Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ


ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ


     Η πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στην συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δύο νέες εκτενείς ακολουθίες· την Πέμπτη ο Μέγας Κανών και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθεί στην επομένη, στην έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα μέσα στην λατρεία μας έχουν τακτοποιηθεί από τους Πατέρες με πολλή μελέτη και περίσκεψη. Με «διάκριση» κατά την εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα, ακολουθεί η Μεγάλη Εβδομάδα, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος σχετικής ανάπαυσης, μια μικρή ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρωπίνως αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάδα και την έξαρση του τέλους βαστάζει η προτελευταία. Θα σταθούμε στη θαυμαστή ακολουθία της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών, τον Μέγα Κανόνα, η οποία εβδομάδα συμπίπτει μάλιστα και προς το Σάββατο του Ακαθίστου.

     Ο Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ εβδομάδος των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδος. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξάρτητα από τον όρθρο σαν ένα είδος μικρής αγρυπνίας το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του μικρού αποδείπνου. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι περισσότεροι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον βρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, στο «Τριώδιο», καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθηση αυτού του κανόνος κατά την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ταχύς ο ρυθμός της ψαλμωδίας του. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα αυτόν τον ύμνο.


     Και πρώτα-πρώτα να αναφέρουμε δυο λόγια για τον ποιητή του. Τον Μέγα Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Μοναχός κατ’ αρχάς στην Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε και ανέλαβε διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα και τέλος ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Απέθανε γύρω στο 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη κατά ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη είτε και εξόριστος εκεί, μια και ήταν υποστηρικτής των αγίων εικόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μια μεγάλη σαρκοφάγος που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της αγίας Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ενταφιαστεί. Η φιλολογική και η υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του· κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, τότε ο Μέγας Κανών είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.

     Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή, πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων που, κατά πολλούς, έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα. Είναι δε οι κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων που γράφονταν για έναν ορισμένο λειτουργικό σκοπό: Να διακοσμήσουν την ψαλμωδία των εννέα ωδών του Ψαλτηρίου, που στιχολογούνταν στον όρθρο. Έψαλλαν τις εννέα ωδές και στους τελευταίους στίχους της κάθε μιας παρενέβαλλαν τα τροπάρια, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στους ναούς μας κατά την ψαλμωδία του «Κύριε εκέκραξα» στον εσπερινό και των ψαλμών των αίνων στον όρθρο. Εννέα ήταν οι ωδές του Ψαλτηρίου, εννέα και οι ομάδες των τροπαρίων που αποτελούσαν τον κανόνα. Όλος ο κανών ψάλλεται σε έναν ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στην ψαλμωδία, κατά τρόπο που να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να θραύεται η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει η κάθε μια ωδή. Αυτόν τον κανόνα σύνθεσης αυτού του εκκλησιαστικού ποιητικού είδους ακολουθεί και ο Μέγας Κανών. Έχει εννέα ωδές· όλες ψάλλονται σε ήχο πλ. β΄· κάθε όμως ωδή έχει τον δικό της «ειρμό», βάσει του οποίου έχουν συνταχθεί και ψάλλονται τα επόμενα τροπάριά της.

     Ο Μέγας όμως Κανών στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι, συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας με την απόλυτη έννοια. Μεγαλύτερος δεν θα μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, ούτως ώστε στον κάθε στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος· ενώ οι συνήθεις κανόνες έχουν γύρω στα 30 τροπάρια. Σήμερα πάντως τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος είναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια με θέμα την οσία Μαρία την Αιγυπτία αλλά και για τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα Κρήτης.


     Και ερχόμαστε στο περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνος. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρός θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι μέρες του είναι πια ολίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του Δικαίου Κριτού που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με την ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο «βαρύς κλοιός» της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων. Στον θρήνο αυτόν συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Κυρίως αυτό είναι που δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Στην ζωή του έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων και πρωταγωνιστών της ιεράς Ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των δικαίων και των αγίων. Δεν του μένει τώρα παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την θύρα του Παραδείσου· την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό την συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του πτωχεία. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαβίδ, του τελώνου, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Ο Κριτής θα ευσπλαχνιστεί και αυτόν που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.

     Τελειώνοντας, νομίζουμε πως επιβάλλεται να κάνουμε και την ακόλουθη διευκρίνιση, έτσι όπως πολύ εύστοχα την διατυπώνει ο σχολιαστής του Μεγάλου Κανόνος, ο Αρχιμ. Συμεών Κούτσας (τώρα Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης), στο γνωστό πόνημά του με τίτλο «Αδαμιαίος θρήνος»: Ο Μέγας Κανών είναι δημιούργημα ενός ποιητή με πλούσιο λυρισμό και άφθονα ποιητικά στοιχεία. Οι ζωηρές περιγραφές, οι χτυπητές εικόνες, το πλήθος των παραδειγμάτων, οι πετυχημένοι συμβολισμοί, η ζωντανή και συνάμα απλή γλώσσα σε συνδυασμό με την κατανυκτική ψαλμωδία προσδίδουν μια ξεχωριστή ομορφιά και, χάρη στο εκτενές πλην όμως πνευματικότατο περιεχόμενο του ποιήματος, αιχμαλωτίζεται το ενδιαφέρον του ακροατή, του αναγνώστη και του ψάλτη. Θέμα και σκοπός του Μεγάλου Κανόνα είναι η παρουσίαση της τραγικής καταστάσεως του ανθρώπου της πτώσεως και της αμαρτίας και η θερμή παρακίνησή του να μετανοήσει και να επιστρέψει κοντά στον ζώντα και αληθινό Θεό. Βλέπουμε, όμως, ότι ο άγιος Ανδρέας ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο. Περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την ψυχική του κατάσταση. Αποδίδει στον εαυτό του ειδεχθή εγκλήματα και βαρύτατα αμαρτήματα. Διερμηνεύει, άραγε, την προσωπική του κατάσταση και τον τρόπο που έζησε ο ίδιος ή για λόγους διδακτικούς περιγράφει την κατάσταση γενικά του ανθρώπου της αμαρτίας; Ασφαλώς θα πρέπει να δεχτούμε το δεύτερο. Ο άγιος Ανδρέας αφιερώθηκε στον Θεό από τα νεανικά του χρόνια. Ολόκληρη η ζωή του αναλώθηκε στην διακονία της Εκκλησίας. Επομένως, αποκλείεται να έζησε μια κάποια περίοδο της ζωής του σε συνειδητή αποστασία από το θέλημα του Θεού, εκούσια υποταγμένος στην αμαρτία και την πονηρία του κόσμου. Απλώς, με την ελευθερία που έχει ως ποιητής και με την ταπείνωση που τον διακρίνει, μας παρουσιάζει τον άνθρωπο, τον υποδουλωμένο πλήρως στην αμαρτία, σε όλο το τραγικό βάθος και την δραματική έκταση της διαφθοράς του και ακόμη την εναγώνια προσπάθειά του να επιστρέψει μέσα από το επίπονο μονοπάτι της μετανοίας κοντά στον Θεό. Και το κάνει αυτό, χρησιμοποιώντας στον λόγο του πρώτο πρόσωπο και μιλώντας σαν να πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό του και για κανέναν άλλον εκτός από αυτόν. Ο άγιος Ανδρέας εκφράζοντας τον πλούτο των αισθημάτων του, την ιερή ανησυχία της όλης υπάρξεως να πετύχει την εν Χριστώ απολύτρωσή της, καθώς και την βαθιά του γνώση γύρω από τα διάφορα θέματα της εν Χριστώ ζωής, γίνεται ο πλέον κατάλληλος, χαρισματικός, πράος, γλυκύς, πειστικός και κατανυκτικός χειραγωγός του κάθε πιστού που ψάλλει ή ακούει του ύμνους του, για την απόκτηση της μετανοίας, της συντριβής και σίγουρα μιας βαθύτερης βιώσεως του μυστηρίου της Σωτηρίας.

     Ακολουθεί μια σειρά δώδεκα τροπαρίων. Από κάθε ωδή πήραμε το πρώτο τροπάριο. Η β΄ και η γ΄ ωδή έχουν από δύο ειρμούς και έτσι παίρνουμε ένα τροπάριο από τον καθένα. Στο τέλος ακολουθεί ο ειρμός της θ΄ ωδής «Ασπόρου συλλήψεως». Είναι ένα μικρό δείγμα από τον Μέγα Κανόνα. Από όλα τα τροπάρια διαφαίνεται αφενός η σχετική μονοτονία αλλά και η μουσική ενότητα του κανόνα, συγχρόνως όμως και η σχετική ποικιλία που δημιουργούν θεματικά οι παραλλαγές των ειρμών της κάθε ωδής.


—ῼΔΗ Α΄.—
«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν
τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποιάν ἀπαρχὴν ἐπιθήσω, Χριστέ,
τῇ νῦν θρηνῳδία;
ἀλλ’ εὔσπλαγχνός μοι δὸς
παραπτωμάτων ἄφεσιν».

[Πούθε ν’ αρχίσω να θρηνώ
τις πράξεις τις άθλιας ζωής μου;
Ποια να βάλω, Χριστέ μου, πρώτη
σ’ αυτό του τον θρήνο;
Σπλαχνικός όμως καθώς είσαι,
δώσ’ μου την άφεση
των αμαρτημάτων μου.]

—ῼΔΗ Β΄.—
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω·
γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ
καὶ ἀνυμνούσης αὐτόν».

[Ουρανέ, δώσε προσοχή
τώρα που θα λαλήσω·
Γη, άκουσε φωνή ανθρώπου
που στο Θεό μετανοεί
και ανυμνεί τη δόξα Του.]

«Ἴδετε, ἴδετε,
ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου, ψυχή μου,
τοῦ Κυρίου βοῶντος
καὶ ἀποσπάσθητι
τῆς πρώτης ἁμαρτίας,
καὶ φοβοῦ ὡς δικαστὴν
καὶ ὡς κριτὴν καὶ Θεόν».

[Κοιτάξτε! Κοιτάξτε,
για να βεβαιωθείτε
ότι Εγώ είμαι ο Θεός!
Άκουσε με προσοχή, ψυχή μου,
τον Κύριο που φωνάζει δυνατά!
Ξεκόλλησε απ’ τη ζωή της αμαρτίας
που ζεις ως τώρα.
Φοβήσου Τον ως δικαστή
και ως κριτή και Θεό!]

—ῼΔΗ Γ΄.—
«Πῦρ παρὰ Κυρίου, ψυχή,
Κύριος ἐπιβρέξας,
τὴν γῆν Σοδόμων
πρὶν κατέφλεξεν».

[Φωτιά, ψυχή μου, παλαιότερα
έβρεξε ο Κύριος
και κατέκαψε την χώρα των Σοδόμων.]

«Πηγὴν ζωῆς κέκτημαι
σὲ τοῦ θανάτου τὸν καθαιρέτην
καὶ βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου
πρὸ τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσόν με».

[Πηγή ζωής έχω
Εσένα, το νικητή του θανάτου,
και Σου φωνάζω δυνατά
μέσ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου
πριν απ’ την ύστατη στιγμή·
Αμάρτησα!
Συγχώρεσέ με! Σώσε με!]


—ῼΔΗ Δ΄.—
«Τὰ ἔργα σου μὴ παρίδῃς,
τὸ πλάσμα σου μὴ παρόψῃ,
δικαιοκρίτα,
εἰ καὶ μόνος ἥμαρτον
ὡς ἄνθρωπος
ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον,
φιλάνθρωπε,
ἀλλ’ ἔχεις ὡς Κύριος
πάντων τὴν ἐξουσίαν
ἀφιέναι ἁμαρτήματα».

[Μην παραβλέψεις τα έργα Σου!
Το πλάσμα Σου, Κριτή δίκαιε,
μην παραθεωρήσεις!
Τ’ ομολογώ·
Αμάρτησα μόνος εγώ ως άνθρωπος,
Φιλάνθρωπε,
πιότερο από κάθε άλλον άνθρωπο!
Όμως Συ, ως Κύριος των όλων,
έχεις την εξουσία
να συγχωρείς αμαρτήματα.]

—ῼΔΗ Ε΄.—
«Ἐν νυκτὶ τὸν βίον μου
διῆλθον ἀεί,
σκότος γὰρ γέγονε
καὶ βαθεῖά μοι ἀχλὺς
ἡ νῦξ τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλ’ ὡς ἡμέρας υἱόν,
Σωτήρ, ἀνάδειξόν με».

[Στη νύχτα μέσα πάντοτε
πέρασα τη ζωή μου.
Σκοτάδι μού ’φερε
και βαθιά θολούρα
η αμαρτία, που μοιάζει με τη νύχτα.
Αλλά γιο της ημέρας
Συ, Σωτήρα, ανέδειξέ με!]

—ῼΔΗ ΣΤ΄.—
«Τὰ δάκρυα, Σωτήρ,
τῶν ὀμμάτων μου
καὶ τοὺς ἐκ βάθους στεναγμοὺς
καθαρῶς προσφέρω
βοώσης τῆς καρδίας·
Ὁ Θεός, ἡμάρτηκά σοι,
ἱλάσθητί μοι».

[Σωτήρα μου,
Σου προσφέρω με ειλικρίνεια
τα δάκρυα των ματιών μου
και τους στεναγμούς
απ’ τα βάθη της ψυχής,
φωνάζοντας δυνατά
μέσ’ απ’ την καρδιά μου·
Αμάρτησα σε Σένα!
Συγχώρεσέ με!]


—ῼΔΗ Ζ΄.—
«Ἡμάρτηκα, ἐπλημμέλησα
καὶ ἠθέτησα τὴν ἐντολήν σου,
ὅτι ἐν ἁμαρτίαις προήχθην
καὶ προσέθηκα
τοῖς μώλωψι τραύμα ἐμοί.
Ἀλλ’ αὐτός με ἐλέησον
ὡς εὔσπλαγχνος,
ὁ τῶν πατέρων Θεός».

[Αμάρτησα! Έσφαλα
και αθέτησα την εντολή Σου!
Στη ζωή πορεύθηκα
από τη μια στην άλλη αμαρτία
και στις πληγές μου πρόσθεσα
κι άλλα τραύματα.
Αλλά Συ,
ο Θεός των Πατέρων μου,
σαν Σπλαχνικός ελέησέ με!]

—ῼΔΗ Η΄.—
«Ἡμάρτηκα, Σωτήρ, ἐλέησον,
διέγειρόν μου τὸν νοῦν
πρὸς ἐπιστροφήν,
δέξαι μετανοούντα,
οἰκτείρησον βοῶντα·
Ἥμαρτόν σοι μόνῳ,
ἠνόμησα, ἐλέησόν με».

[Εμένα που αμάρτησα,
Σωτήρα μου, ελέησε!
Το νου μου παρακίνησε
να θελήσει
να επιστρέψω κοντά Σου.
Δέξε με τώρα που μετανοώ.
Δείξε ευσπλαχνία σε μένα
που Σου φωνάζω δυνατά·
Αμάρτησα σε Σένα μόνο!
Παρέβηκα το Νόμο!
Ελέησέ με!]

—ῼΔΗ Θ΄.—
«Ὁ νοῦς τετραυμάτισται,
τὸ σῶμα μεμαλάκισται,
νοσεῖ τὸ πνεῦμα,
ὁ λόγος ἠσθένησεν,
ὁ βίος νενέκρωται,
τὸ τέλος ἐπὶ θύραις·
διό μοι, τάλαινα ψυχή,
τί ποιήσεις, ὅταν ἔλθῃ
ὁ Κριτὴς ἀνερευνῆσαι τὰ σά;».

