Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ


ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ 
ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ


     Ο μακάριος Βαβύλας, διάδοχος του Ζεβίνου (230-238) στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας, ποίμανε τη μητρόπολη της Συρίας επί δώδεκα περίπου έτη (238-250). Ο αυτοκράτορας των χρόνων αυτών, άνθρωπος βάρβαρος και ωμός, ο οποίος μεταξύ των άλλων κακουργημάτων που είχε διαπράξει, είχε θυσιάσει στα είδωλα τον ανήλικο γιο του βασιλιά της Περσίας, που του είχε δοθεί σαν όμηρος για τη μεταξύ τους ειρήνη, κήρυξε διωγμό κατά των χριστιανών και θέλησε να μιάνει τους ναούς τους.

     Μετά το ανοσιούργημα αυτό, ευρισκόμενος στην Αντιόχεια κατά την αγρυπνία της εορτής του Πάσχα, επεχείρησε να εισέλθει στον καθεδρικό ναό. Ο άγιος Βαβύλας, που είχε ενδυθεί τα αρχιερατικά άμφια, πλήρης θείου ζήλου, έσπευσε στις θύρες του ναού, και παραμερίζοντας τους υπασπιστές, στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα. Με το χέρι απλωμένο προς το στήθος εκείνου, τον εμπόδισε να εισέλθει στον Οίκο του Θεού. Έκπληκτος ο βασιλεύς και φοβούμενος μήπως προκληθεί στάση από το πλήθος των συναθροισμένων εκεί χριστιανών, σιώπησε και επέστρεψε στα βασίλεια. Την επομένη οι στρατιώτες συνέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν στο βασιλικό βήμα. Αψηφώντας τις κολακείες και τις απειλές του ηγεμόνα, ο μύστης της Βασιλείας των Ουρανών ομολόγησε με παρρησία την Πίστη του. Επειδή η ανάκριση είχε στραφεί υπέρ των χριστιανών και αποδεικνυόταν ότι συν Χριστώ ενίκησαν τον κόσμο, ο τύραννος πέρασε στον τράχηλο και στα πόδια του επισκόπου βαριές αλυσίδες. Έτσι, ατιμασμένο, τον υποχρέωσε να βαδίσει διά μέσου της πόλεως, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό να τον καταισχύνει ενώπιον του λαού. Διατηρώντας όλη του την ιεροπρέπεια ο άγιος Βαβύλας, είπε στον αυτοκράτορα: «Εσύ μεν πιστεύεις ότι τα δεσμά αυτά για μένα είναι αισχύνη και χλευασμός, εγώ όμως καυχώμαι γι’ αυτά περισσότερο από όσο εσύ για τη βασιλική σου πορφύρα και το διάδημα».


     Ο άγιος Βαβύλας είχε ως μαθητές τρία μικρά αδέλφια, τον Ουρβανό, τον Πριλιδιανό και τον Επολόνιο, τα οποία από αφοσίωση στον διδάσκαλό τους τον ακολούθησαν ως το δεσμωτήριο. Τα οδήγησαν και αυτά μπροστά στον βασιλέα, ο οποίος προσπάθησε να τα πείσει να αρνηθούν τον Χριστό. Οι συνετές αποκρίσεις τους προκάλεσαν τον θαυμασμό του και έστειλε να φέρουν και τη μητέρα τους στο κριτήριο. Αλλά και αυτή με την ίδια παρρησία ομολόγησε την Πίστη της. Ο αυτοκράτορας πρόσταξε τότε την μεν μητέρα να κτυπήσουν στο πρόσωπο, στο κάθε παιδί δε να δώσουν τόσους ραβδισμούς, όσα ήταν τα χρόνια της ηλικίας του· δηλαδή στο πρώτο δώδεκα, στο δεύτερο εννέα και στο τρίτο επτά. Έπειτα έφεραν πάλι τον άγιο για ανάκριση. Ο τύραννος προσπάθησε να τον πείσει ότι οι τρεις μικροί αδελφοί αρνήθηκαν την Πίστη τους και ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν στα είδωλα. Ο άγιος, βέβαιος για την ακλόνητη πίστη των μαθητών του, τον έλεγξε για το δαιμονικό ψεύδος του, λέγοντας ότι τα λογικά πρόβατα της ιερής ποίμνης του δεν ακολουθούν ξένον ποιμένα. Η τελευταία αυτή τολμηρή απάντηση άναψε την οργή του σκληρού μονάρχη και διέταξε να κρεμάσουν τον άγιο και τα τρία μικρά παιδιά και να ξεσχίσουν τις σάρκες τους με σιδερένια νύχια. Έβλεπε όμως ότι δεν μπορούσε να καταβάλει το ανδρείο και ακμαίο τους φρόνημα και πρόσταξε να αποκεφαλισθούν, συντομεύοντας την οδό τους προς την ουράνια πατρίδα.

     Ο άγιος Βαβύλας ενταφιάσθηκε στην Αντιόχεια και έγινε πολιούχος της. Έναν αιώνα αργότερα, το 351, ο καίσαρας Γάλλος μετέφερε τη λάρνακα με το τίμιο λείψανό του στο προάστιο της Δάφνης, σε ναό που ανήγειρε προς τιμήν του μάρτυρος, κοντά στο μεγάλο ειδωλείο του Απόλλωνος· και αυτή υπήρξε η πρώτη επίσημη μετακομιδή λειψάνων αγίου, που έλαβε χώρα στην ιστορία της Εκκλησίας. Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363) επιχείρησε την αναβίωση της ειδωλολατρίας, με δεσπόζοντα λατρευτικό τόπο το ιερό του Δαφναίου Απόλλωνος, διαπίστωσε ότι, παρά το πλήθος των θυσιών που του προσέφερε, το μαντείο δεν έδιδε χρησμούς και ρήσεις. Πιεζόμενο το δαιμόνιο του ιερού να ομολογήσει την αιτία της σιωπής του, απάντησε σπασμωδικά και συγκεκαλυμμένα ότι το δέσμευαν οι νεκροί που βρίσκονταν εκεί. Κατενόησε τότε ο Ιουλιανός ότι ο μάρτυρας Βαβύλας ήταν ο μόνος υπαίτιος της μαντικής αφωνίας και έδωσε εντολή να μεταφερθεί από εκεί το συντομότερο. Οι χριστιανοί της Αντιόχειας τοποθέτησαν τη λάρνακα σε άμαξα και με χορούς την επανέφεραν στην πόλη, ψάλλοντας καθ’ οδόν δαβιτικές υμνωδίες με επωδό: «Ας ντροπιαστούν όλοι αυτοί που προσκυνούν τα γλυπτά και όλοι όσοι καυχιούνται στα είδωλα» (Ψαλμ. 96, 7). Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το ειδωλολατρικό άλσος, όταν αιφνίδιος κεραυνός έπεσε στο ειδωλείο και το κατέφλεξε μαζί με το άγαλμα του ψευδοθεού. Κατησχυμένος ο Ιουλιανός από τα συμβάντα, μη παραδεχόμενος τη φοβερή δύναμη του αγίου Βαβύλα, εφεύρε όμως άλλα ύπουλα μέσα για να τους καταδιώκει και να τους τιμωρεί, διατάσσοντας από εκδίκηση να κλείσει ο καθεδρικός ναός τους στην Αντιόχεια.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
εραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμὼν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς· ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεὶς ταῖς ῥανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα· Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία Ἰησοῦ· ὅθεν προσδέχου, ἡμᾶς ὡς ηὐδόκησας.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μεγαλεῖα Πίστεως, ἐν τῇ καρδίᾳ, περιθεὶς ἐφύλαξας, Ἱερομάρτυς Βαβύλα, μὴ δειλιάσας τὸν τύραννον, Χριστοῦ θεράπων· διὸ ἡμᾶς φύλαττε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Πλήρης ὢν σοφίας τῆς θεϊκῆς, λόγοις εὐσεβείας, τοὺς τρεῖς παίδας παιδοτριβεῖς, πρὸς ἄθλησιν θείαν, Βαβύλα Ἱεράρχα, μεθ’ ὧν καὶ ἀριστεύσας, νομίμως ἔστεψαι.






[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Μέγας Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 1ος (Σεπτέμβριος),
σελ. 90–92.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Κοινόβιον Ευαγγελισμού
της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]









Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου