Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ


Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ


     Αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.] και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης [10 Ιαν.], η οσία Μακρίνα ήταν η πρωτότοκη από τα δέκα τέκνα αυτής της οικογένειας αγίων. Τη στιγμή της γέννησής της (327) ένα μυστηριώδες πρόσωπο εμφανίσθηκε τρεις φορές στη μητέρα της, προστάζοντάς την να δώσει στο παιδί το όνομα της αγίας Θέκλας [24 Σεπτ.], αυτής της Πρωτομάρτυρος και προτύπου των χριστιανών παρθένων. Εκείνη, ωστόσο, κράτησε μυστικό το όνομα αυτό και το παιδί έλαβε τελικά το όνομα της γιαγιάς της, της Μακρίνης της Πρεσβυτέρας, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού [17 Νοεμ.] και είχε ζήσει μέσα στα δάση του Πόντου κατά τους χρόνους του Μεγάλου Διωγμού.


     Η μητέρα της, η αγία Εμμέλεια [Β΄ Κυρ. Ιαν. και (στη Δύση) 30 Μαΐ.], ανέλαβε να την καταρτίσει, όχι στη θύραθεν παιδεία και στα ανάξια λόγου πράγματα που συνηθίζονταν στους ανθρώπους της σειράς της, αλλά σε όλα εκείνα που μέσα στη θεόπνευστη Γραφή άρμοζαν στην ηλικία της και στην ηθική διάπλασή της, συγκεκριμένα το βιβλίο της «Σοφίας Σειράχ» και τις «Παροιμίες». Οι Ψαλμοί του Δαβίδ τη συντρόφευαν σε όλες τις δραστηριότητές της: όταν ξυπνούσε, όταν εργαζόταν, όταν τελείωνε την εργασία της, στην αρχή και το πέρας του γεύματος, πριν πλαγιάσει και όταν εγειρόταν τη νύκτα για να προσευχηθεί. Όταν ήταν δώδεκα ετών και η ομορφιά της δεν μπορούσε να παραμείνει κρυμμένη, ο πατέρας της την αρραβώνιασε με έναν νέο χρηστών ηθών, από καλή οικογένεια, που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του, και ο οποίος υποσχέθηκε να περιμένει μέχρι η Μακρίνα να φθάσει σε ηλικία γάμου. Ο Θεός όμως πήρε τον νέο πριν την ένωσή τους, γεγονός που επέτρεψε στην οσία να εκπληρώσει τον κρυφό πόθο της: να ζήσει εν αγνεία αναζητώντας ειλικρινά και από το βάθος της ψυχής της τον Θεό. Πολλοί μνηστήρες παρουσιάσθηκαν τότε, αλλά η Μακρίνα προτιμούσε να λογίζεται ως χήρα, δίχως καν να έχει γευθεί τις χαρές του συζυγικού βίου. Έχοντας την ελπίδα της στην Ανάσταση, θεωρούσε στην πραγματικότητα ότι ο μνηστήρας της είχε αναχωρήσει για ένα μακρινό ταξίδι.


     Απέκοψε κάθε δεσμό με τον κόσμο, έμεινε με τη μητέρα της, θέτοντας τον εαυτό της στην υπηρεσία της για κάθε οικιακή εργασία, ακόμη και για εκείνες που προορίζονταν για τους δούλους, και τη βοηθούσε επίσης στην ανατροφή των αδελφών της. Μετά τον θάνατο του πατέρα της Βασιλείου (341), ανέλαβε η ίδια την διαχείριση των εκτεταμένων κτημάτων τους που βρίσκονταν στον Πόντο, στην Καππαδοκία και στην Αρμενία και με το σεβάσμιο παράδειγμά της κάλεσε τη μητέρα της να στραφεί προς τα αιώνια αγαθά: τη θεωρία του Θεού και την αληθινή φιλοσοφία. Από κοινού διήγαν ασκητικό βίο, επιδίδονταν στην ανάγνωση και τη μελέτη των Γραφών και έτσι η Μακρίνα έγινε για όλους προστάτης, παιδαγωγός και υπόδειγμα αρετής. Μόλις ολοκλήρωσε την εκπαίδευση των παιδιών της, η Εμμέλεια τούς μοίρασε την περιουσία της και μετέτρεψε την οικογενειακή κατοικία στα Άννησα της Νεοκαισάρειας του Πόντου σε μοναστήρι. Έκαναν τις θεραπαινίδες τους συνασκήτριές τους και η Μακρίνα κατάφερε να πείσει τον Βασίλειο, που επέστρεψε από την Αθήνα μετά από λαμπρές σπουδές, να απαρνηθεί μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία ως ρήτορας και να ασπασθεί την ατόφια ευαγγελική πολιτεία. Δίπλα σε αυτή τη γυναικεία μονή, που μεγάλωνε από την εισδοχή ευλαβών χηρών από ευγενείς οικογένειες, συστάθηκε μια ανδρώα κοινότητα, την οποία καθοδηγούσε ο νεώτερος αδελφός της Μακρίνας, ο Πέτρος, μελλοντικός επίσκοπος Σεβαστείας [9 Ιαν.]. Ο άγιος Ναυκράτιος [8 Ιουν.] αποσύρθηκε σε ένα ερημητήριο –στο οποίο θα κατοικούσε αργότερα ο άγιος Βασίλειος– στην αντίπερα όχθη του Ίριδος Ποταμού (Γεσίλ Ιρμάκ), όπου με το κυνήγι προμήθευε τα χρειώδη σε πτωχούς γέροντες ασκητές.


     Απαλλαγμένες από τις ανάγκες του σώματος και τις μέριμνες του κόσμου τούτου, η Μακρίνα και οι συνασκήτριές της διήγαν στην ερημία μια υπερκόσμια βιοτή η οποία βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπινης και αγγελικής φύσεως. Δεν έβλεπες σε αυτές οργή, φθόνο, μίσος, αλαζονεία και τα παρόμοια· κάθε πόθος για τιμές και δόξα είχε απομακρυνθεί· απόλαυσή τους ήταν η εγκράτεια· δόξα τους να μην τις γνωρίζει κανείς· περιουσία τους να μην κατέχουν τίποτε· ζούσαν από το έργο των χειρών τους· παρέμεναν ωστόσο αμέριμνες και απερίσπαστες, διότι το αληθινό τους έργο συνίστατο στη θεωρία της θείας Αληθείας, στην αδιάλειπτη προσευχή και στην αδιάκοπη ψαλμωδία. Δεν υπήρχε γι’ αυτές διαφορά μεταξύ ημέρας και νύκτας: διότι τη νύκτα ήσαν δραστήριες για τα έργα του φωτός, ενώ την ημέρα μιμούνταν τη νυκτερινή ανάπαυση πραγματοποιώντας εσωτερικά εκείνη την ευλογημένη σχόλη οποιασδήποτε ταραχής από τη ζωή τους. Καθαρμένο από την άσκηση, το σώμα της οσίας Μακρίνας φαινόταν ήδη αφθαρτοποιημένο, όπως θα είναι κατά την Ανάσταση. Έχυνε δάκρυα και όλες οι αισθήσεις της ήσαν αφιερωμένες στα πράγματα του Θεού, ώστε ανάλαφρη μετεωροπορούσε με τις επουράνιες δυνάμεις. Η επιμέλεια της αληθινής κατά Χριστόν φιλοσοφίας διά της σταυρώσεως όλων των επιθυμιών της σαρκός, της επέτρεψε να προκόβει αδιάκοπα στην αρετή μέχρι την κορυφή της κατά Θεόν τελειώσεως.


     Μια μέρα εμφανίσθηκε ένα οίδημα στο στήθος της Μακρίνας. Παρά τις παρακλήσεις της μητέρας της, αρνήθηκε να δεχθεί την περίθαλψη γιατρού, κρίνοντας μέσα της πως η αποκάλυψη ενός μέρους του σώματός της στα μάτια ενός άνδρα θα ήταν αλγεινότερη από το κακό αυτό. Έτσι, πέρασε όλη τη νύκτα προσευχόμενη μέσα στην εκκλησία και άλειψε με λάσπη φτιαγμένη από τα δάκρυά της την πληγή. Το πρωί ζήτησε από την Εμμέλεια να χαράξει το σημείο του Σταυρού πάνω στο στήθος της και το οίδημα εξαφανίσθηκε, αφήνοντας μόνο μια μικρή ουλή που αποκαλύφθηκε μόνο όταν το παρθενικό της σώμα ευτρεπιζόταν για την ταφή.


     Έφθασε σε τέτοιο σημείο απαθείας με την ακαταπόνητη επιμέλεια των πραγμάτων του Θεού, ώστε όταν σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα ο αδελφός της ο Ναυκράτιος, υπήρξε για τη μητέρα της αλλά και για όλη την υπόλοιπη οικογένεια υπόδειγμα αυτοκυριαρχίας και πίστεως προς την αιώνια ζωή. Στα διαδοχικά ισχυρά πένθη που έπληξαν την αδελφότητα επέδειξε την ίδια μεγαλοθυμία, μένοντας ακλόνητη σαν πολυθαύμαστη αθλήτρια που υπομένει τα κτυπήματα, τόσο μπροστά στο νεκρικό κρεβάτι της Εμμέλειας όσο και όταν εκοιμήθη ο άγιος Βασίλειος, αυτός ο υπέρλαμπρος ήλιος της Ορθοδοξίας (379). Και αν εθλίβη τότε, τούτο συνέβη λιγότερο για την απώλεια ενός κατά σάρκα αδελφού και περισσότερο επειδή έβλεπε την Εκκλησία να βρίσκεται ανθρωπίνως στερημένη από τον πολύσοφο διδάσκαλό της και το θεόσδοτο στήριγμά της. Κατά τον λιμό που έπληξε την Καππαδοκία το 368, το μοναστικό ασκηταριό στα Άννησα έγινε αληθινή πόλη αγάπης, καταφυγή και παραμυθία για όλον τον γύρω πληθυσμό, ενώ με τη θεοπειθή προσευχή της οσίας τα αποθέματα των γεννημάτων, που μοιράζονταν σε όλους τους απόρους και τους αναγκεμένους, ανανεώνονταν θαυματουργικά.


     Λίγο μετά την κοίμηση του Μεγάλου Βασιλείου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης έμαθε ότι η αδελφή του ασθένησε βαριά και την επισκέφθηκε στο μοναστήρι μετά από απουσία εννέα ετών. Τη βρήκε ξαπλωμένη πάνω σε μια σκληρή σανίδα, καταβεβλημένη από τον πυρετό, αλλά με ελεύθερο το πνεύμα της στη θεωρία των ουρανίων πραγμάτων, τα οποία ανέψυχαν το σώμα της με την ουράνια δροσιά τους. Ενώ αναπολούσε με βαθιά αγάπη τον Μέγα Βασίλειο, αντί να θρηνεί, η οσία επωφελήθηκε της περιστάσεως για να μιλήσει επί μακρόν περί της φύσεως του ανθρώπου, περί του λόγου και του νοήματος της δημιουργίας, περί της ψυχής και της Αναστάσεως των σωμάτων. Αυτός ο, μοναδικός σε οσιονηπτική αίγλη, διάλογος, σημαντικά ανεπτυγμένος, έγινε το αντικείμενο της εμπνευσμένης πραγματείας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης («Περί ψυχής και αναστάσεως», ΕΠΕ Ι, Θεσσαλονίκη 1979). Πάντως, σε όλα τα υψηλά θέματα αυτά ο λόγος της έρεε σαν το γάργαρο νερό από την πηγή, εύκολα και ανεμπόδιστα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν έπαυσε να συνομιλεί ως ιερή και εμπειρική φιλόσοφος πάνω σε ό,τι υπήρξε το προσφιλές θέμα της: για την αγάπη του αόρατου Νυμφίου που βιαζόταν να συναντήσει, χωρίς καμιά πρόσδεση στη ζωή αυτή να μπορεί να την κρατήσει. Όταν ένιωσε να πλησιάζει το τέλος, έπαυσε να απευθύνεται σε όσους βρίσκονταν κοντά της και, με τα μάτια στραμμένα κατά την ανατολή, τείνοντας τα χέρια προς τον Θεό, ψιθύρισε τούτη την κατανυκτική και θεσπέσια προσευχή:


     «Κύριε, εσύ που διέλυσες μέσα μας τον φόβο του θανάτου· Εσύ, που έκαμες το πέρας της παρούσης ζωής να είναι η απαρχή της αληθινής ζωής· Εσύ, που πρόσκαιρα, σαν από κάποιο ύπνο, αναπαύεις τα δικά μας σώματα αλλά και πάλι τα αφυπνίζεις με την έσχατη σάλπιγγα της Κρίσεως· Εσύ, που έδωσες εντολή τη γη της φύσεως να δέχεται τη γη του πήλινου σώματός μας, το οποίο Εσύ το έφτιαξες με τα ίδια τα χέρια Σου, αλλά και πάλι τούτη τη σωμάτινη γη Εσύ την παίρνεις πίσω, ανακομίζοντάς την μέσα σε χάρη και αφθαρσία, μεταμορφώνοντας έτσι τη θνητότητα και την ασχήμια μας· Εσύ, που μας γλίτωσες από την προπατορική κατάρα και την αμαρτία της παρακοής ερχόμενος εδώ στη γη για χάρη μας· Εσύ, που έσπασες τις κεφαλές του βύθιου δράκοντα, ο οποίος, με το χάσμα και το χάος που δημιουργήθηκε από την παρακοή έσερνε από τον λαιμό τον άνθρωπο· Εσύ, που άνοιξες σ’ εμάς τον δρόμο για την Ανάσταση συντρίβοντας τις πύλες του άδη και καταργώντας αυτόν που είχε εξουσία θανάτου επάνω μας· Εσύ, που έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται και Σε σέβονται τη σημείωση και χάραξη του τύπου του αγίου Σταυρού, ώστε να καθαιρείται ο αντικείμενος εχθρός και για να ασφαλίζεται όλη η ζωή μας…
     »Εσύ, ο αιώνιος Θεός, στον Οποίον εγώ έχω αφεθεί από τότε που γεννήθηκα και βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου· Εσύ, που είσαι Αυτός που αγάπησε με όλη μου τη δύναμη η ψυχή μου· Εσύ, που είσαι Αυτός, προς τον Οποίο, από τα νιάτα μου ίσαμε τώρα, εμπιστεύθηκα και το σώμα και τη ψυχή μου· Εσύ, Θεέ μου, στείλε μου τώρα έναν φωτεινό άγγελο να με πιάσει από το χέρι και να με οδηγήσει στο τόπο της αιώνιας αναψυχής, όπου βρίσκεται το νάμα της δικής μου ανάπαυσης, εκεί στις αγκάλες των αγίων Πατέρων. Εσύ, που διέκοψες και κατέπαυσες τη φλόγα της πύρινης ρομφαίας και χάρισες τον Παράδεισο στον άνθρωπο· στον άνθρωπο που θέλησε να συσταυρωθεί με Σένα, στον άνθρωπο που αφέθηκε ολοκληρωτικά στους οικτιρμούς Σου· θυμήσου τώρα κι εμένα στη Βασιλεία σου, γιατί κι εγώ, Κύριε, συσταυρώθηκα μαζί Σου και για χάρη Σου, καθηλώνοντας με τον δικό Σου φόβο το σαρκικό φρόνημα καθώς και όλη μου την ύπαρξη, έχοντας οικειοποιηθεί βαθιά μέσα μου τον θείο φόβο Σου από τα κρίματα των εντολών Σου...
     »Ας μη με χωρίσει, Κύριε, από τους εκλεκτούς Σου το φοβερό χάσμα του άδη. Κάνε να μην εμφανιστεί και να μην μ’ εμποδίσει στην οδό μου προς Εσένα ο βάσκανος εχθρός διάβολος, ούτε και να βρεθεί μπροστά στα μάτια μου η όποια επί γης αμαρτία μου, αν έσφαλα σε κάτι εξαιτίας της ασθένειας της φύσης μας κι αν αστόχησα σε κάτι με τον λόγο και τη διάνοια. Εσύ, που έχεις πάνω στη γη και στους ανθρώπους της την εξουσία να συγχωρείς τ’ αμαρτήματα, συγχώρεσε κι εμένα για να χαρώ και για να ανακουφιστώ και, καθώς εγκαταλείπω κι αφήνω τώρα το σώμα μου, να βρεθώ μπροστά Σου δίχως να έχω κανένα σπίλο ή ελάττωμα που μοιάζει ωσάν ρυτίδα στη μορφή και την όψη της ψυχής μου, αλλά σαν ένα άλλο ευωδιαστό θυμίαμα ενώπιόν Σου, είθε η ψυχή μου να παραδοθεί στα χέρια Σου άμωμη και ακηλίδωτη».
     (βλ. «Βίος αγίας Μακρίνης» 24, ΕΠΕ 9, 368-370).


     Με τα λόγια αυτά έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω στα μάτια της, στα χείλη και την καρδιά της. Παρέστη σιωπηλή κατά την Ακολουθία του Εσπερινού και κατόπιν τελείωσε μέσα σε έναν βαθύ αναστεναγμό την προσευχή και τη ζωή της· τη ζωή της που ήταν ολόκληρη μια Προσευχή και την Προσευχή της που ήταν όλη της η ζωή. Κατά τη Νεκρώσιμο Ακολουθία, όπου χοροστατούσε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και στην οποία παρίστατο μέγα πλήθος πιστών, το πνευματικό ανέκφραστο κάλλος της οσίας Μακρίνας είχε πραγματικά ξεχυθεί εκτυφλωτικά πάνω στο ιερό σώμα της, που ήταν στολισμένο όπως εκείνο μιας άφθαρτης και γλυκιάς νύμφης. Με συνοδεία ύμνων, όπως κατά τις εορτές των αγίων Μαρτύρων, ενταφιάσθηκε στην Ιβόρα (αρχαία πόλη στα όρια της περιοχής και πόλης Τουρχάλ, της επαρχίας Τοκάτ στην Ακτή του Εύξεινου Πόντου), στον τάφο όπου αναπαύονταν οι άγιοι γονείς της, μέσα στον ιερό ναό των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
   Σοφίας ἔρωτι, τὸν νοῦν πτερώσασα, κόσμου εὐπάθειαν, ἐμφρόνως ἔλιπες, καὶ ἐδιαίτημα τερπνὸν ἐγένου θείας ἀγάπης· σὺ γὰρ δι’ ἀσκήσεως, καὶ ἠθῶν τελειότητος, νύμφη ἐχρημάτισας, τοῦ Σωτῆρος περίδοξος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαίροις Μακρίνα Θεοφόρε.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
   ς φωτὸς ἀνάπλεως δικαιοσύνης, τύπος θείων πράξεων, καὶ ἀρετῶν μυσταγωγός, ὤφθης τοῖς πίστει βοῶσί σοι· χαίροις Μακρίνα, παρθένων ἀγλάϊσμα.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
   νθησας ἐκ ῥίζης περικλεοῦς, κλέος εὐσεβείας, γεωργοῦσα ἀπὸ παιδός· βίῳ γὰρ ἀμέμπτῳ, καὶ τρόποις ἐναρέτοις, Μακρίνα διαπρέπεις, ὡς καλλιπάρθενος.



[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 201–205.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
(2) Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Μητερικόν»·
Τόμ. Α΄, κεφ. 3ο («Βίοι»),
σελ. 228–283·
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης:
«Επιστολή εις τον βίον
της οσίας Μακρίνας»,
§1–§39.
Εκδόσεις Αδελφότητας
«Η Αγία Μακρίνα».
Θεσσαλονίκη, 1990.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ


ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ


     Κάποτε θα κουραστείς να αγαπάς Αυτόν που σε αγάπησε πρώτος, Αυτόν που σε αγαπάει παντοτινά απεριόριστα «έως τέλους». Και προβλέπεται στ’ αλήθεια να κουραστείς, εαυτέ μου, να Τον αγαπάς, γιατί παρά την έξαρση και τον ενθουσιασμό που σε διακατέχει αρχικά ή κάποιες φορές γι’ Αυτόν, τελικά θα παραιτηθείς από το να Τον αγαπάς μόνος σου· γιατί δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να Τον αγαπήσει δίχως την αγάπη Του. Κάποτε, λοιπόν, μέσα στην ατόφια και ακατάλυτη ελευθερία που μονάχα Αυτός σου έδωσε για να υπάρχεις σαν κι Αυτόν, θα Τον βαρεθείς, θα Τον αποστραφείς, θα Τον αρνηθείς, θα Του ζητήσεις να φύγεις, ίσως και να μη Του το ζητήσεις καν, θα θελήσεις να φύγεις τάχα μακριά από Αυτόν, πέρα από το ιλαρό φως του προσώπου Του, αλάργα από τη νεκρέγερτη χάρη των ζωοποιών Του λόγων. «Άνθρωπος είσαι!» – «Άνθρωποι είμαστε!» και μπορεί να ποθήσουμε εσφαλμένα τα κοσμικά ηδέα της υπαρκτικής φθοράς μας. Κι έπειτα; Έπειτα, τίποτα. Τίποτα δε θα συμβεί ή μάλλον όλα πρόκειται τότε να συμβούν. Κι έπειτα, ίσως τα ίδια πάντα· αλλά βεβαίως και τα πάντα αλλιώς, τα πάντα στην έκπληξη του Θεού, πέρα ως πέρα πιο αποκαλυπτικά. Το παμμυστήριο της αγάπης Του δε φοβάται τις διακυμάνσεις, τις παλινωδίες και τις αμφιταλαντεύσεις σου. Η ακύμαντη αγάπη Του δρα αντάμα με τη Θεανδρική πραότητα της ακλόνητης ευδοκίας Του, με την αρχοντική ειρήνη της ταπεινής δεσποτείας Του, με την υπερούσια αλήθεια της ακατάληπτης σιωπής Του, με το ανέκφραστο και υπέρλογο του παντοκρατορικού τρόπου της Σωτηρίας Του, με το θάμβος της απαρχής μιας νέας δημιουργίας ή μιας απρόσμενης αναγέννησης, με το βαθύ δέος των υποβλητικών εσχάτων, με τη συντριβή και την κατάνυξη που λιώνει σαν το κερί το αβέβαιο και πληγωτικό μας παρόν. Τίποτα δεν είναι δίκαιο σε Αυτόν, εάν δεν είναι πρώτα θρέμμα, προσφορά και χάρισμα της πάνσοφης αγάπης Του: για ’κείνη λοιπόν την ασταθή και βραχύβια αγάπη που Του είχες κάποτε, έστω και για μια στιγμή, για μια κλασματική στιγμή από τα τόσα χλιαρά κι αδιάφορα χρόνια της επίγειας ζωής σου, Αυτός λαβαίνει μυστικά το πληγωμένο δικαίωμα να σε αγαπάει με τέτοια φιλάνθρωπη δίψα, με τόση φιλόψυχη αναζήτηση, την οποία αδυνατούν να παραιτήσουν ή να μειώσουν ποτέ οι αιώνες.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

ΕΞΟΔΟΣ ΚΑΙ ΞΟΔΕΜΑ


ΕΞΟΔΟΣ ΚΑΙ ΞΟΔΕΜΑ


     Μην περιμένεις να κάνεις το πραγματικά καλό του Θεού, όταν εσύ το θέλεις, όπως εσύ το νοείς και το φαντάζεσαι και όποτε εσύ βολεύεσαι. Η αγάπη θέλει έξοδο, θέλει και ξόδεμα.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕ ΑΘΟΡΥΒΑ


ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕ ΑΘΟΡΥΒΑ


     Προσπέρασε αθόρυβα η ζωή όσους τη νόμιζαν και την έψαχναν κλεισμένη στα βιβλία, σφραγισμένη στις σελίδες και τα γραφόμενα. Τα σκονισμένα ράφια δε φέρουν την εντέλειά της κι η γνώση μας δεν την κατέχει διόλου ποτέ· μόνο η βαθειά καρδιά του ανθρώπου προσμένει το μυστήριό της στην εσχατιά κάποιου πόνου, στην πανώρια απλότητα μιας αγάπης.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


     Για άλλους η Προσευχή είναι αφόρητος κόπος, ενώ για κάποιους άλλους και ο παραμικρότερος κόπος γίνεται διψαλέα Προσευχή.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ


     Η αγία μάρτυς Μαρίνα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 270) [1]. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και ήταν θυγατέρα ενός ειδωλολάτρη ιερέα, του Αιδέσιμου. Καθώς η μητέρα της πέθανε όταν η Μαρίνα ήταν δώδεκα ετών, την εμπιστεύθηκαν σε μία τροφό που διέμενε στην εξοχή. Η συναναστροφή με τους χριστιανούς του τόπου εκείνου, σε συνδυασμό με τις φυσικές κλίσεις της κόρης προς το καλό, συνέργησαν ώστε να δώσει σύντομα τους καρπούς του ο σπόρος της αληθινής Πίστεως στην καρδιά της. Φθάνοντας σε ηλικία δεκαπέντε ετών, φλεγόταν σε τέτοιο βαθμό από την αγάπη του Χριστού, ώστε ένα πράγμα σκεπτόταν και ποθούσε μόνον: να προσφέρει κι εκείνη το αίμα της ως θυσία με τους αγίους μάρτυρες για την αγάπη του Θεού. Και όχι μόνο δεν κρατούσε μυστικές τις διαθέσεις της αυτές, αλλά χωρίς τον παραμικρό φόβο διακήρυττε μεγαλοφώνως ότι ήταν χριστιανή, ονειδίζοντας τα είδωλα, γεγονός που κίνησε το μίσος του πατέρα της, ο οποίος και την αποκλήρωσε.


     Ο έπαρχος της Ασίας, Ολύμβριος, καθ’ οδόν προς την Αντιόχεια, συνάντησε την αγία να βόσκει τα ποίμνια μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού. Σαγηνευμένος από το κάλλος της κόρης, διέταξε τους ανθρώπους του να την οδηγήσουν ενώπιόν του με σκοπό να τη νυμφευθεί. Φθάνοντας εκείνη στο παλάτι, παρουσιάστηκε στον δικαστή, ο οποίος της ζήτησε να πει το όνομά της. Με παρρησία η νέα δήλωσε: «Ονομάζομαι Μαρίνα, είμαι κόρη ελευθέρων γονέων, αλλά εγώ είμαι δούλη του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού, του ποιητού ουρανού και γης». Την έριξαν τότε στη φυλακή μέχρι την άλλη ημέρα, κατά την οποία θα λάμβανε χώρα μεγάλη ειδωλολατρική εορτή. Οδηγούμενη πάλι στο δικαστήριο, εκλήθη να θυσιάσει στους θεούς μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους· η Μαρίνα αποκρίθηκε: «Θα πρόσφερα θυσία αινέσεως στον Θεό μου, αλλά ποτέ στα βουβά και άψυχα είδωλά σας!». Ο Ολύμβριος την πίεσε να λυπηθεί τα νιάτα και την ομορφιά της. Όμως εκείνη αποκρίθηκε ότι όλα τα κάλλη της σαρκός μαραίνονται και χάνονται, ενώ τα μαρτύρια που υπομένει κανείς στο Όνομα του Ιησού Χριστού καλλύνουν τη ψυχή και την προετοιμάζουν για την αιώνια κοινωνία γάμου. Ο δικαστής, εξοργισμένος από την τόλμη της, πρόσταξε να την απλώσουν κάτω στο χώμα, να την κτυπήσουν με αγκαθωτές βέργες και να της ξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια άγκιστρα. Το αίμα της μάρτυρος ανέβλυζε κατά κύματα και έβαφε το χώμα, αλλά από το στόμα της αγίας άχνα δεν έβγαινε· παρέμενε ατάραχη, ωσάν κάποιος άλλος να υπέφερε στη δική της θέση. Αφού τη βασάνισαν με τον τρόπο αυτό επί ώρες, την οδήγησαν πίσω στη φυλακή. Εκεί προσευχόταν στον Θεό, ικετεύοντάς Τον να μην την εγκαταλείψει στη δοκιμασία της και την ομολογία της Πίστεως, όταν αίφνης σεισμός συγκλόνισε τη φυλακή κι ένας τερατώδης δράκος ξεπήδησε από το άντρο του: από τα μάτια του ανάβλυζε φωτιά και καπνός, από τα ρουθούνια του έβγαινε φλόγα πύρινη και ατμός, η γλώσσα του ήταν κόκκινη σαν το αίμα κι έβγαζε ένα τρομακτικό σφύριγμα καθώς βάδιζε απειλητικά προς την αγία. Κυριευμένη από μέγα φόβο η Μαρίνα, ανέπεμψε την προσευχή της προς τον Σωτήρα Θεό, που κατέλυσε το κράτος του Σατανά ελευθερώνοντας διά του Σταυρού Του τους νεκρούς από τον Άδη. 


     Ο δράκος τότε μεταμορφώθηκε σε έναν μεγάλο σκύλο, μαύρο και αποκρουστικό. Η αγία, ενδυναμωμένη πια από τη Χάρη του Θεού, άδραξε τον σκύλο από το τρίχωμά του και, αρπάζοντας ένα σφυρί που ήταν εκεί πεταμένο, αναχαίτισε το ζώο βάζοντας το πόδι της πάνω στον αυχένα του και, κτυπώντας το στο κεφάλι και στη ραχοκοκαλιά, το σκότωσε [2]. Ένα φως λαμπρό, που χυνόταν από έναν πελώριο Σταυρό, πάνω στον Οποίον έστεκε ένα λευκό Περιστέρι, καταύγασε το κελί της φυλακής της. Ήλθε το Περιστέρι και κάθισε στο πλευρό της Μαρίνας και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, πνευματική Περιστερά του Θεού, γιατί νίκησες τον Πονηρό και τον καταίσχυνες! Χαίρε, πιστή δούλη του Κυρίου, που Τον αγαπάς με όλη τη ψυχή σου και που για χάρη Του εγκατέλειψες όλες τις εφήμερες χαρές της γης! Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφθασε για σένα η μέρα να λάβεις τον καλλίνικο στέφανο και να εισέλθεις ενδεδυμένη επαξίως μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέα σου!».


     Το πρωί η Μαρίνα οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο δικαστήριο. Καθώς η κόρη επέδειξε φρόνημα σταθερότερο από ποτέ, ο Ολύμβριος διέταξε να τη γυμνώσουν και να την κάψουν με πυρσούς. Μετά το μαρτύριο αυτό, την έριξαν με το κεφάλι σε έναν κάδο γεμάτο νερό. Το Περιστέρι εμφανίσθηκε τότε πάλι, φέρνοντας στο ράμφος του ένα κλαδάκι και ένας φωτεινός Σταυρός υψώθηκε πάνω από τον κάδο, από τον οποίο η αγία αναδύθηκε ελεύθερη από τα δεσμά της. Ακούστηκε τότε η Περιστερά να λέει: «Έλα, Μαρίνα, να χαρείς την ανάπαυση την προοριζόμενη για τους δικαίους!». Μπροστά στο θαύμα αυτό, πλήθος ειδωλολατρών ομολόγησαν τον Χριστό και ζήτησαν από την αγία να κατηχηθούν στη θεία διδασκαλία της Σωτηρίας. Έξαλλος ο διοικητής, διέταξε τότε να αποκεφαλισθούν όλοι μαζί με την αγία Μαρίνα [3].


     Φθάνοντας στον τόπο του μαρτυρίου, η Μαρίνα παρακάλεσε τους δημίους της να της παραχωρήσουν λίγο χρόνο να προσευχηθεί και, στρεφόμενη προς την ανατολή, ικέτευσε τον Κύριο της Δόξης να προσφέρει υγεία ψυχής και σώματος σε όλους εκείνους που θα προσέφευγαν στη μεσιτεία της. Αφού ολοκλήρωσε την προσευχή της, κάλεσε τον δήμιο να εκπληρώσει το καθήκον του. Αυτός, όμως, κυριευμένος από ευσεβή φόβο, ομολόγησε τον Χριστό και αρνήθηκε να αγγίξει την αγία. Η Μαρίνα τού είπε τότε: «Δεν θα ωφεληθείς από εμένα, εάν καθυστερήσεις να εκτελέσεις ό,τι σε διέταξαν!». Και εκείνος τότε, με χέρι τρεμάμενο την αποκεφάλισε. Ένας χριστιανός, ονόματι Θεότιμος, που είχε φέρει κρυφά στην αγία τροφή στη φυλακή, πήρε το σκήνωμά της και το ενταφίασε με τιμή. Μέχρι την άλωση της Βασιλεύουσας από τους Σταυροφόρους (1204), τα λείψανα της αγίας Μαρίνας τιμώνταν στην Κωνσταντινούπολη, στον Ναό του Παντεπόπτου Χριστού [4].


— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
  [1]  Κατ’ άλλους την εποχή του διωγμού του Διοκλητιανού.
  [2]  Στο αρχαίο «Μαρτύριον», ο δαίμονας που ονομάζεται «Ρούφος», εμφανιζόμενος με τη μορφή δράκου, τεντώνει το ρύγχος του και καταβροχθίζει την αγία. Εκείνη όμως κάνει το σημείο του Σταυρού που καταξεσχίζει την κοιλιά του τέρατος και έτσι η αγία βγαίνει άθικτη. Ένας δεύτερος δράκος πετάγεται τότε και τρομοκρατημένος από τη σαρωτική επενέργεια της προσευχής της Μαρίνας, την ικετεύει να του χαρίσει τη ζωή. Η αγία κάνει πάλι το σημείο του Σταυρού, τον αρπάζει από το γένι και, αφού ακολουθεί πάλη σώμα με σώμα, τον κτυπά στο κεφάλι με ένα χάλκινο σφυρί. Με το κέλευσμα της αγίας, αποκαλύπτει τότε ότι ονομάζεται «Βελζεβούλ», γιος του ενός «Σαταναέλ» (παράγωγο του «Σαμαέλ» των εβραϊκών αποκρύφων). Το επεισόδιο αυτό που δείχνει να έλκει την έμπνευσή του από το «απόκρυφο Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου» και βρίσκεται, με ελάχιστες διαφορές, στο «Μαρτύριον» της αγίας Ιουλιανής της Νικομηδείας [21 Δεκ.].
  [3]  Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές του «Μαρτυρίου», ήταν δεκαπέντε χιλιάδες τον αριθμό, γεγονός που επιτρέπει να ταυτιστούν με τους μάρτυρες που μνημονεύονται στις 16 του Ιουλίου μηνός.
  [4]  Το «Μηναίον» τής αποδίδει τον τίτλο της Μεγαλομάρτυρος. Η τιμή της γνώρισε ευρύτατη διάδοση στη Δύση υπό το όνομα της αγίας Μαργαρίτας.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρόν, κατεπάτησας στεῤῥῶς, ὀφθέντα σοι Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ, τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ ἐχθροῦ τὰς ἐνέδρας ῥύμῃ διέφυγες, καὶ αὐτῷ προσπλακεῖσα ὑπερηκόντισας, καὶ ἐκ Θεοῦ τὴν δαψιλῆ χάριν ἀπείληφας, ἀποσοβεῖν ἐκ τῶν πιστῶν, νόσους τὰς λυμαινώδεις. Διὸ πρέσβευε τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ ἡμῶν, Μαρίνα, ἔνδοξε.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
ἀμνάς σου, Ἰησοῦ, κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Σέ, Νυμφίε μου, ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου, τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Μαρίνα· αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δὲ φοινιχθεῖσα, θαύμασι, κατελαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς, χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Τὴν λαμπάδα πάντες τὴν φαεινήν, καὶ τῆς παρθενίας τὸν ἀσύλητον θησαυρόν, τὴν νύμφην τοῦ Κυρίου, καὶ ἄσπιλον ἀμνάδα, Μαρίναν τὴν ἁγίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.



Για τη φίλη Μαρίνα,
που εκτιμώ και αγαπώ·
γιατί το παράδειγμά της
εδώ και τόσα χρόνια
δεν παύει να με ωφελεί
και να με συγκινεί.
π. Δ.


[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 181–185.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης,
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ


     Η αγία Ιουλίττα καταγόταν από οικογένεια ευγενών του Ικονίου, είχε όμως αποκτήσει την αληθινή ευγένεια, αυτήν που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα, κατά την βάπτισή της. Έμεινε χήρα και αρνήθηκε να συνάψει δεύτερο γάμο, επιθυμώντας να ζήσει με ευσέβεια και τελώντας θεάρεστα έργα μαζί με τον γιο της Κήρυκο που ήταν τριών ετών. Όταν ο Δομητιανός, διοικητής της Λυκαονίας, άρχισε να εφαρμόζει με λύσσα τα διατάγματα γενικού διωγμού κατά των χριστιανών που εξέδωσε ο Διοκλητιανός (304), η Ιουλίττα κατέφυγε στην Σελεύκεια, προτιμώντας να στερηθεί όλα τα υπάρχοντά της και να υπομείνει τα δεινά μιας πικρής εξορίας, παρά να αρνηθεί τον Χριστό. Βρήκε όμως στην πόλη αυτή ακόμη μεγαλύτερη αναστάτωση, διότι ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα, Αλέξανδρος, είχε σπείρει τον τρόμο βασανίζοντας και θανατώνοντας ανελέητα όσους δεν υποτάσσονταν στα διατάγματα. Αναχώρησε τότε με τον γιο της και δύο θεραπαινίδες για την Ταρσό της Κιλικίας.


     Εκεί ωστόσο συνάντησε τον τύραννο που είχε ήδη φθάσει και εκτελούσε το ειδεχθές έργο του. Πληροφορούμενος την παρουσία της ευγενούς αυτής πρόσφυγος, ο Αλέξανδρος διέταξε να την συλλάβουν και να την οδηγήσουν στο δικαστήριο με το παιδί στην αγκαλιά. Οι θεραπαινίδες κατόρθωσαν να διαφύγουν και παρακολουθούσαν κρυφά την εξέλιξη των γεγονότων. Όταν ερωτήθηκε για την ταυτότητά της, η Ιουλίττα αποκρίθηκε απλά: «Είμαι χριστιανή!». Ο διοικητής οργισμένος πρόσταξε να την βασανίσουν. Οι δήμιοι την έδεσαν και την μαστίγωσαν με βούνευρα, ενώ άλλοι, αφού της πήραν το μικρό παιδί που έκλαιγε, το παρουσίασαν στον διοικητή. Ο Αλέξανδρος το πήρε στα χέρια του και του χάιδεψε το κεφάλι και προσπάθησε να το φιλήσει λέγοντας με γλυκό τόνο: «Παράτησε την μάγισσα αυτή και έλα σε μένα, τον πατέρα σου. Θα σε κάνω γιο μου και θα κληρονομήσεις όλα τα πλούτη μου και θα έχεις μια ζωή γλυκιά και ξένοιαστη!». Τρυφερό παιδάκι φαινομενικά, αλλά διαθέτοντας στην πραγματικότητα σοφία γέροντα, ο Κήρυκος απέστρεψε το βλέμμα του από τον τύραννο για να κοιτάξει την μητέρα του που βασανιζόταν και απέρριψε τις δόλιες προτάσεις του, κτυπώντας τον με τις γροθίτσες του και αδράχνοντάς τον. Φώναξε: «Κι εγώ είμαι χριστιανός!» και κλώτσησε στα πλευρά τον τύραννο που έβγαλε μια κραυγή πόνου από το βρεφικό λάκτισμα. Περνώντας αμέσως από την υποκριτική τρυφερότητα στο ακράτητο μένος και στο ειδωλολατρικό μίσος, ο Αλέξανδρος άρπαξε το ανυπεράσπιστο παιδί από το πόδι και το πέταξε βίαια πάνω στα σκαλιά της μεγάλης πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στο δικαστήριό του. Το κρανίο του Κηρύκου συντρίφθηκε και το άγιο βρέφος παρέδωσε την αθώα ψυχή του στον Θεό, καθαγιάζοντας την γη με το αίμα του και αποκομίζοντας στους Ουρανούς τον αμαράντινο στέφανο των ανδρείων αθλητών της ευσεβείας.


     Η αγία Ιουλίττα επληρώθη τότε θείας χαράς και ευχαρίστησε τον Κύριο, που είχε ανοίξει με τον τρόπο αυτό στον γιο της τις πύλες της αιωνίου δόξης. Οδηγούμενη ενώπιον του διοικητή, που δεν είχε ακόμη ηρεμήσει, δήλωσε πως κανένα μαρτύριο δεν θα κατόρθωνε να νικήσει την αγάπη της για τον Θεό και ότι τα βασανιστήρια θα της επέτρεπαν αντίθετα να συναντήσει το αγαπημένο παιδί της. Ο Αλέξανδρος πρόσταξε να την απλώσουν πάνω στο ξύλο και να σχίσουν τις σάρκες της με σιδερένια άγκιστρα, κατόπιν δε να περιχύσουν στα μέλη της καυτή πίσσα. Παρά τους πόνους, εκείνη συνέχισε να ομολογεί την Πίστη της στην Αγία Τριάδα προσθέτοντας: «Επείγομαι να πάω να συναντήσω το παιδί μου, για να απολαύσω μαζί του την Βασιλεία των Ουρανών!».


     Διαπιστώνοντας ότι δεν θα κατάφερνε απολύτως τίποτε, ο Αλέξανδρος διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Όταν η αγία έφθασε στον τόπο του μαρτυρίου, λίγο έξω από την πόλη, ζήτησε από τους δημίους της να της δώσουν λίγο χρόνο να προσευχηθεί. Πέφτοντας στα γόνατα, ευχαρίστησε τον Κύριο που την έκρινε άξια να εισέλθει στον νυμφώνα Του μαζί με τις φρόνιμες παρθένες. Δεν πρόλαβε όμως να προφέρει το «Αμήν» και ο απάνθρωπος δήμιος ύψωσε το ξίφος και απέκοψε την σεβάσμια κεφαλή της. Το σώμα της μαζί με εκείνο του Κηρύκου πετάχτηκαν σε λάκκο που προοριζόταν για κοινούς εγκληματίες. Την επόμενη νύκτα οι δύο θεραπαινίδες της αγίας Ιουλίττας πήγαν και ανέσυραν τα τίμια λείψανα και τα ενταφίασαν κρυφά σε σπήλαιο της περιοχής.


     Όταν το φως της ευσεβείας κατέλαμψε ελεύθερο κατά την βασιλεία του αγίου Κωνσταντίνου, η μία από τις θεραπαινίδες, που ζούσε ακόμη, αποκάλυψε την άγνωστη κρύπτη των αγίων και έκτοτε πλήθη πιστών συνέρρεαν για να αποκτήσουν την χάρη και την κραταίωση με το πλήθος των ιαμάτων που επιτελούσαν τα άγια λείψανα των Μαρτύρων. Η τιμή τους, ιδιαίτερα εκείνη του αγίου Κηρύκου, γνώρισε μεγάλη εξάπλωση σε Ανατολή και Δύση.


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
     καλλιμάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῷ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστικοῦ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλὰς τῶν τυράννων· καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοῖς, ἀγαλλιῶνται, Χριστῷ παριστάμενοι.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
     ν ἀγκάλαις φέρουσα, ἡ Χριστομάρτυς, Ἰουλίττα Κήρυκον, ἐν τῷ σταδίῳ ἀνδρικῶς, ἀγαλλομένη ἐκραύγαζε· Χριστὸς ὑπάρχει, Μαρτύρων τὸ καύχημα.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
     Φέρουσα ὡς ἄμπελος νοητή, Κήρυκον τὸν θεῖον, Ἰουλίττα ἐν ταῖς χερσίν, οἶνον εὐφροσύνης, ληνοῖς τοῦ μαρτυρίου, βλυστάνετε τῷ κόσμῳ, ἐν θείῳ Πνεύματι.



[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 165–167.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
 Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.