[Ο νους μου τραυματισμένος,
το σώμα εξασθενημένο,
το πνεύμα μου νοσεί.
Η φωνή μου ατόνησε,
η ζωή μου νεκρώθηκε,
έρχετ’ ο θάνατος.
Γι’ αυτό, ταλαίπωρη ψυχή,
τι θα κάνεις, όταν θα έρθει
ο Κριτής να εξετάσει τα έργα σου;]

«Ἀσπόρου συλλήψεως
ὁ τόκος ἀνερμήνευτος,
μητρὸς ἀνάνδρου
ἄφθορος ἡ κύησις,
Θεοῦ γὰρ ἡ γέννησις
καινοποιεῖ τὰς φύσεις·
διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί,
ὡς θεόνυμφον μητέρα,
ὀρθοδόξως μεγαλύνωμεν».

[Της χωρίς σπέρμα σύλληψης
είναι και η γέννα ανερμήνευτη.
Της Μητέρας που δε γνώρισε άνδρα
είναι και η κυοφορία άφθορη.
Ο Θεός που γεννήθηκε
δημιουργεί
νέους όρους στις φύσεις.
Γι’ αυτό,
όλες οι γενεές των ανθρώπων
σε δοξάζουν ορθόδοξα
ως θεόνυμφη Μητέρα.]


     Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο «κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα: Μπαίνει στο στόμα του κάθε πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού του Μελωδού [1 Οκτ.] (490-556) που συμψάλλεται εμφαντικά με τον Μέγα Κανόνα, είτε σήμερα στις περισσότερες ενορίες ως είθισται ενταγμένος στο μικρό απόδειπνο της Τετάρτης είτε αύριο στον κατανυκτικό όρθρο της Πέμπτης ακολουθούμενος με Προηγιασμένη θεία Λειτουργία, ως δείγμα αυτής της ακολουθίας του ακλόνητου σεβασμού της λειτουργικής συνείδησης της Εκκλησίας προς την ημέρα που ψάλλουμε τον τόσο κατανυκτικό Μεγάλο Κανόνα του αγίου Ανδρέου Κρήτης:

«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις;
τὸ τέλος ἐγγίζει
καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου
Χριστὸς ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρὼν
καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

[Ψυχή μου! Ψυχή μου!
Σήκω επάνω! Γιατί κοιμάσαι;
Το τέλος της ζωής σου φτάνει
και σ’ αναμένει ταραχή!
Ξύπνα, λοιπόν!
Για να σε λυπηθεί
ο Χριστός και Θεός.
Εκείνος που βρίσκεται παντού
και τα πάντα γεμίζει
με την παρουσία Του.]

(7 Απριλίου 1970)

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)


— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ


     Ο άγιος πατήρ ημών Ανδρέας γεννήθηκε στην Δαμασκό περί το 660. Αυτός που επρόκειτο να λάβει την επωνυμία του «αρμονικότερου των μελωδών», στερήθηκε την ομιλία κατά τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του. Απαλλάχθηκε όμως από την αναπηρία αυτή χάρις στην θεία Κοινωνία και φανέρωσε έκτοτε εξαιρετικά χαρίσματα, ιδιαίτερα στην ρητορική τέχνη και την μελέτη της Αγίας Γραφής. Οι γονείς του τον αφιέρωσαν στην υπηρεσία της βασιλικής της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ. Αν και σύμφωνα με ορισμένους φέρεται να έγινε μοναχός στον Άγιο Σάββα απ’ όπου και έλαβε την μόρφωσή του, ωστόσο ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου Θεόδωρος (674-686) τον έκανε πνευματικό τέκνο του. Είχε διαβλέψει σ’ αυτόν τέτοιες ικανότητες, ώστε θέλησε να τον προπαρασκευάσει για να τον διαδεχθεί και, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, του ανέθετε καθήκοντα πατριαρχικού νοταρίου (γραμματέα), με ευθύνη για όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Με την ιδιότητά του αυτή ο Ανδρέας στάλθηκε λίγο μετά την Αγία Έκτη Οικουμενική Σύνοδο (περί το 685) στην Κωνσταντινούπολη μαζί με δύο άγιους γέροντες, για να παρουσιάσει στον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη την Ομολογία Πίστεως της Εκκλησίας του, που εξέφραζε την συμφωνία της για την καταδίκη της μονοθελητικής αιρέσεως. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, υπό αραβική κατοχή τότε, δεν είχε μπορέσει να στείλει παρά έναν μόνο αντιπρόσωπο στην Σύνοδο.

     Ενώ οι δύο άλλοι αντιπρόσωποι επέστρεψαν στην Παλαιστίνη, ο άγιος Ανδρέας παρέμεινε στην Βασιλεύουσα, καθώς είχε βρει εκεί συνθήκες που ευνοούσαν περισσότερο την προσευχή, την μελέτη, όπως και τις αποστολικές δραστηριότητες για τις οποίες τον είχε προετοιμάσει ο Θεός. Για κάποιο διάστημα έζησε αποτραβηγμένος, αλλά καθώς ο λύχνος δεν θα μπορούσε να παραμείνει κρυμμένος υπό το μόδιον (Ματθ. 5, 15), η ουράνια πολιτεία του και η δύναμη που ασκούσαν τα λόγια του υπέρ της σωτηρίας των ψυχών περιήλθε γρήγορα εις γνώσιν του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, οπότε χειροτονήθηκε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας. Του εμπιστεύθηκαν την φροντίδα του ορφανοτροφείου του Αγίου Παύλου και του πτωχοκομείου που βρισκόταν στην συνοικία του Ευγενίου. Επί είκοσι σχεδόν χρόνια επέδειξε ακαταπόνητο ζήλο στην διοίκηση των ευαγών αυτών ιδρυμάτων, τα οποία διεύρυνε και μεταμόρφωσε σε καταφύγια σωτηρίας χάρις στις παραινέσεις του για την μετάνοια και την άσκηση της αρετής. Είχε τόση επιτυχία στο έργο αυτό, ώστε χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης (μεταξύ 692 και 713). Πριν όμως καταλάβει την έδρα του, ευρισκόμενος ακόμη στην Βασιλεύουσα, ο Φιλιππικός, σφετεριζόμενος τον θρόνο, εκθρόνισε τον πατριάρχη Κύρο και έβαλε στην θέση του τον Ιωάννη ΣΤ΄ με αποστολή να ακυρώσει τις αποφάσεις της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου και να αναζωογονήσει την μονοθελητική αίρεση. Υπό την πίεση των αρχών ο άγιος Ανδρέας αναγκάστηκε να συγκατατεθεί στην υπόθεση αυτή· μόλις όμως ο Φιλιππικός απομακρύνθηκε από τον θρόνο (713), ο άγιος Ανδρέας μετανόησε δίχως περιστροφές και ομολόγησε την αληθινή Πίστη για τις δύο θελήσεις του Χριστού.


     Από την ημέρα της ενθρονίσεώς του στον καθεδρικό ναό της Γορτύνης, ο άγιος ποιμένας παρότρυνε τους πρεσβυτέρους του να πλησιάζουν το άγιο Θυσιαστήριο επαξίως με τον Θεό και να γίνουν σκεύη της Χάριτος του Θεού για να είναι ικανοί να μεταλαμπαδεύουν το φως της αληθινής εν Χριστώ ζωής στο πλήρωμα των εκκλησιαζομένων. Εκφώνησε πλήθος ομιλιών επ’ ευκαιρία Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών και εορτών αγίων, οι οποίες αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά της πατερικής γραμματείας. Για να τιμήσει επάξια τις εορτές της Εκκλησίας συνέθεσε με απαράμιλλη τέχνη πολλούς κανόνες που σώζονται στα λειτουργικά βιβλία μας.

     Ήταν συγκεκριμένα ο εμπνευστής του Μεγάλου Κανόνος, ο οποίος ψάλλεται κάθε χρόνο την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, και δεν παύει εδώ και αιώνες να γεννά στους πιστούς σωτήρια δάκρυα μετανοίας. Σύμφωνα με ορισμένους, ο άγιος Ανδρέας φέρεται να συνέθεσε τον Μεγάλο Κανόνα με την επιστροφή του στην Ορθοδοξία ως ένδειξη μετανοίας για την παροδική υποχωρητικότητα και την προσωρινή εκτροπή του. Στον μεγαλειώδη αυτόν «αδαμιαίο θρήνο», για τον οποίο δικαίως έλαβε τον τίτλο «Μυσταγωγός Μετανοίας», ο άγιος Ανδρέας ανακαλεί όλες τις μορφές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα στην οδό της μεταστροφής και της μετανοίας. Για τον μετανοούντα πιστό, ο οποίος στην αρχή της Τεσσαρακοστής έχει αναγνωρίσει τον εαυτό του στο πρόσωπο του Αδάμ καθισμένου στις πύλες του Παραδείσου, τα παραδείγματα αυτά που αντλούνται από την Αγία Γραφή, τον οδηγούν να συνειδητοποιήσει ότι, έχοντας ανακεφαλαιώσει με τον βίο του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, μόνο με δάκρυα, άσκηση και προσευχή πρέπει να περιμένει την λύτρωση από τον Χριστό, τον Σωτήρα όλου του κόσμου.

     Εκτός από τις δραστηριότητες αυτές του ιεροκήρυκα και μελωδού, ο άγιος Ανδρέας επισκεύασε εκκλησίες και μοναστήρια και ίδρυσε ναό αφιερωμένο στην Παναγία των Βλαχερνών, σε ανάμνηση του λαμπρού ναού της Κωνσταντινούπολης. Οργάνωσε επίσης ξενώνα για τους αρρώστους, τους γέρους και τους φτωχούς, στον οποίο δεν χορηγούσε μόνο τα προς χρείαν και διατροφήν, αλλά και τον επισκεπτόταν συχνά, διακονώντας τους αρρώστους με τα ίδια του τα χέρια και προσφέροντας σε όλους ουράνια παραμυθία με τους λόγους του.

     Σε μία από τις συχνές επιθέσεις των Αράβων στην Κρήτη, ο άγιος ιεράρχης έχοντας καταφύγει μαζί με τον λαό του στο κάστρο, κατάφερε να απωθήσει τους επιτιθέμενους μόνο με την θεοπειθή προσευχή του, ενώ πολλοί ανάμεσά τους χάθηκαν κατά την άτακτη φυγή που ακολούθησε τότε. Σε άλλες περιστάσεις έσωσε το νησί από την ξηρασία με τους ποταμούς των δακρύων του και αντιμετώπισε μια επιδημία καθιστώντας τον εαυτό του ιατρό όλων με τις προσευχές και τις αγρυπνίες του.


     Κατέστη τα πάντα για τους πάντες (Α΄ Κορ. 9, 22) μιμούμενος τον Χριστό, μα υποχρεώθηκε ωστόσο να αφήσει την επισκοπή του για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί οικοδόμησε πνευματικά τον φιλόχριστο λαό με την ορθόδοξη διδασκαλία του για την τιμή των ιερών εικόνων που απειλούνταν τότε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄. Ειδοποιημένος από τον Θεό για την επικείμενη τελευτή του, συγκέντρωσε τους κοντινούς του ανθρώπους και τους ανήγγειλε ότι η επισκοπή του δεν θα τον ξανάβλεπε ζωντανό. Λίγο αργότερα απέπλευσε για την Κρήτη και αναπαύθηκε καθώς το πλοίο έπιανε σκάλα στην Μυτιλήνη, στις 4 Ιουλίου του 740, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά την ιερή του μνήμη. Κατ’ άλλους φέρεται να εξορίστηκε στην Μυτιλήνη από τον Λέοντα Γ΄, ως υπέρμαχος της τιμής των ιερών εικόνων. Η καθιέρωσή του ως Αγίου έγινε αρκετά νωρίς, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τον κανόνα της ακολουθίας του συνέταξε ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός [11 Οκτ.] (778–845).


[ (1) Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»,
κεφ. 7ο, σελ. 55–62.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19973.
(2) Αρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα:
«Αδαμιαίος θρήνος»
(Ο Μέγας Κανών Ανδρέου Κρήτης),
Σειρά: «Λογική Λατρεία –3»,
σελ.: 15–32 
(ο βίος του αγίου Ανδρέα), 
σελ.: 37, 59, 77, 89, 95, 111, 
137, 161, 179, 201, 225, 247.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19882.
(3) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 40–44.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου