ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
(ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ)
Φωστήρ της Ορθοδοξίας και πρότυπο ευαγγελικής
πολιτείας, άνθρωπος ειρήνης και καταλλαγής, ο άγιος Μελέτιος υπήρξε ένας από τους
κύριους εργάτες της αποκατάστασης της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία, παρά τις
αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας (325), συνέχισε να σπαράσσεται επώδυνα καθ’
όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα από τους οπαδούς της αίρεσης του Αρείου (256-336).
Γόνος επιφανούς οικογένειας της Μελιτινής, στη
Μικρά Αρμενία, έγινε πρεσβύτερος τιμώμενος από όλους για την ευρεία παιδεία του
και την αρετή του. Η αφοσίωσή του στην αυστηρή τήρηση των θείων εντολών, τον
κατέστησε άξιο σκεύος του Αγίου Πνεύματος και πηγή αναβρύουσα αγάπη, ειρήνη,
χαρά και γαλήνη σε όσους τον πλησίαζαν. Ταπεινός στην καρδιά, πράος σαν τον
Δαβίδ, σοφός όπως ο Σολομών, προικισμένος από τον Θεό με πνευματική αυθεντία
παρόμοια με εκείνη του Μωυσέως, δίδασκε την αληθινή Πίστη με μέτρο και
περίσκεψη, με τρόπο ώστε να συνενώνει το ποίμνιο του Χριστού που είχε
διαχωρισθεί σε αναρίθμητες ομάδες. Η γλυκύτητα του προσώπου του,
απελευθερωμένου από τα πάθη, από δόλους και μικρότητες, καθώς και η προσήνειά του, ήταν απόδειξη ότι επρόκειτο για
γνήσιο εμβιωτή και εκφραστή της θείας Αληθείας.
Εξελέγη κατ’ αρχήν επίσκοπος Σεβαστείας, μετά την
καθαίρεση του Ευσταθίου (358), όπου αντιμετώπισε έναν λαό απείθαρχο και
διαιρεμένο από φατρίες. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με πόνο
την έδρα του και να μεταβεί στη Βέροια (σημ. Χαλέπι της Συρίας), χωρίς ωστόσο
να πάψει να ενδιαφέρεται για τις υποθέσεις της επισκοπικής έδρας του.
Μετά την καθαίρεση του αρειανόφρονα Ευδόξιου (370),
ο οποίος λίγο αργότερα θα σφετεριζόταν τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ο
Μελέτιος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας, της μητρόπολης της Ανατολής, η οποία
βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση από την εποχή της εξορίας του αγίου
Ευσταθίου (±360) [21 Φεβρ.]. Ο Μελέτιος είχε συγκεντρώσει όλες τις ψήφους,
διότι οι αρειανόφρονες των διαφορετικών τάσεων, πιστεύοντας ότι ήταν ευνοϊκά
διακείμενος προς την κακοδοξία τους, ήλπιζαν να κερδίσουν διά μέσω αυτού όλη
την Ανατολή· οι δε Ορθόδοξοι, διαπιστώνοντας τις γνήσιες αρετές του, είχαν
βαθιά εμπιστοσύνη ότι αυτές δεν μπορούσαν να είναι παρά η έκφραση της καθαρότητας
της Πίστεως που ενδημούσε απλανώς εντός του. Συμφιλιώνοντας, λοιπόν, όλο το
πλήρωμα διά της παρουσίας του, ο νέος επίσκοπος έγινε δεκτός στην πόλη με
ευφροσύνη από το πλήθος, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων και των ειδωλολατρών,
ως ζώσα εικόνα του Χριστού που εναγκαλίζει και φωτίζει τα πάντα. Η ενθρόνιση
έλαβε χώρα με την παρουσία του αυτοκράτορα Κωνστάντιου (317-361), ευνοϊκά
διακείμενου προς τους αρειανούς, ο οποίος πρότεινε δόλια στον Μελέτιο καθώς και
σε άλλους επισκόπους να σχολιάσουν ενώπιον του λαού τον τόσο αμφιλεγόμενο στίχο
της Αγίας Γραφής, τον οποίον οι αρειανοί χρησιμοποιούσαν στρεβλά κατά κόρον για να
αρνηθούν το ομοούσιον του Υιού και
Λόγου του Θεού: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν
αὐτοῦ…» [«Ο Κύριος με δημιούργησε πριν απ’ όλα τα έργα Του…»] (Παρ. 8, 22).
