ΚΑΙ, ΞΑΦΝΙΚΑ, ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ!
Όπως βλέπετε κι εσείς,
πρόκειται για μία αγαπημένη και μονιασμένη «παρέα» από μικρά, τρυφερά και
χαμόβλαστα κυκλάμινα που τα πνίγουν τα χάδια του, σπάνιου για τις μέρες του
Οκτώβρη, τόσο θερμού ήλιου.
Κατάφεραν και φρέναραν απότομα το βιαστικό
και σαρωτικό βήμα μου στην μικρή κατηφοριά του εδάφους και μαγνήτισαν ολόθυμα
την προσοχή των μυωπικών μου ματιών.
Εκεί, στη «γη της σιωπής των άφθογγων και αείκειτων ανθρώπων» (ήγουν· στην ανεμόδαρτη γη του ήσυχου Κοιμητηρίου της παραμεθόριας Ενορίας όπου διακονώ!), βρέθηκα έκπληκτος στην θέα μιας ταπεινής και παράμερης δραξιάς γεμάτης από γνήσια, αυθεντική και νοσταλγική ομορφιά από αυτά τα τόσο ταπεινά και «ακενόδοξα» βλαστήματα...
Τα «καλημέρισα», όσο μπορούσα πιο άηχα και σιωπηλά, απαθανατίζοντάς τα με τον φακό του κινητού μου, σκύβοντας μέχρι κάτω στη γη, εισβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στο εκλεπτυσμένο πεδίο του δικού τους «ανυψηλού» ύψους...
Κυριολεκτικά «μετάνισα» (έβαλα μετάνοια, δηλαδή) μπροστά στο ελκυστικό κάλλος της πανώριας και ξεχωριστής ταπείνωσης που εκπέμπουν, όσο αυτά θάλλουν έτσι τερπνά. Ράσο, ζωστικό και πετραχήλι, έγιναν ένα με το καθαρό χώμα και, συνάμα, γι’ αυτά τα απορημένα τρυφεράδια, οι αιφνίδιοι «γείτονες» ή οι αναπάντεχοι «περαστικοί» τους…
Πιο πέρα, κάτι μεσόκοπες γυναίκες, μαυροφορεμένες και όχι, συνηθισμένες ή όχι στο πένθος, ίσως να κοίταξαν κατά μένα. Και πολύ περισσότερο να απόρησαν –αν όντως κοίταξαν και πρόσεξαν. «Μα, τί κάνει ο παπάς εκεί πέρα;!»: νά ’ναι αυτές οι πιθανές λέξεις του αναμενόμενου συρμού για τους εύλογους λογισμούς τους!...
Ετούτα τα αθώα κι αδύναμα αλλά πανέμορφα κυκλάμινα, τα γεμάτα μωβίζουσα χάρη, έδωσαν ένα φρένο στην αναίτια βιάση και μια παρένθεση στην ρουτίνα των επιτύμβιων «διαβασμάτων». Και, το κυριώτερο; «Χαλάστηκε» για λίγο η σειρά, η ακολουθία και η προτεραιότητα των καθιερωμένων «τρισαγίων» που περίμεναν, ευτυχώς αδιαμαρτύρητα. Αλλά, ειλικρινά, δεν μ’ ένοιαξε καν!...
Τελικά, ο κόσμος αυτός, δεν αλλάζει (βήμα, πορεία, ρότα και κατεύθυνση), παρά μονάχα μ’ εκείνην την ιεροκρύφια αλλά δυναμική, άτυφη αλλά άπεφθη ομορφιά, η οποία, ως συνήθως, αγαπά πάντα να κρύβεται. Αλλά δεν αρνιέται, –ποτέ και σε κανέναν–, να αποκαλύπτεται, ως έχει και ως είναι!...
πατήρ Δαμιανὸς
Εκεί, στη «γη της σιωπής των άφθογγων και αείκειτων ανθρώπων» (ήγουν· στην ανεμόδαρτη γη του ήσυχου Κοιμητηρίου της παραμεθόριας Ενορίας όπου διακονώ!), βρέθηκα έκπληκτος στην θέα μιας ταπεινής και παράμερης δραξιάς γεμάτης από γνήσια, αυθεντική και νοσταλγική ομορφιά από αυτά τα τόσο ταπεινά και «ακενόδοξα» βλαστήματα...
Τα «καλημέρισα», όσο μπορούσα πιο άηχα και σιωπηλά, απαθανατίζοντάς τα με τον φακό του κινητού μου, σκύβοντας μέχρι κάτω στη γη, εισβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στο εκλεπτυσμένο πεδίο του δικού τους «ανυψηλού» ύψους...
Κυριολεκτικά «μετάνισα» (έβαλα μετάνοια, δηλαδή) μπροστά στο ελκυστικό κάλλος της πανώριας και ξεχωριστής ταπείνωσης που εκπέμπουν, όσο αυτά θάλλουν έτσι τερπνά. Ράσο, ζωστικό και πετραχήλι, έγιναν ένα με το καθαρό χώμα και, συνάμα, γι’ αυτά τα απορημένα τρυφεράδια, οι αιφνίδιοι «γείτονες» ή οι αναπάντεχοι «περαστικοί» τους…
Πιο πέρα, κάτι μεσόκοπες γυναίκες, μαυροφορεμένες και όχι, συνηθισμένες ή όχι στο πένθος, ίσως να κοίταξαν κατά μένα. Και πολύ περισσότερο να απόρησαν –αν όντως κοίταξαν και πρόσεξαν. «Μα, τί κάνει ο παπάς εκεί πέρα;!»: νά ’ναι αυτές οι πιθανές λέξεις του αναμενόμενου συρμού για τους εύλογους λογισμούς τους!...
Ετούτα τα αθώα κι αδύναμα αλλά πανέμορφα κυκλάμινα, τα γεμάτα μωβίζουσα χάρη, έδωσαν ένα φρένο στην αναίτια βιάση και μια παρένθεση στην ρουτίνα των επιτύμβιων «διαβασμάτων». Και, το κυριώτερο; «Χαλάστηκε» για λίγο η σειρά, η ακολουθία και η προτεραιότητα των καθιερωμένων «τρισαγίων» που περίμεναν, ευτυχώς αδιαμαρτύρητα. Αλλά, ειλικρινά, δεν μ’ ένοιαξε καν!...
Τελικά, ο κόσμος αυτός, δεν αλλάζει (βήμα, πορεία, ρότα και κατεύθυνση), παρά μονάχα μ’ εκείνην την ιεροκρύφια αλλά δυναμική, άτυφη αλλά άπεφθη ομορφιά, η οποία, ως συνήθως, αγαπά πάντα να κρύβεται. Αλλά δεν αρνιέται, –ποτέ και σε κανέναν–, να αποκαλύπτεται, ως έχει και ως είναι!...
πατήρ Δαμιανὸς



![Φωτογραφία: «ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΛΗΘΙΝΑ»
Στις αρχές περίπου του 19ου αιώνος στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων ζούσε κάποιος Γέροντας, του οποίου η γενειάδα ήταν όπως του οσίου Ονουφρίου του Αιγυπτίου και του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου. Το ένα τέταρτο ήταν στρωμένο στην γη. Όταν κάποιος επιθυμούσε να την δει, αυτός ο Γέροντας ανέβαινε πάνω σ’ έναν πάγκο και τότε η γενειάδα του άγγιζε το χώμα.
Ο Γέροντας αυτός, παλαιότερα, ήταν ο πρώτος και πλέον περίφημος ψάλτης του Αγίου Όρους. Παρόμοια φωνή δεν υπήρχε σε όλη την περιοχή, και κανένα μοναστήρι δεν παρέλειπε να τον καλεί στην πανήγυρη για την ψαλμωδία. Σε κάποια όμως αγρυπνία έψαλλε όλη την νύχτα και καμάρωνε για την φωνή του, αλλά αμέσως μετά την έχασε τελείως. Δεν μπορούσε λοιπόν τίποτα να ψάλει κι έπεσε σε μεγάλη λύπη.
