Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ
Ο Συγγραφέας της «Κλίμακας»


     Ο θεοφόρος αυτός άνδρας γεννήθηκε πιθανόν κατά το δεύτερο ήμισυ του 6ου αιώνα, αγνοούμε όμως την γενέτειρά του και την καταγωγή του, επειδή από την πρώτη στιγμή που εγκατέλειψε τα εγκόσμια μερίμνησε ιδιαίτερα να ζήσει ως ξένος. «Ξενιτεία είναι ο χωρισμός από όλα για να μείνει ο νους αχώριστος από τον Θεό» (Γ΄ 3). Γνωρίζουμε μόνον ότι, από ηλικίας δεκαπέντε ετών, αφού απέκτησε στέρεα διανοητική κατάρτιση, απέταξε όλα τα θέλγητρα του μάταιου αυτού βίου από αγάπη για τον Θεό και μετέβη στο Σινά, στους πρόποδες του θεοβαδίστου εκείνου όρους, όπου ο Θεός είχε άλλοτε αποκαλύψει την δόξα Του στον Μωυσή, και προσφέρθηκε με φλεγόμενη καρδία στον Κύριο ως ευωδιάζουσα θυσία.

     Διώχνοντας με την είσοδό του στο στάδιο της αθλήσεως κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και κάθε αυταρέσκεια διαμέσου μιας απροσποίητης ταπείνωσης, υπετάγη ψυχή τε και σώματι σε έναν γέροντα ονόματι Μαρτύριο και αφοσιώθηκε, ελεύθερος από κάθε μέριμνα, στην ανάβαση της πνευματικής κλίμακος, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο Θεός, ο Οποίος τον καλούσε να εντείνει τους αγώνες του προσθέτοντας «κάθε μέρα φωτιά στην φωτιά, θέρμη στην θέρμη, πόθο στον πόθο, προθυμία στην προθυμία» (Α΄ 48). Βλέποντας τον Γέροντά του ως ζώσα εικόνα Χριστού (Δ΄ 23), και πεπεισμένος ότι εκείνος θα δώσει λόγο υπέρ του μαθητή του ενώπιον του Θεού (Δ΄ 43), δεν είχε άλλη μέριμνα παρά να απορρίπτει το ίδιον θέλημα και να εξασκεί «την απόθεση της δικής του κρίσεως μέσα στον πλούτο της πνευματικής διακρίσεως» (Δ΄ 4), κατά τέτοιο τρόπο ώστε δεν υπήρχε κανένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στις εντολές που του έδινε ο Μαρτύριος, ακόμη και τις φαινομενικά άνευ λόγου, και στην υπακοή του μαθητή. Παρ’ όλη την τέλεια υποταγή, ο Μαρτύριος τον κράτησε τέσσερα χρόνια ως δόκιμο και δεν τον έκειρε μοναχό παρά σε ηλικία είκοσι ετών, αφού είχε δοκιμάσει τον βαθμό της ταπείνωσής του. Ένας από τους παριστάμενους μοναχούς την ημέρα εκείνη, ονόματι Στρατήγιος, προέβλεψε ότι ο νέος αυτός μοναχός είχε κληθεί να γίνει μία ημέρα φωστήρ της οικουμένης. Όταν έπειτα ο Μαρτύριος με τον μαθητή του επισκέφθηκαν τον Ιωάννη τον Σαββαΐτη, έναν από τους πιο φημισμένους της εποχής, εκείνος, παραμελώντας τον Γέροντα, έσπευσε να νίψει τους πόδας του Ιωάννη. Μετά την αναχώρησή τους, δήλωσε ότι δεν γνώριζε τον νεαρό μοναχό αλλά εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα είχε σπεύσει να νίψει τους πόδας του ηγουμένου του Σινά. Η ίδια προφητεία επικυρώθηκε και από τον μεγάλο Αναστάσιο τον Σιναΐτη [21 Απρ.], τον οποίον επίσης επισκέφθηκαν.


     Παρά το νεαρόν της ηλικίας του, ο Ιωάννης επιδείκνυε ωριμότητα και διάκριση γέροντα. Μία ημέρα, ενώ είχε σταλεί στον κόσμο με αποστολή και βρισκόταν στο τραπέζι με λαϊκούς, προτίμησε να υποκύψει λίγο στην κενοδοξία, τρώγοντας ελάχιστα παρά στην γαστριμαργία· καθώς από τα δύο πάθη προτιμητέο είναι το λιγότερο επικίνδυνο για τους νεοφερμένους στον μοναχικό βίο (ΚΣΤ΄ 43). Πέρασε έτσι δεκαεννέα χρόνια στην μακάρια αμεριμνησία που παρέχει η υπακοή, απαλλαγμένος από κάθε αγώνα χάρις στην προσευχή του πνευματικού του πατρός, πλέοντας ακίνδυνα ωσάν σε ενύπνιο προς τον λιμένα της απαθείας (Δ΄ 3). Μετά την κοίμηση του Γέροντος Μαρτυρίου, ο Ιωάννης αποφάσισε να ακολουθήσει την ανάβαση της κλίμακος της αρετής, ζώντας ως ερημίτης, είδος βιοτής που αρμόζει στον μικρό αριθμό εκείνων που, στερεωμένοι στην πέτρα της ταπείνωσης, απομακρύνονται από τους ανθρώπους για να μην στερηθούν ούτε στιγμή την θεία ηδύτητα (ΚΖ΄ 25). Αφοσιώθηκε σε αυτή την οδό, την πλήρη εμποδίων, όχι εμπιστευόμενος την κρίση του, αλλά με τις συστάσεις ενός αγίου Γέροντα, του Γεωργίου Αρσιλαΐτη, ο οποίος τον δίδαξε τον τρόπο της ζωής των ησυχαστών. Επέλεξε ως στίβο των ασκητικών παλαισμάτων έναν τόπο απόμερο, ονομαζόμενο Θολάς, πέντε μίλια απόσταση από την μεγάλη μονή, όπου ζούσαν και άλλοι ερημίτες σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Έζησε εκεί επί σαράντα χρόνια, φλεγόμενος από το ολοένα αυξανόμενο πυρ του θείου έρωτος, χωρίς μέριμνα για το σαρκίο, απαλλαγμένος από κάθε επαφή με ανθρώπους, μη έχοντας άλλη ασχολία παρά την αδιάλειπτη προσευχή και την φυλακή της καρδίας του, με σκοπό «να περιορίσει το ασώματο του θείου μέσα στο σωματικό οίκο» του (ΚΖ΄ 5), ως άγγελος με σώμα.


     Τρεφόταν με ό,τι επέτρεπε η μοναχική κλήση, αλλά σε πολύ μικρή ποσότητα, δαμάζοντας έτσι την τυραννία της σαρκός χωρίς να παρέχει αφορμή στην κενοδοξία. Με την αποταγή και την ησυχία, είχε επιτύχει να νεκρώσει την κάμινο της απληστίας, η οποία, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας και της φιλοξενίας, παρασύρει τους αμελείς μοναχούς στην γαστριμαργία, την θύρα των παθών (ΙΔ΄ 38), και την φιλαργυρία, που αποτελεί θυγατέρα απιστίας και προσκύνηση των ειδώλων (ΙΣΤ΄ 2). Την ακηδία, αυτή την ψυχική νέκρωση, η οποία επισκέπτεται κυρίως τους ησυχαστές (ΙΓ΄ 3), καθώς και την αμέλεια, τις καταπολεμούσε νικηφόρα με την μνήμη θανάτου (ΙΖ΄ 6) και, μελετώντας τα μέλλοντα αγαθά, έκοβε τα δεσμά της λύπης. Η μόνη λύπη που γνώριζε, ήταν το «Χαροποιόν Πένθος», που είναι «διάθεση της πονεμένης καρδίας, η οποία δεν παύει να ζητεί με πάθος εκείνο το οποίο ποθεί» (ΙΖ΄ 1) και είναι αυτό που μας κάνει να πορευόμαστε στην οδό της μετανοίας καθαίροντας την ψυχή από τους μολυσμούς της.

     Τι άλλο έμεινε για να φθάσει στην απάθεια; Τον θυμό, τον είχε νικήσει από καιρό με το ξίφος της υπακοής. Την κενοδοξία, αυτό το τριβόλι που στέκεται με όρθιο το αγκάθι μπροστά στους αγωνιστές της ευσέβειας και που προσκολλάται σε κάθε αρετή σαν βδέλλα (ΚΑ΄ 5), την είχε καταπνίξει με τον εγκλεισμό και ακόμη περισσότερο με την σιωπή. Και ως επιβράβευση των κόπων του, τους οποίους διάνθιζε πάντα με την αυτομεμψία, ο Κύριος τού έδωσε την βασίλισσα των αρετών, την αγία και πολύτιμη ταπείνωση, που είναι «η ανώνυμη χάρη της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνον από όσους την δοκίμασαν εκ πείρας. Είναι, επίσης, ανέκφραστος πλούτος, ονομασία (Ματθ. 11, 29) και δωρεά του Θεού» (ΚΕ΄ 3).


     Επειδή το κελί του ήταν πολύ κοντά στα κελιά άλλων ησυχαστών, αποσυρόταν συχνά στους πρόποδες του όρους σε απομακρυσμένο σπήλαιο, το οποίο μετέτρεπε σε προθάλαμο του ουρανού με τους στεναγμούς και τα δάκρυα που ακόπως ανάβλυζαν από τους οφθαλμούς του ωσάν από αστείρευτη πηγή, μεταμορφώνοντας το σώμα του σε γαμήλιο χιτώνα (Ζ΄ 8, 41). Επακόλουθο του χαροποιού αυτού πένθους του και της συνεχούς ροής δακρύων ήταν το γεγονός ότι εόρταζε καθημερινά της ψυχής τον πνευματικό γέλωτα (Ζ΄ 38), φυλάσσοντας στην καρδιά του την αδιάλειπτη προσευχή, καθιστώντας την οχυρό απόρθητο στις επιθέσεις των λογισμών. Του συνέβη κάποτε να βρεθεί μεταξύ των αγγέλων και με ένθεη παρρησία ζητούσε να διαφωτιστεί για τα μυστήρια του Θεού (ΚΖ΄, β΄ 13). Εξερχόμενος από την προσευχή ως από πυρός καμίνου, αισθανόταν άλλοτε «κουφισμό», ελάφρωση δηλαδή και καθαρισμό από κάθε ρύπο της ύλης και άλλοτε σαν να έχει καταφωτισθεί από φως (ΚΗ΄ 52). Όσον δε αφορά τον ύπνο, δεν του παραχωρούσε παρά το ελάχιστο μερίδιο χρόνου για να διατηρεί το πνεύμα του σε εγρήγορση στην προσευχή, ενώ προτού κοιμηθεί, προσευχόταν διά μακρόν ή έγραφε σε πινάκια τους καρπούς της εμπνευσμένης μελέτης της Αγίας Γραφής.

     Παρά την μεγάλη φροντίδα του να διαφυλάττει πάντοτε τις αρετές του κρυφές από τα μάτια των ανθρώπων, όταν ο Θεός έκρινε ότι επέστη ο καιρός για να μεταδώσει στους άλλους το φως που είχε αποκτήσει προς πνευματική οικοδόμηση της Εκκλησίας, οδήγησε στον Ιωάννη, έναν νεαρό μοναχό, ονόματι Μωυσή, ο οποίος χάρις στην παρέμβαση των άλλων ασκητών κατάφερε να λυγίσει την αντίσταση του ανθρώπου του Θεού και να γίνει δεκτός ως μαθητής του. Μία ημέρα που ο Μωυσής απομακρύνθηκε αναζητώντας χώμα για το μικρό τους περιβόλι και ξάπλωσε κάτω από έναν μεγάλο βράχο για να ξαποστάσει λίγο, αποκαλύφθηκε στον Ιωάννη που βρισκόταν στο κελί του ότι ο μαθητής του Μωυσής κινδυνεύει. Άρπαξε στην στιγμή το όπλο της προσευχής και, όταν ο Μωυσής επέστρεψε το βράδυ, του αφηγήθηκε ότι μέσα στον ύπνο του είχε ακούσει ξαφνικά την φωνή του Γέροντά του να τον καλεί, την στιγμή ακριβώς που ο βράχος είχε αποσπαστεί και απειλούσε να τον συντρίψει.


     Η προσευχή του οσίου Ιωάννη είχε ακόμη την δύναμη να θεραπεύει τις ορατές και αόρατες πληγές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λύτρωσε έναν μοναχό από τον δαίμονα της πορνείας που τον ωθούσε στην απελπισία. Μια άλλη φορά, έφερε βροχή. Ο Θεός όμως εκδήλωνε ιδιαίτερα την Χάρη Του προς αυτόν παρέχοντάς του το χάρισμα της πνευματικής διδασκαλίας. Στηριζόμενος στην προσωπική του εμπειρία, κατηχούσε γενναιόδωρα όλους όσους έρχονταν να τον βρουν, σχετικά με τα εμπόδια που παραμονεύουν τους μοναχούς στον αγώνα τους εναντίον των παθών και του άρχοντος του κόσμου τούτου. Αυτή η πνευματική διδασκαλία προκάλεσε όμως την ζηλοφθονία ορισμένων, οι οποίοι διέδωσαν συκοφαντίες εναντίον του, χαρακτηρίζοντάς τον «λάλον» και «φλύαρον». Μολονότι είχε την συνείδησή του ήσυχη, ο Ιωάννης δεν προσπάθησε να δικαιολογηθεί και για να αφαιρέσει κάθε αφορμή από αυτούς που ζητούσαν αφορμή, ανέστειλε επί έναν ολόκληρο χρόνο τον ρου της διδασκαλίας του, πεπεισμένος ότι αξίζει περισσότερο να ζημιώσει λίγο τους φίλους του αγαθού παρά να ερεθίσει την μνησικακία των κακών. Όλοι οι κάτοικοι της ερήμου ωφελήθηκαν ψυχικά από την σιωπή του, απόδειξη και αυτή της ταπεινοφροσύνης του, και μόνον μετά από την επιμονή των ίδιων των μεταμελημένων συκοφαντών του πείσθηκε να δεχθεί και πάλι επισκέπτες.


     Έμπλεος όλων των αρετών της πράξεως και της θεωρίας και έχοντας φθάσει πλέον στην κορυφή της κλίμακος της αγιότητος, με την νίκη που είχε καταγάγει όλων των παθών του παλαιού ανθρώπου, ο όσιος Ιωάννης ακτινοβολούσε σαν αστέρας στην χερσόνησο του Σινά και έχαιρε του θαυμασμού όλων των μοναχών. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αρχάριο και μη χορταίνοντας να συλλέγει παραδείγματα ευαγγελικής διαγωγής, ταξίδεψε σε διάφορα μοναστήρια της Αιγύπτου. Επισκέφθηκε κυρίως ένα μεγάλο κοινόβιο στην περιοχή της Αλεξάνδρειας, αληθινό επίγειο ουρανό, το οποίο διηύθυνε ένας θαυμαστός ποιμένας με αλάνθαστη διάκριση. Αυτή η αδελφότητα ήταν ενωμένη εν Κυρίω με αγάπη, τόσο απαλλαγμένη από παρρησία ή αργολογία, ώστε οι μοναχοί δεν χρειάζονταν συστάσεις από τον ηγούμενο και μόνοι τους αμίλλονταν αναμεταξύ τους σε θεία εγρήγορση. Από όλες τις αρετές τους, η θαμαστότερη, κατά τον Ιωάννη, ήταν ότι προσπαθούσαν να μην πληγώσουν επ’ ουδενί την συνείδηση ενός αδελφού (Δ΄ 16). Οικοδομήθηκε πολύ ο όσιος Πατήρ και από την επίσκεψη σε ένα εξάρτημα αυτής της μονής, αποκαλούμενο «Φυλακή», όπου ζούσαν με αυστηρή άσκηση, αποδεικνύοντας την μετάνοιά τους, μοναχοί που είχαν διαπράξει βαριά αμαρτήματα στη ζωή τους και που αγωνίζονταν να κερδίσουν με τους κόπους τους την θεία συγχώρεση. Αντί να του φανεί σκληρή και αδιάλλακτη αυτή η φυλακή, απεναντίας του φάνηκε πρότυπο μοναστικής ζωής. «Διότι η ψυχή που στερήθηκε την προηγούμενη παρρησία προς τον Θεό, που έχασε την ελπίδα της απαθείας, που διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, που της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, που αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, που αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριο, που έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πυρ των δακρύων και που πληγώνεται συνεχώς αναπολώντας αυτά και κεντιέται γι’ αυτό οδυνηρά…, όχι μόνον τους προηγούμενους κόπους τούς δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά πολύ περισσότερο, θα επινοήσει με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθεί προς τον θάνατο (της παλαιότητάς της), εάν βέβαια απόμεινε μέσα της κάποια σπίθα αγάπης και φόβου του Κυρίου» (Ε΄ 24).

     Όταν ο άγιος συμπλήρωσε σαράντα έτη παραμονής στην έρημο, ως άλλος Μωυσής, επιφορτίσθηκε από τον Θεό να τεθεί επικεφαλής του νέου αυτού Ισραήλ και έγινε ηγούμενος (περί το 650) της κυρίας μονής, στους πρόποδες του όρους Σινά. Αφηγούνται ότι την ημέρα της ενθρόνισής του παρίσταντο εξακόσιοι προσκυνητές και, ενώ βρίσκονταν όλοι καθισμένοι στην τράπεζα, αξιώθηκαν να δουν τον προφήτη Μωυσή, έναν άγνωστο και υποβλητικό ξένον ντυμένο με λευκό χιτώνα, να πηγαινοέρχεται δίνοντας οδηγίες στους μαγείρους, στους οικονόμους, στους δοχειάρηδες και άλλους διακονούντες.


     Έχοντας διεισδύσει στον μυστικό γνόφο της θεωρίας, ο νέος αυτός Μωυσής είχε μυηθεί στα μυστικά του πνευματικού Νόμου και κατεβαίνοντας από το όρος, απαθής, με το πρόσωπο που ακτινοβολεί από την θεία Χάρη, απέβη για όλους ποιμένας, ιατρός, στήριγμα και πνευματικός διδάσκαλος, ο οποίος, φέροντας μέσα του την πολύσοφη και φωτιστική βίβλο του Θεού, δεν είχε ανάγκη από άλλα βιβλία για να διδάξει τους μοναχούς την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών.

     Ο ηγούμενος της Ραϊθώ, που επίσης ονομαζόταν κι αυτός Ιωάννης, πληροφορήθηκε την εξαίρετη πολιτεία των μοναχών του Σινά και έγραψε στον Ιωάννη για να του ζητήσει να εκθέσει, μεθοδικά και συνεπτυγμένα, τα δέοντα σε όσους έχουν ασπασθεί τον ισάγγελο βίο για την σωτηρία τους. Και εκείνος, που δεν είχε μάθει ούτε στιγμή να αντιλέγει στους αδελφούς του, χάραξε με την θεόπνευστη γραφίδα της ιδίας του εμπειρίας τας «Πλάκας του πνευματικού Νόμου» (αυτός ήταν ο αρχικός τίτλος της «Κλίμακος» έτσι όπως μαρτυρείται σε ορισμένα χειρόγραφα). Παρουσίασε την πραγματεία του σε μορφή κλίμακας τριάντα αναβαθμών, τους οποίους ο Ιακώβ, δηλαδή «αυτός που υπερέβη τα πάθη», ατένισε, καθώς αναπαυόταν στο προσκέφαλο της ασκήσεως (πρβλ. Γεν. 28, 12). Σε αυτή την ορθόδοξη εγκυκλοπαίδεια της πνευματικής ανθρωπολογίας, εργασίας και ζωής, που παραμένει ακέραιη στους αιώνες, για τους μοναχούς όσο και για τους λαϊκούς, ο κατ’ εξοχήν απλανής και ασκίαστος οδηγός της ευαγγελικής βιοτής, ο όσιος Πατήρ Ιωάννης δεν θεσπίζει κανόνες, αλλά με αφετηρία πρακτικές συστάσεις, λεπτομέρειες συνετά επιλεγμένες, υπομνήσεις, υποτυπώσεις, παραινέσεις, εύστοχες αναπτύξεις, αφορισμούς ή αινίγματα συχνά πνευματωδέστατα, μυεί την κάθε εμφιλόσοφη ψυχή στον πνευματικό αγώνα και στην διάκριση των λογισμών. Ο λόγος του είναι σύντομος, πυκνός, περιεκτικός, εμβαθής, μεγαλειώδης, ποιητικός, άρτιος, λεπτοφυής και διεισδύει ως δίστομος ρομφαία στα κατάβαθα της ψυχής, αποκόπτοντας χωρίς συμβιβασμό κάθε χαλεπή αυταρέσκεια, καταδιώκοντας ως την ρίζα τους την υποκριτική και κίβδηλη άσκηση ακόμη και τον πιο αφανή εγωισμό. Παρόμοιος με τον λόγο του αγίου Γρηγορίου [25 Ιαν.] στο θεολογικό πεδίο, ο λόγος του οσίου Ιωάννη αποτελεί εμπνευσμένη και πρακτική εφαρμογή του Ευαγγελίου και οδηγεί με ασφάλεια όσους διαποτίζονται από αυτόν, διά της ενδελεχούς ανάγνωσης και της καρδιακής μελέτης, μέχρι την θύρα του Ουρανού, όπου μας αναμένει ο Χριστός.

     Προς το τέλος της ζωής του ο μακάριος Ιωάννης υπόδειξε τον αδελφό Γεώργιο, ο οποίος είχε ασπασθεί επίσης τον ησυχαστικό βίο όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια, να τον διαδεχθεί στην ηγουμενία. Όταν επρόκειτο να εκδημήσει προς Κύριον, ο Γεώργιος τού είπε: «Με αφήνεις λοιπόν και φεύγεις; Εγώ παρακαλούσα εσύ να προπέμψεις εμένα. Διότι εγώ, κύριέ μου, δεν μπορώ χωρίς εσένα να ποιμάνω την συνοδεία. Και τώρα, αντίθετα, προπέμπω εσένα!». Του απάντησε τότε καθησυχαστικά ο αββάς Ιωάννης: «Να μη λυπάσαι και να μην ανησυχείς, διότι εάν βρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου, δεν θα σε αφήσω πίσω μου να συμπληρώσεις χρόνο». Πράγματι, δέκα μήνες μετά την κοίμηση του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο Γεώργιος (ο επίσκοπος της Φαρράν, ο οποίος το 680 εγκατέστησε την έδρα του στην Μονή του Σινά), κατά την πρόρρηση του οσίου προκατόχου του, εξεδήμησε και εκείνος προς Κύριον.

— ΕΠΙΜΥΘΙΟ —

ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ


     «Δεν είναι απρεπές εάν από τα ανθρώπινα πράγματα πάρουμε και χρησιμοποιήσουμε κάποια παραδείγματα για τον πόθο και τον έρωτα του Θεού.
     Μακάριος εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.
     Μακάριος εκείνος που έδειξε τόση ζήλια για τις θείες αρετές, όση έχουν εκείνοι οι σύζυγοι που προσέχουν συνεχώς τόσο ζηλότυπα τις γυναίκες τους.
     Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο εκείνος ο υιός της αγάπης στον Κύριο.
     Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στο μυαλό του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός, ποτέ –ούτε και στον ύπνο του ακόμη– δεν μπορεί να ησυχάσει. Αλλά και εκεί ακόμη –μέσα στον ύπνο του– βλέπει το πρόσωπο που ποθεί και συνομιλεί μαζί του.
     Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Αλλά, έτσι συμβαίνει επίσης και σ’ αυτούς που, αν και έχουν σώμα, παρ’ όλα αυτά είναι ασώματοι, έχοντας, ζώντας και ασκώντας τον πνευματικό, τον θείο έρωτα.
     Κάποιος που χτυπήθηκε απ’ αυτό το βέλος του θείου έρωτος, έλεγε για τον εαυτό του, πράγμα που, εμένα τουλάχιστον, με κάνει πραγματικά να θαυμάζω: “Ἐγὼ καθεύδω”, από την ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως, “ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ”, από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα 5, 2) που έχω και που ζω μέσα μου.
     Πρέπει να σημειώσεις κι αυτό, αφοσιωμένε μου φίλε, ότι, αφού η ψυχή σαν άλλη ψαλμική έλαφος εξοντώσει τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών της, τότε “ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον” (πρβλ. Ψαλμ. 83, 3), γιατί πληγώνεται, σαν από δηλητήριο, από το πυρ της θείας αγάπης.
     Εάν το γήϊνο πρόσωπο, που αγαπούμε τόσο γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και να είμαστε χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενεί άραγε το άφθαρτο πρόσωπο του Δεσπότου Χριστού, όταν Αυτός επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;…».



     «Αυτός που θέλει να μιλά για την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να μιλά για τον Ίδιο τον Θεό. Η ανάπτυξη όμως της ομιλίας περί Θεού, είναι πράγμα επισφαλές σε όσους δεν προσέχουν στην ζωή τους.
     Για την αγάπη γνωρίζουν να μιλούν οι Άγγελοι· αλλά κι αυτοί, πάλι, ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη είναι ο Θεός (Α΄ Ιωάν. 4, 8). Και όποιος προσπαθεί να δώσει κάποιον ορισμό του Θεού, μοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.
     Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της, είναι ομοίωση με τον Θεό· όσο, βέβαια, είναι δυνατόν αυτή η ομοίωση να συμβεί στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, είναι μέθη ψυχής. Και ως προς τις ιδιότητές της, είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
     Κυρίως η αγάπη είναι απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετης σκέψης, εφ’ όσον “ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν” (Α΄ Κορ. 13, 5).
     Η αγάπη, η απάθεια και η πνευματική, η κατά Χάρη υιοθεσία, μόνο στην ονομασία τελικά διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στη φωτιά και στη φλόγα, έτσι να σκέφτεσαι ότι συμβαίνει και σ’ αυτές.
     Όσο ποσό θείας αγάπης λείπει απ’ τον άνθρωπο, τόσο ποσό θείου φόβου υπάρχει μέσα του. Και όποιος δεν έχει θείο φόβο μέσα του, αυτός ή είναι γεμάτος αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά».

[ «Κλῖμαξ», Λόγος Λ΄ («Περὶ ἀγάπης, πίστεως καὶ ἐλπίδος»), §2–§10, σελ. 374–375· Έκδοσις Ιερά Μονή Παρακλήτου· Ωρωπός Αττικής, 1999. ]


Στίχοι παρὰ τῷ Τριωδίῳ.
σάρκα καὶ ζῶν νεκρὸς ὢν Ἰωάννης,
Αἰωνίως ζῇ καὶ νεκρὸς φανεὶς ἄπνους,
Σύγγραμμα λιπών. Κλίμακα τῇ ἀνόδῳ,
Δείκνυσιν αὐτοῦ πορείαν τῆς ἀνόδου.

Ἕτεροι στίχοι αὐτοῦ ἐν τῷ Μηναῖῳ.
πὶ κλίμαξι κλίμακας πυκνῶς Πάτερ,
Τὰ σὰς ἀρετὰς θείς, ἔφθασας πόλου μέχρι.

Χαῖρεν Ἰωάννης τριακοστῇ ἐξαναλύων.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα,
ὑποστηρίξας,
τὴν τῶν λόγων σου,
μέθοδον Πάτερ,
μοναστῶν ὑφηγητὴς
ἀναδέδειξαι,
ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη
καθάρσεως,
πρὸς θεωρίαν
ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν.
Πάτερ Ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς ἀειθαλείς,
ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων,
διδάγματα σοφέ,
καθηδύνεις καρδίας,
τῶν τούτοις μετὰ νήψεως,
προσεχόντων μακάριε·
Κλῖμαξ γάρ ἐστι,
ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν,
πρὸς οὐράνιον,
καὶ διαμένουσαν δόξαν,
τῶν πίστει τιμώντων σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Τὴν οὐρανοδρόμον
ἣν Ἰακώβ,
κλίμακα προεῖδεν,
ἐτεχνήσω πνευματικῶς,
Πάτερ Ἰωάννη,
συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων,
δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίαν,
βαίνομεν μέθεξιν.




[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 278–284·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς·
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


     Ο όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Οι γονείς του, ο ευλαβής συγκλητικός Ευφημιανός και η Αγλαΐα, ήσαν επί πολλά χρόνια άτεκνοι. Ο Αλέξιος έλαβε λαμπρή μόρφωση και, όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του προετοίμασαν τα του γάμου του με μια νεαρή κόρη εκλεκτής οικογένειας της αριστοκρατίας της Ρώμης. Όμως την ίδια νύκτα του γάμου τους ο Αλέξιος, ο οποίος ποθούσε την αγία και τέλεια παρθενία, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της συζύγου και, αφού της παρέδωσε το δαχτυλίδι του, έφυγε κρυφά. Εμπιστευόμενος τη θεία Πρόνοια, επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφθασε στη Λαοδίκεια της Συρίας και από εκεί ακολούθησε ένα καραβάνι εμπόρων που κατευθυνόταν στην Έδεσσα. Εκεί σταμάτησε σε έναν ναό αφιερωμένο στην Θεοτόκο και παρέμεινε στον νάρθηκα δεκαεπτά χρόνια, ντυμένος με κουρέλια και συντηρούμενος από ελεημοσύνες των πιστών που έρχονταν στον ναό για να προσευχηθούν.

     Στο μεταξύ, ο πατέρας του είχε στείλει υπηρέτες προς κάθε κατεύθυνση για να τον βρουν, ενώ η μητέρα του φόρεσε τρίχινο ένδυμα και θρηνούσε απαρηγόρητη· η δε νύφη, με την αγάπη που δείχνει η τρυγόνα για το ταίρι της, ανυπομονούσε να έχει κάποια είδηση. Κάποιοι από τους απεσταλμένους του Ευφημιανού έφθασαν στην Έδεσσα και έδωσαν ελεημοσύνη στον Αλέξιο, χωρίς διόλου να υποπτευθούν βέβαια ότι επρόκειτο για τον κύριό τους· τόσο πολύ είχε παραμορφωθεί από την άσκηση και τη σκληραγωγία που επέβαλε στο σώμα του ευχαρίστως για την αγάπη του Θεού.


     Μετά από πολλά χρόνια αγώνων εν τω κρυπτώ, η Παναγία εμφανίσθηκε στον νεωκόρο της εκκλησίας λέγοντάς του να επιτρέψει την είσοδο στον άνθρωπο του Θεού. Βλέποντας ότι τον αντιλήφθηκαν και ότι επρόκειτο να τον περιβάλουν με τιμές, ο Αλέξιος αναχώρησε και πάλι παίρνοντας το πλοίο για την Ταρσό. Οι αντίθετοι άνεμοι όμως, ή μάλλον η θεία Πρόνοια, ώθησαν το πλοίο στο λιμάνι της Ρώμης. Ο άγιος υποτάχθηκε σε αυτό το θείο σημείο και πήγε στο πατρικό σπίτι, όπου ζήτησε από τον πατέρα του που έβγαινε εκείνη τη στιγμή ελεημοσύνη σαν ζητιάνος. Χωρίς να αναγνωρίσει τον πολυαγαπημένο του γιο, ο Ευφημιανός, που είχε γίνει ακόμη πιο φιλάνθρωπος ύστερα από την τόσο επώδυνη αυτή απώλεια, πρόσταξε στους υπηρέτες του να δώσουν κατάλυμα στον δύστυχο αυτόν άνθρωπο για όσο διάστημα επιθυμούσε να μείνει και να του δίνουν να τρώει από τα περισσεύματα της τραπέζης του.

     Ο άνθρωπος του Θεού έμεινε άλλα δεκαεπτά χρόνια σε μια γωνιά του πατρικού του σπιτιού, υφιστάμενος χωρίς να προφέρει το παραμικρό παράπονο και, μάλιστα, με ευχαρίστηση τις προσβολές και τις λοιδορίες των υπηρετών. Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι επίκειται η εκδημία του, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και μελάνι και με την πένα στο χέρι, γράφοντας την ιστορία της ζωής του, εξεδήμησε προς τας αιωνίους μονάς.


     Την ίδια ημέρα, καθώς ετελείτο η θεία Λειτουργία στη βασιλική του Αγίου Πέτρου, χοροστατούντος του πάπα και παρουσία του αυτοκράτορα Ωνορίου (395-423) και πλήθους κόσμου, φωνή ακούστηκε από το θυσιαστήριο λέγουσα: «Αναζητείστε τον άνθρωπο του Θεού· θα δεηθεί για την πόλη και για όλους εσάς. Ήδη εξέρχεται του σώματος!». Καθώς το εκκλησίασμα άρχισε να προσεύχεται, η φωνή ακούστηκε ξανά αποκαλύπτοντας ότι αυτός ο άνθρωπος του Θεού βρισκόταν στην οικία του Ευφημιανού. Όταν η επιβλητική πομπή με επικεφαλής τον πάπα και τον αυτοκράτορα έφθασε εκεί, ο υπηρέτης που τον φρόντιζε, αποκάλυψε ότι ο ζητιάνος, που στεκόταν τόσα χρόνια πλάι στην εξώθυρα, μοίραζε την τροφή του στους πτωχότερους και ο ίδιος δεν τρεφόταν παρά μόνο την Κυριακή με ψωμί και νερό, μένοντας ατάραχος αν όχι και χαρούμενος όταν οι άλλοι υπηρέτες τον καθύβριζαν.

     Πήγαν στην καλύβα του και τον βρήκαν νεκρό να κρατά ένα χαρτί στο χέρι. Όταν το διάβασαν δημόσια, έμειναν κατάπληκτοι από τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο αυτός ο δούλος του Θεού είχε αγωνιστεί ενάντια στη φύση για να λάβει τα υπέρ τη φύση αγαθά. Ο αυτοκράτορας και ο πάπας βλέποντας τα δάκρυα και τους γοερούς θρήνους των γονέων του, τους συμβούλεψαν να χαίρονται μάλλον και να αγάλλονται που έφεραν στον κόσμο έναν τέτοιο άγιο, ο οποίος μέλλει να βασιλεύει με τον Χριστό στους αιώνες.

     Το πλήθος συνωστιζόταν γύρω από τη νεκρική κλίνη, τυφλοί έβρισκαν το φως τους, κουφοί την ακοή τους, μουγγοί δόξαζαν τον Θεό μεγαλοφώνως, πονηρά πνεύματα τρέπονταν σε φυγή, επικρατούσε τέτοια αναταραχή, που η νεκρώσιμη πομπή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο αυτοκράτορας σκόρπισε τότε χρυσά νομίσματα με την ελπίδα ότι θα αποσπούσαν την προσοχή του πλήθους από το φέρετρο. Δεν συνέβη όμως αυτό, καθώς ο λαός περιφρονούσε τον φθαρτό χρυσό για να λάβει τη χάρη της αφθαρσίας αγγίζοντας το σώμα του αγίου. Τέλος, το τίμιο σκήνωμα εναποτέθηκε στη βασιλική του Αγίου Βονιφατίου σε λάρνακα, διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους, απ’ όπου ανάβλυζε άφθονο μύρο ευωδιαστό, ιαματικό κάθε νόσου. Σύμφωνα με άλλες πηγές η κηδεία του αγίου έγινε στον Άγιο Πέτρο στις 17 Ιουλίου του 383. Η δε πάντιμη κάρα του αγίου Αλεξίου τιμάται στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, στην Πελοπόννησο.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
κ ῥίζης ἐβλάστησας,
περιφανοῦς καὶ κλεινῆς,
ἐκ πόλεως ἤνθησας,
βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς,
Ἀλέξιε πάνσοφε·
πάντων δ’ ὑπερφρονήσας,
ὡς φθαρτῶν καὶ ῥεόντων,
ἔσπευσας συναφθῆναι,
τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ.
Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
λεξίου σήμερον,
τοῦ πανολβίου,
ἑορτὴν τὴν πάνσεπτον,
ἐπιτελοῦντες εὐλαβῶς,
αὐτὸν ὑμνήσωμεν λέγοντες·
χαίροις Ὁσίων,
τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς,
μόνος ἐν Ἁγίοις,
Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός,
Ἀλέξιε σὺ ὤφθης,
τῶ ἰσαγγέλῳ βίῳ·
διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων,
χαρᾶς ἠξίωσαι.

 

[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 160–162·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς·
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΡΕΙΑ


Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΡΕΙΑ
Από συνομιλία με έναν ερημίτη
του Μοναστηριού του Βαλαάμ


     Στην αρχή της πνευματικής μας πορείας, που πνευματικά είμαστε ακόμη ανώριμοι, ολόκληρος ο θρησκευτικός μας προσανατολισμός είναι εγωκεντρικός, επηρεασμένος από τις αισθήσεις και τη λογική μας. Το βαθύτερο επίπεδο γνώσης, η νοητική συνείδηση, δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί. Δε γνωρίζουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Ζούμε κι ενεργούμε σύμφωνα με κανόνες και εξωτερικές παρατηρήσεις. Η προσευχή μας συνίσταται σε λόγια προφορικά ή νοερά, δεν έχει εισχωρήσει ακόμα στην καρδιά μας. Αγαπάμε τον Θεό από καθήκον, τον πλησίον μας για χάρη της υπακοής. Θέλουμε να δικαιωνόμαστε, γι’ αυτό και υπερασπίζουμε με πάθος τις θέσεις μας, είτε δογματικές είναι αυτές είτε αφορούν στον τύπο είτε οτιδήποτε άλλο. Με λίγα λόγια είμαστε το εγώ μας, όπως αυτό ορίζεται από τα πάθη μας. Απέχουμε πολύ από το να είμαστε αυθεντικά πρόσωπα, γιατί είμαστε εγκλωβισμένοι στον περιχαρακωμένο ατομισμό μας.

     Καθώς προχωρούμε και αποκτούμε κάποιον έλεγχο στα πάθη μας, η ψυχή μας αρχίζει να εξαγνίζεται. Τότε η Χάρη φωτίζει την πνευματική μας συνείδηση. Αποκτούμε μεγαλύτερη αίσθηση της παρουσίας του Θεού, αλλά και του Άλλου. Απομακρυνόμαστε από τον εγωκεντρισμό μας. Η προσοχή μας επικεντρώνεται στον Θεό. Καθώς προχωρεί η αλλοίωση αυτή, το προσωπικό μας εγώ διαστέλλεται, διευρύνεται, αγκαλιάζει κι άλλους. Έτσι, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας απομονωμένο από τον Θεό και τους αδελφούς. Είναι κι εκείνοι ό,τι είμαι κι εγώ. Το εγώ μου τους συμπεριλαμβάνει κι αυτούς. Κι όλα γίνονται με τον δεσμό της αυθεντικής, της γνήσιας πνευματικής αγάπης, που ενισχύεται με την πίστη. Όσο πιο πολύ προχωρούμε και προοδεύουμε στην πνευματική συνείδηση, τόσο περισσότερο διευρύνεται η αγάπη μας κι αγκαλιάζει όλους εκείνους που βρίσκονται γύρω μας. Προσευχόμαστε γι’ αυτούς με την καρδιά μας, όπως και για όλον τον κόσμο. Η Χάρη του Θεού μάς εξαγνίζει κι έτσι μπορούμε ν’ αγαπάμε γνήσια, με καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη. Η ουσία του τί σημαίνει να είσαι χριστιανός, είναι ν’ αγαπάς γνήσια και αυθεντικά.


     Όταν αγαπάμε γνήσια τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας –η αγάπη για τον πλησίον μας είναι το κριτήριο γνησιότητας της αγάπης μας για τον Θεό (πρβλ. Α΄ Ιωάν.)– καθαριζόμαστε, γινόμαστε αγνοί, φωτιζόμαστε και θεωνόμαστε. Έτσι, μπορούμε να αποκατασταθούμε, να ξεφύγουμε από την πεσμένη μας φύση, ν’ απομακρυνθούμε από τον εγωκεντρισμό μας, από την τυραννία της λογικής μας και συναισθηματικής αυτοσυνειδησίας μας. Τα πάθη μας ελέγχονται, υποκύπτουν στην αγάπη για τον Άλλον. Καθαριζόμαστε από όλα εκείνα που μας περιορίζουν στον εαυτό μας και μας εμποδίζουν από την αγάπη για τους αδελφούς μας.

     «Ο αδελφός μας είναι η ζωή μας», είχε πει ο όσιος Σιλουανός [6 Φεβρ.· Β΄ μισό 5ου αι.]. Αυθεντικός χριστιανισμός και γνήσιος μοναχισμός είναι ν’ αγαπάμε τον πλησίον μας. Όσο πιο καθαρή και αγνή είναι η αγάπη μας, τόσο περισσότερο ολοκληρώνεται το πρόσωπό μας και διαστέλλεται το εγώ μας, για να συμπεριλάβει και ν’ αγκαλιάσει ολόκληρη την χριστιανική ή μοναστική αδελφότητα, την κοινωνία, τη χώρα, την Εκκλησία και τον κόσμο ολόκληρο. Οι άγιοι είναι εκείνοι των οποίων το εγώ περιλαμβάνει ολόκληρη την Εκκλησία. Προσεύχονται για όλους, γιατί όλοι συναποτελούν τον αληθινό τους εαυτό.

     Όταν ο χριστιανός αποκτήσει αληθινό πρόσωπο και φτάσει στην αυθεντική πνευματική ωριμότητα, συνειδητοποιεί στη ζωή του εκείνο που ονόμαζε ο π. Σωφρόνιος του Έσσεξ (1896–1993) «υποστατική αρχή»· μια ύπαρξη δηλαδή σαν εκείνη του Χριστού, εν Χριστώ: με τον Χριστό, για τον Χριστό, σαν τον Χριστό. Η θέωσή μας πραγματοποιείται όταν γινόμαστε τέλειοι στην αγάπη, όταν αγκαλιάζουμε όλη τη δημιουργία, όπως έκανε κι ο Χριστός, όταν είμαστε γερά μπολιασμένοι στο θείο Του Πρόσωπο. Τότε βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αληθινής συνεργείας με τον Θεό. Η αγάπη μας βρίσκεται σε συνεργασία με την Αγάπη Του, που είναι η ενέργειά Του, η Χάρη Του, η ζωή Του.


[ (1) Πέτρου Μπότση:
«Το Άγιον Όρος του Βορρά,
Πατερικό του Βαλαάμ»·
κεφ. Β΄, §6, σελ. 61–65·
Αθήνα, Μάρτιος 20071.
(2) Αρχιμ. Σωφρόνιου Σαχάρωφ:
«Οψόμεθα τον Θεόν
καθώς εστί»·
κεφ. ΙΓ΄, σελ. 293–347·
Έκδοση Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ – Αγγλίας, 19932.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.