Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ο ΘΕΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ο ΘΕΟΣ ΑΛΛΙΩΣ

Ο ΘΕΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ο ΘΕΟΣ ΑΛΛΙΩΣ


     Ένα φοβερά ανεκδιήγητο μυστήριο μιας καρδιαστάλακτης σωτηρίας μάς έδωσε και μας δίνει αφειδώλευτα ο Θεός να ζήσουμε μαζί Του πέρα ως πέρα κι αυτό εμείς πάμε και το μειώνουμε με τον πιο τραγικό, φτηνό και απαίσιο τρόπο, μετατρέποντάς το σε ηθική, σύστημα, σκληρότητα, τιμωρία, νόμο, δικαιοσύνη αδικίας· σε άστοργη και επιθετική κρίση· σε ανταπόδοση, σωφρονισμό και σ’ έναν απίστευτα απαράκλητο μονόλογο· σε τρομακτική αξίωση, απαίτηση, επιβολή, υποταγή και ανελευθερία πνευμάτων· σε σπασμωδική έξωση, εκδίωξη, αποβολή, απόρριψη και αποστροφή ψυχών· σε χαιρεκακία, απονιά και μικροθυμία έναντι σε ισόψυχους ανθρώπους και αναγκεμένα πρόσωπα· σε βλοσυρότητα, βαναυσότητα, αυστηρότητα, ανεπιείκια, ασυγχωρητικότητα, ακατανοησία, ανειλικρίνεια μέσα στις σχέσεις που δεν προάγουν την εγκαδιότητα και την ανιδιοτέλεια. 
     Περιφερόμαστε με μια αγάπη «γιαλαντζί», που το μόνο που σκεπάζει σκόπιμα είναι την εσωτερική αθεΐα ή την εξόφθαλμη αφιλαδελφία μας, καθώς επίσης κι ένα κρυμμένο και άβγαλτο μίσος που ’ναι καβουρντισμένο στο νοσηρό πάθος για μια αποκρουστική ακρίβεια, η οποία εξυπηρετεί πρόσκαιρα τα standards της αυτοδικαίωσής μας, τα θρησκευτικά μας είδωλα και «σώζει» μονάχα την εξωπαραδείσια ατομικίλα μας.
     Μετά απ’ όλ’ αυτά, σαν κάποιες πνευματικά γηραλέες υπάρξεις, ψάχνουμε, υποκριτικά και απελπισμένα, να βρούμε καμιά αμαρτία μέσα μας, μήπως και με τούτη την ταπεινοσχημία ή την ταπεινολογία μας αισθανθούμε και φέρουμε «κοντύτερά» μας τον Θεό· μήπως και συγκινήσουμε το βλέμμα Του, από το οποίο γνωρίζουμε κατά βάθος ότι δεν καταφέραμε ούτε γι’ αστεία να κρύψουμε ή να ωραιοποιήσουμε το προβληματικό και στρεβλό μας είναι.
     Μα, ο Θεός είναι αλλού· γιατί ο Θεός είναι αλλιώς.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

«Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΩ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ»

«Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΩ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ»


     Ο αείμνηστος Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, ο Έγκλειστος, ο Κατουνανιώτης (1853–1930), αυτός ο μεγάλος διδάσκαλος της Νοεράς Προσευχής, λίγο πριν την τελευτή του είδε σε όραμα τους Αγιορείτες Οσίους να τον προσμένουν στον ουρανό βαστώντας λαμπάδες. Έλαμψε όλος από χαρά.
     Τα τελευταία του λόγια ήταν:
     «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου που, αν και δεν έκανα τίποτε στη ζωή μου, πεθαίνω Ορθόδοξος».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
(1893–1988)


[Μωϋσέως Μοναχού Αγιορείτου
(1952–2014):
«Αγιορείτικες διηγήσεις
του Γέροντος Ιωακείμ»
(1893–1988),
κεφ. 45ο, σελ. 124,
Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», 
Θεσσαλονίκη 1998.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΜΟΛΙΣ ΠΕΤΑΧΤΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΞΩ

ΜΟΛΙΣ ΠΕΤΑΧΤΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΞΩ


     Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ σήμαινε «Απεσταλμένος από τον Θεό». Εκεί πήγε να νιφτεί ο τυφλός ο εκ γενετής. Αφού πρώτα όμως τον βρήκε ο Απεσταλμένος από τον Θεό, το Απεσταλμένο Φως, ο Απεσταλμένος Φωτοδότης, ο Απεσταλμένος Φωτισμός του προσώπου και της καρδιάς μας, ο Χριστός.

     «Έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύσμα κι άλειψε με τον πηλό τα μάτια του» (Ιωάν. 9, 6). Τούτο το άψυχο και άφωνο χώμα που δεν το υπολογίζει κανείς, που το πατάμε, το κλωτσάμε και το σκορπάμε στον αγέρα όλοι, συμβολίζει την ταπείνωση που είναι ο αποκλειστικός αγωγός κάθε θαύματος και κάθε θαυμαστής αλλοίωσης στη ζωή μας. Αυτή η ανάξια χωμάτινη ύλη γίνεται τώρα θαυμαστό μέσο για την πρωτόγνωρη ευεργεσία και ανέλπιστη δωρεά. Το θείο και πανάχραντο φτύσμα είναι το αδαπάνητο υγρό από τα ζωογόνα σπλάχνα Εκείνου που έχει παντοτινά σπλάχνα οικτιρμών για τον άνθρωπο, αποτελώντας έναν μυστικό και άρρητο όμβρο μιας παμμέγιστης ευεργεσίας, ιάσεως και χάριτος. Ο πηλός πλάθεται από τον Ουράνιο Κεραμέα και όλη αυτή η «χρονοβόρα» ενέργεια του πλασίματος καταδεικνύει αναντίρρητα την απεριόριστη φροντίδα και μέριμνα που έχει Αυτός για τον πόνο και τα παθήματά μας, για όλη τη ζωή και το είναι μας.


     Το φως και ο φωτισμός έρχονται μετά τη νίψη. Αλλά η νίψη της καρδιάς είναι η μυστική χαραυγή της Σωτηρίας μας. Κανείς όμως δε συμμερίζεται τη χαρά της ιάσεως, τη συγκίνηση της αποκαταστάσεως. Οι γείτονες απλά απορούν: «Αυτός είναι;»· όχι, «είναι κάποιος που του μοιάζει» (Ιωάν. 9, 9). Έπεσε πολύ θλιβερό τίποτα, πολύ άσχημο κενό πάνω στο ουράνιο γεγονός. Οι ερωτήσεις σαν κροταλισμοί της ανοησίας και της συμβατικότητας πέφτουν βροχή· θεριεύει η περιέργεια, ανίκανη να πάει πιο πέρα και να σκύψει πιο βαθιά προς το καθαρό μυστήριο του θαύματος, του προσώπου, της τρισμέγιστης ευφροσύνης του. Ο φθόνος είναι το πρόσημο της ηθικής που διώχνει την ειλικρινή χαρά του θαύματος, αυτό το ίδιο το θαύμα της θείας αγάπης. Κανείς δε ζητά να συγχαρεί, άρα κανείς δε γυρεύει τη χαρά ενός προσώπου που χόρτασε τη θλίψη της αβλεψίας.

     Μοναχική και μετέωρη η χαρά του πάσχοντος, αντικρίζει τα κύματα της χαιρεκακίας και του δόλου της απαθούς κοινότητας. «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» – «Δε ξέρω» (Ιωάν. 9, 12). Αλληλοδιάδοχες οι σκληρές και ανούσιες ανακρίσεις. Να μειώσουν το θαύμα, να σπιλώσουν τον Ευεργέτη. Όλο το θρησκευτικό σύστημα, σκαιό και βλοσυρό, τολμά να βεβηλώνει τις δωρεές του Θεού στις άκακες καρδιές των ανθρώπων. «Η αργία του Σαββάτου» (Ιωάν. 9, 16) είναι ο ποταπός μοχλός του φθαρμένου νόμου για να χαλάσουν τα καρδιακά αισθήματα της ευγνωμοσύνης που νιώθει κάποιος από τα τρίσβαθά του, όταν λαμβάνει απρόσμενα τη θεραπεία που δεν θα του έδιναν ποτέ ούτε όλοι οι κόσμοι. Πάντα η τεχνική της σπίλωσης, της συκοφαντίας και της κατηγορίας είναι η ειδικότητα των πνευματικά ανάπηρων: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό».

     Κατόπιν, καλούνται να λογοδοτήσουν και οι γονείς του πρώην τυφλού. Αυτοί φοβούνται φανερά την απειλητική εξουσία των θρησκευτικών ηγητόρων και κάνουν πίσω. Αφήνουν τον γιο τους και το υπέρτατο καλό που αυτός ο ίδιος μαρτυρεί πάνω στο σώμα του, μόνο και ανυπεράσπιστο. Όλες οι οργισμένες και νοσηρές ανακρίσεις η μία πίσω από την άλλη, φτιάχνουν ένα στυγερό απόσπασμα: «Πες μας την αλήθεια μπροστά στον Θεό: εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός» – «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα ξέρω: πως ενώ εγώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω» (Ιωάν. 9, 24–25).


     Ναι, βλέπει. Βλέπει πραγματικά. Κι επειδή βλέπει πραγματικά, επειδή δεν βλέπει τις αμαρτίες των άλλων, το ποιος είναι αμαρτωλός και ποιος όχι, επειδή δεν «βλέπει» όπως αυτοί, επειδή δεν εγκαταλείπει την ευγνωμοσύνη για το φθόνο, επειδή δεν σκοτώνει την ευχαριστία για την κακία, επειδή δεν παύει τη μαρτυρία της καρδιάς του για τον φόβο ή την κολακεία, επειδή δεν αποσείει την αλήθεια της αγάπης που δέχθηκε, τελικά, ναι, «τον πέταξαν έξω».

     Κι όταν «ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω, αφού πρώτα τον βρήκε, του είπε: “Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;”. Εκείνος αποκρίθηκε: “Και ποιος είναι Αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ Αυτόν;”. “Μα, Τον έχεις κιόλας δει!”, του είπε ο Ιησούς, “Είναι Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου”. Κι εκείνος είπε: “Πιστεύω, Κύριε!” και Τον προσκύνησε» (Ιωάν. 9, 35–37).


     Όταν «ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω»! Ο Χριστός δεν ελκύεται ποτέ από τους βολεμένους, τους εφησυχασμένους, τους ασφαλείς, τους δικαιωμένους, τους ατσαλάκωτους, τους ανενδεείς και τους αυτάρκεις, τους ανθρώπους της σύμβασης και της κοσμικής ισχύος. Μόλις λοιπόν κι εμείς, όπως ακριβώς και ο εκ γενετής τυφλός, «πεταχθούμε» κυριολεκτικά «έξω», εκεί στο πιο απευκταίο περιθώριο κάθε ατομικού, εγωικού, κοσμικού, κοινωνικοπολιτικού, ψευδαδελφικού, ψευδοσυγγενικού, ειδωλικού, ιδεοληπτικού και θρησκευτικού συστήματος, μόλις φύγουν από τα χέρια μας όλα τα σάπια δεκανίκια του κόσμου και του νου μας, αυτά που μέχρι πρότινος μας χάριζαν ψεύτικες πεποιθήσεις, επίπλαστες δυνάμεις, τοξικές εξιδανικεύσεις και απατηλές ιδέες, θα έρθει μετά Αυτός. Δεν γίνεται να μην έρθει μετά Αυτός. Όσο πιο αστήρικτοι και ανυποστήρικτοι είμαστε από τον κόσμο, από την κοινωνία των ανθρώπων, τόσο πιο ασφαλείς τυγχάνουμε μέσα στη δεξιά χείρα του Θεού. Αυτή είναι η σειρά, αυτή είναι η τάξη του μυστηρίου της Σωτηρίας μας, η οποία δεν παρασαλεύεται ποτέ κι από κανέναν. Ναι, θα έρθει τότε Αυτός για να μας στηρίξει και να μας ενδυναμώσει. Θα έρθει για να αναπλάσει την τσακισμένη εσχατιά μας, αυτή που απέβαλαν και απέρριψαν όλες οι πλάνες εξουσίες ή οι αβαθείς και φρούδες φιλίες του ψεύτη και αφώτιστου ντουνιά. Το Φως Του θα είναι για μας η ζωή μας, λόγος για ζωή και ζωή που έχει λόγο. Και αυτή η πρώην τυφλή και «πεπηρωμένη» ζωή μας, θα είναι μια άλλη ζωή, φωτιστική και φωτοφόρα, το βίωμα της οποίας θα μας συντρίψει και θα μας λυγίσει με ακράτητη ευγνωμοσύνη για να μας μεταποιεί αβίαστα και ελεύθερα τους πιο εγκαρδιωμένους προσκυνητές Του. Προσκυνητές που, μέσα στο γλυκύ, ειρηνικό και ευεργετικό Φως του Προσώπου Του, θα λέμε και θα ξαναλέμε ακούραστα και αιώνια, σαν τον εκ γενετής τυφλό του Ευαγγελίου: «Ναι, Κύριε, πιστεύω!».

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ


     Ο μοναχός Γερόντιος Κατουνακιώτης (1891–1973), κατά κόσμον Μαργαρίτης Κοτζιταμίδης, του Αντωνίου και της Μαρίας, από το Φρενέλιο της Μ. Ασίας, γεννήθηκε το 1891. Προσήλθε στο Ησυχαστήριο των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων, στα Κατουνάκια, το 1912. Εκάρη μοναχός από τον ονομαστό Γέροντα Δανιήλ το 1913 και εντάχθηκε στην Αδελφότητα των Δανιηλαίων, σε μια ευλογημένη συνοδεία που πάντοτε διακρινόταν για τη φιλοθεΐα, φιλαδελφία, φιλοξενία, φιλοπονία, φιλοκαλία και τη φιλοτιμία της. Ο Γέροντας Γερόντιος ήταν εξαίρετος αγιογράφος και ιεροψάλτης. Είχε μια φωνή αρχαία, που ερχόταν από τα βάθη της Μικρασίας. Ήταν σοβαρός, ακέραιος, ακριβής, παραδοσιακός, ειλικρινής και ατόφιος. Ήταν ένας από τους λίγους που δεν λησμόνησε το «δι’ ὃ ἐξῆλθε τοῦ κόσμου».


     Ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς (1905–1966) στο βιβλίο του «Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος», το θέρος του 1961, γράφει για τον Γέροντα Γερόντιο τα εξής:
     «Ο πατήρ Γερόντιος, από τους προϊσταμένους του αγιογραφικού οίκου, μεσόκοπος, ζωντανός και ανοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στην προβλήτα των Καρουλίων και μας περιμένει. Έφερε κι ένα μουλάρι για να σηκώσει τις αποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγά τον ανήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερές που κυλούν κάτω από τα πόδια μας, ενώ ο συνοδός μάς μιλά για τη ζωή των ερημιτών.«


     »“Εδώ, λίγο παραπάνω”, μας λέει, “ασκητεύει ένας Ρώσος μοναχός, ένας πρίγκιπας της παλαιάς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ονομαστός. Μα, δεν μιλά ελληνικά. Αν ξέρετε ξένες γλώσσες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να τον δούμε”. Ναι, έχουμε ακούσει αρκετά για τον π. Νίκωνα, τον Ρώσο πρίγκιπα των Καρουλίων. “Θα προσπαθήσω”, λέει ο π. Γερόντιος, “Είναι πολύ γέρος και αποφεύγει τις συζητήσεις”. “Πώς ζει;”, ρωτούμε. “Έχει έναν παραγιό που του πλέκει καλάθια. Ρώσος κι αυτός, ο π. Ζωσιμάς, έμαθε ελληνικά και του κάνει και τον διερμηνέα. Πουλούν τα καλάθια και πορεύονται”.«


     »Σταματούμε μπρος σ’ ένα περιφραγμένο πεζούλι όπου βρίσκεται ένα ταπεινό κελί. Ο π. Γερόντιος μάς συστήνει και περιμένουμε απ’ έξω και μπαίνει να ζητήσει την άδεια να παρουσιαστούμε. Επιστρέφει σε λίγο και μας λέει ότι ο π. Νίκων θα μας δεχθεί, αλλά στο πόδι. Δεν θα μας βάλει να καθίσουμε, γιατί δεν θέλει να μας κρατήσει πολλή ώρα.«

     »Προχωρούμε σ’ ένα μισοσκότεινο καμαράκι όπου ο παραγιός, καθήμενος κάτω, πλέκει τα καλάθια του. Είναι μορφή Ρώσου καλογέρου κλασική, θα έλεγα, με καστανόξανθα γένια, βλέμμα ανοιχτό και μ’ εκείνον τον απροσδιόριστο σλαβικό αέρα που περιέχει ζωική ορμή και μυστικοπάθεια, ανθρωπιά απέραντη και καταστροφή. Μας χαμογελά και συνεχίζει τη δουλειά του.«


     »Από ένα διπλανό δωμάτιο προβάλλει ο π. Νίκων, χαμογελαστός κι αυτός, και μας χαιρετά. Είναι ίσιος, μάλλον υψηλός, με λίγα άσπρα γένια. Δεν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, ούτε σωματικά ούτε διανοητικά, παρά τη μεγάλη του ηλικία. Τουναντίον, βαδίζει με άνεση και το βλέμμα του σπιθοβολεί, ολοζώντανο. Έχει μια γοητεία παράξενη, πολύ ισχυρή, που κατακτά από την πρώτη στιγμή τον συνομιλητή του. Η όψη του μια βαθιά, άδολη, πολυδουλεμένη και πολύ έμπειρη πνευματικότητα, μια ήρεμη εγκαρτέρηση, μια αδιατάρακτη εσωτερική γαλήνη και, μαζί, μιαν εξαίρετη ευγένεια καταγωγής και ήθους, μια πολύ μεγάλη αρχοντιά. Η παραμικρή του κίνηση αναδίδει μια κομψότητα, μια λεπτότητα, μια χάρη που δεν βρίσκεται πια στη σημερινή κοινωνία και που μου φάνηκαν σαν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλον αιώνα. Μας μίλησε πρώτα αγγλικά, ύστερα η συζήτηση κύλησε αυθόρμητα στα γαλλικά. Μεταχειριζότανε και τις δυο γλώσσες τέλεια. Είπαμε μερικά πράγματα για το Άγιον Όρος, για τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψή μας. “Εδώ μας φυλάει η Παναγία…”, είπε. Μας ευλόγησε και του φιλήσαμε το χέρι. 

     »Σαν ξαναπήραμε το μονοπάτι, ο πατήρ Γερόντιος μού ζήτησε να του μεταφράσω στα ελληνικά τη συζήτηση. Του τα είπα όλα. “Σωστά σάς μίλησε!”, είπε. “Αυτό πιστεύουμε όλοι μας εδώ...”».


     Κάποτε, ο Γέροντας Γερόντιος θέλησε να δοκιμάσει τον Καρουλιώτη ασκητή Φιλάρετο (†1962), που είχε πάει, όπως συνήθιζε, ξυπόλητος στην κατοικία τους: «Είσαι υποκριτής! Μας φανερώνεις ότι βαδίζεις ξυπόλυτος και με κουρελιάρικα ρούχα, για να μας κάνεις δήθεν τον ταπεινό!...». Εκείνος, κατεβάζοντας χαμηλά το κεφάλι του, του λέει: «Γέροντα, είναι αλήθεια πως είμαι υποκριτής. Τι να κάνω, όμως, για να διορδωθώ;». «Να φορέσεις υποδήματα και να τακτοποιηθείς!». «Να είναι ευλογημένο, Γέροντα Γερόντιε!», απάντησε, «Έτσι, θα κάνω!». Έθεσε βαθιά μετάνοια και αναχώρησε. Πήγε και βρήκε κάτι παλαιά υποδήματα που είχε χρόνια να τα βάλει, τα βάστηξε στη μασχάλη του και όταν ήταν να επισκεφθεί τους Δανιηλαίους, τα φόρεσε έξω από τη θύρα τους. Αυτό το έκανε με δυσκολία μεγάλη, γιατί από τα χρόνια είχαν σκληρύνει πολύ τα πόδια του και ήταν πολύ δύσκολο πια να φορέσει υποδήματα. Βλέποντάς τον ο Γέροντας Γερόντιος τού λέει: «Τώρα, μάλιστα! Αληθινά, είσαι ένας ταπεινός μοναχός». «Ευλόγησον, ευλόγησον Γέροντα!», είπε και αναχώρησε παραπατώντας σαν παιδί. Ο δε Γέροντας Γερόντιος δεν έκρυβε τον θαυμασμό του.


     Όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τους Δανιηλαίους, ήταν φρεσκοσκαμμένο το μνήμα του Γέροντος Γεροντίου και πολλοί μιλούσαν με μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν. Ο Γέροντας Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Τατάρνης, συνδεόταν πνευματικά μαζί του και μας έλεγε πως επρόκειτο για έναν σπουδαίο, μοναδικό και υπέροχο Αγιορείτη Γέροντα, αρχοντικό, δίχως μικροπρέπειες, μιζέριες και σχολαστικότητες...

ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1952–2014)


[Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
(1952–2014):
«Μέγα Γεροντικό
εναρέτων αγιορειτών του 20ού αιώνος»,
Τόμ. Β΄ (1956–1983), σελ. 875–881,
Εκδόσεις «Μυγδονία»,
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2011.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

ΑΦΟΥ ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ

ΑΦΟΥ ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ


     Όταν παύσεις να καταλαβαίνεις τα χνώτα του πλησίον σου ή όταν αρνείσαι να συμπάσχεις με την καρδιά του συνανθρώπου σου, μια σαρωτική ερημιά τότε αρχίζει αθόρυβα να αναθάλλει μέσα σου, παίρνοντας αλάργα όλους τους αντίλαλους της κραυγής σου για «βοήθεια». Πώς να λάβεις βοήθεια, αφού «βοήθεια» δεν ήσουν;

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

«ΔΕΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΑ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΜΟΥ»

«ΔΕΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΑ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΜΟΥ»


     Ο μακαριστός Ρουμάνος Γέροντας π. Κλεόπας Ηλίε (1912–1998) πολλές φορές με θέρμη συνιστούσε σε όλους να κάνουν καθαρή και ειλικρινή εξομολόγηση. Κάποια φορά, προς επίρρωση τούτων των λεγομένων του, ανέφερε και το παρακάτω περιστατικό κάποιου ορθόδοξου Χριστιανού, του οποίου το σώμα έμεινε άλιωτο και τυμπανιαίο, διότι δεν είχε εξομολογηθεί στην παρούσα ζωή τα αμαρτήματά του. Η κατά πάντα αληθινή ιστορία έχει ως εξής:

     Στην Επισκοπή του Χούσι, το 1785, ζούσε ένας μοναχός ονόματι Ραφαήλ. Αυτός ο μοναχός ήταν αγγειοπλάστης και είχε ενάρετη ζωή. Την ημέρα δεν έτρωγε τίποτε και μόνο το βράδυ, κατά τη δύση του ήλιου, έτρωγε πολύ λίγο φαγητό. Μετά, έπαιρνε ένα βιβλίο και διάβαζε. Για τον ύπνο του πήγαινε και ξάπλωνε στο κοιμητήριο, ανάμεσα στους σταυρούς των νεκρών. Χειμώνα – καλοκαίρι φορούσε ένα ρούχο από δέρμα με μαλλί προβάτου και μ’ αυτό κοιμόταν στα μνήματα. Οι άλλοι μοναχοί τον ονόμαζαν «ο Ραφαήλ ο σαλός». Μακάρι να ήμασταν κι εμείς σαλοί σαν κι αυτόν! Αυτός ήταν άγιος.

     Δεν συνομιλούσε με κανέναν, αλλά όσες φορές του ζητούσαν παραγγελίες και διάφορα άλλα θελήματα, θαύμαζαν στο τέλος όλοι τα έργα που έβγαιναν από τα χέρια του. Τον ρωτούσαν: «Γιατί κοιμάται στο κοιμητήριο;» κι εκείνος απαντούσε: «Διότι εκεί είναι και η δική μου κατοικία. Αν αύριο πεθάνω, δεν θα με πάτε εκεί; Γι’ αυτό θέλω κι εγώ να συνηθίσω από τώρα με τα μνήματα».


     Κάποια νύχτα, ενώ κοιμόταν ο π. Ραφαήλ στο κοιμητήριο δίπλα σ’ ένα πέτρινο παλιό σταυρό, άκουσε τους δαίμονες να χτυπούν κάποιον που ήταν μέσα σ’ ένα τάφο. Τον χτυπούσαν από τις 11 μέχρι τις 1 η ώρα τα μεσάνυχτα. Τα χτυπήματα των δαιμόνων ακούγονταν κι όλο το έδαφος εκεί ταραζόταν. Ο νεκρός μέσα στην απελπισία του φώναζε κι έλεγε: «Ελεήστε με!... Βοηθήστε με!... Μη μ’ αφήνετε να με χτυπούν οι δαίμονες!...».


     Ο π. Ραφαήλ παραξενεύτηκε και στεκόταν έκθαμβος. Σκέφτηκε: «Θα πάω στον Πνευματικό της Επισκοπής να έρθει αμέσως να διαβάσει εξορκισμούς και συγχωρητική ευχή στον τάφο αυτού του νεκρού». Ο Πνευματικός ήταν ο καημένος τότε 90 ετών.

     Πήγε ο π. Ραφαήλ και είπε στον Γέροντα:
     –Πάτερ Δανιήλ, έλα στο κοιμητήριο να λύσεις με τις προσευχές σου ένα νεκρό, διότι τον χτυπούν οι δαίμονες.
     –Δαιμονίσθηκες, εσύ που κοιμάσαι στο κοιμητήριο και βλέπεις μπροστά σου δαιμόνια, καημένε Ραφαήλ! Άσε με. Πού να πάω τώρα εγώ. Είμαι κουρασμένος.
     –Συγχώρεσέ με, πάτερ! Έλα να πάμε μαζί τη νύχτα στον τάφο του νεκρού. Φωνάζει πολύ δυνατά για βοήθεια.
     Αλλά ο Πνευματικός τον μάλωσε λέγοντάς του:
     –Τι μου ήρθες τώρα, ταλαίπωρε; Γιατί δεν μ’ αφήνεις να κοιμηθώ;


     Ο καημένος ο π. Ραφαήλ για τρεις μέρες τον παρακαλούσε και δεν έφευγε καθόλου από την πόρτα του σπιτιού του Πνευματικού π. Δανιήλ.
     Και του έλεγε πάλι:
     –Πάτερ Δανιήλ, έχετε μεγάλη δύναμη από τον Θεό ως Πνευματικός να λύνετε και να δένετε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ελάτε να λύσετε αυτόν τον άνθρωπο που τον χτυπούν οι δαίμονες μέσα στον τάφο του. Να γνωρίζετε, πάτερ, ότι αν δεν έρθετε, θ’ απολογηθείτε εσείς γι’ αυτή τη ψυχή τη φοβερή εκείνη μέρα της Κρίσεως! Δε θα μπορείτε να πείτε τότε ότι εμείς δεν σας ειδοποιήσαμε!
     –Περίμενε, πάτερ Ραφαήλ, κι έρχομαι!
     Έβαλε τις μπότες του, πήρε το «Ευχολόγιο», ένα σταυρό, το μπαστουνάκι του κι ξεκίνησε.

     Όταν έφτασε στον τάφο του κοιμητηρίου, ένιωσε το έδαφος να σείεται.
     –Πάτερ Ραφαήλ, από πότε τον χτυπούν οι δαίμονες;
     –Εδώ και 14 μέρες. Εγώ ρώτησα τον νεκρό γιατί τον χτυπούν και μου είπε: «Διότι δεν εξομολογήθηκα τα αμαρτήματά μου».
     Εκείνη τη στιγμή άκουσε και με τ’ αυτιά του ο Πνευματικός πως τον χτυπούσαν οι δαίμονες. Άκουσε και τις φωνές του νεκρού: «Ελεήστε με!... Βοήθεια!... Μη μ’ αφήνετε, αδελφοί!... Ελεήστε με!...».


     Τότε ο Πνευματικός έστειλε τον π. Ραφαήλ να ειδοποιήσει αμέσως τον Επίσκοπο. Εκείνος ρώτησε τι έκανε ο π. Δανιήλ. Ο π. Ραφαήλ τού είπε ότι ο Πνευματικός προτείνει να τον ξεθάψουμε και να δούμε τι συμβαίνει, διότι φαίνεται ότι έχει αφοριστεί.

     Πάνω στον σταυρό του τάφου είναι γραμμένα τα εξής: «Εδώ αναπαύεται ο δούλος του Θεού Γκατσίου, πρώην διοικητικός υπάλληλος της Επισκοπής Χούσι». Ερευνήθηκε το όνομά του στα αρχεία της Επισκοπής και διαπιστώθηκε ότι ήταν άνθρωπος βουλγαρικής καταγωγής και ότι είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Και τώρα τον χτυπούσαν οι δαίμονες, κατά παραχώρηση του θελήματος του Θεού, για να αποκαλυφθεί η κατάσταση της ψυχής του και να λυθούν τα δεσμά των αμαρτιών του.


     Την άλλη μέρα κάλεσαν τον νεκροθάφτη ν’ ανοίξει τον τάφο. Όταν τον άνοιξαν, είδαν με θαυμασμό ότι ούτε η γλώσσα του δεν είχε λιώσει. Όπως τον έβαλαν όταν πέθανε, έτσι και τον βρήκαν. Τα νύχια του είχαν μεγαλώσει σα δρεπάνια και τα γένια του είχαν φτάσει μέχρι τα πόδια του. Ήταν μαύρος στο πρόσωπο και φουσκωμένος σα βόμβα. Αλλά και τα ρούχα του ακόμη δεν είχαν υποστεί την παραμικρή φθορά. Τίποτε. Και αυτό το φέρετρό του ήταν ολόκληρο και άσηπτο.


     Το μετέφεραν και το ακούμπησαν στον τοίχο της εκκλησίας και σκέπασαν το πρόσωπό του μ’ ένα λευκό σεντόνι για να μη τρομάξει ο κόσμος από την απαίσια μορφή του. Ήρθε πολύς κόσμος, γιατί ήδη έμαθαν ότι στο κοιμητήριο βρήκαν κάποιον που τον χτυπούσαν οι δαίμονες κάθε νύχτα για δυο ώρες και ότι είναι άλιωτος για πολλά χρόνια.

     Ο Επίσκοπος κάλεσε εφτά μεγάλους Πνευματικούς και τους είπε:
     –Ας αρχίσουμε τις ευχές για την αποσύνθεση του σώματος του νεκρού.
     Γονάτισαν οι ιερείς και διάβασαν τις ευχές για τη διάλυση του τυμπανιαίου σώματος. Μετέφεραν το πτώμα μέσα στην εκκλησία και διάβασαν ολόκληρη την ακολουθία της κηδείας μαζί με τις ευχές για διάλυση. Κατόπιν το έθαψαν σ’ ένα τόπο. Αφού το έθαψαν, ρώτησαν τον μοναχό Ραφαήλ, αν άκουσε πάλι τους δαίμονες να χτυπούν τον νεκρό κι εκείνος τους είπε ότι δεν άκουσε τίποτε μέχρι εκείνη τη μέρα.


     Μετά από ένα χρόνο τον ξέθαψαν και είχε γίνει το σώμα του σκόνη. Τα οστά του είχαν χωνέψει και είχαν γίνει χώμα. Θαύμασε όλος ο κόσμος γι’ αυτό το μεγάλο θαύμα που έγινε εκεί. Ζητούσε ο καημένος βοήθεια για να διαλυθεί το σώμα του. Όσο καιρό παρέμενε αδιάλυτο, η ψυχή του ήταν μέσα σε απερίγραπτα βάσανα της κολάσεως, αλλά με τις ευχές των Πνευματικών και του Επισκόπου ο φιλάνθρωπος Κύριός μας τον ανέπαυσε…


[Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία»
Άνοιξη–Καλοκαίρι 2001,
Αριθμός 64, Άρθρο 12ο, σελ. 52–54,
πόνημα του Δαμασκηνού
Μοναχού Γρηγοριάτη.
Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
έρευνα και επιλογή θέματος,
μερική διόρθωση, 
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΓΙΑ ΤΟ «ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ»

ΓΙΑ ΤΟ «ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ»


     Με το «Θεοτοκάριο» νιώθεις να γίνεσαι τελείως καλά. Κάτι παράδοξο συμβαίνει, κάτι μεγάλο και πάντερπνο διανοίγεται μπροστά σου, κάτι φορτικό και άσχημο πεπερασμένο σπάει. Επίσης, κάτι άλλο μεγαλόδωρο προσφέρεται και αφήνεται απαλά εκεί στο δώμα της καρδιάς κι αυτό λέγεται ανακούφιση και λυτρωμός. Πού να το πούμε και ποιος να μας πιστέψει! Απ’ τις λιβανομύριστες σελίδες του στάζει βάλσαμο και μάλαμα η υγεία, η ισορροπία, η χριστοκεντρική κραταίωση και καμία απολύτως πνευματιστική φαντασία. Στον αστερισμό του εύκολου, του αυτόματου, του άμοχθου και του άκοπου όλοι μας, ψάχνουμε απεγνωσμένα γιατρούς, συνεδρίες και χαπάκια, παρέες, γνωριμίες και πρόσωπα – προσωπικά και ανομολόγητα σωσίβια ή δεκανίκια. Το παίζουμε ισχυροί, άτρωτοι και ανενδεείς. Ενώ είμαστε όλοι δεμένοι με τα λουριά των λογισμών και απολαμβάνουμε το κενό μας. Η Μάνα μας όμως παραστέκει δίπλα μας να δει τι θα κάνουμε στο τέλος. Θα την θυμηθούμε, άραγε; Ή θα την προσπεράσουμε με τις χίλιες–δυο προφάσεις της απιστίας μας; Αν όμως μέσα σου είσαι και νιώθεις ορφανός, δεν μπορείς και δεν γίνεται να έχεις πνευματική ζωή. Πας στον Χριστό κι Αυτός πανδικαίως σε στέλνει κατευθείαν στη Μάνα Του. Πορεύεσαι προς τη Μάνα Του και σε καθοδηγεί ικετευτικά πάντα προς Αυτόν. Σάββατο του Α΄ Ήχου, Κανών του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο πρώτος κανόνας που συναντάει κάποιος όταν ανοίγει τούτο το βιβλίο του Ουρανού· για όποιον θέλει να θεωρήσει ευκρινώς πώς διαμεσολαβεί ανάμεσα σε Θεό και ανθρώπους και πώς προφθάνει η Παναγία μας. Προτεσταντισμοί και καθολικισμοί δεν χωρούν στα ορθόδοξα πράγματα. Μετά, πάμε στις εξετάσεις που έχει να δώσει και να δίνει η καρδιά: ή θα είναι γιος της ο βαπτισμένος χριστιανός ή δεν θα είναι. Γι’ αυτό και θέλει νά ’χεις ένα αδιάπτωτο καμάρι, ένα πολύ ιδιαίτερο πείσμα αφοσίωσης προς αυτήν, έναν χαλυβδωμένο πόθο, να μένεις εκεί και να μη θες να φύγεις από την αγκαλιά αυτής της Μάνας, της μόνης Μάνας. Όλα τα θεολογικά νοήματα, αυτήν ζωγραφίζουν μέσα στην καρδιά. Αλλά νά ’ναι η καρδιά κι ο νους καμβάς. Από εκεί και πέρα θ’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν, κι αυτό πάλι μέχρι σ’ ένα σημείο. Τα πολλά μπορεί και πρέπει να είναι ακατάληπτα, αλλά κι αυτό πάλι Χάρη είναι. Γιατί όλα τούτα δεν είναι μειωτικά και τραυματικά ακατάληπτα, αλλά χαρούμενα ακατάληπτα. Όταν είναι κανείς στο Δημοτικό δεν αισθάνεται άσχημα που δεν είναι στο Γυμνάσιο. Κι όταν είναι στο Πανεπιστήμιο δεν βλέπει άχρηστο το πέρασμά του απ’ το Λύκειο. Αισθάνεται το τώρα του σαν ευκαιρία στη βιωματική γνώση που του δωρίζεται δίχως πίεση και απαίτηση, δυσχέρεια και χολοσκασμό. Όσο χαίρεσαι που δεν καταλαβαίνεις, τόσο σου δίνονται ολοένα και πιο πολλές χαραμάδες φωτός για να καταλάβεις. Κι όσο καταλαβαίνεις, δεν αισθάνεσαι έπαρση, απληστία και αρπαγή· πέφτεις κάτω στα πόδια της, ακουμπάς το μαφόρι της, συντρίβεσαι και θες να μην καταλαβαίνεις τίποτα για να καταλαβαίνεις καλύτερα τα πάντα μαζί της. Το «Θεοτοκάριο» είναι η λαχτάρα της ορθόδοξης καρδιάς· είναι η σβηστήρα των παθών, των πληγών, των τραυμάτων και της μιζέριας μας. Να το πούμε και να το λέμε συνέχεια, αλλά ποιος θα το δοκιμάσει; ποιος θα μεταλάβει την πείρα; Κάθε μέρα, ένας θεσπέσιος ορίζοντας από γαληνότατες έννοιες που χαιρετίζουν και ασπάζονται το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου, που είναι η Μάνα μας και επομένως η πηγή κάθε καρδιακής έμπνευσης. Τα δικά μας γίνονται δικά της. Και τα δικά της, του Γιου της. Και ο Γιος της, ήδη της τά ’χει δώσει προ πολλού όλα για εμάς. Κάθε κανόνας και κάθε τροπάρι ένας συμπυκνωμένος ορός αλήθειας και χάριτος σχετικά με το πρόσωπο της Παναγίας και με το θεομητερικό αξίωμα. Κατά το ανθρώπινο, η πηγή της Πηγής και η ζωή της Ζωής. Μετά όλα υπάρχουν στην Εκκλησία για να μεταβαίνουν και στην καρδιά, το μυστικό ιερό. Διαβάζεις, προσέχεις, συλλαβίζεις, ψελλίζεις, ψέλνεις και σβήνονται όλες οι μουντζούρες, όλα τα λάθη, τα άγχη, οι φόβοι, οι απαξιώσεις, οι άγνοιες, οι αδιαφορίες, τα σκαμπανεβάσματα, οι παλινωδίες, οι επιθετικότητες, οι παραιτήσεις, τα «μη», τα «αν», τα «πρέπει» και τα «μήπως». Μια ευτυχία, μια δύναμη και μια μακαριότητα έρχονται και γίνονται δική σου συντροφιά. Δική σου και των αδελφών σου και του κόσμου που βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν. Η Παναγία πάει παντού. Από τα υψώματα του ουρανού στο ταμείο της καρδιάς και από εκεί ξεχύνεται έξω στον κόσμο. Κυρία του παντός και Δέσποινα του κόσμου. Αυτή τον κρατάει. Αυτή μας κρατάει. Νόμος της φύσης· δεν υπάρχει μάνα καλή που να μην κρατάει καλά τα παιδιά της. Μα, είναι και καύχημα και κλέος της καλλίστης φύσης· δεν υπάρχει Μάνα σαν την Παναγία που να κρατάει τόσο καλά τα παιδιά της όπως Αυτή. –Χριστέ μου, ελέησέ μας και σώσε μας, μόνο και μόνο που έχεις μια τέτοια Μάνα σαν κι Αυτή, σαν τη Μάνα την Παναγία!...       

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.