Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»


     Ο όσιος πατήρ ημών Γρηγόριος γεννήθηκε στη Ρώμη περί το 540, σε οικογένεια συγκλητικών που συγκαταριθμούσε ήδη και άλλους πάπες. Μετά το πέρας λαμπρών σπουδών έγινε έπαρχος της Ρώμης. Καθώς όμως από νέος μελετούσε τα ιερά βιβλία και θεωρούσε ότι δεν ήταν προορισμένος για τέτοιο αξίωμα, μετά τον θάνατο του πατέρα του παραιτήθηκε και διαμοίρασε τα αμύθητα πλούτη του, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τους στην ίδρυση μοναστηριών: έξι στη Σικελία και ένα στη Ρώμη, το οποίο ίδρυσε μέσα στο ίδιο του το ανάκτορο, αφιερωμένο στον άγιο Απόστολο Ανδρέα, και στο οποίο εισήλθε ως απλός μοναχός. Ζώντας με πλήρη αυταπάρνηση, μπορούσε να απολαμβάνει με απόλυτη ελευθερία την αδιάλειπτη συνομιλία με τον Θεό και τη γλυκύτητα της θεωρίας, που ως συνήθως τις εμποδίζουν οι μέριμνες του κόσμου. Το μοναδικό του πολύτιμο αντικείμενο ήταν μια ασημένια γαβάθα που του χρησίμευε για να βάζει την τροφή του. Συναντώντας μίαν ημέρα έναν έμπορο που είχε χρεοκοπήσει και του ζητούσε ελεημοσύνη, ο Γρηγόριος τού δώρισε τη γαβάθα και έτσι απελευθερώθηκε παντελώς από τα υλικά αγαθά. Σε ανταπόδοση έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να θαυματουργεί.

     Ωστόσο, δεν κατάφερε να απολαύσει για πολύ καιρό την ειρήνη της μονής. Όντως, μόλις ανήλθε στον θρόνο ο πάπας Πελάγιος Β΄ (579-590), του ανέθεσε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισάριος, για να στρέψει το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα και του πατριάρχη στις υποθέσεις της Ιταλίας, η οποία βρισκόταν τότε υπό την πίεση των Λογγοβάρδων. Κατά τα έξι χρόνια της εκεί παραμονής του ωφέλησε τους ανθρώπους της αυλής με την απλότητα και τις αρετές του και με θεολογική δεινότητα αναίρεσε την κακοδοξία του πατριάρχη Ευτυχίου (552-565). Επιστρέφοντας στη Ρώμη με τίμια λείψανα, μετέβη στη μονή του, όπου μετά από λίγο εξελέγη ηγούμενος. Αγαπητός στους μοναχούς του, μοιραζόταν πατρικά τις δοκιμασίες τους και τους προμήθευε όλα τα εφόδια, υλικά και πνευματικά, ώστε να τους κρατά αμέριμνους· εξίσου όμως ήξερε να μεταχειρίζεται την αυστηρότητα για να διαφυλάττει τις μοναχικές παραδόσεις. Για τον λόγο αυτό, έδωσε εντολή να ρίξουν στον δρόμο τη σορό ενός μοναχού που πέθανε έχοντας κρυφά φυλαγμένα τρία χρυσά νομίσματα στο κελλί του. Δεν παρέλειψε ωστόσο τριάντα μέρες να τελεί μνημόσυνα για τη σωτηρία της ψυχής του και με αυτόν τον τρόπο ο μοναχός έλαβε συγχώρεση παρά Θεού. Η μονή του αγίου Γρηγορίου απέβη, χάρις σε αυτή την αυστηρότητα και την ακρίβεια του ήθους, αληθινό σχολείο αγιότητας και όλος ο λαός της Ρώμης θεωρούσε τον άγιο ηγούμενο προστάτη του.


     Μία ημέρα, περνούσε από μια αγορά όπου πουλούσαν για σκλάβους κάποιους όμορφους ξανθούς νέους· ο άγιος συγκινημένος ρώτησε από πού ήσαν αυτοί οι ενσώματοι άγγελοι. Μαθαίνοντας ότι ήσαν από την Αγγλία, χώρα που δεν είχε δεχθεί ακόμα το μήνυμα του Ευαγγελίου [1], αναλύθηκε σε δάκρυα και αποφάσισε πάραυτα να μεταβεί εκεί και να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Μετά από πεζοπορία τριών ημερών προς βορρά, τους πρόφθασαν απεσταλμένοι του πάπα και τους ανακοίνωσαν ότι ο λαός είχε ξεσηκωθεί και απαιτούσε να επιστρέψει πίσω ο άγιος ηγούμενος.

     Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως γραμματέας του πάπα Πελάγιου και, όταν αυτός εκοιμήθη –θύμα επιδημίας πανώλης (590)–, κλήρος, Σύγκλητος και λαός ομόφωνα έπεισαν τον Γρηγόριο να τον διαδεχθεί παρά τις ενστάσεις του και παρά την έκκληση που απηύθυνε στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (539-602) στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς η πανώλη εξαπλωνόταν, παρότρυνε τον λαό να μετανοήσει και να αναγνωρίσει ότι η τιμωρία αυτή είχε σταλεί από τον Ουρανό για τις αμαρτίες του. Οργάνωσε κατόπιν μεγάλη λιτανεία στην οποία έλαβαν μέρος, στο πλευρό του χειμαζόμενου λαού, όλοι οι μοναχοί και οι μοναχές, έχοντας επικεφαλής της πομπής μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφηγούνται ότι απ’ όπου περνούσε η εικόνα, ο μολυσμένος αέρας καθάριζε και ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος εμφανίσθηκε με ξίφος ανά χείρας πάνω από το κάστρο, το ονομαζόμενο σήμερα «Καστέλ Σαντ’ Άντζελο», έβαλε τότε το ξίφος στο θηκάρι.

     Αφού κόπασε ο λοιμός, ο Γρηγόριος προσπάθησε να αναχωρήσει για να αποφύγει τις τιμές με τις οποίες ήθελαν να τον περιβάλουν και κρύφτηκε σε σπήλαιο. Φωτεινή νεφέλη όμως τον φανέρωσε και, αφού διά της βίας τον έφεραν στη Ρώμη, ενθρονίσθηκε πάπας στις 3 Σεπτεμβρίου του 590.


     Στις συγχαρητήριες ευχές που του απηύθυναν απαντούσε κλαίγοντας: «Επιφορτισμένος καθήκοντα επισκόπου, ιδού ευρέθην δεμένος ξανά με τον κόσμο πιο στενά, υποφέροντας περισσότερο από όσο ήμουν λαϊκός. Έχασα τη βαθιά χαρά της ησυχίας. Εξωτερικά τούτη η ενθρόνιση φαίνεται να είναι εξύψωση, αλλά εσωτερικά συνιστά πτώση. Όταν τελειώνω το καθημερινό μου έργο, προσπαθώ να αυτοσυγκεντρωθώ αλλά δεν δύναμαι διότι με κυκλώνουν μάταια και ταραχώδη βάσανα». Η Εκκλησία όμως βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, υποφέροντας από αιρέσεις, σχίσματα, καταδυνάστευση από τους βαρβάρους και φαυλότητα των δήθεν χριστιανών ηγεμόνων. Στη Ρώμη ξέσπασε σιτοδεία και ο Γρηγόριος διοργάνωσε διανομή τροφίμων και βοηθείας προς τους ενδεείς. Καθημερινά δεχόταν στο τραπέζι του δώδεκα πένητες, τους έπλενε τα χέρια και θεωρούσε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για όλους όσοι πέθαιναν από ασιτία. Μία ημέρα παρουσιάστηκε ένας δέκατος τρίτος σε αυτή την τράπεζα της αγάπης και σε ερώτηση του πάπα αποκάλυψε ότι ήταν άγγελος Κυρίου επιφορτισμένος να τον συνδράμει έως ότου περατώσει το λειτούργημά του.

     Ο Γρηγόριος οργάνωσε τη ζωή στο παπικό μέγαρο κατά τα μοναστηριακά πρότυπα. Φρόντιζε ιδιαίτερα για τις Ακολουθίες και για το Τυπικό της λατρείας, ενεθάρρυνε την προσκύνηση των ιερών λειψάνων, οργάνωσε τακτικές λιτανείες [2], καθόρισε τις προσευχές και τα αναγνώσματα που έπρεπε να εκφωνούνται κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους και μεταρρύθμισε την εκκλησιαστική ψαλμωδία [3]. Σε όλες τις εκκλησίες που εξαρτιόνταν από τη Ρώμη επέβλεπε την κανονικότητα της εκλογής των επισκόπων, περιόρισε τη σιμωνία και απαγόρευσε στους επισκόπους να διαμένουν έξω από την επισκοπή τους, που ήταν το πνευματικό κέντρο του αγώνα τους. Συγκάλεσε τοπικές συνόδους με σκοπό να καταπολεμηθούν οι αιρέσεις και η έκλυση των ηθών και εμπόδισε την ανάμειξη των πολιτικών αρχών στα εκκλησιαστικά ζητήματα, καθώς και των επισκόπων στη διοίκηση των μονών. Η μέριμνά του απλωνόταν σε όλα, κήρυττε ο ίδιος στους ναούς της Ρώμης και, όταν παρεμποδιζόταν από συχνές ασθένειες, συνέτασσε το κήρυγμα που ένας άλλος κληρικός θα διάβαζε στη θέση του [4]. Επιπλέον όλων αυτών των ποιμαντικών φροντίδων, διατηρούσε εκτενή αλληλογραφία με πρόσωπα από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, ενώ εύρισκε και τον χρόνο να συγγράφει πνευματικές πραγματείες.

     Ο άγιος ιεράρχης ήταν περιβεβλημένος την ταπείνωση Εκείνου που είπε ότι «είναι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Αποκαλούσε τους ιερείς «αδελφούς» του και τους λαϊκούς «κυρίους» του. Σε όλες του τις επιστολές χρησιμοποιούσε ως μόνιμο τίτλο «δούλος των δούλων του Θεού» και θεωρούσε ειλικρινά τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο αμαρτωλό. Στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Ιωάννη τον Νηστευτή [2 Σεπτ.], στον οποίο μια τοπική σύνοδος είχε απονείμει τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη [5], ο άγιος Γρηγόριος προέβη σε ήπιες παρατηρήσεις, δίνοντάς του να καταλάβει ότι κανένας επίσκοπος δεν μπορεί να αποδώσει στον εαυτό του αποκλειστικά την αυθεντία που ανήκει στις Οικουμενικές Συνόδους και στην αγία Εκκλησία στο σύνολό της [6].


     Βυθισμένος, παρά τη θέλησή του, στις εκκλησιαστικές υποθέσεις σε μια περίοδο ταραγμένη εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών, όφειλε να επεκτείνει την ποιμαντική του μέριμνα σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου, θέτοντας τα διοικητικά του χαρίσματα στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και του ευαγγελικού πνεύματος. Ενήργησε ως διπλωμάτης, όταν οι Λογγοβάρδοι, φθάνοντας κάποτε στις πύλες της Ρώμης, απειλούσαν να λεηλατήσουν την πόλη και κατόρθωσε, όχι μόνο να τους σταματήσει και να εξασφαλίσει μια σωτήρια εκεχειρία, αλλά χάρις στην υποστήριξη της βασίλισσάς τους, Θεοδελίνδης, που ήταν ορθόδοξη, μπόρεσε να εργαστεί αποτελεσματικά για τη μεταστροφή τους στην αληθινή Πίστη.

     Έβαλε τάξη στα εσωτερικά της Ιταλίας που ήταν σε αναταραχή, και έφθασε να γίνει μέχρι και χρηματιστής, χρησιμοποιώντας τους πόρους της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων και για μεγάλες ελεημοσύνες επ’ όφελος των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους και των μοναστηριών ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Πεπεισμένος ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να επιβιώσει και να πορευθεί σ’ αυτόν τον κόσμο παρά μόνον εάν την στηρίζουν οι προσευχές των μοναχών, ο άγιος πάπας υποστήριζε ότι μπορούσε διά της Χάριτος του Θεού να συμβάλλει στην ανάπτυξη των μονών και στην προσήλωσή τους στις παραδόσεις των αγίων Πατέρων και, ιδιαιτέρως, του αγίου Βενεδίκτου της Νουρσίας [14 Μαρτ.], του οποίου υπήρξε ο βιογράφος και εκείνος που διέδωσε τον «Κανόνα» (το Τυπικό) του σε ολόκληρη τη Δύση.

     Διακρίνοντας με διαύγεια και ρεαλισμό τα σημεία των καιρών, ενώ διατήρησε καλές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη και τον φίλο του αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο άγιος Γρηγόριος μερίμνησε ιδιαίτερα για τη μεταστροφή και την ηθική αγωγή των βαρβαρικών εθνών που είχαν εισβάλει σε ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Διατηρώντας ζωντανή την ανάμνηση εκείνων των αγγλοσαξόνων σκλάβων που είχε κάποτε αντικρίσει σε μια αγορά της Ρώμης, μόλις στάθηκε δυνατόν (596), έστειλε στην Αγγλία ιεραποστολή από σαράντα μοναχούς με επικεφαλής τον άγιο Αυγουστίνο [26 Μαΐου], ηγούμενο της μονής του Αγίου Ανδρέα, προσφέροντας όλη του την υποστήριξη στους νέους αυτούς αποστόλους. Όταν έμαθε τις πρώτες επιτυχίες της αποστολής τους, έγραψε ενθουσιασμένος σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία αναγγέλλοντας τον εκχριστιανισμό ενός ακόμη λαού.

     Η εκτενής σωζόμενη αλληλογραφία του μαρτυρεί εύγλωττα τη μέριμνα του καλού αυτού ποιμένα, όχι μόνο απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της Εκκλησίας, αλλά και απέναντι στο ελαχιστότερο μέλος του πνευματικού του ποιμνίου. Ο αρρώστιες και οι αναρίθμητες έγνοιες του αξιώματος δεν τον εμπόδισαν άλλωστε να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο. Κατά την περίοδο που ήταν πάπας ολοκλήρωσε τη σύνταξη των «Ἠθικῶν πρὸς τὸν Ἰώβ» [7], εκτενές υπόμνημα στο ιερό κείμενο, όπου αναπτύσσει αλληγορική και ηθική ερμηνεία, η οποία βρήκε γόνιμο έδαφος καθ’ όλο τον Μεσαίωνα στη Δύση. Έχοντας πολύ λεπτή αίσθηση των παραπλανήσεων της ανθρώπινης ψυχής, εκθέτει εκεί όλες τις όψεις της χριστιανικής ζωής, από τις πλέον πρακτικές μέχρι τις υψηλότερες πνευματικές προοπτικές.


     Συνέθεσε ακόμη το έργο «Περὶ τῶν θαυμάτων τῶν ἐν Ἰταλίᾳ Πατέρων» [8], γνωστότερο με το όνομα «Διάλογοι», όπου αφηγείται με τη μορφή ερωταποκρίσεων και μαζί με τον διάκονό του Πέτρο, τα ασκητικά ανδραγαθήματα και τα θαύματα των αγίων Πατέρων που έζησαν επί εποχής του ως επί το πλείστον στα περίχωρα της Ρώμης. Γεγονότα που είχε αρχίσει να καταγράφει προς οικοδομή των μοναχών της μονής του Αγίου Ανδρέα και τα οποία του χρησιμεύουν για να αποδείξει ότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην εποχή του όπως και στον καιρό των Αποστόλων, επιτελώντας θαύματα, και ότι επομένως είναι κατορθωτό σε κάθε εποχή να φτάσουμε στην ένωση με τον Θεό. Κάθε αφήγηση καταλήγει σε ένα δογματικό ή ηθικό δίδαγμα, κυρίως στο Δ΄ Βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην ανάνηψη και μετάνοια του ανθρώπου έπειτα από θείες επεμβάσεις, στην αθέατη ζωή των ψυχών μετά θάνατον και στη θαυμαστή ενέργεια των θερμών και αέναων προσευχών των πιστών μελών της Εκκλησίας υπέρ της ανακουφίσεώς τους. Η κρίση του Θεού μεταβάλλεται ανεξιχνίαστα και φιλάνθρωπα και ο ορίζοντας της ψυχής αυγάζεται από το γλυκό φέγγος της Σωτηρίας. Όλος ο «Ευεργετινός» είναι γεμάτος από τα αποσπάσματα των περιστατικών που μας παραδίδει πατρικά ο άγιος Γρηγόριος.

     Ο διάκονος Πέτρος, γραμματέας και έμπιστός του, ορκιζόταν ότι είχε δει συχνά το Άγιο Πνεύμα να παρουσιάζεται εν είδει λευκής περιστεράς και να υπαγορεύει στο αυτί του πάπα Γρηγορίου ουράνιες διδασκαλίες. Ο άγιος Γρηγόριος ομολογούσε εξάλλου ότι του συνέβη να ακούσει μέσα του το Άγιο Πνεύμα να του υπαγορεύει πρωτόγνωρες ερμηνείες χωρίων της Αγίας Γραφής, τις οποίες ποτέ δεν είχε σκεφτεί ο ίδιος.

     Ο άγιος Γρηγόριος εκπλήρωσε με αυτόν τον τρόπο επί δεκατέσσερα έτη την αποστολή του χωρίς να πάψει να παραπονείται για την απώλεια της ζωής της θεωρίας. Υπέφερε περισσότερο για την αταξία και την ηθική διαφθορά στην οποία είχε περιέλθει η Εκκλησία μετά τις βαρβαρικές επιδρομές, παρά για τις δικές του ασθένειες που τον κατέτρεχαν τόσο σκληρά, ώστε αναγκάστηκε επί δύο χρόνια να μείνει κλινήρης. Μόλις που κατόρθωνε μάλιστα να σηκωθεί όρθιος για να τελέσει τη θεία Λειτουργία στις μεγάλες εορτές. Δεν ζητούσε όμως από τον Θεό καμία άλλη παρηγορία παρά την αιώνια ανάπαυση, η οποία του παραχωρήθηκε στις 12 Μαρτίου 604. Εκδημώντας προς τα σκηνώματα των αγίων, άφησε κληρονομιά θεσμούς και διδασκαλίες, που προετοίμαζαν λαμπρό μέλλον για την Εκκλησία, εν μέσω μιας βάρβαρης Δύσης που με αργούς και ασταθείς ρυθμούς εκχριστιανιζόταν. Στη δυτική παράδοση τιμάται με την επωνυμία άγιος Γρηγόριος ο Μέγας και θεωρείται ως ένας από τους τέσσερις μεγάλους διδασκάλους της λατινικής Εκκλησίας, μαζί με τους αγίους Αυγουστίνο, Ιερώνυμο και Αμβρόσιο.

     Το όνομα του αγίου πάπα Γρηγορίου συνδέθηκε κατά μία άγραφη παράδοση με τη Λειτουργία των Προηγιασμένων που τελείται πανευλαβώς κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Όσο και αν αυτό απέχει από την πραγματικότητα, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια σεβάσμια παράδοση που στέκεται σαν αφορμή για όλους μας να γνωρίσουμε επιτέλους αυτόν τον άγιο, τον θεσπέσιο βίο του, τα έργα και τα λόγια του, τα οποία αποτελούν λαμπρά δωρήματα του Αγίου Πνεύματος στο στερέωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας αλλά και για όλες τις καρδιές που διψούν ειλικρινά να γνωρίσουν τους Αγίους του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο «Διάλογος» είναι το κρυφό κόσμημα της Σαρακοστής μας αλλά και μια πάντερπνη αναφορά σε σχέση με τη Λειτουργία της Προηγιασμένης. Αιώνες τώρα, το όνομα του αγίου Γρηγορίου μοιάζει σαν ανεξίτηλη και ευωδιαστή σφραγίδα επάνω στο ιερό κορμό του ψυχότροφου κειμένου της.


—ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ—
[1]  Οι κάτοικοι της Βρετανίας είχαν μερικώς εκχριστιανισθεί από την εποχή των Αποστόλων, αλλά μετά την εισβολή των Σαξόνων είχαν περιέλθει εκ νέου στην ειδωλολατρία.
[2]  Σε ολόκληρη τη λατινική Εκκλησία συνέχισαν να τελούνται την 25η Απριλίου με την ονομασία «Rogationes» («Λιτανείες των Ικεσιών»).
[3]  Το επονομαζόμενο «γρηγοριανό» μέλος είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα συγχώνευσης της ρωμανικής λειτουργικής παράδοσης, που φθάνει ως τον άγιο Γρηγόριο και εισήχθη στη Γαλατία κατά τον 8ο με 9ο αιώνα από τον Πεπίνο τον Βραχύ και τον Καρλομάγνο, με το γαλικανικό ρεπερτόριο.
[4]  Κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλος αριθμός των κηρυγμάτων του σώζεται ως τις μέρες μας.
[5]  Ο τίτλος αυτός παρέμεινε δηλωτικός του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά δεν προϋποθέτει οικουμενική δικαιοδοσία, όπως ισχυρίζονται για λογαριασμό τους οι επίσκοποι της Ρώμης.
[6]  Ο άγιος πάπας ανέτρεπε έτσι εκ προοιμίου τους ισχυρισμούς των διαδόχων του όσον αφορά την οικουμενική δικαιοδοσία της Εκκλησίας.
[7]  SC 32, 212, 221.
[8]  SC 251, 260, 265. Ελλ. μτφρ.: «Βίοι Ἀγνώστων Ἀσκητῶν [Διάλογοι ἤτοι Βίοι καὶ θαύματα τῶν ἐν Ἰταλίᾳ ὁσίων καὶ περὶ ἐξόδου ψυχῶν καὶ αἰωνιότητος βιβλία τέσσερα]», Αδελφότης Ιερομ. Ιωάννου, «Κοίμησις της Θεοτόκου», Αγία Άννα, Άγιον Όρος 1988.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Στόμα γρήγορον, καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε· τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὴν κιθάραν τὴν θεόπνευστον
Καὶ τῆς σοφίας γλῶσσαν ὄντως τὴν θεόληπτον
Τὸν Διάλογον ὑμνήσωμεν ἐπαξίως·
Ἀποστόλων γὰρ τὸν ζῆλον μιμησάμενος
Ἠκολούθησε σαφῶς αὐτῶν τοῖς ἴχνεσι·
Τούτῳ λέγοντες, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Νᾶμα θεηγόρε ζωοποιόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, ἀρυσάμενος μυστικῶς, βλύζεις ἐκ χειλέων, ὡς ὕδωρ ἀφθαρσίας, τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν, Πάτερ Γρηγόριε.





[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 118–124·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
 Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΤΑ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΒΙΔΑ


ΤΑ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΒΙΔΑ


     Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς, επειδή στο τέλος της θείας Λειτουργίας αυτοί καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου Ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με ποικίλες αρρώστιες. Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».
     Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα τη θαυμαστή αλήθεια αυτή είναι το ακόλουθο:
     Όταν ο μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (1888–1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας».
     Εκεί, του έφεραν οι νοσοκόμοι μια μεγάλη πιατέλα με πολλά κουταλάκια.
     –Τι τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.
     –Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε με αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.
     –Δεν χρειάζονται αυτά! είπε με πίστη ο ιερέας του Θεού. Έχω την αγία Λαβίδα.
     Πραγματικά, στη θεία Λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στη Ωραία Πύλη για να καταλύσει. Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και για να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.

     Ημέτερο σχόλιο:
     Τελικά, η θεόσδοτη θεραπεία μας είναι μονάχα αυτό το Μυστήριο των μυστηρίων, το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας· και η θεία Μετάληψη είναι για μας τους πιστούς, αιώνες τώρα, ιερή και νοσοκτόνος μέθεξη Ζωής και άκρως συντελεστική της πιο ποθητής υγείας. Για τον κορονοϊό που εμφανίστηκε αιφνιδίως μια ολόκληρη διεθνής κοινότητα ψάχνει να βρει έντρομη τρόπους προστασίας ή το εμβόλιό του· όμως για τον «αμαρτανοϊό» της ευόλισθης και πολύπτωτης ζωής μας, εμείς σαν Ορθόδοξοι, έχουμε βρει εξ Ουρανού τη θεραπεία, τη λύση, την προστασία και την απολύτρωση, που είναι η Μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, του Σώματος και Αίματος του Χριστού μας.
     Για τον κάθε πιστό ο Χριστός δεν μπορεί και δεν γίνεται να είναι ποτέ φορέας μικροβίων ή διασπορέας νόσων, αλλά αντιθέτως ο Μόνος και Μέγας Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ο Δοτήρας της υγείας και της αποκαταστάσεώς μας, μέσα στην Εκκλησία Του, διά των δικών Του προς εμάς Μυστηρίων.
     Αναλογίζομαι ότι δύο τινά τελικά συμβαίνουν στην κυριολεξία σήμερα μέσα στο όλο σκηνικό του πολυκρατικού πανικού: Ή ότι η απιστία μας έχει αποκτήσει εμβόλιμα υγειονομικό χαρακτήρα ή ότι η πίστη μας δοκιμάζεται από θεσμικές συστάσεις που δείχνουν τώρα να είναι μαζικά ωφέλιμες. Η πίστη μας είναι για μας η μόνη κραταιή δύναμη, είναι ο θρίαμβος και το θαύμα της καρδιάς μας, γιατί όσο έχει μέσα της τη διάκριση και τον φωτισμό του Θεού, άλλο τόσο έχει το αψήφιστο του μαρτυρίου και του θανάτου.
     «Μετά φόβου Θεού…», λέει το γνωστό κέλευσμα του ιερέως προς τους εκκλησιαζόμενους πιστούς και ιδίως προς όσους πρόκειται να κοινωνήσουν. «Μετά φόβου Θεού»· όχι, «Μετά φόβου ιού», όπως ο κόσμος νοεί μέσα από την ανασφάλεια, την πολυφοβία και τον πανικό του. Ο φόβος του Θεού είναι το αντίδοτο του φόβου του θανάτου, του φόβου των ασθενειών μας, του φόβου που σκεβρώνει τη ζωή και πειθαναγκάζει την καρδιά στην απιστία του ορθολογισμού του κόσμου και του μυαλού μας. Όλοι στερεωνόμαστε και ζούμε πραγματικά και αυθεντικά εξαιτίας της θείας Κοινωνίας· κανένας που μεταλαμβάνει δεν έχει πάθει ποτέ το παραμικρό από Αυτήν. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, η μόνη αλήθεια που είναι και θα είναι για μας η δική μας διαχρονική ασπίδα.

π. Δαμιανός



[ «Θαύματα και αποκαλύψεις
από τη θεία Λειτουργία»,
κεφ. Ε΄, §9, σελ. 149–150,
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Φεβρουάριος 201219.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


     Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο «Σέρβος Χρυσόστομος», γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς, εκατό χιλιόμετρα από το Βελιγράδι, από οικογένεια ευλαβών χωρικών. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Μονή Τσέλιε (ή Τσέλιγιε· Κεντρική Σερβία, Βάλιεβο, ίδρυση 13ος αι.), όπου θα εγκαταβίωνε αργότερα ο μαθητής του ο μακαριστός πατήρ, ο σύγχρονος ομολογητής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς [†25 Μαρτίου 1979], και από την παιδική του ηλικία έδειξε έντονη κλίση για την Προσευχή. Προικισμένος με σπάνια ευφυΐα, επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία, η θεία Πρόνοια όμως αποφάσισε διαφορετικά. Αφού δεν έγινε δεκτός για λόγους υγείας, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, ώστε να προετοιμαστεί για να υπηρετήσει στον στρατό του Χριστού. Χάρις σε υποτροφία της Εκκλησίας, συνέχισε ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Γνωρίζοντας άριστα επτά γλώσσες, τον ενδιέφεραν όλα τα θέματα, από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως την αρχαία ινδική φιλοσοφία, όχι για να συσσωρεύσει μια στείρα και απρόσφορη εγκυκλοπαιδική γνώση, αλλά για να δείξει την υπεροχή της Πίστεως και της Ορθοδόξου Πνευματικότητος. Το 1908, υποστήριξε με μεγάλη επιτυχία στη Βέρνη διατριβή με θέμα: «Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας», διδασκαλία που απέβη το κέντρο τόσο της βιοτής του όσο και του κηρύγματός του. Τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποστήριξε άλλη διδακτορική διατριβή στη Γενεύη περί της φιλοσοφίας του Τζώρτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753). Επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1909, προσεβλήθη από βαριά μορφή δυσεντερίας. Σκέφθηκε τότε: «Εάν οι υπηρεσίες μου είναι απαραίτητες στον Κύριο, θα με γιατρέψει!». Και υποσχέθηκε, εάν ιαθεί, να μονάσει και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία του λαού του Θεού. Μόλις ανάρρωσε, πιστός στην υπόσχεσή του, εκάρη μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Ρακόβιτσα, κοντά στο Βελιγράδι. Εξελέγη κατόπιν καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα, ενώ κήρυττε σε διάφορες εκκλησίες της σερβικής πρωτεύουσας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφοσιώθηκε αφειδώς στην παρηγορία του χειμαζόμενου λαού και στην περίθαλψη των πασχόντων και των απόρων, αρνούμενος να λάβει τον μισθό του. Το 1915, εστάλη στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωστοποιήσει τις σκληρές δοκιμασίες του λαού του και να ζητήσει τη βοήθεια των Σέρβων μεταναστών. Εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης μετά τον Πόλεμο (1919) και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αχρίδα (1921). Η παραμονή του στη Ρωσία για έναν χρόνο και οι ετήσιες επισκέψεις του στο Άγιον Όρος –όπου συνάντησε τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη [24 Σεπτ.] (1866-1938) στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και έδωκε σημαντική μαρτυρία της αγιότητάς του– του επέτρεψαν να εμβαθύνει στο νόημα της άφθαρτης κληρονομιάς των Πατέρων, οπότε από λαμπρός ιερομόναχος και περιβόητος κάτοχος διδακτορικών διπλωμάτων από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μαθήτευσε ταπεινά στο σχολείο των απλών μοναχών και του Ορθοδόξου λαού, στη ψυχή του οποίου ατένιζε μυστικά το πρόσωπο του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού. Οι αιώνιοι λόγοι του Σωτήρος: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14, 6) αποτελούσαν για εκείνον λόγο ύπαρξης και συνόψιζαν όλη του τη φιλοσοφία.


     Όταν ο Εχθρός του ανθρωπίνου γένους τού επιτέθηκε διά μέσου ενός επισκόπου που τον είχε προσβάλει, ο άγιος ιεράρχης έδειξε σε αυτή την περίσταση όλη του την αρετή και την πραότητα, αρνούμενος να κατηγορήσει τον εχθρό του ή ακόμη και να παραπονεθεί. Ήταν αφοσιωμένος κυρίως σε έντονη ποιμαντική δραστηριότητα στην επισκοπή του. Ανακαίνισε πολλές κατεστραμμένες ή εγκαταλελειμμένες μονές και ίδρυσε ορφανοτροφεία για παιδιά, αδιακρίτως εθνικότητας και θρησκεύματος. Το πιο ονομαστό από αυτά τα φιλανθρωπικά καθιδρύματα ήταν εκείνο στα Μπίτολα (Μοναστήρι), όπου δίδασκε ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς [2 Ιουλ.] (1896-1966). Άλλα πάλι ιδρύθηκαν στο Κράλιεβο, στο Τσατσάκ, στο Γκόρνι Μιλάνοβατς και το Κραγκούγιεβατς, που φιλοξενούσε περισσότερα από εξακόσια παιδιά πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσηλωμένος στην ηθική και πνευματική οικοδομή του ποιμνίου του, ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος συνέγραψε πολυάριθμα έργα, ποιητικού και βαθυστόχαστου ύφους, τα οποία εκδόθηκαν σε είκοσι τόμους. Ανάμεσα στα γραπτά του το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα παραμένει ο «Πρόλογος της Αχρίδος», στο οποίο παραθέτει σύντομους Βίους των αγίων της κάθε ημέρας του έτους, μαζί με σχόλια και θέματα πνευματικού ενδιαφέροντος. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, ύμνους και ακολουθίες. Σχετικά με αυτές τις τελευταίες, ο άγιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς [14 Ιουν.] (1894-1979) δεν δίστασε να γράψει τα εξής ενθουσιαστικά λόγια: «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε!». Πνευματικός πατέρας, καθ’ όλα έμπειρος και διαποτισμένος με την αιώνια σοφία της Εκκλησίας, άφησε περί τις τριακόσιες «Ιεραποστολικές Επιστολές», οι οποίες απαντούν σε συγκεκριμένα ποιμαντικά ερωτήματα που έθεταν αυθόρμητα οι πιστοί. Υπήρξε ακόμη ο εμπνευστής ενός λαϊκού θρησκευτικού κινήματος, που έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην Προσευχή, στη συχνή θεία Μετάληψη και στη μετάφραση ή σύνθεση ύμνων και προσευχών στη σερβική γλώσσα (και όχι στα σλαβονικά) και του οποίου οι οπαδοί εμφύσησαν την εποχή εκείνη πνευματικό ενθουσιασμό και αποστολικό ζήλο στη σερβική Εκκλησία. Τόση ήταν η επιρροή του επισκόπου Νικολάου στον λαό, ώστε θεωρούσαν κάθε λόγο του, γραπτό ή προφορικό, ισάξιο των «Αποφθεγμάτων» του Γεροντικού.


     Πέρα από τη μέριμνα για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί ο Θεός, επεξέτεινε τη στοργή του σε όλη την Εκκλησία. Επέδειχνε στάση ειρήνης και καταλλαγής και επιδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Έλληνες και Βούλγαρους Ορθοδόξους. Το 1930, έλαβε μέρος στην Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, όπου εξέφρασε το ορθόδοξο φρόνημα πλήρως αντίθετος στην τάση προσαρμογής των ιερών παραδόσεων της Εκκλησίας στο απατηλό πνεύμα του αιώνα τούτου. Υπήρξε ακόμη ο πρωτεργάτης της καταγγελίας της συμφωνίας με το Βατικανό, που ήταν έτοιμη να συνάψει η Γιουγκοσλαβία το 1937, η οποία καθιστούσε σαρωτικά ολόκληρη τη χώρα ελεύθερο πεδίο προσηλυτισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από καιρό ο άγιος ιεράρχης είχε καλά προβλέψει ότι η παντοδύναμη Ευρώπη θα γινόταν συντρίμμια, αν ανατρέπονταν τα χριστιανικά της θεμέλια. Γι’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα έγραψε ο ίδιος προφητικά: «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από τη χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της» (βλ. Μάρκ. 5, 1-17).


     Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επίσκοπος Νικόλαος προτίμησε να συγκακουχηθεί με τον λαό του Θεού παρά να αναζητήσει ασφάλεια κάπου αλλού. Διαμαρτυρήθηκε θαρραλέα εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο, αναφωνώντας: «Αυτό, λοιπόν, είναι ο γερμανικός πολιτισμός: να σκοτώνεις εκατό αθώους Σέρβους για έναν Γερμανό! Τότε οι Τούρκοι ήσαν δικαιότεροι. Εάν είμαι ένοχος, σκοτώστε με. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να αντικρίζω καθημερινά τις συμφορές του λαού μου». Κατήγγειλε με αγανάκτηση τη «χριστιανική» υποκρισία που ανεχόταν και δικαιολογούσε τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Ορθοδόξων Σέρβων της Κροατίας, χωρίς καθόλου μίσος εναντίον αυτών που τα διέπραξαν, για τους οποίους αντίθετα ένιωθε βαθύτατο οίκτο. Αργότερα συνέθεσε έξοχη Ακολουθία προς τιμήν των αγίων Σέρβων Νεομαρτύρων [15 Ιουν.].


     Αυτή η θαρραλέα και ατρόμητη στάση οδήγησε σύντομα στη σύλληψή του από τους Γερμανούς το 1941. Αφού έμεινε πάνω από τρία χρόνια στις πιο αυστηρές φυλακές, συγκρατούμενος με τον πατριάρχη Γαβριήλ (Dozic· 1881-1950), προσευχόμενος νυχθημερόν με δάκρυα για τη σωτηρία του λαού, τον εκτόπισαν στο στρατόπεδο θανάτου του Νταχάου το 1944. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945, με την άφιξη των Συμμάχων, υπέφερε όμως έως τα τέλη του βίου του από τα επακόλουθα της κακομεταχείρισης και της βαναυσότητας που υπέστη εκεί. Όταν τον ρωτούσαν για τη ζωή στο Νταχάου, αποκρινόταν τα εξής: «Στο στρατόπεδο, να τι γίνεται: κάθεσαι σε μια γωνιά και λες στον εαυτό σου: “Κύριε, εγώ είμαι γη και σποδός (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 10, 9)· πάρε τη ψυχή μου!”. Τότε η ψυχή υψώνεται στα ουράνια και αντικρίζεις τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Όμως δεν το αντέχεις αυτό και Του λες: “Κύριε, δεν είμαι έτοιμος· άφησέ με να κατέβω πάλι!”. Με δυο λόγια, θα έδινα όλη τη ζωή που μου απομένει, για μια ώρα στο Νταχάου!».


     Μετά την απελευθέρωσή του, ο άγιος επίσκοπος μετέβη στην Αμερική (1946), όπου ανέκτησε τις απαραίτητες δυνάμεις του για να συνεχίσει το πνευματικό του έργο, εκεί όπου τον τοποθέτησε η θεία Πρόνοια. Περιόδευε ανά τη Βόρειο Αμερική, κηρύττοντας ευκαίρως-ακαίρως, και κατέστη με αυτόν τον τρόπο νέος απόστολος της Ορθοδοξίας στον Νέο Κόσμο. Έγραφε τα πνευματικά του έργα στα αγγλικά και δίδασκε στη σερβική Ιερατική Σχολή της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στη Θεολογική Ακαδημία Αγίου Βλαδιμήρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρνταβιλ (Νέα Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία). Εκεί, στον Άγιο Τύχωνα, ο άγιος Νικόλαος παρέδωσε τη γενναία και πολύσοφη ψυχή του στον Κύριο της Δόξης στις 5/18 Μαρτίου 1956, την ώρα που ετοιμαζόταν να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Το 1991, τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Μονή Τσέλιε. Αν και ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς τιμόταν τοπικά ήδη από πολύ καιρό, αναγνωρίστηκε επίσημα από τη σερβική Εκκλησία τον Μάιο του 2003.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Βάθη τοῦ Πνεύματος, Πάτερ ἠρεύνησας, ὅθεν ἐξέμαθες ῥήματα ἄῤῥητα, καὶ χρυσοῤῥόας ποταμός, ἐδείχθης τοῖς Ὀρθοδόξοις· Σάββα γὰρ θεόφρονος, τὴν ὁδὸν ἠκολούθησας, τοῦ λαοῦ γενόμενος, ποιμενάρχης χριστόψυχος· διὸ πανευγνωμόνως τὴν μνήμην, Νικόλαε Ἅγιε τιμῶμέν σου.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰ φυσικά σου προτερήματα Πάτερ, καθυποτάξας τῷ Δεσπότῃ προθύμως, ὤφθης λαμπρὸς τοῦ Πνεύματος, Νικόλαε ναός· ὅθεν ᾠκοδόμησας, ὡς ποιμὴν χρυσολόγος, βίῳ καὶ συγγράμμασι, τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ μαρτυρίου φέρων τὰς οὐλάς, Αὐτῷ πρεσβεύεις, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῆς Σερβίας γόνος λαμπρός, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, χαριτόβρυτος πλουτισμός, χαίροις οἰκουμένης, ἀκοίμητος εὐχέτης, Νικόλαε τρισμάκαρ, Ζίτσης ὁ πρόεδρος.




[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 61–65.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ


     Η πρωτεύουσα της Συρίας, η Δαμασκός, περιήλθε στην αραβική κυριαρχία το 635 και έγινε πρωτεύουσα του Χαλιφάτου. Οι κατακτητές καταπίεζαν πολύ τους χριστιανούς, ο Σέργιος Μονσούρ όμως, γόνος επιφανούς χριστιανικής οικογενείας της πόλεως, κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Άβδουλ-Μάλικ (608-705) και να γίνει γενικός επίτροπος των υποθέσεων του χριστιανικού πληθυσμού που κατέβαλλε φόρο. Ο καλός και δίκαιος αυτός άνθρωπος ήταν ο κατά σάρκα πατέρας του οσίου πατρός ημών Ιωάννου του λεγομένου «Δαμασκηνού», του μελωδικού αυτού σκεύους εκλογής του Αγίου Πνεύματος.

     Ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 675 (ή 655) και από την παιδική του ηλικία διδάχθηκε τις μεγάλες αρετές της ελεημοσύνης και της φιλευσπλαχνίας από τον πατέρα του, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον σημαντικό πλούτο του για την εξαγορά και την απελευθέρωση των χριστιανών αιχμαλώτων. Αργότερα, ο Ιωάννης πρόκοψε πολύ στη σοφία μαζί με τον άγιο Κοσμά [14 Οκτ.], που υιοθέτησε ο Σέργιος όταν ο άγιος έμεινε ορφανός. Οι δύο αδελφοί μυήθηκαν στη φιλοσοφία και στις θύραθεν επιστήμες από τον λόγιο μοναχό Κοσμά, που καταγόταν από την Ιταλία, και τον οποίο ο Σέργιος είχε εξαγοράσει από τους Άραβες. Η μεγάλη τους οξύνοια και η σεμνή διαγωγή των δύο νέων τούς έκαναν να προοδεύσουν γρήγορα και να διακριθούν ιδιαίτερα στην τέχνη της ποιήσεως και της μουσικής και, μετά από πολλά χρόνια, ο διδάσκαλός τους Κοσμάς, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει τίποτε άλλο πλέον να τους διδάξει, ζήτησε από τον πατέρα τους την άδεια να αποσυρθεί για να τελειώσει τον βίο του στην περίφημη Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου [5 Δεκ.].


     Τέλειος γνώστης της ελληνικής και αραβικής γλώσσας, ο Ιωάννης ακολούθησε λαμπρή σταδιοδρομία στη δημόσια διοίκηση και μετά τον θάνατο του πατέρα του τον διαδέχθηκε στο υψηλό του αξίωμα, επί χαλίφη Ουαλίδ (705-715). Λίγο αργότερα ανήλθε στον θρόνο του Βυζαντίου ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741), που πολύ σύντομα άρχισε να ταλαιπωρεί την Αγία του Χριστού Εκκλησία διώκοντας την ευλαβή προσκύνηση των ιερών εικόνων. Το πληροφορήθηκε αυτό ο διάπυρος υπέρμαχος της Πίστεως, Ιωάννης, και έστειλε από τη Δαμασκό πολλές επιστολές στο Βυζάντιο υπερασπιζόμενος με επιχειρήματα που αντλούσε από την Αγία Γραφή και τις διδαχές των αγίων Πατέρων την τιμητική προσκύνηση των σεπτών εικόνων. Η πράξη του αυτή προκάλεσε την οργίλη μανία του αυτοκράτορα, ο οποίος για να απαλλαγεί από τον Ιωάννη ενήργησε ώστε να φθάσει στα χέρια του Ουαλίδ μια επιστολή που δήθεν είχε συντάξει ο Ιωάννης, στην οποία καλούσε τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει και να καταλάβει τη Δαμασκό. Έξαλλος ο χαλίφης διέταξε να κόψουν το δεξί χέρι του συμβούλου του. Το ίδιο βράδυ ο Ιωάννης τοποθέτησε το κομμένο χέρι κοντά στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε στην Παντάνασσα να του ξαναδώσει το χέρι του.


     Κατόπιν, αποκοιμήθηκε και είδε την εικόνα να ζωντανεύει και την Παναγία να τον παρηγορεί. Όταν ξύπνησε, διαπίστωσε με άφατη αγαλλίαση ότι το χέρι του είχε συγκολληθεί και έκτοτε το αφιέρωσε στη συγγραφή ύμνων και τροπαρίων για την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Σωτήρα Χριστό, καθώς και στην υπεράσπιση της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως [1]. Παρά τις συκοφαντίες των αυλικών του, ο χαλίφης πίστευσε στη θαυματουργική ίαση και θέλησε να αποκαταστήσει τον Ιωάννη στο παλαιό του αξίωμα. Εκείνος όμως ζήτησε και έλαβε τελικά την άδεια να αποσυρθεί οριστικά και μαζί με τον Κοσμά πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γίνει μοναχός στη Λαύρα του Αγίου Σάββα.


     Με υπόδειξη του ηγουμένου της Λαύρας, ο Ιωάννης υποτάχθηκε στην πνευματική καθοδήγηση ενός γέροντα, έμπειρου μεν στους αγώνες της αρετής, αλλά τραχέος, αυστηρού και απαιτητικού. Ο γέροντας αυτός του απαγόρευσε κάθε δραστηριότητα που του υπενθύμιζε το ένδοξό του παρελθόν (φιλοσοφία, επιστήμες, ποίηση, υμνωδία και συγγραφή) και πρόσταξε τον Ιωάννη να αφιερωθεί δίχως μεμψιμοιρία στα πιο ταπεινά διακονήματα ώστε να προκόψει στην υπακοή και στην ταπείνωση. Με διάπυρο ζήλο ο νεαρός Ιωάννης αφιερώθηκε στην αποκοπή του ιδίου θελήματος και στην αποταγή του παρελθόντος βίου του. Μια μέρα όμως, ενέδωσε στις παρακλήσεις ενός γείτονα που μόλις είχε χάσει έναν συγγενή του και, παρά την απαγόρευση του γέροντα, συνέθεσε προς παρηγορία του ένα υπέροχο και αρκετά γνωστό τροπάριο που ψάλλεται ακόμα στις μέρες μας κατά τη Νεκρώσιμη Ακολουθία:

     «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα,
     ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον·
     οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος,
     οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·
     ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος,
     ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται.
     Διὸ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν·
     Τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον,
     ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία».

     Δηλαδή:
     «Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικά και δεν υπάρχουν μετά τον θάνατο· ούτε τα πλούτη παραμένουν, ούτε η δόξα μάς συνοδεύει. Διότι, όταν έρχεται ο θάνατος, όλα αυτά θα εξαφανιστούν. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε στον αθάνατο Βασιλιά, τον Χριστό μας· Κύριε, αυτόν που πήρες από εμάς, ας τον αναπαύσεις εκεί που βρίσκεται η κατοικία όλων αυτών που γεύονται την ευφροσύνη της Βασιλείας Σου» [2].


     Πληροφορούμενος την ανυπακοή αυτή, ο γέροντάς του τον πρόσταξε να μαζέψει όλες τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα ίδια του τα χέρια. Ο Ιωάννης υπάκουσε χωρίς καθόλου να γογγύσει. Λίγες μέρες αργότερα όμως, παρουσιάσθηκε η Θεοτόκος στον σκληρότροπο γέροντα και τον διέταξε να μη φράζει άλλο τη θαυμάσια κρήνη που αναβλύζει αυτό το ευωδιαστό νάμα της εκκλησιαστικής ποιήσεως και να αφήσει ανεμπόδιστο και ελεύθερο τον υποτακτικό του να συνθέτει ύμνους και ποιήματα που επρόκειτο να ξεπεράσουν σε ωραιότητα και γλυκύτητα τους Ψαλμούς του Δαβίδ, αλλά και τις Ωδές των αγίων Προφητών.

     Ως λύρα καλλικέλαδος ο Ιωάννης, άρχισε τότε με την άνωθεν έμπνευση του Αγίου Πνεύματος να μέλπει πολλούς ύμνους τέλειας αρμονίας, το περιεχόμενο των οποίων αποτύπωνε τους πλέον βαθείς θεολογικούς στοχασμούς των Πατέρων της Εκκλησίας. Συνέθεσε τον Κανόνα που ψάλλουμε το Πάσχα και το μεγαλύτερο μέρος των αναστάσιμων ύμνων της «Ὀκτωήχου» [3]. Συνέγραψε, επίσης, θαυμάσιους Κανόνες και εξαίσιους Λόγους εγκωμιάζοντας Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές και εορτές Αγίων. Παράλληλα με το χάρισμα του μελωδού, έλαβε παρά Θεού τη δωρεά της θεολογικής έκφρασης. Χωρίς να προσθέτει κάτι καινούργιο στις δογματικές αλήθειες που είχαν διδάξει στο παρελθόν Πατέρες της Εκκλησίας, όπως οι άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος [25 Ιαν.· 30 Ιαν.], Βασίλειος ο Μέγας [1 Ιαν.· 30 Ιαν.], Ιωάννης ο Χρυσόστομος [13 Νοεμ.· 27 Ιαν.· 30 Ιαν.], Γρηγόριος Νύσσης [10 Ιαν.], Μάξιμος ο Ομολογητής [21 Ιαν.· 13 Αυγ.] κ.α., ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διετύπωσε στην τριλογία «Πηγὴ Γνώσεως» [4] την ουσία της χριστιανικής Πίστεως, χρησιμοποιώντας τόσο αξιοθαύμαστα πυκνές και διαυγείς εκφράσεις, ώστε το έργο αυτό να μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως επισφράγιση και κορωνίδα της εποχής των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Η «Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» αποτελεί τον πλέον ασφαλή οδηγό κάθε χριστιανού σχετικά με δογματικά θέματα και ένα μνημείο της χριστιανικής παράδοσης και γραμματείας. Αναιρώντας τις αιρέσεις που παραπλανούν δεξιά και αριστερά και καταδεικνύοντας τη βασιλική και ουρανοδρόμο οδό του ιερού δόγματος της εν Χριστώ αποκάλυψης, ο άγιος Ιωάννης διέλαμψε στον αγώνα κατά των εικονομάχων. Σε τρεις εκτενείς «Λόγους» του (726-730), καταδεικνύει εναργέστατα το θεολογικό βάθος και τη σωστική αναγκαιότητα προσκύνησης και τιμής των σεπτών εικόνων και των ιερών λειψάνων, που αποτελούν τρανή διακήρυξη της απτής πραγματικότητας της Ενανθρώπησης του Υιού του Θεού αλλά και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο των θεωμένων Αγίων [5]. Με την ταπεινοφροσύνη του και την επιμονή στους ασκητικούς αγώνες, ο αληθής αυτός φιλόσοφος κατέκτησε εν Αγίω Πνεύματι τη θεοποιό σοφία και εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω στις 4 Δεκεμβρίου 749 (ή 753). Στη Λαύρα του Αγίου Σάββα διατηρείται το σπήλαιο στο οποίο είχε αποσυρθεί και αποτελεί τόπο προσκυνήματος μέχρις τις μέρες μας.


—Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ—
[1]  Σύμφωνα με την παράδοση, την εικόνα αυτή της Θεοτόκου έφερε στο Άγιον Όρος από τους Αγίους Τόπους ο άγιος Σάββας ο Χιλανδαρινός [13 Ιαν.] και την κατέθεσε στη Μονή Χιλανδαρίου, όπου τιμάται ως εφέστια εικόνα (Παναγία η «Τριχερούσα» [12 Ιουλ.]).
[2]  Ψάλλεται μέχρι σήμερα στη Νεκρώσιμο Ακολουθία (4ο Νεκρώσιμο Ιδιόμελο, Ήχος Γ΄) και στην «Παρακλητική» (Απόστιχα του Εσπερινού της Παρασκευής, 4ο Τροπάριο του προαναφερθέντος ήχου).
 [3]  Λειτουργικό βιβλίο που εντάσσεται στην «Παρακλητική» και περιέχει τους ύμνους που ψάλλονται τις Κυριακές σύμφωνα πάντα με τους Οκτώ Ήχους της Βυζαντινής Μουσικής.
 [4]  Περιλαμβάνει τα: «Διαλεκτικά» (φιλοσοφική εισαγωγή), «Αἱρέσεων Ἱστορία» (αναίρεση εκατόν τριών αιρέσεων) και «Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» (Βλ. «Ἔργα», ΕΠΕ, Τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1976).
 [5]  «Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας»,  ΕΠΕ, Τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1990.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσημος τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τα πέρατα, ταῖς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἐλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν ὑμνογράφον καὶ σοφὸν Ἰωάννην, τῆς Ἐκκλησίας παιδευτὴν καὶ φωστῆρα, καὶ τῶν ἐχθρῶν ἀντίπαλον ὑμνήσωμεν πιστοί· ὅπλον γὰρ ἀράμενος, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, πᾶσαν ἀπεκρούσατο, τῶν αἱρέσεων πλάνην· καὶ ὡς θερμὸς προστάτης εἰς Θεόν, πᾶσι παρέχει, πταισμάτων συγχώρησιν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
ψηλῶν δογμάτων ἑρμηνευτά, ἱερῶν ᾀσμάτων, θεορρῆμον ὑφηγητά, χαίροις Ἰωάννη, ὁ πάντας διεγείρων, τοῖς μελιχροῖς σου ὕμνοις, πρὸς θείαν αἴνεσιν.


Η παρούσα ανάρτηση αφιερώνεται
ολόψυχα, ευγνωμονικά και συγκινητικά
στη σεπτή και αγαθή μνήμη
του ήδη μακαριστού πατρός Δαμασκηνού,
Μοναχού Παντοκρατορινού,
του κατά κόσμον Αριστείδη Δ. Χατζηπαναγιωτίδη
από την ακριτική πόλη της Πτολεμαΐδας·
αυτού του καλλικέλαδου, τερπνού
και κατανυκτικού Ιεροψάλτου,
του πάλαι ποτέ καλού και αγωνιστού 
πολυτέκνου εν τω κόσμω πατρός,
του φιλοπαραδοσιακού και ακριβοτρόπου ανδρός,
που αγάπησε και βρήκε τον Πολύτιμο Μαργαρίτη
μέσα στη μοναστική ησυχία και προσευχή.
Αιωνία η μνήμη αυτού.
Η ευχή του, πολύτιμο φυλακτό της καρδιάς μου.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος), σελ. 45–48.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.