Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο «ΓΕΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ»

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο «ΓΕΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ»


     Ο όσιος Ιωσήφ καταγόταν από το χωριό Λιθίνες της Σητείας της Κρήτης και γεννήθηκε το 1799 στα ερείπια της Μονής Καψά, στην νοτιοανατολική εσχατιά της κρητικής γης, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του για να γλυτώσουν από τους Τούρκους. Αγράμματος εξ ανάγκης, έμαθε ωστόσο από στήθους πολλές εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο παράφορος, βάναυσος, απότομος και βίαιος όμως χαρακτήρας του τον έκανε σιγά-σιγά να λησμονήσει την ευσέβεια της νεότητάς του και οι γονείς του υποχρεώθηκαν να τον στείλουν να δουλεύει σε απομακρυσμένα μέρη για να αποφεύγει τις έριδες με τους Τούρκους κατοίκους του χωριού του. Η απομόνωση όμως αυτή άλλο δεν έκανε παρά να εντείνει τις τάσεις του, και έτσι όταν παντρεύτηκε, η γυναίκα του πάσχιζε απεγνωσμένα να τον διορθώσει.


     Μια Κυριακή πήγε να πουλήσει ένα φορτίο ξύλων στο χωριό συνοδευόμενος από την γυναίκα του που δεν στάθηκε δυνατό να τον πείσει να σεβαστεί την Ημέρα του Κυρίου. Όταν επέστρεψε, βρήκε την μικρή του κόρη καμένη ζωντανή στο αλώνι μπροστά στο σπίτι του. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε όλο του το είναι και σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στην ζωή του. Γύρισε να δουλέψει στο χωριό του και με την ενέργεια της θείας Χάριτος, από σκαιός και βίαιος που ήταν, έγινε υπόδειγμα πραότητας, αγάπης και ευλαβείας. Η άνυδρη γη της ψυχής του, αρδευόμενη έκτοτε από τους ποταμούς των δακρύων του, έφερε τους καρπούς των αγίων αρετών που οικοδομούσαν όλους τους άλλους χριστιανούς.


     Μια μέρα του 1841 έπεσε σε ύπνο βαθύ που κράτησε περισσότερο από σαράντα ώρες. Στο ξύπνημά του θεράπευσε μια γυναίκα παράλυτη και, πιεζόμενος από τις ερωτήσεις των κοντινών του ανθρώπων, διηγήθηκε με εκπληκτική ευφράδεια ότι ένας Άγγελος τον οδήγησε σε έναν εξαίσιο λειμώνα στολισμένο με τα πιο ευώδη φυτά, όπου είδε τις ουράνιες Μονές των εκλεκτών· έπειτα ο Άγγελος τού έδειξε τις τιμωρίες των κολασμένων. Από την ημέρα εκείνη τον επισκίασε η θεία Χάρις και από το στόμα εκείνου του αμόρφωτου ανθρώπου έρρεαν ποταμοί πνευματικών διδαχών.


     Θεράπευσε επίσης πολλούς αρρώστους και έτσι δεν άργησαν να προσέρχονται στο σπίτι του πλήθη πιστών, σε σημείο που οι επιτυχίες του ανησύχησαν τις Αρχές. Ο άνθρωπος του Θεού, που έκτοτε όλοι αποκαλούσαν με σεβασμό «Γεροντογιάννη», κλήθηκε τρεις φορές στο Ηράκλειο από τον Τούρκο διοικητή της Κρήτης, ο οποίος τον απείλησε με φυλάκιση ή εξορία. Όταν όμως εκείνος θεράπευσε τον γιο του πασά, τον άφησαν στην ησυχία του, συμβουλεύοντάς τον ωστόσο να αποφεύγει να συγκεντρώνει γύρω του πλήθη. Εν συνεχεία, ήταν ο επίσκοπος του τόπου, ο Ιεροσητείας Ιλαρίων, που θέλησε να βάλει τέλος στο έργο του οσίου κατηγορώντας τον ως αγύρτη. Μια μέρα που ο ιεράρχης είχε κάνει στάση στο χωριό του Γεροντογιάννη σε μια ποιμαντική επίσκεψή του, διαπίστωσε θυμωμένος ένα πλήθος χριστιανών συγκεντρωμένων γύρω από το σπίτι του. Η φοράδα του επισκόπου, που μόλις είχε γεννήσει, ξαφνικά αφήνιασε και δεν άφηνε να την πλησιάσει ακόμη και το πουλάρι της. Κάλεσαν αμέσως τον Γεροντογιάννη που γιάτρεψε αμέσως το ζωντανό και ο επίσκοπος γεμάτος ευγνωμοσύνη τον ευλόγησε και τον ασπάσθηκε.


     Μετά από επτά μήνες, ο μακάριος, κουρασμένος από τις τιμές και το καλό του όνομα, αποφάσισε να γίνει μοναχός στο μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου του Καψά, όπου είχε γεννηθεί, βαπτισθεί και παντρευτεί. Εγκαταλείποντας την οικογένειά του στην φροντίδα της θείας Πρόνοιας και παίρνοντας μαζί του όλο κι όλο ένα ραβδί, εγκαταστάθηκε στα ερείπια του μοναστηριού. Το φως των αρετών του ωστόσο δεν τον άφησε να ακολουθήσει για πολύ τον ησυχαστικό βίο που επιθυμούσε. Παρά το δυσπρόσιτο του τόπου, οι πιστοί άρχισαν να συρρέουν σε λίγο για να ζητήσουν τις προσευχές του και τις συμβουλές του και βρέθηκε υποχρεωμένος να ανακαινίσει μερικά κελιά για να τους υποδέχεται. Εν συνεχεία, επειδή από τους μαθητές του ζητούσαν να διάγουν μοναχικό βίο υπό την καθοδήγησή του, ανέλαβε την πλήρη ανακαίνιση του μοναστηριού που ολοκληρώθηκε με τεράστιους κόπους, και το 1863 κατόρθωσε να τελεσθούν τα εγκαίνια του ναού και η κουρά του οσίου με το όνομα Ιωσήφ.


     Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια (1866-1870) στην Μονή της Αγίας Σοφίας που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου χιλιομέτρων, επέστρεψε στην Μονή Καψά και πέρασε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του με αυστηρή άσκηση, προκειμένου να ετοιμασθεί για την εκδημία του, την οποία του αποκάλυψε ο Θεός. Παρόλο που η φωνή του μόλις και ακουγόταν εξαιτίας των κακοπαθειών του, δεν έπαψε να δέχεται όλους τους πιστούς που τους κατηχούσε στις ευαγγελικές αρετές και προέτρεπε στην ευσέβεια. Έλεγε συγκεκριμένα: «Χωρίς την αγάπη, όλα είναι μάταια». Επιδαψίλευε στους επισκέπτες του την θεία ευσπλαχνία με τα θαύματά του, αλλά προφήτευε κιόλας τα δεινά που έμελλαν να βρουν την Κρήτη μετά την Επανάσταση και τους αδελφοκτόνους πολέμους. Αφού οδηγήθηκε εν οράματι από έναν Άγγελο στους Αγίους Τόπους, τους οποίους ήταν σε θέση να περιγράψει σαν να τους είχε πράγματι επισκεφθεί, ο μακάριος Ιωσήφ εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Αυγούστου 1874. Στις 7 Μαΐου 1982 έλαβε χώρα η εύρεση των τιμίων λειψάνων του, τα οποία συνεχίζουν να επιτελούν πλήθη θαυμάτων και ιάσεων. Η δε μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωσήφ του «Γεροντογιάννη» αναγνωρίσθηκε επισήμως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2002.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου τὸν νέον κτίτορα,
ἀσκητικῆς ἐποφθέντα ἐν τῇ ἐρήμῳ Καψᾷ
ἀγωγῆς ἀρτίως ἄστρον παμφαέστατον·
στέψωμεν ἄνθεσιν ᾠδῶν
καὶ προσπέσωμεν αὐτοῦ λειψάνοις τοῖς πανιέροις·
ταῖς πρεσβείαις σου, ἐκβοῶντες,
σῶσον ἡμᾶς ἐκ πειρασμῶν, Ἰωσήφ.




[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος), σελ. 72–74.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

ΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΕΣΟ

ΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΕΣΟ


     Οι επτά αυτοί άγιοι, κατά τις αρχαιότερες εκδοχές του Συναξαρίου τους, εμφανίζονται ως νεαροί στρατιώτες, αλλά μεταγενέστερα παρουσιάσθηκαν ως παιδιά, ιδιαίτερα στην εικονογραφική παράδοση. Τα ονόματά τους είναι: Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος και Κωνσταντίνος (ή Ιωάννης) και η θαυμαστή ιστορία τους έχει ως εξής· Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος (250), ερχόμενος από τη Δύση, έφθασε στην Έφεσο έδωσε διαταγή να συγκεντρωθεί όλος ο πληθυσμός στους ναούς για να θυσιάσει στους θεούς. Την τρίτη ημέρα των εορτών που διοργανώθηκαν με την ευκαιρία αυτή, ο αυτοκράτορας πρόσταξε να συλληφθούν όλοι οι χριστιανοί. Οι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες της πόλεως βοήθησαν τους στρατιώτες να σύρουν όλους τους πιστούς που έβρισκαν στην αγορά για να τους εξαναγκάσουν να θυσιάσουν. Πολλοί υπέκυψαν μπροστά στην προοπτική των βασανιστηρίων, ενώ όσοι αρνήθηκαν να ενδώσουν θανατώθηκαν δίχως έλεος. Μπροστά σε τόση σκληρότητα ο Μαξιμιλιανός, ο γιος του επάρχου της πόλης, καθώς και άλλοι έξι νέοι επιφανών οικογενειών που υπηρετούσαν ως ευέλπιδες στον στρατό, θλίβονταν και έχυναν δάκρυα, περισσότερο δε για την απώλεια των ψυχών των αποστατών, παρά για τα πάθη των μαρτύρων. Κάθε φορά που αναγγελλόταν η τέλεση μιας θυσίας, αποσύρονταν στην εκκλησία για να προσευχηθούν· η στάση τους όμως αυτή δεν διέφυγε από την προσοχή των εθνικών, οι οποίοι τους κατέδωσαν στον αυτοκράτορα. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ακόμη και σιδηροδέσμιους τούς έσυραν στο παλάτι. Ο Μαξιμιλιανός πήρε τον λόγο εξ ονόματος όλων για να απαντήσει στον αυτοκράτορα που τους ανέκρινε για τον λόγο της απειθαρχίας τους: «Έχουμε έναν Θεό, η δόξα του Οποίου πληροί τον ουρανό και τη γη και προσφέρουμε σε Αυτόν τη μυστική θυσία της ομολογίας της Πίστεως και των αδιάλειπτων προσευχών μας». Ο Δέκιος εξοργισμένος πρόσταξε να τους αφαιρέσουν τις ζώνες τους, ένδειξη του αξιώματός τους, και υποκρινόμενος ότι τους λυπήθηκε, διέταξε να λύσουν τα δεσμά τους και να τους δώσουν μερικές ημέρες προθεσμία για να το ξανασκεφθούν, ενώ εκείνος θα απουσίαζε από την πόλη.

     Αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, οι επτά νέοι αποφάσισαν να κρυφτούν σε μια μεγάλη σπηλιά ανατολικά της πόλεως, με σκοπό να προετοιμασθούν εκεί στην ησυχία και την προσευχή, για να εμφανισθούν πάλι ενώπιον του τυράννου. Κατά τις ημέρες της διαμονής τους στο ασκητήριο εκείνο, ανατέθηκε στον νεώτερο μεταξύ τους, τον Ιάμβλιχο, η φροντίδα του φαγητού και για τον λόγο αυτό κατέβαινε πότε-πότε στην πόλη.


     Επιστρέφοντας στην Έφεσο ο Δέκιος έδωσε διαταγή να φέρουν ενώπιόν του τους επτά νέους κρατούμενους για να τους προτείνει να θυσιάσουν. Μαθαίνοντας το νέο οι επτά νέοι ενέτειναν τις προσευχές τους. Ανάλωσαν τόσες δυνάμεις, ώστε όταν βράδιασε κάθισαν για να φάνε το ψωμί που είχε φέρει ο Ιάμβλιχος και από την κούραση και την αγρυπνία κοιμήθηκαν. Έτσι, από θεία Πρόνοια παρέδωσαν τη ψυχή τους με την προσευχή στα χείλη.

     Καθώς οι νέοι χριστιανοί δεν μπορούσαν να βρεθούν πουθενά, ο Δέκιος έξαλλος πρόσταξε να ανακριθούν οι γονείς τους, οι οποίοι αποκάλυψαν την τοποθεσία του κρησφύγετου και έστειλε άνδρες για να φράξουν την είσοδο της σπηλιάς έτσι ώστε οι άγιοι να πεθάνουν από ασφυξία. Οι λειτουργοί που επιφορτίσθηκαν με το καθήκον αυτό, Θεόδωρος και Βάρβος, που ήσαν εν κρυπτώ χριστιανοί, εκτέλεσαν τη διαταγή παρά την θέλησή τους και κατόπιν έλαβαν πρόνοια να χαραχθεί η διήγηση του μαρτυρίου των επτά νέων πάνω σε μολυβένιες πλάκες που τοποθετήθηκαν σε ένα σεντούκι, το οποίο και έκρυψαν εκεί κοντά.


     Διακόσια περίπου χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου του Νέου (περί το 446), μια αίρεση που αρνιόταν την ανάσταση των νεκρών ήλθε να σπείρει τον διχασμό στην Εκκλησία. Με την υπόθαλψη του επισκόπου Αιγαίου, Θεοδώρου, η γνώμη αυτή έσυρε πλήθος ψυχών στην απώλεια, έτσι που ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος παρακάλεσε τον Θεό με δάκρυα να φανερώσει την αλήθεια. Τότε λοιπόν ο ιδιοκτήτης του κτήματος όπου βρισκόταν η σπηλιά των επτά μαρτύρων, κάποιος Αδάτιος ή Αδόλιος, αποφάσισε να φτιάξει μάνδρα για τα ποίμνιά του. Καθώς έβγαζε τις πέτρες, άνοιξε την είσοδο της σπηλιάς και αμέσως οι επτά νέοι επανήλθαν στη ζωή σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη μέρα, χωρίς να έχουν αλλάξει στο παραμικρό, ούτε να έχουν υποστεί κάτι κατά τον μακροχρόνιο αυτόν ύπνο. Η συζήτησή τους ξανάπιασε αμέσως το θέμα του διωγμού και της προοπτικής της δημόσιας θυσίας που διέταξε ο Δέκιος. Ο Μαξιμιανός πήρε τον λόγο λέγοντας: «Αδελφοί μου, αν μας πιάσει ο Δέκιος, να σταθούμε γενναία μπροστά στους διώκτες και μην προδώσουμε από δειλία την Πίστη μας. Εσύ, Ιάμβλιχε, πάρε αυτά τα νομίσματα και πήγαινε στην πόλη να αγοράσεις ψωμί. Να πάρεις λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως γιατί πεινάμε, και με την ευκαιρία να μάθεις τι γίνεται με τις έρευνες που κάνει ο αυτοκράτορας για μας».


     Φθάνοντας στην είσοδο της πόλης ο Ιάμβλιχος έμεινε άναυδος βλέποντας το σημείο του Σταυρού σε όλες τις πόρτες. Μην αναγνωρίζοντας ούτε ανθρώπους ούτε οικοδομήματα, αναρωτήθηκε αν ονειρευόταν ή αν είχε μπει σε άλλη πόλη. Στην αγορά αγόρασε ψωμί, αλλά όταν έδωσε τα χρήματα στον φούρναρη, αυτός τον κοίταξε προσεκτικά και τον ρώτησε μήπως είχε βρει κανέναν παλαιό θησαυρό, διότι τα νομίσματα έφεραν το ομοίωμα ενός αλλοτινού αυτοκράτορα. Στα λόγια αυτά ο Ιάμβλιχος άρχισε να τρέμει από τον φόβο του και, νομίζοντας ότι θα τον παρέδιδαν στον αυτοκράτορα, ήθελε να το βάλει στα πόδια. Οι πωλητές όμως τον κράτησαν και απείλησαν να τον σκοτώσουν αν δεν μοιραζόταν μαζί τους τον θησαυρό και, βάζοντάς του μια θηλιά στον λαιμό, τον έσυραν στην αγορά.


     Τη στιγμή εκείνη η ομάδα συνάντησε τον ανθύπατο που πήγαινε να επισκεφθεί τον επίσκοπο Στέφανο. Μαθαίνοντας τον λόγο της αναταραχής, ο άρχοντας ρώτησε τον Ιάμβλιχο πώς είχε βρει τον θησαυρό αυτό και πού τον έκρυβε. Ο νέος αποκρίθηκε ότι δεν είχε βρει τίποτα και ότι είχε τα νομίσματα τούτα από τους γονείς του. Κι όταν τον ρώτησαν ποια ήταν η πατρίδα του και ποιοι οι γονείς του, απάντησε: «Είμαι από ’δω, αν αυτή η πόλη είναι η Έφεσος, και οι γονείς μου είναι οι τάδε». Τα ονόματα αυτά ήσαν άγνωστα στον ανθύπατο και όλως ασυνήθιστα, οπότε εξοργισμένος κατηγόρησε τον Ιάμβλιχο ότι ήθελε να τον εξαπατήσει, αφού αυτά τα διακοσίων χρόνων νομίσματα μαρτυρούσαν ότι όντως είχε βρει θησαυρό. Ο Ιάμβλιχος έπεσε τότε στα πόδια του και τον ικέτευσε να του φανερώσει πού ήταν ο αυτοκράτορας Δέκιος. Όταν του απάντησαν ότι εκείνος είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια, πρότεινε στον ανθύπατο να τον ακολουθήσει στη σπηλιά για να του δείξει ότι είχαν καταφύγει εκεί με τους συντρόφους του για να ξεφύγουν από τον διωγμό του Δεκίου.


     Ο ανθύπατος, συνοδευόμενος από τον επίσκοπο και μεγάλο πλήθος, μετέβη τότε στη σπηλιά, όπου βρήκαν τις μολυβένιες πλάκες που έφεραν τα ονόματα των νέων. Όλοι αναγνώρισαν τότε το θαύμα και ανέπεμψαν κραυγές ευχαριστίας. Ο ανθύπατος και ο επίσκοπος έγραψαν τότε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ότι η θαυμαστή εμφάνιση των επτά αυτών νέων, που είχαν πεθάνει πριν από τόσα χρόνια, ήταν μία ολοφάνερη απόδειξη της ανάστασης των σωμάτων. Ο αυτοκράτορας έσπευσε στην Έφεσο, επισκέφθηκε τους νέους και έλουσε με τα δάκρυά του τα πόδια τους. Αφού διηγήθηκαν επί μακρόν την ιστορία τους στον ηγεμόνα και στους παρόντες επισκόπους, ο Μαξιμιλιανός και οι συν αυτώ έγειραν γλυκά σαν νυσταγμένοι στη γη και εκοιμήθησαν οριστικά τον ύπνο του θανάτου.


     Ο Θεοδόσιος πρόσταξε να κατασκευαστούν επτά χρυσοί σαρκοφάγοι και να τιμηθούν οι άγιοι νέοι με μεγάλες γιορτές στις οποίες προσκλήθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Εφέσου, πλούσιοι και φτωχοί. Την επόμενη νύχτα ωστόσο οι άγιοι εμφανίσθηκαν σε αυτόν για να του ζητήσουν να αφήσει τα σώματά τους καταγής μέσα στη σπηλιά εν αναμονή της κοινής αναστάσεως. Το σπήλαιο των Επτά Παίδων, που κατά την παράδοση ταυτίσθηκε με εκείνο στο οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή [22 Ιουλ.] παρέδωσε το πνεύμα, έγινε περίφημος τόπος προσκυνήματος. Η τιμή τους διαδόθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο και βρίσκεται ακόμη και στην ισλαμική παράδοση. Μάλιστα, τους αποδίδεται η εξαίρετη χάρη να θεραπεύουν τη δεινή νόσο της αϋπνίας και να φέρνουν τάχιστα τον νυσταγμό στα βλέφαρα των πασχόντων που προσέρχονται προς αυτούς με πίστη.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες,
πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὔπνον,
οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἑπτάριθμοι Μάρτυρες·
καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν,
τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν·
ὅθεν ἅπαντες,
συμφώνως τούτους τιμήσωμεν,
δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες,
καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες,
διαφθορᾶς διέμειναν
θανόντες παρεκτός·
ὅθεν ἐξανίστανται,
μετὰ πλείονας χρόνους,
ἅπασαν ἐνθάψαντες,
δυσμενῶν ἀπιστίαν·
οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί,
ἀνευφημοῦντες,
Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
 Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν·
οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες,
ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν,
ἐδήλωσαν πᾶσι,
τὴν μέλλουσαν γενέσθαι,
ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ,
βροτῶν ἀνάστασιν.


—ΕΥΧΗ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΩΝ—
εἰς ἀσθενῆ καὶ μὴ ὑπνοῦντα.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
     Θεὸς ὁ μέγας καὶ αἰνετὸς καὶ ἀκατάληπτος καὶ ἀνεκδιήγητος, ὁ πλάσας τὸν ἄνθρωπον τῇ χειρί σου, χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ τῇ εἰκόνι τῇ σῇ τιμήσας αὐτόν, Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ ἐπιπόθητον ὄνομα, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, ἐπιφάνηθι ἐπὶ τὸν δοῦλον σου (τόνδε) καὶ ἐπίσκεψαι αὐτὸν ψυχῇ καὶ σώματι, δυσωπούμενος ὑπὸ τῆς πανενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας· τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων ἀσωμάτων· τοῦ τιμίου, ἐνδόξου, προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου· τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων· τῶν ἐν Ἀγίοις Πατέρων ἡμῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ, καὶ πάντων τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν· τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καὶ πάντων τῶν ἁγίων Μαρτύρων· τῶν Ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, Ἀντωνίου, Εὐθυμίου, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, Ὀνουφρίου, Ἀρσενίου, Ἀθανασίου τοῦ ἐν Ἄθῳ, καὶ πάντων τῶν Ὁσίων· τῶν ἁγίων καὶ ἰαματικῶν Ἀναργύρων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, Κύρου καὶ Ἰωάννου, Παντελεήμονος καὶ Ἑρμολάου, Σαμψὼν καὶ Διομήδους, Θαλελαίου καὶ Τρύφωνος, καὶ τῶν λοιπῶν· τοῦ Ἁγίου (τοῦδε), καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων· καὶ δὸς αὐτῷ ὕπνον ἀνέσεως, ὕπνον σωματικὸν ὑγείας, καὶ σωτηρίας, καὶ ζωῆς, καὶ ῥῶσιν ψυχῆς καὶ σώματος· καὶ ὡς ἐπεσκέψω ποτὲ Ἀβιμέλεχ τὸν θεράποντά σου ἐν τῷ ἀγρῷ τοῦ Ἀγρίππα, καὶ ἔδωκας αὐτῷ ὕπνον παραμυθίας, τοῦ μὴ ἰδεῖν τὴν πτῶσιν Ἰερουσαλήμ, καὶ τοῦτον κοιμήσας ὕπνῳ θρεπτικῷ, καὶ πάλιν τοῦτον ἀναστήσας ἐν μιᾷ καιροῦ ῥοπῇ, εἰς δόξαν τῆς σῆς ἀγαθότητος· ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους σου καὶ ἐνδόξους ἑπτὰ Παῖδας, ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρας τῆς σῆς ἐπιφανείας ἀναδείξας, ἐν ταῖς ἡμέραις Δεκίου τοῦ βασιλέως καὶ ἀποστάτου, καὶ τούτους κοιμίσας ἐν σπηλαίῳ ἔτη τριακόσια ἑβδομήκοντα δύο, ὡσεὶ βρέφη θάλποντα ἐν τῇ νηδύϊ τῆς αὐτῶν μητρός, καὶ μηδόλως ὑπομείναντας φθοράν, εἰς ἔπαινον καὶ δόξαν τῆς φιλανθρωπίας σου, εἰς ἔνδειξιν καὶ βεβαίωσιν ἡμῶν τῆς παλιγγενεσίας καὶ ἀναστάσεως πάντων. Αὐτὸς οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ, πάρεσο καὶ νῦν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ ἐπίσκεψαι τὸν δοῦλόν σου (τόνδε), καὶ δώρησαι αὐτῷ ὑγείαν, ῥῶσιν καὶ εὐρωστίαν διὰ τῆς σῆς ἀγαθότητος, ὅτι παρὰ σοῦ ἐστι πᾶσα δόσις ἀγαθή, καὶ πᾶν δώρημα τέλειον. Σὺ γὰρ εἶ, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σοὶ τὴν δόξαν καὶ εὐχαριστίαν καὶ προσκύνησιν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


—ΕΤΕΡΑ ΕΥΧΗ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΩΝ—
εἰς ἀσθενῆ καὶ μὴ ὑπνοῦντα.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
     Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ θαυμάσια, ὁ ποιήσας ἔνδοξα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ, ὁ τοῖς ἁγίοις σου ἑπτὰ Παισὶ τὸν ὕπνον, πρόξενον σωτηρίας, χαρισάμενος εἰς τὸ ἐκφυγεῖν τοῦ παρανόμου βασιλέως τὴν ἀπειλήν, αὐτὸς καὶ τῷ δούλῳ σου (δεῖνι) δὸς ὕπνον γλυκὺν καὶ ῥῶσιν σώματος· εἰ καὶ ὡς ἄνθρωπός τι τῶν ἐντολῶν σου παρέβη, συγχώρησον, Κύριε, καὶ ἀνάστησον καὶ φώτισον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν καὶ καθάρισον αὐτὸν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ διαφύλαξον αὐτὸν τῇ σῇ χάριτι, σῶον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα, ῥυόμενος ἀπὸ παντὸς κακοῦ καὶ πάσης ἐνεργείας σατανικῆς τὸ πλᾶσμά σου, πρεσβείαις τῆς ἀχράντου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων σου. Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
  

[(1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 33–36.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
(2) «Μικρόν Ευχολόγιον»,
Μέρος 7ο («Ακολουθίαι και Ευχαί»),
σελ. 347–349,
Εκδόσεις
«Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήνα, 200717.
(3) «Ευχολόγιον Α΄»,
Μέρος Β΄, Κεφ. Β΄, §11, σελ. 165,
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας,
Άγιον Όρος, Δεκέμβριος 20011.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ


ΩΔΗ Α΄.

     Συνθλιβόμενος από πολλούς εξωτερικούς κι εσωτερικούς πειρασμούς, σ’ Εσένα καταφεύγω αποζητώντας τη σωτηρία μου και απευθύνοντάς Σου λόγο ικετευτικό· Ω, Μητέρα του Λόγου Χριστού και Παρθένε, σώσε με από τα λυπηρά και τις συμφορές.

     Με συνταράσσουν επιθέσεις από σωματικά και ψυχικά πάθη, ώστε η ψυχή μου να υπερεκχειλίζει από απελπισία. Ω, Κόρη Πάναγνε! Με τη γαλήνη του Υιού και Θεού Σου, χάρισε ειρήνη στη ψυχή μου κατασιγάζοντας τα κύματα των παθών.

     Ω, Παρθένε! Εσένα, που γέννησες τον Θεό και τον Σωτήρα του κόσμου, με επιμονή σε παρακαλώ να με λυτρώσεις από κάθε συμφορά· διότι σ’ Εσένα τώρα καταφεύγω και υψώνω ικετευτικά και τη ψυχή και τη διάνοιά μου.

     Επειδή νοσώ σωματικά και ψυχικά, αξίωσέ με Εσύ, που μόνη αξιώθηκες να γίνεις Μητέρα του Θεού, όπως τύχω της δικής Σου επιμέλειας και φροντίδας, ακριβώς γιατί είσαι αγαθή, επειδή έτεκες τον αγαθό Θεό.

ΩΔΗ Γ΄.

     Εσένα, Παρθένε, που γέννησες τον Θεό, θέτω σαν προστάτιδα και υπερασπιστή της ζωής μου· Εσύ, λοιπόν, οδήγησέ με στο λιμάνι Σου, επειδή είσαι η αιτία κάθε αγαθού, το στήριγμα των πιστών Χριστιανών, Εσύ που είσαι η μόνη άξια για κάθε ύμνο.

     Σε ικετεύω, Παρθένε! Σκόρπισε και διάλυσε τη ψυχική ταραχή και τη ζάλη που μου προξενεί η απελπισία· διότι, Εσύ, Νύμφη του Θεού, η μόνη καθαρή από κάθε αμαρτία, γέννησες τον Χριστό, που είναι η αιτία της ψυχικής γαλήνης των ανθρώπων.

     Επειδή Θεοτόκε γέννησες τον Ευεργέτη του κόσμου, τον αίτιο κάθε καλού, είσαι κι Εσύ παρομοίως η πηγή κάθε καλού κατά χάρη· και τούτο διότι όλα είναι δυνατά σ’ Εσένα, επειδή γέννησες τον Παντοδύναμο Χριστό, ω ευλογημένη και δοξασμένη από τον Ίδιο τον Θεό.

     Εμένα, που δοκιμάζομαι από σκληρές ασθένειες και πάθη νοσηρά, ω Παρθένε, Εσύ βοήθησέ με! Διότι Εσένα, που είσαι καθαρή από κάθε αμαρτία, αναγνωρίζω ως τον ιατρό που δωρίζεις μέσα από το θησαυροφυλάκιο της αγάπης και της σοφίας Σου, ανεξάντλητα την πλήρη και τέλεια θεραπεία.

     Σώσε από τους κινδύνους τους δούλους Σου, ω Θεοτόκε, διότι όλοι μας, μετά τον Θεό, καταφεύγουμε σ’ Εσένα, επειδή μοιάζεις με τείχος που δεν μπορεί να σπάσει και να διαρραγεί και είσαι η προστασία μας.

     Σκύψε με αγαθή διάθεση, ω Θεοτόκε, Εσύ που είσαι άξια για κάθε ύμνο, πάνω στη σκληρή σωματική μου ταλαιπωρία και θεράπευσε τον πόνο της ψυχής μου.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ

[«Ο Μικρός και Μέγας
Παρακλητικός Κανών
εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον»,
–Σε ερμηνευτική απόδοση
και θεολογικά σχόλια–
σελ. 38–45,
Εκδοτική Παραγωγή
«Επτάλοφος»,
Αθήνα, 20093.
Επιμέλεια ανάρτησης,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ
Η ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥΣ


     Συνοψίζοντας το Β΄ Μακ. 6-7, όπως και την απόκρυφη διήγηση που φέρει τον τίτλο «Δ΄ Μακκαβαίων», που μας έχει παραδοθεί ενίοτε με το όνομα του Φλαβίου Ιώσηπου (37-100 μ.Χ.), έχουμε να πούμε για τους αγίους αυτούς προχριστιανικούς μάρτυρες τα εξής: Τα ονόματα των επτά αδελφών ήσαν· Αβείμ, Αντώνιος, Γούριος, Ελεάζαρος, Ευσέβων, Αχείμ (ή Σαμωνάς) και Μάρκελλος. Η μητέρα τους ήταν η Σολομονή και ο διδάσκαλός τους ο Ελεάζαρος. Οι άγιοι αυτοί μάρτυρες έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως της Συρίας Αντιόχου του Επιφανούς, της δυναστείας των Σελευκίδων (175-164 π.Χ.), ο οποίος αφού έριξε στην δουλεία το εβραϊκό έθνος, θέλησε να εξαναγκάσει τα τέκνα του Ισραήλ να απαρνηθούν τα έθη και τους θεσμούς που είχαν παραλάβει από τους Πατέρες τους, προκειμένου να υιοθετήσουν τα ειδωλολατρικά ήθη. Προς τον σκοπό αυτό εξέδωσε διάταγμα που υποχρέωνε όλους να τρώνε χοιρινό κρέας, ζώο που ο Νόμος θεωρούσε ακάθαρτο και το απαγόρευε (βλ. Λευ. 11, 7-8).


     Ο πρώτος που εξαναγκάσθηκε να γευθεί το κρέας αυτό ήταν ο γραμματέας Ελεάζαρος, ο οποίος κατά ορισμένους ήταν ιερέας. Ο άγιος γέροντας όμως έφτυσε με περιφρόνηση την μπουκιά που του είχαν βάλει στο στόμα με την βία. Παραμένοντας κουφός σε όσους τον συμβούλευαν να προσποιηθεί ότι υποτάσσεται για να σώσει την ζωή του, αποκρίθηκε: «Δεν αρμόζει στην ηλικία μου να προσποιούμαι. Πολλοί από τους νέους θα βάλουν με τον νου τους ότι ο ενενηντάχρονος Ελεάζαρος προσχώρησε στα ήθη των αλλοφύλων. Ύστερα κι αυτοί, βλέποντας και την δική μου υποκρισία και θέλοντας να ζήσουν λίγο παραπάνω, θα πλανηθούν εξαιτίας μου. Έτσι θα μολυνθώ, αλλά και θα στιγματισθώ τώρα στα γηρατειά μου. Κι αν τώρα αποφύγω προσώρας την τιμωρία των ανθρώπων, δεν θα μπορέσω να αποφύγω τα χέρια του παντοδύναμου Κυρίου, είτε ζωντανός είτε πεθαμένος…». Και αφού μίλησε έτσι, προσέφερε εαυτόν στο βασανιστήριο του τροχού. Στα βασανιστήρια επέδειξε την ανδρεία ενός νέου και ακατάβλητου πολεμιστή προκαλώντας τον θαυμασμό των δημίων του. Την ώρα που ξεψυχούσε, δήλωσε χαμογελώντας: «Ο Κύριος που κατέχει όλη την αγία γνώση, γνωρίζει ότι μολονότι μου δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγω τον θάνατο, προτίμησα να υποφέρω φρικτούς πόνους από μαστιγώσεις στο σώμα. Η ψυχή μου, όμως, τα υπομένει όλα αυτά με χαρά, γιατί σέβομαι τον Κύριο». Και παρέδωσε την ψυχή του.


     Επτά αδελφοί, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί από τον Ελεάζαρο στις παραδόσεις του λαού τους, συνελήφθηκαν και παρουσιάσθηκαν μπροστά στον βασιλιά, όμοιοι με εναρμόνιο χορό στην μέση του οποίου έστεκε ως κορυφαία η μητέρα τους. Ένα μόνο τους ενδιέφερε: ο χορός αυτός με τον ιερό αριθμό που ευλόγησε ο Θεός, να μην διασπασθεί από την λιποταξία κάποιου ανάμεσά τους. Και προέτρεπαν ο ένας τον άλλον να ομολογήσουν την πίστη του με λόγια όπως αυτά: «Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, πάντως μια φορά κάποτε έχουμε να πεθάνουμε. Δεν γεννηθήκαμε και δεν ήρθαμε στον κόσμο αυτόν για να υπηρετήσουμε αυτά που οφείλουμε να κάνουμε; Ας κάνουμε λοιπόν την δυσκολία φιλοτιμία» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος ΙΕ΄, Εις τους Μακκαβαίους 7, PG 35, 924). Ο ηγεμόνας παρέθεσε μπροστά τους τα όργανα βασανισμού και προσπάθησε να τους μεταπείσει, αλλά εκείνοι αντικρούοντας τα επιχειρήματά του με μια θεόπνευστη φιλοσοφία απάντησαν σ’ αυτόν με την φωνή του μεγαλύτερου αδελφού τους: «Είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε, παρά να παραβούμε τους πατρώους νόμους» (Β΄ Μακ. 7, 2).


     Ο Αντίοχος εκτός εαυτού, πρόσταξε να κόψουν την γλώσσα του προπετούς αυτού, κατόπιν δε να τον γδάρουν και να του αποκόψουν τα άκρα. Εκείνος υφιστάμενος το βασανιστήριο του τροχού και ξαπλωμένος κατόπιν πάνω στην σχάρα δήλωνε: «Κόψτε τα μέλη μου, κατακάψτε την σάρκα μου, εξαρθρώστε τις κλειδώσεις μου! Με όλα τα μαρτύρια τούτα θα σας δείξω ότι τα τέκνα των Εβραίων είναι ανίκητα όταν πρόκειται για την αρετή!». Μεταμορφωμένος από την φωτιά, έμοιαζε άφθαρτος και ολοκλήρωσε έτσι το μαρτύριό του δίχως τον παραμικρό αναστεναγμό, ενώ η μητέρα και τα αδέλφια του, παράδοξα ενδυναμωμένοι από το θέαμα, παρακαλούσαν τον Θεό να τους αξιώσει να πεθάνουν με γενναιότητα όπως εκείνος.


     Κατόπιν υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και ο δεύτερος αδελφός. Ξέσχισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και έπειτα τον ξάπλωσαν σε έναν καταπέλτη. Λίγο πριν παραδώσει την ψυχή του φώναξε στα εβραϊκά: «Εσύ, αλιτήριε, αφαιρείς από μας την παρούσα ζωή. Ο Βασιλιάς όμως όλου του κόσμου, θα μας αναστήσει σε μιαν άλλη αιώνια ζωή, εφόσον εμείς πεθαίνουμε τώρα για να μείνουμε πιστοί στους νόμους Του» (Β΄ Μακ. 7, 9). Ο τρίτος αδελφός πρότεινε ευθαρσώς τα χέρια του στον δήμιο, δηλώνοντας ότι ήλπιζε ότι θα ξαναβρεί τα μέλη του στην μέλλουσα ζωή. Βρήκε το τέλος στον τροχό. Ο τέταρτος προσκάλεσε τον τύραννο να επινοήσει τα πιο τρομερά βασανιστήρια, για να του δείξει ότι ήταν έτοιμος να συναγωνιστεί στο θάρρος με τους αδελφούς του· και πριν του ξεριζώσουν την γλώσσα, είπε: «Ακόμη κι αν μου στερήσεις το όργανο του λόγου, ο Θεός ενωτίζεται την φωνή των σιωπηλών. Πόσο γλυκό είναι να ακρωτηριάζεσαι για τον Θεό!».


     Στην σπουδή του να κερδίσει με την σειρά του το τρόπαιο ο πέμπτος παρουσιάσθηκε μόνος του στους βασανιστές. Ο επόμενος υποβλήθηκε στο μαρτύριο του τροχού και ενώ του τρυπούσαν τα πλευρά φώναξε: «Η γνώση που ποριζόμαστε από την ευσέβεια είναι ανίκητη».


     Η μητέρα τους Σολομονή παρευρισκόταν στα βασανιστήρια των γιων της και αντί να υποκύψει στην οδύνη της προέτρεπε αντίθετα τον καθένα τους στην γλώσσα των προγόνων της να υπομείνει θαρραλέα την δοκιμασία στο όνομα του Κυρίου και με την ελπίδα της Αναστάσεως. Τους έλεγε: «Εγώ δεν μπορώ να ξέρω πώς βρεθήκατε μέσα στην κοιλιά μου. Δεν σας χάρισα εγώ την ζωή ούτε είμαι εγώ που διαμόρφωσα τα μέλη του σώματός σας. Ο Δημιουργός του σύμπαντος τα έκανε όλα αυτά. Αυτός είναι που έπλασε το ανθρώπινο γένος και έφερε τα πάντα στην ύπαρξη. Αυτός, με την ευσπλαχνία Του, θα σας ξαναδώσει πίσω την ζωή, επειδή τώρα εσείς την περιφρονείτε για χάρη Του» (Β΄ Μακ. 7, 22). Καθώς ο νεώτερος των αδελφών ζούσε ακόμη, ο τύραννος προσπάθησε να τον κερδίσει με υποσχέσεις και, καλώντας την μητέρα του, την προέτρεπε να συμβουλεύσει το παιδί της για να το σώσει. Υπερνικώντας κάθε κατά σάρκα δεσμό, η Σολομονή έσκυψε στον νεανία και τον παρότρυνε απεναντίας να υπομείνει όλα τα βασανιστήρια για να μπορέσει κατά την γενική Ανάσταση να τον ξαναπάρει πίσω μαζί με τα αδέλφια του. Ενδυναμωμένος ο νέος με νέα ορμή, άρχισε τότε να προκαλεί τον τύραννο προλέγοντάς του ότι σύντομα θα τιμωρούνταν για την αλαζονεία του. Και κατέληξε παρακαλώντας η θυσία η δική του και των αδελφών του να κατευνάσει την θεϊκή οργή που είχε ξεσπάσει πάνω στον καταπιεζόμενο λαό τους. Ο Αντίοχος προσβεβλημένος και εμπαιγμένος, του ανταπέδωσε χειρότερα απ’ ό,τι στους αδελφούς του. Τέλος, αφού ο νέος παρέδωσε ένδοξα την ψυχή του, η Σολομονή προσφέρθηκε κι αυτή με την σειρά της σε ολοκαύτωμα (βλ. Δ΄ Μακ. 17, 1) και απήλθε προς συνάντηση των υιών της στον χορό των αγίων μαρτύρων. Τα τίμια λείψανά της τιμώνται σήμερα στον ναό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Και παρ’ όλο που οι άγιοι αυτοί Μακκαβαίοι μάρτυρες έδωσαν μαρτυρία πριν τον Χριστό, δεν υπολείπονται όμως σε τίποτα από εκείνους που ακολούθησαν τον Χριστό μιμούμενοι το ζωοποιό Πάθος Του, διότι ήταν η πίστη στον Χριστό, που ενοικώντας ήδη μέσα τους διά της ελπίδος της Αναστάσεως, τους έκανε να υπερνικήσουν θριαμβευτικά κάθε επίγειο και πρόσκαιρο δεσμό (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ό.π. 1, PG 35, 913).


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἑπτάριθμον δῆμον,
σὺν τῇ μητρὶ Σολομονῇ τῇ ἁγίᾳ,
καὶ Ἐλεάζαρ ἅμα εὐφημήσωμεν·
οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι’ ἀγώνων νομίμων,
ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες,
τῶν τοῦ Νόμου δογμάτων·
καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ,
ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστως πρεσβεύουσι.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, οἱ στῦλοι οἱ ἑπτάριθμοι,
καὶ θείου φωτός, οἱ λύχνοι οἱ ἑπτάφωτοι, 
Μακκαβαῖοι πάνσοφοι,
πρὸ Μαρτύρων μέγιστοι Μάρτυρες,
σὺν αὐτοῖς τὸν πάντων Θεόν,
αἰτεῖσθε σωθῆναι, τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
Χαίροις ἡ ἑπτάκλωνος συνδρομή,
ὄρπηκες ὡραῖοι, Μακκαβαίων τῆς πατριᾶς,
σὺν μητρὶ τῇ θείᾳ, ἅμα καὶ διδασκάλῳ,
οἱ εὐκλεεῖς τοῦ Νόμου, καὶ θεῖοι φύλακες.




[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 9–12.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
μεταφορά ενίων εδαφίων
στη δημοτική,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.