Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Το μέγα γεγονός της Αναλήψεως του Σωτήρος μας
περιγράφεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, τον θεολόγο της Αναλήψεως.
Αποτελεί το τέλος, τον επίλογο και την σφραγίδα του Ευαγγελίου του, καθώς και
την αρχή του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων». Αναφέρει τον χρόνο και τον
τόπο όπου εκτυλίχθηκε το γεγονός και περιγράφει τον τρόπο της Αναλήψεως.
Επίσης, ο ευαγγελιστής Μάρκος απλώς το αναφέρει επιγραμματικά.
Αφού, επί σαράντα ημέρες ο αναστάς Κύριος
εμφανιζόταν στους Μαθητές Του και με υπερφυσικό τρόπο γινόταν άφαντος, την
σαρακοστή ημέρα στο Όρος των Ελαιών Τον είδαν οι Μαθητές Του για τελευταία φορά
να αναλαμβάνεται στον ουρανό μέσα σε νεφέλη. Η Ανάληψη του αναστημένου Χριστού
διαφέρει από τις άλλες εμφανίσεις Του κατά το ότι δεν έγινε απλώς άφαντος, αλλά
ανήλθε στον ουρανό και εκάθησε στα δεξιά του Θεού Πατρός. «Οι Απόστολοι είδαν
το τέλος της Αναστάσεως, αλλά όχι την αρχή, ενώ της Αναλήψεως είδαν την αρχή
αλλ’ όχι το τέλος. Και, όπως είδαν Άγγελο στο Μνήμα με ρούχα που άστραφταν και
προείπε αυτά που σκέφτονταν, έτσι και στην Ανάληψη του Χριστού ο Άγγελος
γίνεται κήρυκας, αν και οι Προφήτες σε πολλά μέρη της Γραφής προείπαν για την
Ανάληψη» (Ιερός Χρυσόστομος).
Η ένδοξη Ανάληψη του Χριστού αποτελεί το τέλος της
ένσαρκης Οικονομίας και την αρχή της επουράνιας δοξασμένης Βασιλείας Του, αφού
πλέον (ο Χριστός, κατά την ανθρωπότητά Του), γίνεται παντοτινά συγκάθεδρος και
συνδοξασμένος με τον ουράνιο Πατέρα Του.
Οι άγιοι Πατέρες και οι ιεροί υμνογράφοι επισημαίνουν
προρρήσεις και προτυπώσεις της Αναλήψεως στην Παλαιά Διαθήκη (βλ. σχετικά: Ψαλμ.
23, 7· 46, 6 και 88, 7). Πιο συγκεκριμένα, η ανάληψη του Προφήτου Ηλία
προτυπώνει και προεικονίζει την Ανάληψη του Χριστού. Μας λέγει επ’ αυτού ο
Ιερός Χρυσόστομος: «Αλλά ο μεν Ηλίας αναλήφθηκε “ὡς εἰς τὸν οὐρανόν” (Δ΄ Βασ.
2, 11), γιατί ήταν άνθρωπος· ο Χριστός, όμως, αναλήφθηκε στον ουρανό, γιατί
ήταν Θεός. Ο Ηλίας αναλήφθηκε με πύρινο άρμα, ο Κύριος όμως με νεφέλη». Η
νεφέλη στην Γραφή έχει καθαρά συμβολικό νόημα· «είναι σύμβολο του ουρανού,
καθώς ο Προφήτης λέγει: “Αυτός (ο Θεός) τοποθετεί τον θρόνο Του στις νεφέλες”
(Ψαλμ. 103, 4), δείχνοντας με αυτό ότι (η νεφέλη) ήταν σύμβολο θείας δυνάμεως,
διότι πουθενά δεν φαίνεται κάποια άλλη δύναμη πάνω της. Όπως τον βασιλιά τον
δείχνει το βασιλικό όχημα, έτσι και στον αναλαμβανόμενο Χριστό στάλθηκε το
όχημα το βασιλικό (η νεφέλη)». «Γιατί, όταν έπρεπε να καλέσει ο Θεός τον Ηλία,
έστειλε προς αυτόν άρμα και, όταν κάλεσε τον Υιό Του, έστειλε (ως άλλον)
βασιλικό θρόνο (την νεφέλη); Και όχι μόνο βασιλικό θρόνο, αλλά τον ίδιο τον
πατρικό θρόνο; Διότι, για τον Πατέρα λέγει ο Ησαΐας: “Ιδού, ο Κύριος κάθεται
επάνω σε ελαφριά νεφέλη” (Ησ. 19, 1). Επειδή, λοιπόν, ο Πατέρας κάθεται επάνω
σε νεφέλη, γι’ αυτό και στον Υιό έστειλε την νεφέλη» (Ιερός Χρυσόστομος). «Νεφέλη
ανέλαβε τον Κύριο, για να δείξει με αυτό την ομοτιμία με τον Πατέρα, διότι έχει
λεχθεί για τον Πατέρα: “νεφέλη και σκότος γύρω απ’ Αυτόν” (Ψαλμ. 96, 2). Και ο
σαρκωθείς Θεός χρησιμοποιεί την νεφέλη σαν όχημα» (άγ. Οικουμένιος).
Η ανάληψη του Προφήτου Ηλιού διαφέρει κατά πολύ
από την Ανάληψη του Χριστού, διότι «ο Ηλίας, όταν ανέβηκε στον ουρανό, άφησε
στον Ελισσαίο την μηλωτή του. Ο Κύριος, όμως, όταν αναλήφθηκε, άφησε στους
Μαθητές Του τα χαρίσματα (του Αγίου Πνεύματος), που έκαναν όχι έναν Προφήτη,
αλλά χιλιάδες Ελισσαίους και, μάλιστα, πολύ μεγαλύτερους και σημαντικότερους
από εκείνον (τον Ελισσαίο)» (Ιερός Χρυσόστομος). Ο Ελισσαίος από την λύπη του,
όταν είδε αναλαμβανόμενο τον διδάσκαλό του, κράτησε και έσχισε τα ρούχα του,
γιατί δεν στάθηκε κοντά του κανένας να του πει ότι (σύμφωνα με την εσχατολογική
παράδοση) θα επιστρέψει ο Ηλίας. Ενώ στους Αποστόλους στάθηκαν κοντά τους
Άγγελοι παρηγορώντας την λύπη τους» (Ιερός Χρυσόστομος).
Το νόημα της Αναλήψεως του Κυρίου είναι η
υπερβολική τιμή της ήδη θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως με την ενθρόνισή της στα
δεξιά του Πατρός. Με την Ανάληψή Του ο Κύριος δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως
στην αρχή που μας έπλασε και ύστερα μετά την συντριβή μας που μας ανέπλασε και
μας έσωσε· αλλά τώρα, με την Ανάληψή Του, ανέβασε και την ανθρώπινη φύση στους
ουρανούς και την συνδόξασε με τον Εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά
του Πατρός. Η ανθρώπινη φύση του Κυρίου είχε θεωθεί ήδη, εξ άκρας συλλήψεως,
όταν την προσέλαβε ο Θεός Λόγος στην υπόστασή Του κατά την ενανθρώπησή Του. Με
την Ανάληψή Του, το θεωμένο Σώμα του Χριστού ενθρονίζεται τιμητικά στον Πατρικό
θρόνο, στα δεξιά του Πατρός. Βέβαια, ο Θεός και Πατήρ είναι ασώματος και δεν
έχει «δεξιά» ή «αριστερά». Το «εκ δεξιών» φανερώνει οικειότητα και ισοτιμία με
τον Πατέρα. «Δεξιά του Πατρός είναι η δόξα και η τιμή της Θεότητος» (αγ. Ιωάν.
Δαμασκηνός). «Το δεξιόν δηλώνει σχέση ισότητος και δεν πρέπει να εκληφθεί
σωματικώς, αλλά απλώς ο λόγος παριστά, με τα τίμια ονόματα της προσεδρείας, την
μεγάλη τιμή προς τον Υιό» (Μέγας Βασίλειος). Το να καθίσει, εξάλλου, δηλώνει
ανάπαυση και απόλαυση της θείας Βασιλείας.
Ως Θεός ομοούσιος, ο Υιός ποτέ δεν αποχωρίστηκε
από τον Πατέρα, ακόμη και όταν ενανθρώπησε. «Κατέβηκε μεν κατά την Θεότητα, όχι
τοπικώς, αλλά συγκαταβατικώς, ανέβηκε δε σωματικώς, ενώ είναι Ένας ο αυτός Θεός
και άνθρωπος» (αγ. Ιωάν. Δαμασκηνός). Με το Σώμα, με το οποίο έπαθε και
αναστήθηκε, με αυτό το ίδιο Σώμα ανέβηκε στους ουρανούς. «Δεν υψώνεται ο
Ύψιστος, αλλά η σάρκα του Υψίστου· δεν δοξάζεται ο Κύριος της Δόξης, αλλά η
ανθρώπινη φύση του Κυρίου της Δόξης· αυτή (είναι που) λαμβάνει δόξα και
ανεβαίνει μαζί Του στον ουρανό» (Μέγας Αθανάσιος).
Τώρα, και με το αναληφθέν Σώμα Του, συνεδρεύει με
τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και αυτό το γεγονός αποτελεί την ύψιστη δόξα και
τιμή της ανθρωπίνης φύσεως, διότι η απαρχή του γένους μας βασιλεύει (πια) στους
ουρανούς. «Τώρα προσκυνείται η φύση μας, που ήταν ενωμένη με τον Χριστό, από
όλες τις Αγγελικές δυνάμεις» (άγ. Θεοφύλακτος). Ξεπέρασε σε δόξα και τις
Αγγελικές δυνάμεις, προσπέρασε τους Αρχαγγέλους και τα Χερουβίμ, ανέβηκε
υψηλότερα από τα Σεραφίμ, και δεν στάθηκε πουθενά μέχρι που έφθασε στον θρόνο
του Θεού. «Ο ουρανός, βλέποντας με κατάπληξη τον Θεό με σώμα, ρωτούσε: “Ποιος είναι
Αυτός ο Βασιλιάς της Δόξας;” (Ψαλμ. 23, 8)» (Ιερός Χρυστόστομος). «Οι νοερές
δυνάμεις, θαυμάζοντας για την παράδοξη ανάβασή Του, απορούσαν και έλεγαν μεταξύ
τους: “Ποιος είναι Αυτός που έρχεται ενσώματος (εδώ) στα ασώματα μέρη;”» (άγ. Ευλόγιος
Αλεξανδρείας).
Απορίας άξια είναι η ερώτηση των Αγγέλων. Άραγε,
δεν γνώριζαν τον αναληφθέντα Κύριο; Κατά την Πατερική ερμηνεία (αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας),
η Ανάληψη, αλλά και όλο το Μυστήριο της Σαρκώσεως, δεν ήταν άγνωστο μόνο στους
ανθρώπους αλλά και στους Αγγέλους ήταν απόκρυφο. Μόνο στον αρχάγγελο Γαβριήλ
και στις ουράνιες δυνάμεις που υπηρέτησαν τον Μονογενή, όταν φανερώθηκε με
ανθρώπινη μορφή, ήταν γνωστό.
Ανέβηκε, λοιπόν, το θεωμένο φύραμά μας πάνω από
τους Αγγέλους. «Σήμερα είδαν οι Αρχάγγελοι εκείνο που από καιρό επιθυμούσαν (να
δουν), δηλαδή τον άνθρωπο να λάμπει κοντά στον θρόνο του Θεού, ν’ αστράφτει από
αθάνατη δόξα και ομορφιά. Αν και η τιμή του ανθρώπου ήταν ανώτερη των Αγγέλων,
όμως χαίρονταν αυτοί για τα δικά μας αγαθά, γιατί υπέφεραν όταν τιμωρηθήκαμε
(εξ αιτίας της παρακοής και παράβασης των Πρωτοπλάστων)» (Ιερός Χρυστόστομος).
Την ανθρώπινη φύση, που είχε προσλάβει στην
υπόστασή Του ο Θεός Λόγος, αυτήν ανέστησε και την ανέβασε στον ουρανό και όχι
όλους τους ανθρώπους. Με την Ανάληψή Του «ο Χριστός, δεν ανέβασε στον ουρανό
όλο (συλλήβδην) το ανθρώπινο γένος, γιατί δεν είναι αυτό προσφορά, άλλα πρόσφερε
ένα μικρό μέρος (την δική Του ανθρώπινη φύση) και μ’ αυτό έκανε να ευλογηθεί το
σύνολο. Δεν πρόσφερε τον πρώτο καρπό (τον παλαιό Αδάμ), γιατί ήταν υπεύθυνος
αμαρτίας, αν και δημιουργήθηκε πρώτος, αλλά πρόσφερε τον Εαυτό Του (τον νέο
Αδάμ), γιατί ήταν απαλλαγμένος από την αμαρτία, αν και (χρονικά, γενεαλογικά
και σωματικά) γεννήθηκε αργότερα. Πρόσφερε, λοιπόν, την εκλεκτή απαρχή του
ανθρωπίνου γένους, όχι τον πρώτο καρπό αλλά τον κάλλιστο· το Σώμα Του. Και,
τόσο θαύμασε αυτό το δώρο ο ουράνιος Πατήρ, και γιατί είχε αξία Εκείνος που το
πρόσφερε και γιατί η προσφορά ήταν αμόλυντη, ώστε το δέχθηκε στα χέρια Του και
το τοποθέτησε κοντά Του και Του είπε: “Κάθισε στα δεξιά Μου!” (Ψαλμ. 109, 1)·
(το είπε αυτό) σ’ αυτήν την ίδια φύση που άκουσε (κάποτε): “Γη είσαι και στη γη
θα επιστρέψεις!” (Γεν. 3, 19)» (Ιερός Χρυσόστομος).
Τα αγαθά που μας χάρισε η σωτήρια Ανάληψη του
Κυρίου είναι μεγάλα και θαυμαστά. Η εκλεκτή προσφορά του Σώματός Του προξένησε
την ευλογία στο ανθρώπινο γένος. «Ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό, για να
εμφανισθεί τώρα για χάρη μας ενώπιον του Θεού και Πατρός· όχι για να
παρουσιάσει τον Εαυτό Του –γιατί, ως Θεός, βρίσκεται πάντοτε μαζί με τον
Πατέρα– αλλά μάλλον για να παρουσιάσει εμάς μέσω του Εαυτού Του. Επομένως, εν
Χριστώ κερδίζουμε το να στραφεί προς εμάς το Πρόσωπο του Θεού. Γιατί πλέον, ως
αγιασμένους, μας αξιώνει ο Θεός της εποπτείας Του» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Και πρώτον ο Υιός έγινε μεσίτης του αμαρτήσαντος
ανθρωπίνου γένους προς τον Θεό. «Ο Χριστός, αφού μπήκε στην μέση, συμφιλίωσε τα
δύο μέρη. Έπαθε Εκείνος για μας, εξαφάνισε την έχθρα, δεν σταμάτησε να κάνει τα
πάντα, ώστε ανέβασε κοντά στον Θεό τον εχθρό και αντίπαλό Του και τον έκανε
φίλο Του» (Ιερός Χρυσόστομος). Με την προσφορά του Σώματός Του και του Αίματός
Του έγινε η πλήρης καταλλαγή και συμφιλίωση. «Πολλές φορές χιλιάδες σύμβουλοι
(με τα λόγια τους και τις ενέργειές τους) δεν διέλυσαν μια έχθρα, ενώ ένα
τραπέζι σταμάτησε πολέμους. Εχθροί ήμασταν. Μας δόθηκε ο Μωσαϊκός Νόμος και δεν
μας συμφιλίωσε. Ήρθαν οι Προφήτες και δεν έπεισαν. Ήρθε ο Χριστός, έστησε το
δικό Του τραπέζι, πρόσφερε τον Εαυτό Του για τροφή και είπε: “Λάβετε, φάγετε!”
και αμέσως σταμάτησε τον πόλεμο και έφερε ειρήνη» (Ιερός Χρυσόστομος).
Στο γεγονός της Αναλήψεως φαίνεται τόσο το
ιερατικό αξίωμα του Χριστού, αφού ως Αρχιερεύς «πρόσφερε μια θυσία υπέρ
αμαρτιών» (Εβρ. 10, 12), όσο και το βασιλικό Του αξίωμα, διότι πλέον ως νικητής
κάθεται στον πατρικό θρόνο, φέροντας μαζί Του και την ανθρώπινη φύση άφθαρτη
και δοξασμένη. Ο Χριστός, ο ένας και αιώνιος μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «στους
μεν ανθρώπους με την σάρκωσή Του έκανε φανερό τον Πατέρα που Τον αγνοούσαν
(καθώς και το Άγιο Πνεύμα), στον δε Πατέρα με το Πνεύμα οδηγεί συμφιλιωμένους
μαζί Του τους ανθρώπους, υπέρ των οποίων και για τους οποίους ατρέπτως έγινε
άνθρωπος» (όσιος Μάξιμος).
Ακόμη, επειδή «ο Χριστός πήρε ανθρώπινο σώμα, με
το Σώμα αυτό έγινε όλη η Εκκλησία συγγενής του Χριστού. Είμαστε πλέον γένος του
Θεού (Πράξ. 17, 29) “Εμείς είμαστε Σώμα του Χριστού και ο καθένας μας είναι ένα
μέρος από την Σάρκα Του” (Α΄ Κορ. 12, 27). Από το σώμα που πήρε είμαστε
συγγενείς Του. Είναι δυνατόν να δει κανείς την μορφή του Αδάμ, που ήταν θαμμένη
στον τάφο, να κάθεται μαζί με τον Θεό πιο πάνω από τους Αγγέλους, για να βάλει
και μας να καθίσουμε μαζί Του. Έχουμε, λοιπόν, την εγγύησή Του στον ουρανό,
δηλαδή το Σώμα που πήρε από μας, και στην γη το Άγιο Πνεύμα μαζί μας, που είναι
συγχρόνως παντού και στον ουρανό. Κράτησε ο ουρανός το άγιο Σώμα, δέχθηκε η γη
το Άγιο Πνεύμα» (Ιερός Χρυσόστομος).
Το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρος δεν τελειώνει με
την Ανάληψη. Αυτή προετοιμάζει και παραπέμπει στην Πεντηκοστή, διότι πριν
αναληφθεί ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του να περιμένουν την παραγγελία του
Πατρός, δηλαδή την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, με το Οποίο θα βαπτισθούν και
θα λάβουν δύναμη.
Επομένως, η Ανάληψη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για
την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές Του, όπως τους προείπε και τους
υπεσχέθη: «Εάν Εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σ’ εσάς» (Ιωάν. 16, 7).
Ο Χριστός είχε πει στον Πατέρα Του ότι το έργο που
Του ανέθεσε το τελείωσε. «Ἐπλήρωσε τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν», «ἕνωσε τὰ ἐπὶ γῆς
τοῖς οὐρανίοις» και, αν και αναλήφθηκε, παραμένει αχώριστος μαζί μας. Έπρεπε,
όμως, να πραγματοποιήσει και την υπόσχεσή Του· την αποστολή του Αγίου
Πνεύματος, το Οποίο σε δέκα μέρες κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, θα εκχύσει
άφθονο στους Μαθητές Του, και το Οποίο θα παραμείνει στην Εκκλησία Του, συνεχίζοντας
το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων.
Η Ανάληψη αποτελεί προοίμιο της Δευτέρας
Παρουσίας. Υπάρχει άρρηκτη σχέση και εσωτερική συγγένεια των δύο γεγονότων. Τα
λόγια των Αγγέλων: «Ο Ιησούς, Αυτός που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θα
έλθει κατά τον ίδιο τρόπο (με το Σώμα Του, δηλαδή, καθήμενος επάνω σε νεφέλη),
όπως και τώρα Τον είδατε να πηγαίνει στον ουρανό» (Πράξ. 1, 11), συνδέουν στενά
την ανάβαση του Χριστού στον ουρανό με τον ερχομό Του πάλι κατά την Δευτέρα
Παρουσία Του. Θα έρθει πάλι, για να κρίνει τον κόσμο και να εισάγει τους
εκλεκτούς Του στη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· «εκεί»
που βρίσκεται το αναληφθέν δοξασμένο Σώμα Του.
[ (Ιερομονάχου Ευθυμίου):
«Το Μυστήριον του Χριστού»
3ο Μέρος, Κεφ. Β΄, §Α΄–§Δ΄,
σελ. 559–568·
σελ. παραπομπών (1–29):
742–744.
Άγιον Όρος, 2022.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται
απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.