Διηγούνται ότι του παρουσιάστηκε σε όραμα η Βασίλισσα των Ουρανών, η Κυρία Θεοτόκος, και τον πληροφόρησε ότι έχασε την φωνή του επειδή δεν ήξερε να την εξουσιάζει και υπερηφανευόταν γι’ αυτήν. Προς δική του παρηγορία όμως θα του δοθεί μεγάλη γενειάδα, για την οποία βεβαίως δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, επειδή και αυτή θα του αφαιρεθεί. Από τότε η γενειάδα του μάκρυνε πολύ και πάντα την είχε δεμένη. Την έδειχνε μόνο σε όσους επιθυμούσαν να την δουν.
Περνούσε κάποτε ο σουλτάνος Μαχμούτ δίπλα στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και τον κατέλαβε η περιέργεια να ρίξει μια ματιά στον χριστιανικό ναό. Εκεί, τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο πατριάρχης και, για αρκετή ώρα, περιεργαζόταν την εκκλησία. Ξαφνικά, είδε τις μορφές των οσίων Πέτρου του Αθωνίτου και Ονουφρίου του Αιγυπτίου, και είπε:
–Εε! Σ’ αυτό, τώρα, ψεύδεστε (εσείς, οι χριστιανοί)! Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ποτέ τέτοια γενειάδα;
Ο πατριάρχης, του απάντησε ταπεινά ότι δεν είναι ψέμα, αλλά καθαρή αλήθεια και ότι και στην σημερινή εποχή υπάρχει κάποιος Αγιορείτης μοναχός που έχει τόσο μακριά γενειάδα.
Θέλοντας ο σουλτάνος να δει τον συγκεκριμένο μοναχό, έστειλε άνθρωπο στο Άγιον Όρος για να τον φέρει στην Πόλη. Ο μοναχός πράγματι ήρθε, παρουσιάστηκε στον σουλτάνο και μετά από εντολή στάθηκε επάνω στο ντιβάνι και άφησε ελεύθερη την γενειάδα. Ο Τούρκος εξεπλάγη, επειδή η γενειάδα του ήταν ακόμη μακρύτερη και από εκείνες που είχε δει στις εικόνες. Για να διαπιστώσει όμως αν είναι αληθινή, πήρε μία τρίχα από την ρίζα της και, περνώντάς την ανάμεσα στα δάκτυλά του, την περιεργάστηκε ως την άκρη. Δοκίμασε τρεις τρίχες. Μετά, κοιτάζοντας την γενειάδα, είπε:
–Όλα όσα είναι γραμμένα για τους χριστιανούς είναι απολύτως αληθινά!
Και στον μοναχό εξέδωσε το εξής φιρμάνι: να μην πληρώνουν φόρο αυτός και ο μαθητής του, ώσπου να πεθάνουν.
Ο Γέροντας αυτός, ο οποίος, λεγόταν Μεθόδιος ο «Μακρυγένης» από την Καλύβη του Αγίου Μεθοδίου της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, εκοιμήθη το έτος 1835.
[(1) Ιερομονάχου Αντωνίου: «Βίοι Αθωνιτών του ιθ΄ αιώνος», τόμ. β΄, κεφ. 19ο, σελ. 268–269, έκδοσις Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1995.
(2) Ιερομονάχου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου: «Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω», σελ. 80, έκδοσις (α΄) Ιεράς Καλύβης Αγίου Παντελεήμονος, Άγιον Όρος 1999.
(3) Το ωραίο φιλοτέχνημα της διήγησης, είναι του περίφημου αγιογράφου Δημήτριου Τσιάντα, από το παραπάνω βιβλίο, σελ. 81.]](https://fbcdn-sphotos-g-a.akamaihd.net/hphotos-ak-prn2/p480x480/1381179_243962195755483_1218202012_n.jpg)



![Φωτογραφία: «ΠΟΙΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΑΥΤΑ
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ;…»
[Τα περιστατικό που ακολουθεί, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Είναι παρμένο από το θαυμάσιο βιβλίο «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης». Πρόκειται για ένα πανέμορφο και γλαφυρό ημερολόγιο περιστατικών, συμβάντων και διαλόγων από την εργασιακή καθημερινότητα της Ράνιας Υδραίου, η οποία, εργάστηκε για μία δεκαετία (1997–2007) σαν οδηγός ταξί. Η Ράνια, είναι πια Μοναχή με το όνομα «Πορφυρία». Οι αναμνήσεις της, έτσι όπως αυτές καταγράφονται από την δεκάχρονη εμπειρία της στον χώρο των οδηγών ταξί, είναι πηγαίες, άμεσες, αυθόρμητες, συγκινητικές, συγκλονιστικές. Αγγίζουν πραγματικά την καρδιά, δίνοντας έντονο γλυκασμό παρηγοριάς στην ψυχή όλων όσων θα θελήσουν να διαβάσουν το πρωτότυπο αυτό ημερολόγιό της, ολοκληρωτικά γραμμένο με Χάρη του Θεού και με αγάπη για τον συνάνθρωπο. Η τότε Ράνια, –σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός απλού και αληθινού ανθρώπου της λαχαναγοράς (προλογικό σημείωμα του βιβλίου, σελ. 14)–, όλ’ αυτά τα χρόνια, στάθηκε στον χώρο και τον κλάδο των οδηγών ταξί, μοιάζοντας «σαν Παναγιά, σ’ ένα τεκέ, να ψάχνει του κόσμου τον λεκέ, για να τον καθαρίσει…» (στίχοι από τραγούδι του αλησμόνητου Δ.Μητροπάνου με τίτλο: «Το ζεϊμπέκικο του Αρχαγγέλου», σε στίχους του Φίλιππου Γράψα και μουσική του Μάριου Τόκα, από τον δίσκο: «Παρέα μ’ έναν ήλιο», που κυκλοφόρησε το 1994 – http://www.youtube.com/watch?v=a-BnpIfrFQQ). Πιστεύουμε, ότι το μοναδικό πέρασμά της από αυτήν την εργασία, αν μη τι άλλο, θα έμεινε τουλάχιστον βαθειά ανεξίτηλο στις καρδιές των συναδέλφων της, όπως και των επιβατών που συνάντησε μέσα στο ταξί που οδηγούσε! Ας δούμε, όμως, τί θυμάται και τί μας διηγείται η ίδια…]
Κλήση από το Ράδιο Ταξί για Αεροδρόμιο. Η ώρα είναι πέντε το πρωΐ, μόλις ξεκινάει η βάρδιά μου. Στο ταξί, επιβιβάζεται μια ηλικιωμένη κυρία· «Αεροδρόμιο», μου λέει. Ακόμη δεν έχω ξυπνήσει καλά και σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής παραμείναμε σιωπηλές. Φτάσαμε στον προορισμό μας κι έπειτα μπήκα στη σειρά των ταξί, που περιμένουν για επιβίβαση.
Ήρθε η σειρά μου· ένας κύριος με μια βαλίτσα και μια τεράστια ανθοδέσμη από ορχιδέες, με πλησίασε. Έβαλα τη βαλίτσα στο πορτ–μπαγκάζ και την ανθοδέσμη στο πίσω κάθισμα. Εκείνος, κάθισε δίπλα μου.
–Καλημέρα, πού πάμε;
Μου είπε τον προορισμό και ξεκίνησα. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και, ως συνήθως, άρχισα την κουβέντα.
–Εκεί, μένετε;
–Μμ!... Όχι, εκεί μένει μια φίλη μου…, μου λέει διστακτικά.
–Η φίλη σας ή η κοπέλα σας;
Με κοίταξε και χαμογέλασε. Με θάρρος εγώ συνεχίζω:
–Τα λουλούδια αυτά, από πού τα φέρατε;
–Από Σιγκαπούρη! μου απαντά.
–Αα! Από ’κει έρχεστε;
–Ναι. Είμαι καπετάνιος και λείπω από την Ελλάδα οκτώ μήνες.
–Φαντάζομαι την χαρά της τώρα που θα σας δει!
Και πάλι χαμογελάει.
Γύρισα και τον κοίταξα. Η ματιά μου έπεσε στα χέρια του και είδα πως φορούσε βέρα.
–Είστε παντρεμένος;
–Ναι! απαντά κοφτά.
–Έχετε παιδιά;
–Έχω δύο.
–Έχετε και ερωμένη;
–Έχω κι απ’ αυτό.
–Δεν τα πάτε καλά με την γυναίκα σας;
–Καλά, τα πάμε. Άψογα.
–Τότε, τί την θέλετε την ερωμένη;
–Εε! Το ξένο, είναι αλλιώς! απαντά χαζογελώντας.
–Εκείνη; Παντρεμένη;
–Ναι.
–Αα, πολύ ωραία! Λοιπόν, έχετε δυο παιδιά, η γυναίκα σας είναι άψογη, καλή μητέρα, καλή σύζυγος, κι όμως κάτι σας λείπει για να έχετε παράλληλη σχέση.
–Όχι, δεν μου λείπει τίποτε.
–Τότε γιατί το κάνετε;
–Δεν ξέρω!
–Μήπως είστε τρελλός;
–Όχι! μου απαντάει γελώντας.
–Τέλος πάντων, πάμε πάρα κάτω. Λοιπόν, η γυναίκα σας, σας προσφέρει όλ’ αυτά, που ο ίδιος παραδέχεστε. Εσείς, τί της προσφέρετε;
–Αυτό που πρέπει: το χρήμα! Τίποτα δεν της λείπει!
–Και νομίζετε πως αυτό αρκεί; Πως τα πάντα καλύπτονται από το χρήμα; Καλύπτει το χρήμα την απουσία σας; Το τρυφερό αγκάλιασμα, το χάδι, το φιλί, την παρέα τις νύχτες, που δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί κάποιο παιδί σας θα είναι άρρωστο; Κάποια γλυκιά βραδυά που θα σας ήθελε κοντά της; Καλύπτονται όλ’ αυτά με το χρήμα; Τελικά, τόσα πολλά καλύπτει αυτό το χρήμα και δεν το είχα καταλάβει τόσα χρόνια;!
Ο κύριος, δεν μιλάει. Κι εγώ συνεχίζω.
–Να σας ρωτήσω κάτι;
–Ρωτήστε με ό,τι θέλετε.
–Στα χρόνια που είστε παντρεμένος, πόσες φορές την πήρατε από το χέρι να πάτε ένα ρομαντικό περίπατο, να την πάτε σ’ ένα ωραίο πιάνο μπαρ, να της κρατήσετε τα χέρια, να την κοιτάξετε στα μάτια, να της πείτε πόσο πολύ την αγαπάτε, να την ευχαριστήσετε για τα δυο αγγελούδια που σας χάρισε, να της πείτε πόσο σας λείπει όταν είστε μακρυά της; Πόσα χρόνια, έχετε να της τα πείτε όλ’ αυτά;
Με κοιτούσε σαν χαμένος. Είπαμε ακόμη πολλά. Κάποια στιγμή, τον ρώτησα:
–Έχετε αρρωστήσει ποτέ;
–Ναι…
–Ποιός ήταν δίπλα σας, όταν αρρωστήσατε;
–Η γυναίκα μου, απαντά σκεφτικός.
–Λοιπόν! Για σκεφτείτε: Ποιός αξίζει αυτά τα λουλούδια;
–Σας παρακαλώ, σταματήστε δεξιά.
Έκανα δεξιά και σταμάτησα. Σκέφτηκα: «ο κύριος θύμωσε και θα κατέβει!». Όμως έκανα λάθος. Ο κύριος, μου απάντησε:
–Ξέρετε κάτι; Με προβληματίσατε πάρα πολύ. Σας ακούω και μου μιλάτε τόση ώρα για τα λάθη μου με πολλή γλυκύτητα, που με κάνατε να νιώσω πολλές τύψεις. Ναι! Έχετε δίκιο! Τα στέρησα απ’ την γυναίκα μου όλ’ αυτά. Κι όμως! Τ’ αξίζει!
Το βλέμμα του, δεν ήταν σε μένα. Ήταν στο κενό, έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, σαν νά ’ψαχνε κάτι που είχε χαμένο. Τον άφησα να ονειροπολεί. Ξαφνικά, μου λέει:
–Σας παρακαλώ, γυρίστε πίσω!
«Είμαι ηλίθιος!... Ηλίθιος!...», μονολογούσε.
Έκανα όπως μου είπε.
–Μπορώ ν’ ανάψω ένα τσιγάρο;
–Μπορείτε ν’ ανάψετε δυο! του λέω χαμογελώντας.
Στον γυρισμό, δεν μιλήσαμε καθόλου. Εκείνος, κάπνιζε συνέχεια. Φτάνοντας στο σπίτι του, μ’ ευχαρίστησε πολύ γι’ αυτήν την συζήτηση. Από τα μάτια του, είδα που έτρεξε ένα δάκρυ. Κατεβαίνοντας, μου λέει:
–Περιμένετε μισό λεπτό!
Κατέβηκε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Βγήκε στην πόρτα μια όμορφη κυρία, αριστοκρατική και πολύ απλή. Εκείνος, την αγκάλιασε τρυφερά, την φίλησε και της πρόσφερε τα λουλούδια.
Όταν με πλησίασε για να με πληρώσει, μου είπε:
–Αυτήν την μεγάλη χαρά την χρωστάω σε σένα! Μ’ έσωσες! Σ’ ευχαριστώ!...
Έφυγα συγκινημένη. Η καρδιά μου, είχε ξεχειλίσει από ευτυχία!...
–«Θεέ μου!... Σ’ ευχαριστώ!...», ψιθύρισα.
[Πορφυρία Μοναχή: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», σελ. 139–143. Αθήνα 2010.]](https://fbcdn-sphotos-a-a.akamaihd.net/hphotos-ak-prn2/p480x480/1375030_239368952881474_1621113543_n.jpg)





![Φωτογραφία: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΧΑΡΗ
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Πώς συμβαίνει και τώρα, ενώ μερικοί αδελφοί κοπιάζουν κάνοντας πολλή άσκηση, όμως δεν παίρνουν Χάρη όπως οι παλαιοί;». Και του απαντά ο Γέροντας: «Τότε υπήρχε αγάπη· και ο καθένας τραβούσε τον πλησίον προς τα πάνω. Τώρα, ‘‘πάγωσε’’ η αγάπη και ο καθένας σέρνει προς τα κάτω τον πλησίον. Γι’ αυτό και δεν παίρνουμε Χάρη».
Επ’ αυτού, έλεγαν οι Γέροντες: «Ο καθένας οφείλει τα προβλήματα του πλησίον να τα κάνει δικά του και σε όλα να συμπάσχει με αυτόν. Και να χαίρεται και να κλαίει μαζί με αυτόν και, με τέτοια διάθεση να στέκεται απέναντί του, σαν να ‘‘φοράει’’ το σώμα του πλησίον του και σαν να πρόκειται για τον εαυτό του, εάν ποτέ συμβεί κάτι κακό σε εκείνον.
Όλα αυτά, είναι σύμφωνα με την Γραφή που λέει: ‘‘Χάρη στον Χριστό όλοι είμαστε ένα σώμα’’ (Ρωμ. ιβ΄ 5)· και: ‘‘Όλοι όσοι πίστευσαν στον Χριστό, είχαν μια καρδιά και μια ψυχή’’ (Πραξ. δ΄ 32)».
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
[«Το Μέγα Γεροντικόν», τόμ. δ΄, κεφ. ιζ΄, §42 και §52, σελ. 274–275 και 282–283, έκδοση α΄, Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1999.]](https://fbcdn-sphotos-e-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash3/p480x480/537251_238798752938494_1990062196_n.jpg)