Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

     Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Αρτέμιος έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γόνος αρχοντικής οικογένειας, έχαιρε της εύνοιας του αυτοκράτορα και έλαβε τα αξιώματα του πατρικίου και του αυγουσταλίου (του στρατιωτικού διοικητή) της Αλεξάνδρειας και όλης της Αιγύπτου (περί το 330). Οι τιμές αυτές όμως δεν τον παρέσυραν να χάσει την Πίστη του και να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να διαδώσει παντού το χαρμόσυνο άγγελμα της Σωτηρίας. Όταν εκοιμήθη ο Μέγας Κωνσταντίνος, την αυτοκρατορία μοιράσθηκαν οι τρεις γιοι του. Ο Κωνστάντιος κληρονόμησε όλο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (από το Ιλλυρικό ως την Περσίδα, καθώς και την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη), και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι τα λείψανα του μεν αποστόλου Ανδρέα βρίσκονται στην Πάτρα, τα δε του αποστόλου Λουκά στις Θήβες της Βοιωτίας, έδωσε εντολή στον άγιο Αρτέμιο να προβεί στην μετακομιδή και των δύο στη Βασιλεύουσα, για να κατατεθούν στον ναό των Αγίων Αποστόλων.

     Λίγο καιρό αργότερα, ο Κωνστάντιος χρειάσθηκε να μεταβεί με το στράτευμά του στην Αντιόχεια, για να πολεμήσει κατά των Περσών. Εκμεταλλευόμενος ο εξάδελφός του Ιουλιανός τη συγκυρία αυτή, ανέλαβε την εξουσία στη δυτική αυτοκρατορία (την οποία ο Κωνστάντιος είχε προσαρτήσει το 351) και θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας στη θέση του Κωνστάντιου. Ο Κωνστάντιος έφυγε αμέσως για να αποκαταστήσει την εξουσία του, πέθανε όμως κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στην Κικιλία, και μόλις που πρόλαβε να λάβει εκεί το άγιο Βάπτισμα. Ο Ιουλιανός έμεινε τότε εκ των πραγμάτων μόνος αυτοκράτορας (360) και αμέσως επιδόθηκε στην επαναφορά της παλαιάς θρησκείας των ειδώλων, της οποίας νέον προφήτη –δήθεν κατά το θέλημα των θεών– θεωρούσε τον εαυτό του. Έστειλε λοιπόν παντού διατάγματα, προστάζοντας την επαναφορά της λατρείας των ειδώλων στους ναούς που είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Απαγόρευσε ιδιαίτερα στους χριστιανούς διδασκάλους και ρήτορες να διδάσκουν ελεύθερα, και διέταξε να ραντίζουν τις αγορές με αίματα των ειδωλολατρικών θυσιών, ώστε να αναγκασθούν οι χριστιανοί κάτοικοι και πολίτες να τρώνε μιασμένα τρόφιμα. Τότε σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας άνθισε πάλι το μαρτύριο.

     Όταν ο Ιουλιανός εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Περσών, διέταξε όλους τους ηγεμόνες των επαρχιών με τα στρατεύματά τους να πάνε εκεί. Η διαταγή του έφθασε και στον Αρτέμιο, ο οποίος –πιστός στις αρχές και εξουσίες σύμφωνα με τις επιταγές των ιερών Γραφών (Ρωμ. 13, 1-2)– συγκέντρωσε το στράτευμά του και ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια για την Αντιόχεια. Μετά από μεγάλη διαδρομή έφθασε στην πόλη, όπου για πρώτη φορά την εποχή των Αποστόλων είχε ακουσθεί η λέξη «χριστιανός» (Πράξ. 11, 26), τη στιγμή ακριβώς που ο αυτοκράτορας διέτασσε να παρουσιασθούν ενώπιόν του δύο ιερείς, ο Ευλόγιος και ο Μακάριος, για να τους αναγκάσει να αρνηθούν την Πίστη τους και να υποταγούν στανικά στη λατρεία των ψευδών θεών. Οι δύο ομολογητές σε όλα τα σαθρά επιχειρήματα του Ιουλιανού αντέταξαν ανδρείως το θείο δόγμα της εν Χριστώ απολύτρωσης. Μετά την ανάκριση ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να τους δείρουν με πεντακόσιους ραβδισμούς. 

     Τότε ο Αρτέμιος εξανέστη ενώπιον του θεάματος, προχώρησε προς τον αυτοκράτορα και ομολόγησε: «Όλα τα μηχανεύματά σου κατά των χριστιανών είναι εκ του πονηρού, μάταια και χωρίς δύναμη· διότι, όταν υψώθηκε στον Σταυρό ο Χριστός, κατεβλήθη των δαιμόνων η έπαρση. Οι δικοί σου θεοί, τους οποίους λατρεύεις εν ονόματι του Ερμή ή του Απόλλωνα, δεν είναι παρά ξύλο και μέταλλο!».

     Η αρχική κατάπληξη του αυτοκράτορα μετατράπηκε σε οργή και μανία, όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνος που του απηύθυνε τους πλήρεις παρρησίας λόγους δεν ήταν άλλος από τον περιλάλητο Αρτέμιο, τον αυγουστάλιο της Αιγύπτου, τον οποίο υποψιαζόταν ως συμμέτοχο στον θάνατο του αδελφού του Γάιου Κωνσταντίνου, καίσαρα της Ανατολής. Διέταξε τότε να συλλάβουν τον Αρτέμιο, να του αφαιρέσουν τα διακριτικά των αξιωμάτων του και να τον φέρουν την επαύριο ενώπιόν του, ώστε να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το ανήκουστο θράσος του. Χωρίς κανέναν σεβασμό προς το αξίωμά του, οι στρατιώτες τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν, και τον έριξαν σχεδόν νεκρό στη φυλακή μαζί με τους άλλους δύο μάρτυρες. Ο Αρτέμιος όμως, γεμάτος χαρά και αγαλλίαση, ανέπεμψε προσευχή προς τον Κύριο λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, διότι με αξίωσες να υποστώ βασανιστήρια χάριν της αγάπης Σου και να συναριθμηθώ στον χορό των αγίων Σου!». Την επομένη εξόρισαν τους μάρτυρες Ευγένιο και Μακάριο στις εχθρικές και αφιλόξενες περιοχές της Αραβίας, και εκεί σύντομα αποκεφαλίσθηκαν [σημ.: μια διαφορετική παράδοση αναφέρει τη μνήμη τους στις 19 Φεβρουαρίου].

     Εν συνεχεία, ο αυτοκράτορας διέταξε να παρουσιασθεί ο Αρτέμιος. Αρχικά, του υποσχέθηκε όλες τις τιμές που αρμόζουν στους οικείους του βασιλιά, και επιπλέον το αξίωμα του αρχιερέα των θεών, αν φυσικά αποφάσιζε να εγκαταλείψει τις δοξασίες εκείνων που ο Ιουλιανός ονόμαζε υποτιμητικά «Γαλιλαίους». Τέτοιες υποσχέσεις όμως, δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τον άγιο, ο οποίος, ζώντας εν Χριστώ, είχε ήδη νεκρωθεί ως προς τον κόσμο και τις επιθυμίες του. Του φαινόταν, επίσης, ανώφελο να προβεί σε μακρά απολογία της χριστιανικής Πίστεως, εφόσον ο Ιουλιανός είχε, έστω και τυπικά, λάβει από παιδί χριστιανική αγωγή. Για τον λόγο αυτό, αρκέσθηκε στην άρνηση των ψευδών κατηγοριών για τη συμμετοχή του στον φόνο του Γάιου, και στη διακήρυξη ενώπιον του Παραβάτη ότι τίποτε στον κόσμο αυτό δεν ήταν ικανό να τον πείσει να εγκαταλείψει την Πίστη προς τον Σωτήρα Χριστό. Δεν απέμεινε λοιπόν τίποτε άλλο στον αναίσχυντο τύραννο, παρά να ξεσπάσει η οργή του σε βασανιστήρια. Έδωσε τότε εντολή να τρυπήσουν το σώμα του αγίου με πυρακτωμένες βελόνες. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση, ούτε φωνή ούτε αναστεναγμός εξήλθε από το στόμα του Αρτεμίου, και τη νύκτα παρουσιάσθηκε ο Χριστός στο κελλί του και του θεράπευσε όλες τις πληγές. Ενδυναμωμένος ο Αρτέμιος από το θείο όραμα, έμεινε δεκαπέντε ημέρες όρθιος, χωρίς τροφή και νερό, προσευχόμενος νυχθημερόν και ατενίζοντας με τα όμματα της φιλόθεης καρδιάς του τα ουράνια μυστήρια.

     Εν τω μεταξύ, ο Ιουλιανός έφθασε στη Δάφνη, στα περίχωρα της Αντιόχειας, και διέταξε να μεταφέρουν από εκεί το τίμιο λείψανο του αγίου Βαβύλα [4 Σεπτ.] και να το ενταφιάσουν σε κοιμητήριο της πόλης, για να ανεγερθεί στον αρχικό τόπο του ενταφιασμού του αγίου χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα και ναός αφιερωμένος στη λατρεία του. Μια νύκτα όμως, ενώ οι ιερείς επιδίδονταν σε θυσίες και προσευχές για να ανοίξει ο θεός τους το ξύλινο και μεταλλικό στόμα του και να εξαγγείλει τον χρησμό του, φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και κατέκαυσε τον ναό και το άγαλμα, χωρίς κανείς να μπορεί να τη σβήσει. Τότε ο Ιουλιανός μέσα στη μανία του θεώρησε υπεύθυνους τους χριστιανούς· διέταξε να κλείσουν οι νέες εκκλησίες και εξαπέλυσε αγριότερο διωγμό εναντίον τους σε όλη την αυτοκρατορία. Στη Σαμάρεια (Σεβάστεια) μάλιστα, διέταξε να ρίξουν στη φωτιά τα λείψανα του προφήτη Ελισαίου και του Τιμίου Προδρόμου, και στην Καισάρεια Φιλίππου να γκρεμίσουν τον ανδριάντα του Σωτήρος Χριστού, που είχε φιλοτεχνήσει η Αιμορροούσα Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Έδωσε, επίσης, διαταγή να επιτραπεί στους Ιουδαίους να ανοικοδομήσουν τον ναό τους στα Ιεροσόλυμα –που είχε καταστραφεί το έτος 70– με χρήματα από τα ταμεία του κράτους, με σκοπό να αποδείξει ως πλάνη την αψευδή προφητεία του Χριστού για την καταστροφή του ναού των Ιουδαίων και το οριστικό τέλος του παλαιού Νόμου (βλ. Ματθ. 23, 38 και 24, 2· Μάρκ. 13, 1-2· Λουκ. 21, 5-6).

     Και, ενώ παντού διώκονταν οι χριστιανοί με πρωτοφανή σκληρότητα, ο Ιουλιανός διέταξε να βγάλουν τον Αρτέμιο από τη φυλακή, αποφασισμένος να θέσει πια τέλος στη ζωή του και στη μεγάλη επιρροή που ασκούσε αυτός προς τον λαό με τον εξής τρόπο· πρόσταξε να κόψουν στη μέση έναν μεγάλο βράχο, που βρισκόταν κοντά στο θέατρο της Αντιόχειας, να ξαπλώσουν τον άγιο στο ένα κομμάτι και να ρίξουν επάνω στο σώμα του το άλλο κομμάτι του βράχου. Μόλις έπεσε βαρύς ο λίθος, όλοι άκουσαν τον δυνατό τριγμό των οστών του αγίου που συντρίφθηκαν· οι πάντες άφησαν μόνο και εγκαταλειμμένο τον άγιο ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους μέχρι την επόμενη μέρα, νομίζοντας ότι σίγουρα θα ξεψυχούσε. Μεγάλη όμως ήταν η έκπληξη του τυράννου και του παριστάμενου κόσμου, όταν την επομένη, ανασηκώνοντας τον λίθο, σηκώθηκε όρθιος ο μάρτυς του Χριστού –του οποίου τα οστά είχαν συντριβεί, τα σπλάχνα είχαν χυθεί, οι οφθαλμοί του είχαν βγει– και συνέχισε να κατηγορεί τους ψευδείς θεούς και να καυχάται με ιερή παρρησία στον Σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού.

     Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, αντί ο τύραννος να αλλάξει γνώμη και διάθεση, διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Αρτέμιο. Ο μάρτυς με χαρά δέχθηκε την καταδίκη του, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό για να ευχαριστήσει τον Θεό, και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της Εκκλησίας. Και αφού μόνος του προχώρησε προς τον τόπο της εκτέλεσης, έκανε τρεις μετάνοιες προς την ανατολή και παρέδωσε χαρούμενος τον αυχένα του στο ξίφος του δήμιου. Τότε, μια ευλαβής και φιλόχριστη αρχόντισσα, έλαβε το πολύαθλο λείψανο και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου για αιώνες επιτελούσε πολυάριθμα θαύματα σε ασθενείς, ιδίως σε όσους έπασχαν από κήλη, ενώ με ζήλο το προσκυνούσαν και το τιμούσαν οι πιστοί.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας, ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσεβείας ἐμπρέπων τοῖς κατορθώμασι, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκλείας, ὤφθης σοφὲ κοινωνός, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀρτέμιε· ὅθεν πηγάζων δαψιλῶς, ἰαμάτων δωρεάς, τῷ πάθος ἐντεροκήλης, ὡς συμπαθὴς θεραπεύεις, τῶν προστρεχόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—

Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐσεβῆ, καὶ στεφηφόρον Μάρτυρα, τὸν κατ’ ἐχθρῶν, νίκης ἀράμενον τρόπαια, συνελθόντες ἐπαξίως νῦν, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, Ