ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ
ΜΕ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩ
Στα Καυσοκαλύβια ζούσαν δύο γνωστοί μας
μοναχοί, προερχόμενοι από την Μονή Γρηγορίου: ο γέρων Χρυσόστομος και ο
υποτακτικός του πατήρ Ακάκιος, ο κατά σάρκα συγγενής μου. Το Ησυχαστήριό τους, απείχε είκοσι λεπτά περίπου από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, σε μία βραχώδη και
άνυδρη γη. Δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν κτισμένο στο βάθος μιας μικρής
πεζούλας, σχεδόν ολόκληρο από ξερολιθιά. Η στέγη του, κάλυπτε ένα μικρό
ναΰδριο, επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Στα Καυσοκαλύβια με πήγε ο ίδιος ο γέροντάς
μου και παρακάλεσε τους δύο πατέρες να με δεχθούν για ένα διάστημα και να με
βοηθήσουν στην εκμάθηση της ξυλογλυπτικής.
Εκείνοι οι καλοκάγαθοι γεροντάδες –δυο
πρόβατα του Χριστού γεμάτα πραότητα– με δέχθηκαν με ευχαρίστηση. Μας είπαν, όμως, ότι η ζωή εκεί είναι σκληρή, ο τόπος απαρηγόρητος και η πτωχεία μεγάλη. Αλλά
αυτά δεν με εμπόδισαν να μείνω κοντά τους. Η ευχή του γέροντά μου και η ψυχική
μου προετοιμασία με έκαναν να χαίρομαι μάλλον εμπρός στην νέα, ερημιτική
διαμονή μου. Οι πατέρες των Καυσοκαλυβίων μού ήσαν πολύ σεβαστοί και αγαπητοί.
Πολλούς, τους γνώριζα από τον κόσμο, γιατί συχνά τους φιλοξενούσα στο πατρικό
μου σπίτι, όταν ερχόντουσαν στην Αθήνα για τις εργασίες τους. Στο Ησυχαστήριο
που με πήγε ο γέροντάς μου, έμεινα από τον Οκτώβριο του 1939 ως τον Μάιο του
1940. Η συγκατοίκηση και η μαθητεία μου κοντά στους γέροντες ξυλογλύπτες μού
χάρισε την ευκαιρία, όχι μόνο να μάθω την ξυλογλυπτική, αλλά και να γνωρίσω από
κοντά την ζωή και την άσκηση των αγίων αυτών μοναχών. Έζησα μεταξύ ανθρώπων, οι
οποίοι, αν και έφεραν σάρκα, βίωναν μία ζωή αγγελική. Αυτή τους η πολιτεία ήταν
αναγνωρισμένη απ’ όλους τους πατέρες της Σκήτης, οι οποίοι, τους γνώριζαν και
με μακάριζαν γι’ αυτόν τον «ιερό λαχνό»· να ζω ανάμεσά τους.
Οκτώ μήνες έμεινα κοντά τους. Ουδέποτε
τους είδα να χαλαρώσουν τον αυστηρό τρόπο της ζωής τους. Από τον π. Ακάκιο
άκουγες μόνο «Εὐλόγησον!» και «Νἆναι εὐλογημένο!». Ο γέρων Χρυσόστομος πάλι,
ό,τι έλεγε στον υποτακτικό του ποτέ δεν το επαναλάμβανε. Η αρμονία ήταν
θαυμαστή. Τα λάθη μου, κατά την εκμάθηση της τέχνης, τα διόρθωναν με τον πιο
διακριτικό και γεμάτο αγάπη τρόπο. Εξάλλου, όση λεπτότητα έδειχναν στην ωραία
τέχνη τους, με άλλη τόση αντιμετώπιζαν τα χοντράδια και τα εξογκώματα του δικού
μου χαρακτήρα.
Το κελλάκι μου, ήταν δίπλα στο στενό και
ασκητικό δωμάτιο του γέροντα. Όσο καιρό έμεινα εκεί, ποτέ σχεδόν δεν ένοιωσα
τον άνθρωπο αυτόν να κοιμάται. Κάθε βράδυ, έπειτα από μία ορισμένη ώρα, άρχιζε
τις γονυκλισίες, τους αναστεναγμούς, τα αναφιλητά, τα δάκρυα της αδιάλειπτης
κατάνυξής του, που μου θύμιζαν τα λόγια της «Κλίμακος» του Αγίου Ιωάννου του
Σιναΐτου: «Πένθος κατὰ Θεὸν ἐστι, σκυθρωπότης ψυχῆς, ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα, καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχία, ἐμπόνως
καταδιώκουσα, καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὁλολύζουσα» [=«Το κατά Θεόν πένθος
είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεση της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν
παύει να αναζητά με πάθος εκείνο για το οποίο είναι η ίδια διψασμένη. Κι όσο δεν το
κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγάει και τρέχει πίσω του με
οδυνηρό κλάμα»] (Λόγ. Ζ΄ §1, σελ. 140, έκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου). Εκεί, ένοιωσα τι
ήταν γι’ αυτούς, αλλά και για κάθε αληθινό μοναχό και αληθινό χριστιανό, το
συγκλονιστικό όνομα του Κυρίου Ιησού, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (της Ευχής). Πολλές φορές, την
ώρα της ακολουθίας, οι πατέρες αυτοί, αναλύονταν σε δάκρυα και διέκοπταν την
ακολουθία, αδυνατώντας να συνεχίσουν.
Ο χειμώνας εκείνος, ήταν ένας παγωμένος
χειμώνας. Τα χιόνια, έπεφταν αλλεπάλληλα. Τα ξύλα για την φωτιά, είχαν πρόωρα
τελειώσει. Και ο καλός υποτακτικός π. Ακάκιος, πολλές φορές, με μισό μέτρο χιόνι
και άνω, ανέβαινε στο βουνό και γύριζε φορτωμένος με ξύλα. Ύστερα, τα έκοβε και
τα ετοίμαζε για την φωτιά. Επαναλάμβανε την διακονία αυτή, όσο διαρκούσε το
ψύχος και η κακοκαιρία.
Η μόνωση ήταν τελεία. Άνθρωπο βλέπαμε, μόνο
όταν κατεβαίναμε στην Σκήτη για να πάρουμε κανένα λαχανικό. Διαφορετικά, εκτός
από τους τρεις μας, ουδείς άλλος υπήρχε στην απέραντη εκείνη ερημιά.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1939, κατόρθωσα
και πήγα στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Μετά την εορτή, επέστρεψα και πάλι στους
διδασκάλους μου. Τώρα, πια, είχα αρκετά προχωρήσει και μπορούσα με ευχέρεια να
χρησιμοποιώ τα λεπτά εργαλεία της τέχνης. Μπορούσα άνετα να ετοιμάζω τα
«φορέματα» των αγίων. Τα «σαρκώματα», θα έμεναν για το τέλος της μαθητείας μου.
Η ξυλογλυπτική είναι κοπιαστική τέχνη.
Απαιτεί γερά μάτια, σταθερό χέρι, λεπτότητα κινήσεων και ακατάβλητη υπομονή.
Γι’ αυτό και οι ξυλογλύπτες στα Καυσοκαλύβια, όπου ήταν και το κέντρο της ξυλογλυπτικής
τεχνουργίας, δούλευαν μόνο έξι ώρες την ημέρα. Οι δάσκαλοί μου, ήσαν
ευχαριστημένοι με την επίδοση που είχα, αλλά ένα τραγικό γεγονός με ανάγκασε να
διακόψω για λίγο την πρόοδό μου.
Κάποια μέρα, επέστρεφα από την Αγία Άννα
στα Καυσοκαλύβια. Το βράδυ έμεινα στην Καλύβη του περιβόητου ησυχαστού, του π. Γερασίμου
(Μενάγια· 1881–1957), που βρισκόταν στον Άγιο Βασίλειο και, το πρωί, αν και έπεφτε χιόνι,
ξεκίνησα για τον προορισμό μου.
Όσο προχωρούσα, το χιόνι ανέβαινε. Πέρασα
με πολύ δυσκολία την Κερασιά, που ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με τον λευκό χιτώνα
του χειμώνα και ακολούθησα το μονοπάτι προς τα Καυσοκαλύβια. Εν τω μεταξύ, το
χιόνι έπεφτε τώρα πυκνότερο. Η χιονοθύελλα γινόταν ολοένα και πιο σφοδρή.
Κατάκοπος από την πολλή οδοιπορία μέσα στο
χιόνι, που σε μερικά σημεία ξεπερνούσε και τα εβδομήντα εκατοστά, έφθασα μπροστά
στο Ησυχαστήριο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, που βρίσκεται στην μέση
περίπου της διαδρομής Κερασιάς–Καυσοκαλυβίων. Ανήκε στον γερο–Αντώνιο που έμενε
στα Καυσοκαλύβια. Η Καλύβη, ήταν μισοσκεπασμένη από το χιόνι. Όταν όμως
πλησίασα με μεγάλη δυσκολία, διαπίστωσα πως ήταν κλειστή.
Κανείς δεν υπήρχε εκεί. Οι πατέρες είχαν κατέβει
αποβραδίς στην Σκήτη και, λόγω της κακοκαιρίας, δεν μπορούσαν να
επιστρέψουν. Οι πόρτες ήταν κλειδαμπαρωμένες. Έμεινα απ’ έξω, στοχαζόμενος τι
να κάνω. Η ώρα περνούσε. Το χιόνι έπεφτε πάρα πολύ πυκνό. Κοίταξα γύρω μου,
αλλά δεν διέκρινα τίποτε. Όλα τα μονοπάτια, είχαν εξαφανισθεί. Μου ήταν αδύνατον
να προσανατολισθώ, αφού μάλιστα δεν ήξερα καλά την περιοχή. Άρχισα ν’ ανησυχώ,
διότι με απειλούσε και η νύκτα με τους απρόβλεπτους κινδύνους της.
Παρακάλεσα τότε τον Άγιο Αθανάσιο τον
Αθωνίτη να με φωτίσει, για ν’ ανακαλύψω τρόπο και μέσο, ώστε να μπω στην Καλύβη
και να ασφαλισθώ. Ψάχνοντας, ανακάλυψα έναν φεγγίτη. Έβγαλα τα σίδερα και, απ’
εκεί, πάτησα σ’ ένα δοκάρι του εσωτερικού της στέγης και πήδησα μέσα.
Με καλωσόρισαν τα νιαουρίσματα των γάτων
που ήταν την ώρα εκείνη οι έγκλειστοι νοικοκυραίοι της Καλύβης. Σκοτάδι
απλωνόταν μέσα στο Ησυχαστήριο. Άναψα το καντηλάκι του αρχαιότατου ναού και
προσκύνησα τις εικόνες. Έψαξα τα ντουλάπια και βρήκα λίγες πατάτες. Έφαγα λίγο, για να συνέλθω, διότι ήμουν πολύ εξαντλημένος από την ταλαιπωρία και το ψύχος
και άναψα μια μικρή θερμάστρα – απεγνωσμένη άμυνα στην χαμηλή θερμοκρασία, που
είχε μεταβάλει την καλύβη σε ψυγείο. Συγκέντρωσα όσα σκεπάσματα βρήκα κι έπεσα
να κοιμηθώ.
Την νύκτα, σηκώθηκα για την ακολουθία.
Στην εκκλησία, όμως, έκανε ανυπόφορο κρύο. Πήρα λοιπόν από τον ναό τα βιβλία και,
καθισμένος στο κρεβάτι, σκεπασμένος με τις κουβέρτες, αποτελείωσα την ακολουθία
του όρθρου. Είχε ξημερώσει, αλλά η Καλύβη ήταν ακόμη σκοτεινή. Κοίταξα από το
παράθυρο και είδα ότι το χιόνι είχε φθάσει μέχρι την σκεπή! Άναψα το τζάκι,
ήπια ένα τσάι να ζεσταθώ και περίμενα να δω, τι θα οικονομήσει ο Θεός και τι θα
με φωτίσει να κάνω. Άλλα ξύλα, δεν υπήρχαν στην καλύβη. Σε λίγο η θερμάστρα
παραδόθηκε κι αυτή άδοξα στην επίθεση του χειμώνα.
Πλησίαζε μεσημέρι, όταν άκουσα απ’ έξω
συζήτηση. Ήταν ο γέρων Αντώνιος μαζί με τον π. Φιλόθεο, τον υποτακτικό του, που
προσπαθούσαν να ελευθερώσουν την, φραγμένη από τα χιόνια, πόρτα. Μετά από
αρκετή προσπάθεια, κατάφεραν να την ανοίξουν. Όταν με είδε ο Γέροντας, είπε
γελαστός:
–Βρε, τον πιάσαμε τον κλέφτη!
Γεμάτοι απορία, και αυτός και ο
υποτακτικός του, με ρωτούσαν πώς μπήκα μέσα. Κι εγώ τους εξιστόρησα τότε την
περιπέτειά μου. Ύστερα, αφού πήραν μερικά πράγματα μαζί τους, ξεκινήσαμε και οι
τρεις για τα Καυσοκαλύβια. Ο π. Αντώνιος υπολόγιζε ότι η κακοκαιρία επρόκειτο
να συνεχισθεί.
Βαδίζαμε πάνω στα χιόνια, σ’ ένα γνωστό
τους μονοπάτι, ώσπου να πιάσουμε το κεντρικό καλντερίμι, που οδηγεί στην Σκήτη
των Καυσοκαλυβίων. Σε κάποιο όμως δύσκολο σημείο, χωρίς να καταλάβω κι εγώ πώς,
παραπάτησα, γλίστρησα στο χιόνι κι ένοιωσα τον εαυτό μου να πέφτει στον γκρεμό
και να κτυπά από βράχο σε βράχο, κυλώντας προς τα κάτω.
Πριν ακόμη καλά–καλά συνέλθω από το φοβερό
κατρακύλισμα και, αφού διαπίστωσα ότι δεν είχα σπασμένα μέλη, βλέπω τον π.
Αντώνιο να πηδά σαν ζαρκάδι πάνω στα χιόνια και να κρεμιέται σαν αίλουρος, πότε
από το ένα και πότε από το άλλο δέντρο, μέσα στον γκρεμό. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε
κοντά μου. Ήμουν ξαπλωμένος πάνω στα χιονισμένα βράχια. Με άρπαξε γρήγορα από
τα πόδια, διότι το σημείο που είχα σταματήσει ήταν πολύ επικίνδυνο. Από ’κει
και κάτω ανοιγόταν άλλος μεγαλύτερος γκρεμός και μ’ ένα κακό χειρισμό του, ίσως
να ξεγλιστρούσα σ’ αυτό το βάραθρο, οπότε ποιος ξέρει τι με περίμενε.
Η αγάπη όμως και η δεξιοτεχνία του
γέροντος Αντωνίου με βοήθησαν και σηκώθηκα σιγά–σιγά όρθιος. Το χιόνι, επάνω στο
οποίο είχε ακουμπήσει το κεφάλι μου, είχε κοκκινήσει, ήταν γεμάτο αίμα, διότι το
μόνο σημείο που κτύπησα ήταν στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια.
Ο
γέροντας έσκισε, αν θυμάμαι καλά, μία λουρίδα από το ζωστικό του και μου έδεσε
το τραύμα. Εγώ, από τον τρόμο και από το υπερβολικό κρύο, είχα κυριολεκτικά
παγώσει. Όταν σταμάτησε η αιμορραγία, ο γέροντας με φορτώθηκε στην πλάτη του
και, βοηθούμενος από τον υποτακτικό του, με κατέβασε σύντομα στην Σκήτη των
Καυσοκαλυβίων, παρ’ όλες τις ανωμαλίες του δρόμου, παρ’ όλο το βάρος και τους
κινδύνους του χιονιού.
Πώς να ξεχάσω τέτοια αυθόρμητη αγάπη, που
πήγαζε από την γεμάτη Χριστό καρδιά του και εκδηλώθηκε με τόση φυσικότητα και
αυτοθυσία; Ο γέρων Αντώνιος ήταν ένας αληθινός αγιορείτης και, την ώρα εκείνη, ήταν
για μένα ένας «Καλός Σαμαρείτης», που αγαπούσε «τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτὸν» (πρβλ.
Λουκ. ι΄ 28).
«Θεέ μου!», έλεγα τότε, καθώς με μετέφερε
πρόθυμα στην πλάτη μέσα στα χιόνια, μέσα στις χαράδρες, «Θεέ μου!» –το λέω και
τώρα– «ο τέλειος μοναχός είναι ο μοναχός της αγάπης. Και ο τέλειος χριστιανός
είναι ο χριστιανός της αγάπης». Η τελειότητα, βρίσκεται στην αγάπη· «Ἐὰν ταῖς
γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω… οὐδὲν εἰμι…
γέγονα χαλκὸς ἠχῶν…» [=«Κι αν ακόμα μπορώ να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων
ακόμα και των αγγέλων, αν δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν είμαι· μοιάζω σαν το χαλκό
που κάνει θόρυβο»] (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1).
Με μετέφεραν, έτσι στην πλάτη, μέχρι το
σπίτι τους, την Καλύβη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Μαθητού της Αγάπης,
ο οποίος είχε εμπνεύσει τον γέροντα Αντώνιο, ως τα άδυτα της ψυχής του, και του
ψιθύριζε κάθε φορά που προσκυνούσε την αγία εικόνα του: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ
ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ… Ὀ μὴ ἀγαπῶν, οὐκ ἔγνω
τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» [=«Ο Θεός είναι αγάπη· και αυτός που μένει
στην αγάπη μένει στον Θεό και ο Θεός διαμένει μέσα του. Όποιος
δεν αγαπά, δεν γνώρισε το Θεό· γιατί ο Θεός είναι αγάπη»] (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8, 16).
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ
ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
(1920–1979)
※
[Αρχιμανδρίτου
Χερουβείμ Καράμπελα (†1979):
«Νοσταλικές αναμνήσεις
από το Περιβόλι της Παναγίας»,
κεφ. 13ο, σελ. 218–221 και 224–230,
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής, 20007.]
※