Παίρνοντας τον λόγο, μετά τον ακραίο αρειανό Γεώργιο Λαοδικείας (ποιμ.: 335-347)
και τον ασαφή Ακάκιο Καισαρείας (ποιμ.: 340-366), ο Μελέτιος εξέθεσε με
θαυμαστή ενάργεια το αληθινό δόγμα της Εκκλησίας. Χαιρετίστηκε με τις επευφημίες
των Ορθοδόξων, προς μεγάλη αμηχανία των αιρετικών, οι οποίοι διαπίστωναν την
παταγώδη διάψευση των καταχθόνιων προσδοκιών τους. Ο αρχιδιάκονος, ένας περιβόητος
αρειανόφρων, είχε μάλιστα το θράσος να ορμήσει προς τον ιεράρχη για να του
κλείσει με το χέρι το στόμα· ο Μελέτιος, όμως, έτεινε τότε το χέρι προς τον λαό
και ένωσε τα τρία δάκτυλα του χεριού του, διπλώνοντας εν συνεχεία τα δύο από
αυτά, για να δείξει ότι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι φύσει ισότιμα
και δεν αποτελούν παρά έναν και μόνο Θεό. Έξαλλοι οι αιρετικοί, άρχισαν αμέσως
να ραδιουργούν κατά του νέου επισκόπου και έπεισαν εν τέλει τον αυτοκράτορα να
τον εξορίσει στη Μελιτινή και να τοποθετήσει στη θέση του έναν αρειανόφρονα. Ο
λαός, όμως, έτρεφε γι’ αυτόν τόση αγάπη, ώστε προσπάθησε να φονεύσει επί τόπου
τον αξιωματούχο που ήλθε να συλλάβει τον Μελέτιο. Ο άγιος και αγαθός ιεράρχης τού
έσωσε τη ζωή, καλύπτοντάς τον με τον μανδύα του, διδάσκοντας με τον τρόπο αυτό
σε όλους τη μεγαθυμία έναντι των εχθρών μας.
Οι οπαδοί του μετέβησαν σύσσωμοι μέχρι την Αρμενία
για να επισκεφτούν τον εξόριστο ιεράρχη και να ακούσουν τις διδαχές του. Στην
Αντιόχεια οι Ορθόδοξοι έδιναν το όνομά του στα παιδιά τους, ζωγράφιζαν τη μορφή
του στους τοίχους των σπιτιών τους και συμπεριφέρονταν σαν να ήταν παρών,
αρνούμενοι να έχουν πνευματική κοινωνία με τον παρείσακτο αιρετικό.
Μετά τον θάνατο του αιρετικού αυτοκράτορα (361), ο
διάδοχός του Ιουλιανός ο Παραβάτης (331-363), εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε την
ελεύθερη άσκηση όλων των θρησκειών, με σκοπό να προετοιμάσει την αποκατάσταση της
λατρείας των ειδώλων. Ο άγιος Μελέτιος μπόρεσε τότε να επιστρέψει στον
επισκοπικό θρόνο του, μαζί με όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους που είχαν
εξοριστεί από τον Κωνστάντιο. Ο πληθυσμός έτρεξε σαν ένας άνθρωπος να
προϋπαντήσει τον ποιμενάρχη του για να ασπασθεί τις χείρες και τους πόδες του,
ως ζωντανή εικόνα του Κυρίου, και να λάβει την ευλογία του Θεού αγγίζοντας το
πνευματοφόρο σώμα του. Η όψη του και μόνο ήταν αρκετή για να κατηχήσει τον λαό στις
ευαγγελικές αρετές και ο ήχος της φωνής του αντηχούσε καθαρά το δόγμα της εν
Χριστώ Αληθείας.
Μετά την ενθουσιώδη αυτή υποδοχή, ο Μελέτιος
διαπίστωσε ότι οι Ορθόδοξοι της πόλεως ήταν κι αυτοί διαιρεμένοι. Οι μεν είχαν
παραμείνει πιστοί σε αυτόν, οι άλλοι όμως αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της εκλογής
του, στην οποία είχαν συμμετάσχει και αρειανοί, παρέμεναν επιδερμικά προσκολλημένοι
στο γράμμα της Συνόδου της Νίκαιας, καθώς και στη μνήμη του αγίου Ευσταθίου,
και αρνούνταν να τον δεχτούν ως νόμιμο επίσκοπο ώστε εξέλεξαν επίσκοπο τον
πρεσβύτερο Παυλίνο (362-388). Το σχίσμα αυτό της ίδιας της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
τη στιγμή που ήταν αναγκαία η μεγαλύτερη δυνατή αλληλεγγύη, διήρκησε ογδόντα
πέντε χρόνια, με την υποστήριξη των δυτικών (μέχρι το 485) και καθυστέρησε
οικτρά τη νίκη της Ορθοδοξίας επί της αρειανικής αίρεσης, παρά τις υπομονετικές
προσπάθειες του Μεγάλου Βασιλείου (330-379) [1 Ιαν.] να πείσει τους δυτικούς
επισκόπους να αποκαταστήσουν κοινωνία με τον Μελέτιο. Ο άγιος αρχιεπίσκοπος,
από την πλευρά του, προσπάθησε να συνεργαστεί φιλάνθρωπα με τον Παυλίνο και να
ενδυναμώσει τον λαό του στην αληθινή Πίστη, με σκοπό να αντισταθεί στην όλο και
πιο απτή απειλή του διωγμού των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός εξόρισε τον
Μελέτιο και λίγο αργότερα πέθανε. Στον θρόνο πέρασε ο ευσεβής Ιοβιανός
(331-364), ο οποίος ανακάλεσε τον Μελέτιο και άλλους επισκόπους από την εξορία.
Ο ορθόδοξος, όμως, αυτοκράτορας εκοιμήθη αιφνίδια, μετά από οκτώ μήνες
βασιλείας μόνο (Φεβρουάριος 364), και η εξουσία πέρασε στα χέρια του Ουάλη,
φανατικού οπαδού του αρειανισμού και ανελέητου διώκτη των Ορθοδόξων. Για τρίτη φορά
ο άγιος Μελέτιος αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της εξορίας μαζί με όλους τους άλλους
ομολογητές επισκόπους που εκθρόνισε ο ηγεμόνας. Αποσύρθηκε σε ένα από τα
κτήματά του στις εσχατιές της Καππαδοκίας, όπου είχε τη δυνατότητα να συναντά
συχνά τον Μέγα Βασίλειο, του οποίου την Πίστη ολόψυχα συμμεριζόταν, και ο
οποίος κατέστη ένας από τους πιο δραστήριους υπέρμαχους της αποκατάστασής του
στον θρόνο της Αντιόχειας.
Εγκαταλείποντας την πόλη του, ο επίσκοπος είχε
αφήσει πίσω του πιστούς μαθητές, διάπυρους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, όπως ο
Διόδωρος που έγινε αργότερα επίσκοπος Ταρσού (378), ο Φλαβιανός (ποιμ.:
381-404), διάδοχός του στον θρόνο της Αντιόχειας, και κυρίως ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος (349-407) [13 Νοεμ.], τον οποίο είχε βαπτίσει και είχε αποσπάσει
από τις θύραθεν σπουδές για να τον οδηγήσει στην εκ βάθους μελέτη της Αγίας
Γραφής, πριν τον χειροτονήσει διάκονο.
Εμψυχωμένος από το παράδειγμα του αγίου ποιμενάρχη
και τις παραινέσεις των αναχωρητών, που έρχονταν από τα ασκητήριά τους στα γύρω
βουνά για να τον ενθαρρύνουν, ο λαός της Αντιόχειας ήταν έτοιμος να υποστεί
κάθε είδους διωγμό για την υπεράσπιση της Αληθείας και παρέμεινε ακλόνητος στην
Πίστη απέναντι στις απειλές του αυτοκράτορα έως την επιστροφή του αγίου, μετά
τον θάνατο του Ουάλη (378) και την έκδοση διατάγματος θρησκευτικής ελευθερίας
από τον νέο αυτοκράτορα της Δύσης, Γρατιανό (αυτοκρ.: 375-383), μαθητή του
αγίου Αμβροσίου (339-397) [7 Δεκ.]. Ο άγιος Μελέτιος συνεκάλεσε τότε δίχως
χρονοτριβή Σύνοδο εκατόν πενήντα επισκόπων, οι οποίοι ομολόγησαν αναμφίλεκτα το
Δόγμα της Νίκαιας και καταδίκασαν όλες τις αιρέσεις, διακηρύττοντας την αποδοχή
του Κανόνα της Πίστεως (379).
Ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395)
είδε, μόλις πριν την άνοδό του στον θρόνο, σε όραμα τον άγιο Μελέτιο να τον
περιβάλλει με την αυτοκρατορική πορφύρα και να του θέτει το στέμμα στο κεφάλι.
Έχοντας κατά νου να θέσει οριστικό τέρμα σε όλες τις διαιρέσεις που προκαλούσε
ο αρειανισμός και οι άλλες αιρέσεις, συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη
Οικουμενική Σύνοδο για να επιβεβαιώσει τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας.
Κάλεσε τότε τον άγιο Μελέτιο στη Βασιλεύουσα, τον υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές
και του ανέθεσε να προεδρεύσει των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (Μάιος
381).
Αφού συγκέντρωσε τις ψήφους των Πατέρων υπέρ της εγκυρότητας
της μετάθεσης του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (329-390) [15 Ιαν.] από τα
Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη για το καλό της Εκκλησίας, ο άγιος Μελέτιος
ασθένησε και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων
της Συνόδου. Η κηδεία του έγινε με κάθε επισημότητα και συγκέντρωσε τον λαό της
Βασιλεύουσας γύρω από τον αυτοκράτορα και τους Πατέρες της Συνόδου. Ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης (335-395) [10 Ιαν.] εκφώνησε συγκινητικό λόγο, στον οποίο
θρηνούσε την απώλεια εκείνου που υπήρξε για την Εκκλησία της Αντιόχειας, για τη
Σύνοδο και για όλη την Ανατολή, «ο ιατρός
των ψυχών», «ο στρατηγός της στρατιάς
του Χριστού» και «ο κυβερνήτης του
σκάφους της Εκκλησίας εν μέσω της τρικυμίας των αιρέσεων» (βλ. «Λόγος ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μελέτιον, ἐπίσκοπον
Ἀντιοχείας»· ΕΠΕ 11, Θεσ/νίκη 1991). Το τίμιο λείψανό του, αφού έτυχε σε όλες
τις πόλεις που περνούσαν της υποδοχής που επιφυλάσσεται σε νικηφόρους
στρατηγούς, μεταφέρθηκε με μεγαλοπρέπεια στην Αντιόχεια, όπου τελικά αποτέθηκε
στον τάφο του αγίου Βαβύλα [4 Σεπτ.].
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Νόμον ἔνθεον, ἐμμελετήσας,
τὴν οὐράνιον, γνῶσιν ἐκλάμπεις, τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεράρχα Μελέτιε· τὴν γὰρ Τριάδα
κηρύττων ὁμότιμον, αἱρετικῶν διαλύεις τὰς φάλαγγας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν
ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. β΄. Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν.
Τὴν πνευματικήν σου
παρρησίαν, δεδοικὼς ὁ ἀποστάτης, φεύγει Μακεδόνιος· τὴν πρεσβευτικὴν δὲ
λειτουργίαν, ἐκπληροῦντές σου οἱ δοῦλοι, πόθῳ σοι προστρέχομεν, τῶν Ἀγγέλων ἐφάμιλλε
Μελέτιε, ἡ πύρινος ῥομφαία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ πάντας τοὺς ἀθέους
κατασφάττουσα· ἀνυμνοῦμέν σε τὸν φωστῆρα, τὸν φωτίσαντα τὰ πάντα.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Μελέτῃ δογμάτων πανευσεβῶν,
τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναβλύζεις τὸν γλυκασμόν, καὶ τῆς ἀνομίας, ἐξαίρεις τὴν
πικρίαν, Μελέτιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.
Η ΜΑΡΙΑ
ΠΟΥ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ «ΜΑΡΙΝΟΣ»
Η οσία Μαρία ανατράφηκε μέσα στην ευλάβεια και την
αγάπη προς τις αρετές από τον πατέρα της Ευγένιο, μέχρι την ημέρα που έχοντας η
νεαρή κόρη φθάσει σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της τής ανήγγειλε ότι θα ασπαζόταν
τον μοναχικό βίο και της άφηνε για προίκα όλη την περιουσία του. Η Μαρία έπεσε
τότε στα πόδια του ικετεύοντάς τον να μην την αφήσει στον κόσμο αυτό της ματαιότητας,
στα νύχια των διάφορων λύκων που διαφθείρουν τις ψυχές. Με τα δάκρυά της κατάφερε
να τον πείσει να τη δεχτεί ως συνασκητή του. Φόρεσε ανδρικά ρούχα και, περνώντας ως ευνούχος «Μαρίνος», έγινε δεκτή με τον πατέρα της σε ανδρώα μονή της
περιοχής. Αλλάζοντας την εξωτερική της όψη, μετέτρεψε τη γυναικεία αδυναμία σε
ανδρική τόλμη και δεν άργησε να ξεπεράσει όλους τους άλλους μοναχούς στα
ασκητικά παλαίσματα, στη σιωπή και στην ταπεινή υποταγή. Έχοντας εμπιστοσύνη
στην αρετή του νεαρού μοναχού, ο ηγούμενος τού ανέθεσε μια μέρα ένα καθήκον
εκτός μοναστηριού. Το βράδυ σταμάτησε σε ένα πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα.
Εκεί είχε καταλύσει και μια ομάδα στρατιωτών. Ένας από αυτούς αποπλάνησε την
κόρη του πανδοχέα, η οποία, καθώς βρέθηκε αργότερα έγκυος, κατηγόρησε τον νεαρό
μοναχό ότι τη βίασε. Όταν η Μαρία, επιστρέφοντας στη μονή, βρέθηκε αντιμέτωπη με
την κατηγορία αυτή, δέχθηκε την κατάκριση του ηγουμένου και τους χλευασμούς των
άλλων μοναχών, δίχως να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί. Κάποτε γεννήθηκε το παιδί
και ο πανδοχέας ήλθε και το άφησε έξω από την πύλη του μοναστηριού. Η Μαρία, που μετά
την εκδίωξή της διήγε πλάνητα βίο από μοναστήρι σε μοναστήρι, δέχθηκε το
υποτιθέμενο παιδί της και το έθρεψε για τρία χρόνια με τους καρπούς της εργασίας
της, εναποθέτοντας πάνω του την αγάπη του Χριστού. Μετά τον θάνατο του
ηγουμένου έγινε πάλι δεκτή στην αδελφότητα μαζί με το παιδί και αποσύρθηκε σε ένα
απομονωμένο κελλί για να αφοσιωθεί στην Προσευχή. Σύντομα όμως αρρώστησε και
παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο, δίχως να αποκαλύψει το μυστικό της σε κανέναν.
Όταν οι αδελφοί ήλθαν να ετοιμάσουν το σώμα για την ταφή, ανακάλυψαν
εμβρόντητοι ότι ο «Μαρίνος», ο μοναχός αυτός, που τον είχαν κατηγορήσει ως
ακόλαστο και διαφθορέα, ήταν γυναίκα. Την ίδια μέρα έφεραν στη μονή την κόρη
του πανδοχέα που είχε πέσει θύμα των δαιμόνων. Δεν την άφησαν, παρά μόνο αφού
ομολόγησε το ψέμα της και αποκάλυψε το όνομα του ενόχου. Και τότε όλοι δόξασαν
τον Θεό. Ας σημειωθεί δε, ότι η οσία Μαρία είναι μία από τις δεκατρείς γυναίκες, οι οποίες έζησαν απαθώς θαυμαστό ασκητικό βίο μεταμφιεσμένες σε άνδρες μέσα σε ανδρώες μονές.
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Οι γονείς του αγίου Αντωνίου κατάγονταν από τη
Φρυγία και είχαν αποτραβηχτεί στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης για να
ξεφύγουν από τις διώξεις των εικονομάχων. Ο Αντώνιος στερήθηκε πολύ νωρίς τη
μητέρα του και ανατράφηκε από τον πατέρα του. Αφιέρωνε τον χρόνο, που άλλα
παιδιά περνούν με θορυβώδη και ανούσια παιγνίδια, στη μελέτη των Αγίων Γραφών
και στη μίμηση των ιερέων που έβλεπε να θυμιάζουν την αγία Τράπεζα και να
τελούν τη θεία Λειτουργία. Εκάρη μοναχός και επέδειξε μεγάλο ζήλο για τον
ασκητικό βίο. Ακαταπόνητος στην προσευχή, τόσο στον ναό όσο και στο κελλί του,
ταπείνωνε όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα τη σάρκα του με την αγρυπνία και
τη νηστεία και για τον λόγο αυτό κρίθηκε σύντομα άξιος για την ιερωσύνη. Όταν,
παρά τη θέλησή του, ορίστηκε ηγούμενος, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να
γίνει μοναχός και να τεθεί υπό την καθοδήγησή του. Είχε τέτοιο ζήλο για την
ελεημοσύνη, ώστε διέτρεχε με τα πόδια τους δρόμους των φτωχών συνοικιών,
ψάχνοντας για ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Μια μέρα που ξεκίνησε για μια από τις
εξορμήσεις του αυτές, ένας άγνωστος παρουσιάστηκε μπροστά του, τείνοντάς του
ένα πουγγί γεμάτο νομίσματα και του είπε: «Πάρε αυτά να τα μοιράσεις στους φτωχούς!»,
και αμέσως εξαφανίσθηκε.
Η φήμη της αγάπης του Αντωνίου για τον πλησίον
ήταν τόσο μεγάλη, που, όταν ήλθε η στιγμή να εκλεγεί νέος πατριάρχης, επελέγη
ομοφώνως από τον αυτοκράτορα και την Ιερά Σύνοδο (893). Παρά την προχωρημένη
ηλικία του, ο άγιος πατριάρχης δεν μείωσε σε τίποτε τις σκληραγωγίες και
συνέχισε να επιδαψιλεύει με ταπεινοφροσύνη σε όλο το πλήρωμά του τους θησαυρούς
της αγάπης του. Τρέχοντας ακούραστος σαν να είχε φτερά, από ναό σε ναό,
ανέπεμπε προς τον Θεό τη μεσιτεία του για τον λαό Του και μοίραζε απλόχερα
χρήματα και τρόφιμα σε όσους είχαν ανάγκη. Κατά τα δύο χρόνια της πατριαρχίας
του, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία, που
ήταν ακόμη διαιρεμένη μεταξύ των φανατικών οπαδών του αγίου Φωτίου και του
αγίου Ιγνατίου [βλ. Συναξάριο 6ης Φεβρ.]. Ανακαίνισε πλήθος ναών που είχαν
καταστραφεί από τον χρόνο και ίδρυσε μονή, λίγο έξω από την πόλη, όπου αργότερα
εορταζόταν η μνήμη του κάθε χρόνο. Κατά την τελευταία του ασθένεια δεν έπαψε να
προσεύχεται για τον λαό του. Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του (895), μια φτωχή
γυναίκα με σπασμένο πόδι επικαλέστηκε ευλαβικά το όνομά του και γιατρεύτηκε
κατά τον ύπνο της.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Ο άγιος Χρήστος, αλβανικής καταγωγής, μετανάστευσε
σε ηλικία σαράντα ετών στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκούσε το επάγγελμα του
κηπουρού. Μια μέρα στην αγορά, συζητώντας με έναν Τούρκο για την τιμή των
προϊόντων του, λογοφέρανε και ο Τούρκος για να εκδικηθεί συκοφάντησε τον Χρήστο
ότι δεσμεύθηκε να ασπασθεί το Ισλάμ. Έσυρε τον άγιο στο δικαστήριο και
επιβεβαίωσε την κατηγορία του με ψευδομάρτυρες. Παραμένοντας ακλόνητος στην
ομολογία της Πίστεως στον Χριστό, ο Χρήστος υποβλήθηκε σε ραβδισμούς και κατόπιν
τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί βρισκόταν τότε κρατούμενος για πολιτικούς λόγους και ο
περίφημος λόγιος και ποιητής Καισάριος Δαπόντε (1713-1784), που έγινε αργότερα
μοναχός στο Άγιον Όρος. Φρόντισε να χαλαρώσει το τιμωρητικό ξύλο, όπου ήσαν ακίνητα
και στριμωγμένα τα πόδια του μάρτυρα, και του προσέφερε λίγη τροφή για να τον
ανακουφίσει. Ο στρατιώτης όμως του Χριστού αρνήθηκε λέγοντας: «Γιατί να φάω;
Νηστικός και διψασμένος θέλω να πεθάνω για τον Χριστό!». Έπειτα του έδωσε μια
ακονόπετρα που κρεμόταν στη ζώνη του, ώστε με τα χρήματα από την πώλησή της να
τελέσει μερικές Λειτουργίες στη μνήμη του. Την ίδια μέρα, 12 Φεβρουαρίου του
1748, ήλθαν και πήραν τον άγιο για να τον αποκεφαλίσουν.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 128–135.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Ιούνιος 20142.
Η παρούσα ανάρτηση
αφιερώνεται
στη σεπτή μνήμη
του κατά σάρκα πατέρα μου,
Αντωνίου Τιμ. Σαράντη,
ο οποίος άφησε πολύ πρώιμα
την πολύτεκνη φαμίλια του
αυτήν ακριβώς τη μέρα,
πριν από 37 χρόνια
(Κυριακή 12–2–1984).
Αιωνία η μνήμη αυτού!
Επιμέλεια ανάρτησης:
π.Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.