο αρειανός Λούκιος κατέλαβε την επισκοπική έδρα της Αλεξάνδρειας και αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των ορθοδόξων. Πρώτος του στόχος ήταν οι μοναχοί που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Εξόρισε σ’ ένα νησί στο Δέλτα του Νείλου τους δύο Μακαρίους και πολλούς άλλους αγίους μοναχούς. Ωστόσο αυτή η εξορία απέβη τελικά εις όφελος της Εκκλησίας, καθώς οι Ομολογητές Πατέρες κατήχησαν και φώτισαν τους ειδωλολάτρες ντόπιους και, όταν μετά από λίγο ανακλήθηκαν από την εξορία εξαιτίας των έντονων διαμαρτυριών του αγανακτισμένου λαού, επέστρεψαν στην έρημό τους με περίσσια δόξα. Νιώθοντας το τέλος του να πλησιάζει, ο άγιος Μακάριος πήγε να επισκεφθεί για τελευταία φορά τους μαθητές του στη Νιτρία. Εν είδει πνευματικής διαθήκης τούς έλεγε με δάκρυα στα μάτια: «Ας κλάψουμε, αδελφοί, ας κλαίνε τα μάτια μας αδιάκοπα, προτού μεταβούμε εκεί όπου τα δάκρυά μας θα κάψουν το σώμα μας!». Λίγο καιρό αργότερα, ο «πνευματικός πατέρας της ερήμου» παρέδωσε εν ειρήνη τη ψυχή του στον Κύριο σε ηλικία ενενήντα ετών. Αφού υπέστησαν διάφορες μετακομιδές, κατά την κατάκτηση της Αιγύπτου, τα τίμια λείψανά του επέστρεψαν (784) στην κοπτική μονή που φέρει το όνομά του, στους τόπους που αγιάσθηκαν με την οσιακή παρουσία του.


     Αποδίδεται στον άγιο Μακάριο τον Μέγα μια σειρά από θαυμαστές «Πνευματικές Ομιλίες», όπου ο άγιος αναφέρεται, με τη βοήθεια ωραιότατων εικόνων που δανείζεται από τη φύση, στις ποικίλες ενέργειες της θείας Χάριτος μέσα μας. Αφού προσκολληθούμε στον Κύριο με την πίστη και αφοσιωθούμε σ’ Αυτόν με την αποταγή μας από τον ψυχοκτόνο κόσμο (των παθών και της αμαρτίας), οφείλουμε, μας λέει, «να καλλιεργούμε τη γη της καρδιάς μας», δηλαδή να εξαναγκάσουμε την ανυπάκουη και απειθή φύση μας να εφαρμόσει στην πράξη όλες τις ευαγγελικές αρετές και προπαντός την προσευχή. Βλέποντας τότε την καλή μας θέληση, ο Χριστός θα μας δώσει τη δύναμη να εκπληρώσουμε όλες Του τις εντολές -ή μάλλον Εκείνος θα τις εκπληρώσει μέσα μας- με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Προοδεύοντας έτσι από αρετή σε αρετή και από δόξα σε δόξα προς το πλήρωμα της εν Χριστώ πνευματικότητας και ζωής, το πνεύμα μας θα αναμειχθεί μυστικά με το πυρ του Αγίου Πνεύματος, θα γίνει «όλο οφθαλμός και όλο φως», και θα αποκτήσει μακαρίως τις ιδιότητες του Θεού. Κατά την τελική ανάσταση, το πυρ του Αγίου Πνεύματος που κρύβεται στην καρδιά των αγίων, θα ξεχυθεί πάνω στα σώματά τους και θα τα κάνει να λάμπουν στην αιωνιότητα από το φως του Θεού. Κατά τον άγιο Μακάριο, η χριστιανική ζωή δεν έχει άλλο σκοπό παρά την απόκτηση -ήδη από τη ζωή αυτή- της εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος, της καλής αλλοίωσης, που θα μας δώσει μια άλλη «πνευματική αίσθηση», διαμέσου της οποίας θα μπορούμε να γευθούμε την παρουσία του Θεού σε κάθε στιγμή της ζωής μας.


Μακάριος ο Αλεξανδρεύς,
ο και «Πολιτικός» επονομαζόμενος


     Συνονόματος και σύγχρονος του ιδρυτή της Σκήτης, ο όσιος Μακάριος ήταν έμπορος ξηρών καρπών και γλυκισμάτων στην Αλεξάνδρεια, προτού αποσυρθεί, σε ηλικία σαράντα ετών, στην έρημο των Κελίων, η οποία βρισκόταν μεταξύ Νιτρίας και Σκήτης. Υπήρξε κι αυτός μαθητής του οσίου Αντωνίου του Μεγάλου, ο οποίος ευλογώντας τον, του είπε: «Ιδού, έχει αναπαυθεί το Πνεύμα το Άγιο σ’ εσένα, γι’ αυτό και μέλλει να γίνεις κληρονόμος των αρετών μου!». Είχε διάφορα κελιά: ένα στη Σκήτη, ένα στη Λίβα, ένα στα Κελία κι ένα άλλο στο όρος της Νιτρίας. Δύο από αυτά ήσαν χωρίς παράθυρα κι εκεί μέσα έμενε όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ένα άλλο κελί του ήταν τόσο στενό που ούτε να ξαπλώσει μπορούσε· και σε ένα άλλο, πιο ευρύχωρο, δεχόταν τους πολλούς επισκέπτες του.

     Η άκρα εγκράτειά του και η μεγάλη του υπομονή στους πειρασμούς έλκυσαν προς αυτόν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και τον κατέστησαν άξιο να εκλεγεί από τους αδελφούς της Σκήτης για να γίνει πρεσβύτερος και προϊστάμενός τους (αρχιμανδρίτης). Αγαπούσε τόσο την αρετή, ώστε μόλις άκουγε να μιλούν για τον ασκητικό άθλο κάποιου ερημίτη, έσπευδε πάραυτα να κατορθώσει και να τον φέρει στην τελείωσή του. Άκουσε να λένε ότι οι μοναχοί του αγίου Παχωμίου [15 Μαΐου] δεν τρώνε τίποτε ψημένο στη φωτιά ολόκληρη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και επί επτά έτη δεν έφαγε μαγειρεμένο φαγητό παρά μόνον όσπρια βρασμένα και ωμά λαχανικά. Έβαζε το ψωμί του σ’ ένα πήλινο δοχείο με στενό άνοιγμα και επί τρία χρόνια δεν έτρωγε παρά μονάχα απ’ αυτό που έπιανε το χέρι του. Πεπεισμένος ότι πρέπει να νικήσει την τυραννία του ύπνου, έμεινε στο ύπαιθρο όρθιος είκοσι ημερονύκτια, να καίγεται τη μέρα από τη ζέστη και να τρέμει από το κρύο τη νύχτα. Μια άλλη φορά, σκότωσε με το χέρι του ένα κουνούπι που τον τσίμπησε. Συνειδητοποιώντας ότι θανάτωσε ένα πλάσμα του Θεού, καταδίκασε τον εαυτό του να μείνει γυμνός έξι μήνες σ’ έναν βαλτότοπο με θεόρατα κουνούπια και άλλα ζωύφια. Όταν γύρισε στο κελί του, ήταν τόσο παραμορφωμένος που τον αναγνώριζες μόνον από τη φωνή.


     Καθώς είχε ακούσει να επαινούν τους Ταβεννησιώτες μοναχούς για τη βιοτή τους, άλλαξε ενδυμασία και παρουσιάσθηκε ως άγνωστος στο κατώφλι του μεγάλου και ονομαστού κοινοβίου, ζητώντας να γίνει εκεί δεκτός ως ένας απλός και αρχάριος δόκιμος. Ο άγιος Παχώμιος τού αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι στην ηλικία του δεν θα ήταν δυνατό να εξοικειωθεί με την αυστηρή πολιτεία των μοναχών. Ο άγνωστος επέμενε και οι Ταβεννησιώτες δέχθηκαν παρ’ όλ’ αυτά να τον δοκιμάσουν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στεκόταν όρθιος σε μια γωνιά, πλέκοντας ασταμάτητα τα φοινικόφυλλά του, χωρίς όμως να αγγίζει το ψωμί και το νερό που είχαν βάλει πλάι του. Οι υπόλοιποι μοναχοί παραπονέθηκαν στον Παχώμιο, λέγοντας: «Πού βρήκες αυτό το καθαρό πνεύμα, για να μας ελέγξεις;». Ο Θεός αποκάλυψε τότε στον Παχώμιο ότι επρόκειτο για τον περιβόητο όσιο Μακάριο. Ο Παχώμιος έσπευσε προς αυτόν, τον ασπάσθηκε και τον ευχαρίστησε εκ βαθέων για το μάθημα ταπεινοφροσύνης που έδωσε προς τους μοναχούς του και τον αποχαιρέτισε ζητώντας του να προσεύχεται γι’ αυτούς.

     Μια άλλη φορά, ο Μακάριος αποφάσισε να φυλάξει τον νου του απερίσπαστο στη θεωρία του Θεού για πέντε ημέρες. Αφού άντεξε δύο ημέρες, λέγοντας στο πνεύμα του: «Μη κατεβαίνεις από τα ουράνια! Έχεις μπροστά σου τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους και τον Κύριο του σύμπαντος! Μη κατεβαίνεις από τον ουρανό!», ο δαίμονας, εξαγριωμένος, έβαλε φωτιά σε όλα όσα βρίσκονταν μέσα στο κελί του εκτός από τη ψάθα πάνω στην οποία στεκόταν σε πύρινη και εκστατική προσευχή ο άγιος. Την τρίτη ημέρα άφησε το πνεύμα του να επανέλθει στον κόσμο για να μην καταληφθεί από την έπαρση.

     Με την προσευχή του λύτρωνε δαιμονισμένους και θεράπευε αρρώστους. Μια μέρα, μια ύαινα τού έφερε το τυφλό νεογνό της. Ο άγιος γιάτρεψε το ζώο και την επομένη η μητέρα του τον ευχαρίστησε φέρνοντάς του μια προβιά, την οποία ο άγιος πρόσφερε με τη σειρά του στην αγία Μελάνη [31 Δεκ.].

     Αφού διέλαμψε με τις αρετές του και τα θαύματά του, ο άγιος Μακάριος εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία σχεδόν εκατό ετών. Μέχρι την τελευταία στιγμή αγωνιζόταν κατά του διαβόλου, κατηγορώντας τον εαυτό του για αδηφαγία και ραθυμία, λέγοντας σ’ εκείνον: «Μήπως σου οφείλω κάτι άλλο τώρα; Δεν θα βρεις τίποτε σ’ εμένα. Φύγε μακριά μου!».


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
ν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.




[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 204–210.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου