ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Ξυπνώ.
Και να! Είσαι μαζί μου. Καθώς σηκώνομαι, αισθάνομαι την Παρουσία Σου που με
ζωογονεί. Νιώθω την τρυφερή Σου στοργή που με τυλίγει.
Το
ξύπνημα των Μαθητών Σου τις μέρες που πατούσες τα χώματα της Παλαιστίνης… Αυτά
τα πρωινά της Γαλιλαίας στην ακρογιαλιά, μεταξύ Τιβεριάδος και Καπερναούμ… Το
γνωρίζω πολύ καλά από προσωπική πείρα. Τα πουλιά κελαηδούν με μια λάμψη, με μια
δύναμη που δεν έχω ξανακούσει αλλού. Ο ήλιος δεν έχει φανεί ακόμη. Ρίχνει όμως
ήδη μια ασημένια γραμμή στα νερά της αναποφάσιστης λίμνης, στα κύματά της που
ανάλαφρα τραγουδούν. Οι Μαθητές Σου ξυπνούν, αντικρίζουν την καινούργια μέρα
χαρούμενα γιατί θα περπατήσουν πάλι μαζί Σου. Είναι ευτυχισμένοι, γιατί ξέρουν
πως κάθε ώρα που θα περάσουν κοντά Σου θα είναι αποκάλυψη και θάμβος. Οι ίδιες
αυτές υποσχέσεις των όρθρων της Γαλιλαίας προσφέρονται και σε μένα κάθε αυγή
καθώς ξυπνώ. Σκέπτομαι: «και σήμερα θα Τον ακολουθήσω…».
Δεν
είναι τόσο το ξύπνημα των Μαθητών Σου, όσο η δική Σου καθημερινή έγερση, που θά
’πρεπε να δώσει στο καθημερινό μου ξύπνημα την ουσία του, το νόημά του.
Διδάσκαλε, όταν ξυπνούσες, η πρώτη σου κίνηση δεν μπορούσε να είναι άλλη, από
μια ανάταση προς τον Πατέρα: «Κι αφού σηκωθώ, θα πάω προς τον Πατέρα Μου»
(Λουκ. 15, 18). Η φράση αυτή, που η παραβολή αποδίδει στον άσωτο υιό, έπαιρνε
στα χείλη Σου ένα νόημα εντελώς ειδικό, αληθινά μοναδικό. Πήγαινες –ων ήδη
προαιώνια μαζί Του– προς έναν Πατέρα, από τον Οποίο τίποτε, σε καμιά περίπτωση,
δεν Σε είχε χωρίσει.
Δεν
μπορώ να προφέρω τη φράση αυτή με τον μοναδικό τρόπο που την έλεγες Εσύ. Δεν
μπορώ να πάω προς τον Πατέρα παρά μόνο σαν γιος ένοχος. Σαν γιος που μετανοεί,
που πεθαίνει από την πείνα, που είναι συντετριμμένος ως τα βάθη της υπάρξεώς
του. Συντετριμμένος, γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι εκείνο που εγκατέλειψε
ήταν η απόλυτη Αγάπη κι εκείνο που ζήλεψε ήταν ξυλοκέρατα «που έτρωγαν τα
γουρούνια» (Λουκ. 15, 16). Ασφαλώς δεν αρκεί, αυτή η συνειδητοποίηση να
παραγάγει μέσα μου μιαν αόριστη αίσθηση στέρησης, μια νοσταλγία. Πρέπει να με
χτυπήσει σαν μαστίγιο. Κι ο πόνος από το κτύπημα τούτο, πρέπει να φθάσει μέχρι
«μυελού των οστέων» μου. Τότε θα δοκιμάσω την αληθινή συντριβή, Κύριε, μεσ’
στην αυγή «δέξαι με μετανοούντα». Εμφύσησέ μου το Πνεύμα Σου, οδήγησέ με προς
τον Πατέρα.
Και να,
ο Πατήρ Σε αποστέλλει, Εσένα τον Ίδιο, προς εμένα, ως φορέα της συγνώμης, ως
αγγελιοφόρο της ελπίδος. Ο μεγάλος γιος του πατέρα του ασώτου ζήλεψε τον αδελφό
του, οργίσθηκε εναντίον του. Σήμερα όμως ήδη, την ώρα της πρωινής μου εγέρσεως
ο Μεγάλος Υιός, ο Μονογενής –που είναι συγχρόνως και μεγαλύτερος αδελφός μου–
έρχεται να με αναζητήσει και να με υποδεχθεί εκ μέρους του Πατέρα.
Λυτρωτή
μου, προτού ακόμη προλάβω να σηκωθώ, είσαι εδώ. Με θέλεις… «Να η φωνή του καλού
μου που μου χτυπά την πόρτα… Να τος, στέκεται έξω από το σπίτι, κοιτάει απ’ το
παράθυρο, ρίχνει ματιές απ’ το καφασωτό. Ο αγαπημένος μου μιλάει και μου λέει: “Σήκω!”»
(Άσμ. Ασμ. 5, 2· 2, 9–10).
Κύριε
Ιησού, κάθε καινούργια μέρα είναι μια συνάντηση που κλείνεις μαζί μου. Σ’ αυτή
τη συνάντηση φθάνεις πάντα πρώτος Εσύ. Ας αρχίζει λοιπόν κάθε μέρα για μένα με
τον πόθο αυτής της συνάντησης, με τη λαχτάρα μιας επίγνωσης και μιας αγάπης
ολοένα πιο μεγάλης! Κάθε ξύπνημά μου, ας μου φέρνει πριν απ’ όλα τη χαρά και
τις επαγγελίες της Παρουσίας Σου!
Ιησού,
ξέρω πως είσαι εδώ και με παίρνεις στα χέρια Σου. Μα δεν μπορώ, δεν πρέπει να
ξεχνώ εκείνους που Σε αγνοούν. Εκείνους, των οποίων το ξύπνημα δεν φωτίζεται
και δεν θερμαίνεται από το φως Σου, από την ανατολή του αληθινού Ήλιου. Χλωμές,
μελαγχολικές αυγές εκείνων που υποφέρουν, των αρρώστων που θα πεθάνουν, που
μετρούν ένα-ένα τα λεπτά. Αγωνίες των ανθρώπων που δεν ξέρουν πώς θα μπορέσουν
να βρουν τροφή για τη μέρα που έρχεται, πώς θα θρέψουν τα παιδιά τους. Κόπωση
και βαρυθυμιά των εργατών, που πριν φέξει ξεκινούν για σκληρές δουλειές: το
ορυχείο, τη μηχανή, το σιδηρόδρομο. Ξύπνημα του αμαρτωλού με τα κατάλοιπα από
την πικρή γεύση της αμαρτίας. Όλα αυτά, Κύριε, και όλους αυτούς τους ξέρεις,
τους συμπονάς. Κάνε την ψυχή μου μέτοχο της συμπάθειας που νιώθεις γι’ αυτούς.
Σύνδεσέ με, με τον πόθο Σου να μην αφήνεις να περάσει η μέρα χωρίς να τους
προσφέρεις μ’ έναν αθέατο τρόπο τη θεϊκή Σου βοήθεια.
Κύριε,
με πλησιάζεις και μου λες, όπως στην κόρη του Ιάειρου: «Έγειρε!». Πιάνοντάς την
από το χέρι την ξανάφερες στην ζωή. Το παιδί που νόμιζαν νεκρό σηκώθηκε αμέσως
και άρχισε να περπατάει. Και να, ότι μέσα στην καθημερινή πράξη της πρωινής
έγερσης, διαβλέπω το μυστήριο και τη δύναμη της Αναστάσεως.
Κι Εσύ
επίσης «ηγέρθης», αναστήθηκες από τον ύπνο του θανάτου. Σηκώθηκες ζων και
ένδοξος. Από τότε η δόξα της Αναστάσεώς Σου σφραγίζει την κάθε μας αυγή.
Την
πρώτη μέρα της εβδομάδος, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου,
και η Σαλώμη ήλθαν στο μνημείο Σου. Ήταν «λίαν πρωί», «ανατείλαντος του ηλίου»
(Μάρκ. 16, 2). Κύριε, καμιά καινούργια αυγή ας μην έλθει να φωτίσει τη ζωή μου,
χωρίς ταυτόχρονα η σκέψη μου να τρέξει προς την Ανάστασή Σου. Χωρίς να τρέξω εν
πνεύματι προς το καινό μνημείο του Κήπου!
Εκείνος
που έρχεται να με βρει κάθε πρωί, καθώς χαράζει, είναι ο Αναστάς Χριστός. Ό,τι
κι αν πρόκειται να συμβεί, όσοι κίνδυνοι κι αν με απειλούν, το ξεκίνημα της
ημέρας μου θα είναι θαυμάσιο, αν θυμάμαι –με όλη μου όμως την ψυχή και τη
διάνοια– ότι ο Σωτήρ μου νίκησε τις δυνάμεις του κακού και του θανάτου. Η πρώτη
πράξη πίστεως κάθε πρωί, θα είναι μια πράξη πίστεως στην τελική Σου νίκη.
«Κραταιή πιο πολύ κι απ’ το θάνατο η αγάπη· πύρινα φτερά η δική της φλόγα· που
και η μεγαλύτερη ποσότητα νερού δεν μπορεί να τη σβήσει και τα ποτάμια
αδυνατούν να τη σκεπάσουν» (Άσμ. Ασμ. 8, 6–7).
–Το
πιστεύεις αυτό, παιδί Μου;
–Το πιστεύω, Κύριε.
–Τότε, παιδί Μου, δεν πρέπει να υπάρχει
στην ψυχή σου θέση για καμιά λύπη, για κανέναν φόβο. Ένα μόνο να φοβάσαι: μήπως
Με χάσεις. Μήπως χάσεις Εμένα, που είμαι η Ζωή σου.
Κύριε
Ιησού, κάθε μέρα μπορεί με τον τρόπο αυτό να γίνει για μένα μια αληθινή
Κυριακή, «πρώτη Σαββάτων», γιορτή της Αναστάσεώς Σου. Ας είναι λοιπόν κάθε
πρωινό για μένα μια αυγή του Πάσχα!
Γράφω
αυτές τις γραμμές στην Ιερουσαλήμ, την αυγή της Κυριακής του Πάσχα. Τις γράφω
σε αυτό τον Κήπο, όπου επί τόσα χρόνια μού έδωσες τόσα πολλά! Είναι ένας κήπος
υποθέτω όμοιος με εκείνον όπου ήταν το μνημείο που Σε δέχθηκε μετά τον Σταυρό.
Ανάμεσα στους φοίνικες και τα άνθη, κοντά σ’ αυτό το βράχο που ο ήλιος πυρώνει,
νομίζω ότι βλέπω τη Μαγδαληνή ενώ έκλαιγε σκυμμένη στον τάφο. Παρακολουθώ τη
σκηνή που περιγράφει το Ευαγγέλιο. Η Μαρία Σε αναζητεί. Απευθύνεται στον
άνθρωπο που νομίζει για κηπουρό. Στρέφεται. Σε βλέπει. Αλλά, «δεν κατάλαβε ότι Αυτός
είναι ο Ιησούς». Και μόνο όταν της είπες «Μαρία!», «στραφείσα εκείνη» και πάλι
και, αναγνωρίζοντάς Σε, «λέγει· ραββουνί!», Διδάσκαλε! (Ιωάν. 20, 14–16).
Αυτό το
γεγονός φωτίζει, αποκαλύπτει τη φύση της υπέρτατης μεταστροφής. Η Μαρία Σε
αναζητεί. Αλλά Σε αναζητεί με τη μορφή, που ήδη είχε σχηματίσει μέσα της.
Επιμένει στη μορφή αυτή. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπορεί να Σε αναγνωρίσει έτσι
όπως της παρουσιάζεσαι. Δυο φορές γυρίζει προς το μέρος Σου –«μεταστροφή»
σημαίνει ακριβώς την πράξη του «στρέφεσθαι εις τα οπίσω» (Ιωάν. 20, 14)– και
μόνο τη δεύτερη φορά, ακούγοντας το όνομά της, αποκτά συνείδηση της Παρουσίας
Σου.
Δεν
ξέρω πόσες φορές ακόμη θα θελήσεις να δω το φως της αυγής, τη λάμψη της
καινούργιας ημέρας. Δεν ξέρω αν θ’ ακούσω και πάλι τις καμπάνες του Πάσχα να
κτυπούν στην Ιερουσαλήμ. Όμως, σε παρακαλώ, κάνε ώστε η κάθε αυγή να είναι για
μένα αυγή του Πάσχα. Κάνε να βρίσκομαι μυστικά στον Κήπο της Ιερουσαλήμ. Και
κάθε μέρα, κάθε πρωινή μου έγερση, φέρνοντάς μου τη χαρά του Πάσχα, ας προκαλεί
εντός μου την πιο βαθειά μεταστροφή. Μια μεταστροφή που θα με κάνει να στραφώ
από την εικόνα Σου του χθες προς την εικόνα Σου του σήμερα! Μάθε με, σε κάθε
κατάσταση και σε κάθε πρόσωπο, να Σε γνωρίζω, έτσι που θέλεις να Σε γνωρίσω
σήμερα. Όχι έτσι που μου παρουσιάσθηκες χθες, αλλά έτσι που μου δείχνεσαι τώρα!
Να μια μεταστροφή και αλλαγή που δεν πραγματοποιείται χωρίς βία. Μεταστροφή που
απαιτείς να γίνει οπωσδήποτε. Τα καινούργια πρόσωπα, οι καινούργιες καταστάσεις,
διά μέσω των οποίων θα Σε συναντήσω, ενδέχεται να είναι ποικίλες και διάφορες.
Ας είναι καθένα από τα πρωινά μου ξυπνήματα ένα ξύπνημα εν τη Παρουσία Σου –που
μπορεί να είναι τόσο διαφοροποιημένη– μια πασχαλινή συνάντηση με τον Χριστό,
που είναι τόσο απροσδόκητος Επισκέπτης μερικές φορές! Κάθε επεισόδιο, κάθε
γεγονός της μέρας που άρχισε, ας είναι μια στιγμή που θ’ ακούσω να με καλείς με
το όνομά μου, όπως κάλεσες τη Μαρία. Τότε, ας ήταν να στραφώ κι εγώ προς το
μέρος Σου. Ας ήταν να Σου απαντήσω με μια λέξη, να σου πω μια μόνο λέξη (αλλά
με όλη μου την καρδιά): «Διδάσκαλε!».
Ιερουσαλήμ, Πάσχα 1960
LEV LOUIS GILLET
(1892–1980)
※
[Αρχιμ. Lev Louis Gillet
(1892–1980):
«Παρουσία του Χριστού»
(Γραμμένο από ένα μοναχό
της Εκκλησίας της Ανατολής),
Μεταφρασμένο από τα Γαλλικά
από τον Επίσκοπο Βρεσθένης
Δημήτριο Τρακατέλλη
(τώρα, Αρχιεπίσκοπο Αμερικής),
κεφ. 14ο, σελ. 97–103,
Εκδόσεις «Δόμος»,
Αθήνα, 19802.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.