Η αγία Αγάθη, μία από τις επιφανέστερες
μάρτυρες της Δύσεως, καταγόταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια της Κατάνης
της Σικελίας, κατ’ άλλους δε του Παλέρμου. Από νεαρότατη ηλικία επιδόθηκε να
καλλύνει τη σπάνια ομορφιά της με το ανεκτίμητο κόσμημα της αληθινής πίστεως
και των αγίων αρετών, αφιερώνοντας ακέραιο τον εαυτό της στον Κύριο. Κατά τον
διωγμό του Δεκίου (251), μόλις δεκαπέντε ετών τότε, συνελήφθη με διαταγή του
επάρχου Κυντιανού και οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Σαγηνευμένος από την ομορφιά
της και εποφθαλιώντας τα πλούτη της, ο έπαρχος επιδίωξε να την κάνει στανικά γυναίκα
του και για να την πείσει την παρέδωσε σε μιαν εταίρα, την Αφροδισία, η οποία για έναν ολόκληρο μήνα προσπάθησε ματαίως να την κάνει να ενδώσει. Έχοντας ως
θεμέλιο την απαρασάλευτη πέτρα της Πίστεως, η νεαρή κόρη παρέμενε ατάραχη
μπροστά στις υποσχέσεις και τα θέλγητρα των κοσμικών απολαύσεων. Η Αφροδισία
ομολόγησε την ήττα της, λέγοντας πως θα ήταν ευκολότερο να αλλάξεις τη φύση
του σιδήρου ή της πέτρας, παρά την αποφασιστικότητα της νεαρής αυτής παρθένου
και έτσι ο Κυντιανός την κάλεσε και τη ρώτησε για την καταγωγή της. «Πώς
γίνεται», της είπε, «μια αρχόντισσα σαν κι εσένα να συμπεριφέρεται σαν
σκλάβα;». –«Διότι είμαι δούλη του Χριστού», απάντησε η Αγάθη, «και όποιος υπηρετεί
τον Χριστό, είναι το πιο ελεύθερο από όλα τα πλάσματα, αφού με την Χάρη Του
γίνεται κύριος του εαυτού του». Και καθώς συνέχιζε να εμπαίζει τους θεούς που
ήθελαν να την υποχρεώσουν να λατρέψει, ο έπαρχος έβαλε να τη χτυπήσουν στο
πρόσωπο και να τη ρίξουν στη φυλακή, μέχρι να αποφασίσει σε τι μαρτύρια θα την
υπέβαλλε.
Την επόμενη μέρα, κατά τη δεύτερη
ανάκρισή της, η αγία απάντησε στις αφόρητες πιέσεις να θυσιάσει για να σώσει
τη ζωή της, ότι η μόνη μας σωτηρία είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Τότε, αφού την έδεσαν στο τιμωρητικό ξύλο τεντώνοντας τα μέλη της, άρχισαν να
τη μαστιγώνουν και ενώ ξέσχιζαν το κορμί της με σιδερένια άγκιστρα και
περνούσαν δαυλούς πάνω από τις πληγές της, εκείνη αναφώνησε: «Τα βασανιστήρια
αυτά είναι για μένα πηγή μεγάλης χαράς, γιατί, όπως δεν βάζουνε τον καρπό στην
αποθήκη πριν του αφαιρέσουνε τα στάχυα χτυπώντας τον στο αλώνι, έτσι και η ψυχή
μου, δεν θα μπορέσει να φθάσει στη δόξα της αιώνιας μακαριότητας, αν δεν
χωριστεί από το σώμα μου με τα κολαστήρια». Έξαλλος ο τύραννος, διέταξε να της
κόψουν τους μαστούς και να την πετάξουν στο κελλί της, δίχως την παραμικρή
φροντίδα. Μέσα στη νύχτα, όμως, εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο άγιος Απόστολος Πέτρος
ακολουθώντας τον Φύλακα Άγγελό της, μέσα σε φως λαμπρό, και θεράπευσε τελείως
τις πληγές της.
Την τέταρτη μέρα, ο Κυντιανός διέταξε να
παρουσιασθεί ξανά η Αγάθη ενώπιόν του και ασυγκίνητος μπροστά στη θαυματουργική ίασή της, έβαλε να τη γυμνώσουν και να την κυλάνε πάνω σε
θραύσματα σπασμένων αγγείων και αναμμένα κάρβουνα που είχαν σκορπίσει στο χώμα. Αίφνης,
ένας σεισμός συγκλόνισε την περιοχή και τμήμα του παλατιού κρεμνίσθηκε. Ο λαός
της Κατάνης έτρεξε έντρομος στο πραιτώριο και απείλησε να κάψει τον έπαρχο μαζί
με το υπόλοιπο παλάτι αν δεν ελευθέρωνε την αγία, της οποίας τα μαρτύρια ήταν η
αιτία της θεομηνίας αυτής. Τα βασανιστήρια σταμάτησαν και η αγία οδηγήθηκε πίσω
στη φυλακή. Εκεί προσευχήθηκε στον Κύριο που της είχε δώσει τη χάρη της
καρτερίας στα βασανιστήρια, να την αξιώσει τώρα πια να δει την δόξα του
προσώπου Του και παρέδωσε τη ψυχή της.
Μόλις οι κάτοικοι της πόλεως έμαθαν την
είδηση του θανάτου της μάρτυρος έσπευσαν στη φυλακή φέρνοντας μύρο και αρώματα
για να την κηδεύσουν. Την στιγμή που απέθεταν το σώμα της σε έναν τάφο από
πορφυρίτη, εμφανίστηκε στην πόλη ο Φύλακας Άγγελος της αγίας με τη μορφή
λαμπρού νέου που τον συνόδευαν εκατό περίπου παιδιά ντυμένα στα λευκά και, όπως γράφει και το Κάθισμα μετά την Στ΄ Ωδή του Όρθρου της, τοποθέτησε στον τάφο της μαρμάρινη πλάκα, πάνω στην οποία ήταν χαραγμένη η εξής
επιγραφή:
«Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος,
Κατόπιν έγινε άφαντος. Ο άνομος Κυντιανός
θέλησε να οικειοποιηθεί την περιουσία της Αγάθης, βρήκε όμως τον θάνατο
καταποντισμένος στα νερά του ποταμού, αφού ανατράπηκε από τα άλογά του. Το
επόμενο χρόνο, την επέτειο του θανάτου της αγίας, έγινε έκρηξη της Αίτνας και η
λάβα απειλούσε να κάνει στάχτη την πόλη της Κατάνης. Τότε και ο ειδωλολάτρης
ακόμη έτρεξαν μαζί με τους χριστιανούς στον τάφο της αγίας, πήραν το μεταξωτό
πέπλο που τη σκέπαζε και το έβαλαν σαν ασπίδα μπροστά στο ποτάμι της λάβας που
σταμάτησε επί τόπου. Το ίδιο θαύμα επαναλήφθηκε πολλές φορές ανά τους αιώνες
και για τον λόγο αυτό η αγία Αγάθη τιμάται με ευλάβεια ως τρανή πολιούχος της
Κατάνης· η τιμή της διαδόθηκε ευρέως σε Δύση και Ανατολή.
※
[(1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 6ος, σελ. 49–51.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Ιούνιος 20142.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
Αθήνα, Ιούνιος 20142.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
※
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ῥόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου