Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ
Μαρτυρίες κατανυκτικές των τέκνων του


[1]
Άγιος Πορφύριος:
«Ο π. Ιάκωβος είναι σαν να είμαι εγώ!»

     ►Μαρτυρία Γερασιμούλας:
     Ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος, που ήταν πνευματικός μου επί πολλά χρόνια, μου είπε μια μέρα:
     –Εγώ φεύγω στο Άγιον Όρος, τώρα εσύ θα πας στον Ηγούμενό σου.
     –Εγώ δεν ξέρω άλλον Ηγούμενο εκτός από εσένα.
     –Πως! μου λέει, θα πας στον Γέροντα Ιάκωβο τον Τσαλίκη που είναι στην Εύβοια, στον Όσιο Δαυΐδ.
     –Μα, εγώ δεν ξέρω πού είναι αυτό…
     –Άκουσε, μου λέει· στην Θεολογική Σχολή έχει έρθει η Κάρα του Οσίου Δαυΐδ. Αύριο θα πάνε ένα γκρουπ θεολόγων και παπάδων μαζί με την αγία Κάρα στον Όσιο Δαυΐδ να δουν τον Γέροντα Ιάκωβο. Θα πεις ότι σε στέλνω εγώ, να πας μαζί τους.
     Όντως, έτσι έγινε, με πήραν μαζί τους. Ήμουν η μοναδική που δεν ήμουν της Θεολογικής. Τον Γέροντα Ιάκωβο δεν τον ήξερα καθόλου, ούτε σε φωτογραφία δεν τον είχα δει, πρώτη φορά πήγαινα, αλλά έπρεπε να κάνω υπακοή, γιατί ο Άγιος Πορφύριος μού είπε: «Άμα δεν πας, δεν θα σου ξαναμιλήσω!». Εγώ δεν ήθελα να αλλάξω Γέροντα, τον Γέροντα Πορφύριο ήξερα. «Όχι, θα πας!», μου λέει, «Ο πατήρ Ιάκωβος είναι σαν να είμαι εγώ και θα πεις ότι σε στέλνει ο π. Πορφύριος!».
     Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, μέσα στους τόσους παπάδες, δεν ήξερα ποιος ήταν ο π. Ιάκωβος. Οι φοιτητές είχαν μαζευτεί σε μια αίθουσα, στην οποία θα μιλούσε ο Γέροντας. Εγώ ήμουν στην εκκλησία, νομίζοντας ότι εκεί θα μιλούσε και προσευχόμουν στον Όσιο Δαυΐδ και του έλεγα τα προβλήματά μου.
     Ξαφνικά, από την πόρτα του Ιερού βγαίνει ένα κεφαλάκι και μου λέει:
     –Μήπως θέλετε να εξομολογηθείτε;
     –Εγώ περιμένω τον π. Ιάκωβο. Μ’ έστειλε ο π. Πορφύριος.
     –Εγώ είμαι ο π. Ιάκωβος. Θέλετε να εξομολογηθείτε;
     –Ναι. Μ’ έστειλε ο π. Πορφύριος σ’ εσάς και μου είπε να εξομολογούμαι σ’ εσάς.
     Πήγε έβαλε το πετραχήλι και μου είπε να κλειδώσω την πόρτα, για να μη μας διακόψει κανείς. Πριν ξεκινήσω την εξομολόγηση, άρχισε να μου λέει όλα τα προβλήματά μου από την αρχή μέχρι το τέλος, για το ποιοι θέλουν να με βλάψουν, γιατί ’θέλαν και σε μερικές περιπτώσεις, μου έλεγε ότι, ο ίδιος ο σατανάς με πείραξε μαζί με αυτό το πρόσωπο και, επίσης, μου έλεγε από ’δω και πέρα τι έπρεπε να κάνω. Τότε κατάλαβα ότι έχω να κάνω με έναν άνθρωπο φωτισμένο, σαν τον Γέροντα Πορφύριο, με διορατικό και προορατικό χάρισμα.
     Και, στο τέλος, μου είπε: «Όπως ακριβώς σου είπε ο Γέροντας Πορφύριος, από ’δω και πέρα να ξέρεις, εδώ θα είναι το σπίτι σου, θα έρχεσαι σαν να είναι το σπίτι σου και θα είμαι ο πατέρας σου…». Ο Άγιος Γέροντας Ιάκωβος συνέλαβε ότι είχα μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο και γι’ αυτό μου είπε αυτά τα λόγια.
     Έτσι, γνωρίστηκα με τον Γέροντα Ιάκωβο.

[2]
«Μας είπε ότι κάθε βράδυ
παλεύει με τους δαίμονες».


     ►Μαρτυρία Τσώνη Κωνσταντίνου από την Ερέτρια:
     Το έτος 1987, τον Σεπτέμβριο, με την σύζυγό μου πήγαμε στο χωριό Ροβιές κοντά στην Λίμνη Ευβοίας για να ξεκουραστούμε λίγες μέρες. Εκεί ο ξενοδόχος μάς μίλησε για το Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ. Πήγαμε την Κυριακή στην θεία Λειτουργία. Εμείς τότε με την Εκκλησία είχαμε τυπικές σχέσεις. Μετά την Λειτουργία ο κόσμος ήταν πολύς και περίμενε τον Ηγούμενο Ιάκωβο. Εμείς βγήκαμε στο δάσος για περίπατο.
     Ξαφνικά, από το πουθενά, φανερώθηκε μπροστά μας ένας καλόγερος. Μου ήρθε ένας κακός λογισμός ότι αυτός ο καλόγερος μάς παρακολουθεί. Μας ρώτησε από πού είμαστε και τι κάνουμε. Εγώ, για να τον πειράξω, του είπα ότι βγήκα βόλτα με την φίλη μου. Ήμασταν παντρεμένοι, αλλά δεν φορούσαμε βέρες. «Όχι», μας απάντησε ήρεμα, «είστε παντρεμένοι, έχετε ένα μικρό αγοράκι και σύντομα θα αποκτήσετε κι ένα κοριτσάκι». Εκείνη την περίοδο δεν σκοπεύαμε να κάνουμε άλλο παιδί, γιατί δεν είχαμε σπίτι δικό μας και είχαμε άλλες προτεραιότητες. Μας είπε: «Μην στενοχωριέστε, γιατί το θέμα με την Αρχαιολογία που έχεις θα λυθεί σύντομα». Δεν του είχα αναφέρει τίποτα για το θέμα αυτό. Οι «σοφοί» του τόπου μας έκτισαν την καινούργια πόλη πάνω στα ερείπια της παλαιάς και η Αρχαιολογία παιδεύει τον κόσμο.
     Του λέω:
     –Πάτερ, εδώ το τοπίο είναι πολύ ωραίο· είναι σαν Παράδεισος!
     –Παιδί μου, λέει, ξέρεις πώς είναι ο Παράδεισος, εκεί που θα πάνε οι ενάρετοι και οι δίκαιοι;
     Μας μιλούσε για τον ουράνιο Παράδεισο, μας είπε πολύ ωραία πράγματα, αλλά δεν κατάφερα να τα συγκρατήσω.
     Μας είπε και για την προσωπική μας ζωή, ότι θα φτιάξουμε σπίτι, θα κουρασθούμε πολύ αλλά θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε στενοχώριες από άδικους και ζηλόφθονους ανθρώπους, αλλά ο Θεός και η Παναγία θα μας προστατεύουν.
     Μας είπε, επίσης, ότι κάθε βράδυ παλεύει με τους δαίμονες και τον δέρνουν. Προσεύχεται για όλον τον κόσμο, πηγαίνει για προσευχή στο ασκηταριό ψηλά στα βουνά.
     Με το φτωχό μου το μυαλό είπα ότι ο καλόγηρος μάς λέει ψέματα. Ξαφνικά τον χάσαμε. Όπως ήρθε, έτσι και έφυγε. Γυρίσαμε στο Μοναστήρι και ο κόσμος περίμενε να δει τον Ηγούμενο Ιάκωβο Τσαλίκη. Εμείς καθίσαμε σε μιαν ακρούλα. Έρχεται σ’ εμάς ο καλόγερος, ο ίδιος που είχαμε δει στο δάσος, και ήταν ο π. Ιάκωβος και μας μίλησε για διάφορους ασθενείς, τι έχει ο καθένας και ποιοι θα γίνουν καλά. Μας είπε πάρα πολλά. Ο κόσμος μάς κοίταζε παράξενα, αλλά ο καλόγερος σαν να τους αγνοούσε και μιλούσε μαζί μας.
     Οι μοναχοί μάς είπαν ότι εκείνη την περίοδο ο Ηγούμενος ήταν πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε να βλέπει ανθρώπους.
     Εκείνη την εποχή δεν γνώριζα ποιος ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος. Τώρα δικαιολογώ τον κόσμο που μας κοίταζε παράξενα για την μεγάλη τιμή που μας έκανε να γνωρίσουμε τον Άγιο Γέροντα Ιάκωβο. Αισθανόμαστε την προστασία του και, όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, επικαλούμαστε τ’ όνομά του και μας βοηθά.

[3]
«Μόνο εκείνος μπορεί να είναι!
Κοίταξέ τον!»


     ►Μαρτυρία Πρεσβυτέρας Ισμήνης:
     Στην Αίγυπτο, όπου ζούσαμε, μας μιλούσανε συχνά οι Πατέρες του Σινά για τον μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο. Έτσι, το έτος 1990, μόλις έγινα φοιτήτρια και ζούσα στην Ελλάδα, αποφάσισα να πάω στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ για να πάρω την ευλογία του. Πήρα μαζί μου και μια φίλη μου Γερμανίδα Ορθόδοξη, την Μπεττίνα, η οποία είχε πρόσφατα βαπτισθεί στο Σινά και ξεκινήσαμε με το λεωφορείο.
     Μόλις φθάσαμε, οι Πατέρες μάς είπαν ότι ο Γέροντας δεν έβγαινε από το κελλί του λόγω υγείας. Ήταν αδύνατον να πάρουμε την ευχή του. Στενοχωρηθήκαμε, αλλά επειδή δεν είχε λεωφορείο επιστροφής την ίδια μέρα, μείναμε εκεί και πήγαμε στον Εσπερινό.
     Ξαφνικά, μου λέει η Μπεττίνα: «Να, ο Γέροντας!». Απόρησα πώς ήταν τόσο σίγουρη ότι ήταν εκείνος, αφού δεν είχαμε δει ποτέ φωτογραφία του. «Μόνο εκείνος μπορεί να είναι! Κοίταξέ τον!», μου είπε. Τότε κοίταξα και εγώ τα μάτια του Ιερομονάχου που συμμετείχε στην ακολουθία. Έμεινα άναυδη. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τέτοια έκφραση. Δεν ήταν του κόσμου τούτου, αλλά ήταν από άλλον κόσμο. Η γαλήνη και η αγάπη που εξέφραζαν, υπερέβαινε κάθε ανθρώπινο μέτρο. Είχαν κάτι ουράνιο, γνώριζαν τις ψυχές των ανθρώπων, έλαμπε ένα φως μέσα τους, που τον έκαναν ολόκληρο διάφανο, όπως τα χάρτινα φαναράκια που φαίνονται διάφανα, όταν φωτίζονται από μέσα.
     Άλλη φορά που πήγα και εξομολογήθηκα, ενώ μιλούσαμε, μου έλεγε τι να μην λέω και πώς να μην φέρομαι, μιμούμενος την φωνή και τις κινήσεις μου. Και ενώ ήταν ολόιδιες με τις δικές μου οι κινήσεις που έκανε και ο τόνος της φωνής του εκείνη την στιγμή ολόιδιος με τον δικό μου, όλο αυτό μου φάνηκε απολύτως φυσικό. Τα έλεγε από αγάπη και με πατρική στοργή, γι’ αυτό ούτε ντράπηκα, ούτε πληγώθηκα που με μιμούνταν.
     Στην επιστροφή μου ήμουν χαρούμενη σαν μικρό παιδάκι. Αισθανόμουν να με συνοδεύει η αγάπη του Γέροντα και μου ερχόταν ν’ αγκαλιάσω όλον τον κόσμο από την χαρά μου. Την άλλη μέρα συνειδητοποίησα πως με είχε μιμηθεί, για να μου δείξει να καταλάβω πώς πρέπει να φέρομαι και ευχαρίστησα τον Θεό που μου είχε κάνει αυτό το ανεκτίμητο δώρο, να γνωρίσω τον Άγιο Γέροντα Ιάκωβο.

[4]
«Θέλω να πάω κοντά στον Χριστό,
αλλά δεν μ’ αφήνει ο κόσμος».


     ►Μαρτυρία Μαρίας Φούκα-Ρουμπάνη:
     Την 1η Νοεμβρίου 1991, που γιόρταζε το Μοναστήρι, είχα πάει και βρήκα τον Γέροντα Ιάκωβο στην τραπεζαρία και με καλωσόρισε. Με ρώτησε τι κάνουν τα παιδιά και ιδιαιτέρως για την κορούλα μου, που την «παρακολουθούσε πνευματικά» συνεχώς και μου είπε: «Γιατί δεν την έφερες μαζί σου; Ήθελα να την δω!». Εγώ απόρησα που μου την ζήτησε τόσο έντονα να την δει. Πού να φανταζόμουνα ότι σε είκοσι μέρες θα έφευγε από την ζωή ο Γέροντας και ότι ήθελε να αποχαιρετήσει ορισμένα άτομα και μεταξύ αυτών και την κόρη μου! Μετά την πανηγυρική θεία Λειτουργία, πήρα την ευλογία του Γέροντα να φύγω. Πού να ήξερα ότι τον έβλεπα για τελευταία φορά εδώ στην γη! Επέστρεψα στο σπίτι, και διαρκώς στον νου μου ερχόταν η σκηνή που ο Γέροντας Ιάκωβος επέμενε να δει την κόρη μου.
     Κατ’ οικονομία Θεού, ο γιος μιας φίλης μας αισθάνθηκε μια αδυναμία στο σώμα του, και ο πατέρας του μας το είπε. Τον συμβούλεψα να πάρουν τον γιο του και να πάνε στον π. Ιάκωβο Τσαλίκη. Και αφού θα πήγαιναν αυτοί, τους είπα να πάρουν μαζί τους και τον άντρα μου και την κόρη μου, που ζήτησε να την δει ο π. Ιάκωβος. Πράγματι, πήραν και την κορούλα μου και πήγαν στο Μοναστήρι.
     Ο π. Ιάκωβος χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε. Την πήρε απ’ το χεράκι και την πήγε μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους. Της μιλούσε πολλή ώρα. Την αποχαιρετούσε! Ποιος ξέρει τι αποκαλύψεις τής έκανε! Δυστυχώς, δεν άκουγε η μικρή (δεν έδινε την απαιτούμενη προσοχή στα λεγόμενά του), για να καταλάβει τι της έλεγε για τελευταία φορά ο Άγιος Γέροντας. Της μιλούσε μισή ώρα, τρία τέταρτα! Και εκείνη, παρόλο που δεν άκουγε, τον κοίταζε προσεκτικά και χαιρόταν! Έπαιρνε ευλογία και την χάρη του! Αυτό που κατάλαβε είναι, ότι σε μια στιγμή τής έδειξε το τέμπλο και της είπε: «Παιδί μου, δεν βλέπεις τον Άγιο Χαράλαμπο που είναι εδώ ζωντανός (της έδειχνε και την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους); Σου χαμογελάει και σε ρωτάει “τι κάνεις;”»!
     Ο Γέροντας Ιάκωβος εν συνεχεία βγήκε έξω, ευλόγησε και το παιδί της φίλης μας και εκείνο έγινε καλά. Μετά, ασπάσθηκε τον άντρα μου και του είπε ότι εκείνος θα φύγει, εμείς όμως θα πηγαίνουμε στο Μοναστήρι.
     Όταν ήλθε ο άντρας μου, μου είπε: Να το ξέρεις, ο π. Ιάκωβος φεύγει! Σήμερα είχα την αίσθηση ότι μας αποχαιρετούσε!». Του είπα ότι και εγώ, πριν από δέκα μέρες που πήγα στο Μοναστήρι, αυτήν την αίσθηση είχα, όταν ζητούσε να δει την κόρη μας και μου έκανε τόσο εντύπωση, γιατί θυμάμαι ότι την ημέρα της εορτής του Οσίου Δαυΐδ είχε φοβερό κρύο. Και έλεγα, «πώς ζητάει να την δει, την στιγμή που με τέτοιο κρύο είναι δύσκολο να την έχω μαζί μου;».
     Και ο Γέροντας Ιάκωβος ήθελε όντως να φύγει. Θυμάμαι που γιόρταζε και του λέγαμε «Χρόνια πολλά!» και αυτός έλεγε: «Εγώ έχω κουραστεί. Θέλω να πάω στον Ουρανό, κοντά στον Χριστό, αλλά δεν μ’ αφήνει ο κόσμος να φύγω! Ο κόσμος έχει πολλά προβλήματα!».
     Και, πράγματι, στις 21 Νοεμβρίου, την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο πατήρ Ιάκωβος εισήλθε στην Βασιλεία του Θεού.
     Όταν το έμαθα, δεν ήθελα να το πιστέψω. Δεν άντεχα να το δεχτώ. Τον είχα συναντήσει είκοσι μέρες πριν φύγει, και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έφυγε αυτός ο Άγιος Γέροντας, που με στήριξε και με βοήθησε τόσο πολύ.
     Και η κορούλα μου τότε έκλαψε πολύ, όταν το έμαθε. Έχασε τον ευεργέτη της, τον σωτήρα της! Εκείνον που την στήριξε, όσο κανένας άλλος άνθρωπος!

[5]
«Θα χτυπάνε οι καμπάνες,
κι εγώ θα κοιμάμαι!»


     ►Μαρτυρία Γερασιμούλας:
     Ο Γέροντας Ιάκωβος ήξερε ότι πλησίαζε η ώρα του για να φύγει. Έλεγε πριν την κοίμησή του σε πολλούς, σε πατέρες και πνευματικοπαίδια του: «Εγώ, παιδιά μου, θα φύγω σ’ ένα χρόνο… εγώ θα φύγω σε λίγους μήνες… εγώ θα φύγω σε λίγες εβδομάδες… εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες...». Όμως τα παιδιά του δεν τον πίστευαν, διότι λέγανε ότι εφ’ όσον ήταν άρρωστος, έτσι τα λέει αυτά. Ήταν εξάλλου και σχετικά νέος, 70 στα 71.
     Στις 17 Νοεμβρίου του 1991, ημέρα Κυριακή, ο Γέροντας Ιάκωβος με παρακάλεσε να βρίσκομαι στις 21 Νοεμβρίου στο Μοναστήρι του. Πώς έγινε αυτό; Εγώ τον είδα στον ύπνο μου στις 17 Νοεμβρίου που πήγα να ξεκουραστώ. Τον βλέπω στον ύπνο μου να βρίσκεται σε μία πάρα πολύ μεγάλη άσπρη εκκλησία, σ’ ένα ψηλό λόφο. Έλαμπε ολόκληρος ο λόφος από τον πολύ ήλιο, και μέσα είχε κόσμο αμέτρητο και μου είπε: «Δεν θα μου μιλήσεις ούτε θα σου μιλήσω εδώ. Θα έρθεις από κοντά να μιλήσουμε στο Μοναστήρι. Άκουσες τι σου είπα; Δεν θέλω αντίρρηση! Είκοσι μία Νοεμβρίου θα έρθεις στο Μοναστήρι!».
     Ξυπνάω και παίρνω τηλέφωνο στο Μοναστήρι. Το σηκώνει ο π. Κύριλλος και μου λέει: «είχαμε την συζήτησή σου με τον Γέροντα και θέλει να έρθεις οπωσδήποτε στις 21 Νοεμβρίου». «Αφού μου το ζητά ο Γέροντας», σκέφθηκα, πρέπει να πάω. Μου λέει, επίσης, ο π. Κύριλλος ότι θα έρθει στην Αθήνα με το χέρι του Οσίου Δαυΐδ, άμα θέλω να πάω να το προσκυνήσω και να τα πούμε από κοντά.
     Όταν τον είδα από κοντά, του είπα τ’ όνειρό μου και του λέω:
     –Πάτερ Κύριλλε, πέρασε από το μυαλό μου μήπως ο Γέροντας Ιάκωβος φύγει για τον Ουρανό, γιατί αυτό που είδα δεν ήταν φυσιολογικό. Είδα τον Γέροντα να λειτουργεί λαμπροφορεμένος πάνω από την Αγία Τράπεζα, με πλήθος κόσμου σε μία άγνωστη εκκλησία.
     –Τι να σου πω, παιδάκι μου… Δεν νομίζω… Έλα εσύ, όμως, και θα δούμε…
     Φεύγω, λοιπόν, στις 21 Νοεμβρίου πρωί-πρωί, γιατί η προϊσταμένη δεν μου έδινε άδεια για μία μέρα, και έτσι θα πήγαινα μισή μέρα και το βράδυ θα γυρνούσα να κάνω την βάρδιά μου. Θα πήγαινα και θα γύρναγα την ίδια μέρα, ίσα-ίσα να δω την χειροτονία του π. Ιλαρίωνα σε διάκο (αργότερα ονομάσθηκε π. Ιάκωβος). Είχε πει ο Γέροντας Ιάκωβος: «Να δω αυτό το παιδί διάκο, και ας πεθάνω!». Και όντως έτσι έγινε.
     Εγώ θεώρησα καλό να πάω πρώτα στα Φύλλα Ευβοίας, όπου γινόταν η χειροτονία, και μετά να πάω στον Γέροντα. Βρέθηκα στην χειροτονία, άκουσα την συμμαρτυρία του Γέροντα Ιακώβου και ανέβηκα με μια χαρά να τρέξω να πω στον Γέροντα Ιάκωβο αυτά που είδα.
     Ξεκινήσαμε από τα Φύλλα Ευβοίας με το αμάξι μιας φίλης μου, οδηγούσε ο άντρας της, και φτάσαμε στο Μοναστήρι μέσα σε μια ώρα και ένα τέταρτο, ενώ κανονικά είναι μια απόσταση τριών ωρών! Ο ίδιος ο άντρας της φίλης μου, όταν είδε το ρολόι του, μου είπε: «Βρε, Γερασιμούλα! Τι γίνεται εδώ πέρα; Πετάει ο Γέροντας, πετάμε κι εμείς;». Το είπε αυτό, γιατί τον Γέροντα πολλές φορές τον βρίσκαμε στην Λίμνη, πηγαίναμε εμείς με το αυτοκίνητο επάνω (στο Μοναστήρι) και ο Γέροντας είχε βρεθεί πιο μπροστά από εμάς, (παρόλο που είχε ξεκινήσει ο ίδιοςμε τα πόδια στο Μοναστήρι του! Εγώ έχω προσωπική εμπειρία που τον είδα. Μοναστήρι-Λίμνη είναι μια απόσταση είκοσι με τριάντα λεπτά, κάπου εκεί.
     Φτάνοντας στο Μοναστήρι «πετώντας», λέει ο Γέροντας σ’ έναν π. Εφραίμ να του φτιάξει έναν καφέ και να μου πει να πάω στο δωμάτιό του και μην μας ενοχλήσει κανείς. Επειδή ήξερε ότι κάθε λίγο όλο και κάποιος θα χτυπούσε την πόρτα, λέει: «Θα κλειδώσεις την πόρτα, ώστε να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να μας ενοχλήσουν καθόλου!» και, έτσι, κλείδωσα την πόρτα.
     Η συζήτηση ήταν για πάρα πολλά θαύματα του Οσίου Δαυΐδ, όπως και επίσης μου είπε και το θαύμα με την Παναγία την «Ξενιά» που του είχε κάνει. Δηλαδή, ανέφερε τα πιο θαυμαστά γεγονότα που είχαν γίνει στην ζωή του και η διήγηση κράτησε τρεις ώρες. Μετά, με ρώτησε και μένα τι γίνεται με την δουλειά, και του είπα. Και μου είπε ότι θα με διώξουν από το Νοσοκομείο και ότι θα μου πονέσει το στομάχι, και με παρακάλεσε να μην αφήσω κανέναν γιατρό να μου κάνει εγχείρηση στο στομάχι, γιατί ο Όσιος Δαυΐδ τού είπε ότι θα με βοηθήσει και θα με κάνει καλά, τα οποία έγιναν αργότερα όλα αυτά ακριβώς έτσι όπως τα είπε ο Γέροντας.
     Φτάνουμε, λοιπόν, την ώρα που μου λέει ότι ο Όσιος Δαυΐδ έρχεται μέσα στο δωμάτιό του.
     –Ωραία, λέω, Γέροντα! Αφού ήρθε ο Όσιος Δαυΐδ, να βγω έξω, να πείτε κι εσείς τα δικά σας!
     Εγώ τον Όσιο Δαυΐδ δεν τον είδα, ούτε άκουσα την φωνή του.
     –Όχι! μου λέει ο Γέροντας. Ο Όσιος Δαυΐδ μού είπε να κάνεις την Παράκληση, γιατί χαίρεται όταν την λες. Και εκείνος θα σε βοηθήσει και θα μου πει τι θέλει από εσένα και θα σου το πω εγώ.
     Άρχισα, λοιπόν, να κάνω την Παράκληση.
     Τελείωσα την Παράκληση και πήγα κοντά του.
     –Ο Όσιος Δαυΐδ μού είπε να σου πω ότι θα σου συμβούν πάρα πολλά στην ζωή σου, αλλά μέχρι τελευταίας σου πνοής θα είναι δίπλα σου· και εγώ, όμως, θα είμαι δίπλα σου. «Θεός, όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Όλα καλά θα πάνε, έτσι μου είπε να σου πω. Και επειδή θα συμβεί κάτι τώρα, δεν θα στενοχωρηθείς ό,τι και να συμβεί. Μου το υπόσχεσαι;
     Και στην συνέχεια, λέει:
     –Αύριο το πρωί, εγώ δεν θα σηκωθώ να λειτουργήσω. Θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι εδώ στο κρεβάτι.
     –Γέροντα, να πεις στον π. Κύριλλο να σου χτυπήσει την πόρτα, να σε ξυπνήσει, να σε πάει εκείνος.
     –Όχι, δεν θα μπορεί να με ξυπνήσει ο π. Κύριλλος! Θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι!
     –Γέροντα, εγώ δεν θα πάω στην εκκλησία από τα άγρια χαράματα. Θέλεις να περάσω να σε ξυπνήσω, να σε σηκώσω σιγά-σιγά να πάμε στην εκκλησία;
     –Όχι, παιδί μου, κανείς δεν θα μπορέσει να με σηκώσει εμένα για να κατεβώ να λειτουργήσω. Αύριο το πρωί θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι!
     –Καλά, Γέροντα. Θα είσαι τόσο χάλια, φαίνεται.
     –Παιδάκι μου, δεν είμαι καλά.
     –Γέροντα, να φωνάξω έναν γιατρό;
     –Όχι, όχι, παιδάκι μου! Αλλά δεν αισθάνομαι καλά. Όμως τώρα πρέπει να σηκωθώ, γιατί έρχονται οι Πατέρες που έγινε η χειροτονία. Πώς ήτανε αλήθεια;
     –Γέροντα, ήθελα να σου πω και πριν… ήταν κάτι διαφορετικό… δεν γνώριζα το παιδί έτσι όπως έψελνε, δεν γνώριζα την φωνή του… νόμιζα ότι κάποιος άλλος ψέλνει!...
     –Άλλος έψελνε, παιδί μου· ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας έψελνε, δεν ήταν αυτός. Ήτανε καλά;
     –Ναι, πολύ ωραία Γέροντα! Διάβασαν και την συμμαρτυρία.
     –Ναι, παιδάκι μου, τον άκουγα νοερώς. Εκεί ήμουν. Εγώ όλα τα άκουγα και όλα τα έβλεπα. Νοερώς εκεί ήμουνα. Δεν ήτανε όμορφα;
     –Όλα ήτανε πάρα πολύ όμορφα, Γέροντα, ήτανε πάρα πολλή ευλογία Θεού.
     –Παιδί μου, να, τώρα έρχεται. Άνοιξε την πόρτα, όπου νά ’ναι ανεβαίνουν τις σκάλες και έρχονται.
     Εκείνη την ώρα, μου ζήτησε να ψάλλω το τροπάριο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (κατά σύμπτωση το είχα μάθει εκείνη την ημέρα). Ψέλνοντας πήγα και ξεκλείδωσα την πόρτα, αφού προηγουμένως του είχα βάλει το ράσο και τα παπούτσια, για να είναι έτοιμος να κατέβει στην εκκλησία. Εκείνη την ώρα ακούω: «Γερασιμία, τρέξε! Ζαλίζομαι!». Τρέχοντας, τον προλαβαίνω να μην χτυπήσει το κεφάλι του στο πάτωμα, γιατί είχε πάθει ήδη ανακοπή, και του φέρνω ένα μαξιλάρι να μπορεί να πάρει ανάσες.
     Χτυπούσαν την πόρτα και έπρεπε να ανοίξω. Ανοίγω και λέω: «Τρέξτε να φέρετε γιατρό, φέρτε και την Κάρα του Οσίου Δαυΐδ! Δεν βλέπω τον Γέροντα να ζει, φέρτε τις πρώτες βοήθειες!». Φωνάζουν έναν γιατρό. Στο μεταξύ, εγώ τον κράταγα στα χέρια μου ψηλά, για να παίρνει ανάσες, και έβλεπα όχι χάνει τον σφυγμό του. Ο π. Κύριλλος διάβαζε την ευχή με την αγία Κάρα του Οσίου Δαυΐδ. Και με το που τελείωσε η ευχή που διάβαζε ο π. Κύριλλος πάνω από το κεφάλι του Γέροντα, αισθάνθηκα ότι έκανε μια αναπνοή ελαφριά και, όπως είχε πει «σαν πουλάκι, παιδιά μου, θα φύγω», αισθάνθηκα ένα φύσημα να βγαίνει και τον σφυγμό να μην υπάρχει πλέον.
     Τα μάτια του ο Γέροντας τα είχε κατάματα στα μάτια τα δικά μου. Δεν έχασαν τα μάτια του την θέση τους, όπως γίνεται όταν κάποιος φεύγει από την ζωή, δεν αλληθώρισε, δεν έχασε καθόλου την θωριά του, σαν να σου μιλούσε, σαν να σε έβλεπε, σαν να είναι εκεί ζωντανός. Γι’ αυτό και δεν του έκλεισα τα μάτια και περίμενα τον γιατρό. Έρχεται ο γιατρός, του κάνει το καρδιογράφημα, βλέπει ότι είναι τελειωμένος και μας είπε να του κλείσουμε τα μάτια.
     Τον κατεβάσαμε στην εκκλησία και ο κόσμος περνούσε να τον ασπασθεί. Μαθεύτηκαν τα νέα από τον σταθμό της Εκκλησίας και από την άκρη του κόσμου τρέχανε να έρθουν στο Μοναστήρι. Έγινε κοσμοσυρροή! Γέμισε όλη η εκκλησία και όλος ο αυλόγυρος! Είναι πράγματα που μόνον ένας Άγιος μπορεί να κατορθώσει με την Χάρη του Θεού. Και έρχεται η ώρα, που ένας γνωστός μου πάει να τον προσκυνήσει και βλέπουμε τον Γέροντα να ανοίγει τα μάτια του! Δεν το είδα μόνον εγώ, το είδαν παπάδες, το είδαν και άλλοι άνθρωποι. Ώρες-ώρες άνοιγε τα μάτια του και μας έβλεπε. Τα μάτια ορθάνοιχτα και τα ξανάκλεινε. Το σοκ ήταν πάνω από τις δυνάμεις μας.
     Και στην περιφορά, δεν τον είδαν λίγοι άνθρωποι, τον είδαν αρκετοί, όπως μας το είχε πει ο ίδιος Γέροντας: «Πού να κάνω πως σηκώνομαι την ώρα της περιφοράς της κάσας και να σας ευλογώ κιόλας!». Και, πραγματικά! Καθώς γυρίζαμε το λείψανο αυτού του άγιου ανθρώπου, σήκωσε το χέρι του και ευλόγησε τον κόσμο!
     Ήρθε στην κηδεία και ο μητροπολίτης Προκόπιος και χάρηκα πάρα πολύ. Λέγαμε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη», όλοι με ένα στόμα, και το «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον». Δηλαδή, ψάλλαμε αναστάστιμα τροπάρια την ώρα της κηδείας του Γέροντα.
     Ο Γέροντας Ιάκωβος είχε δει ότι θα πεθάνει και μου είχε πει: «Θα μείνεις στο Μοναστήρι τρεις μέρες». Εμένα η προϊσταμένη του Νοσοκομείου στο οποίο δούλευα, δεν μου έδινε άδεια, μου είχε πει να γυρίσω και το βράδυ να είμαι πίσω.
     Και λέω στον Γέροντα:
     –Τι θα πω στην προϊσταμένη; Με περιμένει το βράδυ.
     –Θα της πεις ότι ο παππούς μου πέθανε και πρέπει να μείνω.
     Όταν εκοιμήθη ο Γέροντας, την παίρνω τηλέφωνο και της λέω: «Συγνώμη, πέθανε ο παππούς μου και πρέπει να μείνω». Και αυτή μου απάντησε: «Και μένα πέθανε ο πατέρας μου, σε καταλαβαίνω. Να μείνεις. Και όποτε θέλεις, να με πάρεις τηλέφωνο να έρθεις». Αυτό έγινε, για να είμαι στα τριήμερα του Γέροντα.

[6]
«Είχε ένα γλυκύτατο πρόσωπο».


     ►Μαρτυρία Μαρίας Φούκα-Ρουμπάνη:
     «Όταν έφθασα στο Μοναστήρι και είδα τον Γέροντα Ιάκωβο στο φέρετρο, έτρεχαν ασταμάτητα τα δάκρυά μου! Είχε ένα γλυκύτατο πρόσωπο. Σου έδινε την εντύπωση ότι κοιμόταν. Το σώμα του ήταν εύκαμπτο, μαλακό και τρυφερό. Η θερμοκρασία του σώματός του ήταν η φυσιολογική. Είχε σημάδια αγιότητας. Τι να πω! Κύματα, κύματα ευωδίας έρχονταν συνεχώς! Όλη η αυλή ευωδίαζε. Αυτή την κηδεία δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν ένιωθες μόνο λύπη, αλλά και χαρά! Χαρμολύπη! Υπήρχε η ελπίδα της Αναστάσεως.
     Αυτό που μου έχει μείνει είναι η ώρα της ταφής. Έχω πάει σε πολλές κηδείες, αλλά αυτό που ένοιωθα εκείνη την ώρα στο Μοναστήρι ήταν τελείως διαφορετικό. Οι καμπάνες χτυπούσαν και όλοι οι άνθρωποι έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη». Συνέχιζαν τα κύματα ευωδίας να έρχονται από το άγιο σώμα του Γέροντα. Σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα πόσοι Άγιοι είχαν έλθει εκεί για να τον παραλάβουν; Εκείνη την ώρα ένοιωθες χαρά, γιατί ένας εκλεκτός του Θεού, ένας Άγιος πήγαινε να συναντήσει τον Χριστό που τόσο αγάπησε! Ένας Άγιος έμπαινε στην Βασιλεία του Θεού!
     Μας λείπει πολύ! Εγώ αυτή την στιγμή με δυσκολία συγκρατώ τα δάκρυά μου! Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ! Αιώνια ευγνωμοσύνη θα αισθάνομαι πάντα για τον Γέροντά μου, τον π. Ιάκωβο Τσαλίκη.
     Όπως μας το είχε προείπει, από τότε που έφυγε από αυτή την ζωή μέχρι σήμερα, δεν σταματήσαμε ποτέ να πηγαίνουμε στο Μοναστήρι. Πηγαίνουμε πάνω στον τάφο του και του λέμε ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!» για όλα όσα μας βοήθησε και συνεχίζει να μας βοηθάει…

[7]
«Σε παρακινούσε να ζεις
και να πεθαίνεις για την σωτηρία σου».


     ►Μαρτυρία ιερομονάχου Ιακώβου:
     Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης είχε αγάπη για όλους και για όλα· αγάπη, που σε παρακινούσε να ζεις και να πεθαίνεις για την σωτηρία σου. Αγαπούσε να μιλάει με τους Αγίους, με την φύση, με το σύμπαν, με τον κόσμο όλο. Με αυτή την αγάπη κέρδισε τις καρδιές όλου του κόσμου και τις οδηγούσε στην μετάνοια, την εξομολόγηση, στην προσευχή, στην υπομονή, στην επιμονή και στην υπακοή στην Εκκλησία. Συνήθιζε να λέγει: «Η αγάπη καλύπτει πλήθος αμαρτιών».


[«Ο Γέρων Ιάκωβος»
(Διηγήσεις–Νουθεσίες–Μαρτυρίες),
Κεφ. Γ΄ («Μαρτυρίες»)·
§93–§97, σελ. 156, 275–292·
Σειρά: «Ορθόδοξο Βίωμα – 4»·
Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμηοσύνη»,
Θεσσαλονίκη 2016.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου