Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΜΟΛΙΣ ΠΕΤΑΧΤΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΞΩ

ΜΟΛΙΣ ΠΕΤΑΧΤΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΞΩ


     Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ σήμαινε «Απεσταλμένος από τον Θεό». Εκεί πήγε να νιφτεί ο τυφλός ο εκ γενετής. Αφού πρώτα όμως τον βρήκε ο Απεσταλμένος από τον Θεό, το Απεσταλμένο Φως, ο Απεσταλμένος Φωτοδότης, ο Απεσταλμένος Φωτισμός του προσώπου και της καρδιάς μας, ο Χριστός.

     «Έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύσμα κι άλειψε με τον πηλό τα μάτια του» (Ιωάν. 9, 6). Τούτο το άψυχο και άφωνο χώμα που δεν το υπολογίζει κανείς, που το πατάμε, το κλωτσάμε και το σκορπάμε στον αγέρα όλοι, συμβολίζει την ταπείνωση που είναι ο αποκλειστικός αγωγός κάθε θαύματος και κάθε θαυμαστής αλλοίωσης στη ζωή μας. Αυτή η ανάξια χωμάτινη ύλη γίνεται τώρα θαυμαστό μέσο για την πρωτόγνωρη ευεργεσία και ανέλπιστη δωρεά. Το θείο και πανάχραντο φτύσμα είναι το αδαπάνητο υγρό από τα ζωογόνα σπλάχνα Εκείνου που έχει παντοτινά σπλάχνα οικτιρμών για τον άνθρωπο, αποτελώντας έναν μυστικό και άρρητο όμβρο μιας παμμέγιστης ευεργεσίας, ιάσεως και χάριτος. Ο πηλός πλάθεται από τον Ουράνιο Κεραμέα και όλη αυτή η «χρονοβόρα» ενέργεια του πλασίματος καταδεικνύει αναντίρρητα την απεριόριστη φροντίδα και μέριμνα που έχει Αυτός για τον πόνο και τα παθήματά μας, για όλη τη ζωή και το είναι μας.


     Το φως και ο φωτισμός έρχονται μετά τη νίψη. Αλλά η νίψη της καρδιάς είναι η μυστική χαραυγή της Σωτηρίας μας. Κανείς όμως δε συμμερίζεται τη χαρά της ιάσεως, τη συγκίνηση της αποκαταστάσεως. Οι γείτονες απλά απορούν: «Αυτός είναι;»· όχι, «είναι κάποιος που του μοιάζει» (Ιωάν. 9, 9). Έπεσε πολύ θλιβερό τίποτα, πολύ άσχημο κενό πάνω στο ουράνιο γεγονός. Οι ερωτήσεις σαν κροταλισμοί της ανοησίας και της συμβατικότητας πέφτουν βροχή· θεριεύει η περιέργεια, ανίκανη να πάει πιο πέρα και να σκύψει πιο βαθιά προς το καθαρό μυστήριο του θαύματος, του προσώπου, της τρισμέγιστης ευφροσύνης του. Ο φθόνος είναι το πρόσημο της ηθικής που διώχνει την ειλικρινή χαρά του θαύματος, αυτό το ίδιο το θαύμα της θείας αγάπης. Κανείς δε ζητά να συγχαρεί, άρα κανείς δε γυρεύει τη χαρά ενός προσώπου που χόρτασε τη θλίψη της αβλεψίας.

     Μοναχική και μετέωρη η χαρά του πάσχοντος, αντικρίζει τα κύματα της χαιρεκακίας και του δόλου της απαθούς κοινότητας. «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» – «Δε ξέρω» (Ιωάν. 9, 12). Αλληλοδιάδοχες οι σκληρές και ανούσιες ανακρίσεις. Να μειώσουν το θαύμα, να σπιλώσουν τον Ευεργέτη. Όλο το θρησκευτικό σύστημα, σκαιό και βλοσυρό, τολμά να βεβηλώνει τις δωρεές του Θεού στις άκακες καρδιές των ανθρώπων. «Η αργία του Σαββάτου» (Ιωάν. 9, 16) είναι ο ποταπός μοχλός του φθαρμένου νόμου για να χαλάσουν τα καρδιακά αισθήματα της ευγνωμοσύνης που νιώθει κάποιος από τα τρίσβαθά του, όταν λαμβάνει απρόσμενα τη θεραπεία που δεν θα του έδιναν ποτέ ούτε όλοι οι κόσμοι. Πάντα η τεχνική της σπίλωσης, της συκοφαντίας και της κατηγορίας είναι η ειδικότητα των πνευματικά ανάπηρων: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό».

     Κατόπιν, καλούνται να λογοδοτήσουν και οι γονείς του πρώην τυφλού. Αυτοί φοβούνται φανερά την απειλητική εξουσία των θρησκευτικών ηγητόρων και κάνουν πίσω. Αφήνουν τον γιο τους και το υπέρτατο καλό που αυτός ο ίδιος μαρτυρεί πάνω στο σώμα του, μόνο και ανυπεράσπιστο. Όλες οι οργισμένες και νοσηρές ανακρίσεις η μία πίσω από την άλλη, φτιάχνουν ένα στυγερό απόσπασμα: «Πες μας την αλήθεια μπροστά στον Θεό: εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός» – «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα ξέρω: πως ενώ εγώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω» (Ιωάν. 9, 24–25).


     Ναι, βλέπει. Βλέπει πραγματικά. Κι επειδή βλέπει πραγματικά, επειδή δεν βλέπει τις αμαρτίες των άλλων, το ποιος είναι αμαρτωλός και ποιος όχι, επειδή δεν «βλέπει» όπως αυτοί, επειδή δεν εγκαταλείπει την ευγνωμοσύνη για το φθόνο, επειδή δεν σκοτώνει την ευχαριστία για την κακία, επειδή δεν παύει τη μαρτυρία της καρδιάς του για τον φόβο ή την κολακεία, επειδή δεν αποσείει την αλήθεια της αγάπης που δέχθηκε, τελικά, ναι, «τον πέταξαν έξω».

     Κι όταν «ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω, αφού πρώτα τον βρήκε, του είπε: “Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;”. Εκείνος αποκρίθηκε: “Και ποιος είναι Αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ Αυτόν;”. “Μα, Τον έχεις κιόλας δει!”, του είπε ο Ιησούς, “Είναι Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου”. Κι εκείνος είπε: “Πιστεύω, Κύριε!” και Τον προσκύνησε» (Ιωάν. 9, 35–37).


     Όταν «ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω»! Ο Χριστός δεν ελκύεται ποτέ από τους βολεμένους, τους εφησυχασμένους, τους ασφαλείς, τους δικαιωμένους, τους ατσαλάκωτους, τους ανενδεείς και τους αυτάρκεις, τους ανθρώπους της σύμβασης και της κοσμικής ισχύος. Μόλις λοιπόν κι εμείς, όπως ακριβώς και ο εκ γενετής τυφλός, «πεταχθούμε» κυριολεκτικά «έξω», εκεί στο πιο απευκταίο περιθώριο κάθε ατομικού, εγωικού, κοσμικού, κοινωνικοπολιτικού, ψευδαδελφικού, ψευδοσυγγενικού, ειδωλικού, ιδεοληπτικού και θρησκευτικού συστήματος, μόλις φύγουν από τα χέρια μας όλα τα σάπια δεκανίκια του κόσμου και του νου μας, αυτά που μέχρι πρότινος μας χάριζαν ψεύτικες πεποιθήσεις, επίπλαστες δυνάμεις, τοξικές εξιδανικεύσεις και απατηλές ιδέες, θα έρθει μετά Αυτός. Δεν γίνεται να μην έρθει μετά Αυτός. Όσο πιο αστήρικτοι και ανυποστήρικτοι είμαστε από τον κόσμο, από την κοινωνία των ανθρώπων, τόσο πιο ασφαλείς τυγχάνουμε μέσα στη δεξιά χείρα του Θεού. Αυτή είναι η σειρά, αυτή είναι η τάξη του μυστηρίου της Σωτηρίας μας, η οποία δεν παρασαλεύεται ποτέ κι από κανέναν. Ναι, θα έρθει τότε Αυτός για να μας στηρίξει και να μας ενδυναμώσει. Θα έρθει για να αναπλάσει την τσακισμένη εσχατιά μας, αυτή που απέβαλαν και απέρριψαν όλες οι πλάνες εξουσίες ή οι αβαθείς και φρούδες φιλίες του ψεύτη και αφώτιστου ντουνιά. Το Φως Του θα είναι για μας η ζωή μας, λόγος για ζωή και ζωή που έχει λόγο. Και αυτή η πρώην τυφλή και «πεπηρωμένη» ζωή μας, θα είναι μια άλλη ζωή, φωτιστική και φωτοφόρα, το βίωμα της οποίας θα μας συντρίψει και θα μας λυγίσει με ακράτητη ευγνωμοσύνη για να μας μεταποιεί αβίαστα και ελεύθερα τους πιο εγκαρδιωμένους προσκυνητές Του. Προσκυνητές που, μέσα στο γλυκύ, ειρηνικό και ευεργετικό Φως του Προσώπου Του, θα λέμε και θα ξαναλέμε ακούραστα και αιώνια, σαν τον εκ γενετής τυφλό του Ευαγγελίου: «Ναι, Κύριε, πιστεύω!».

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου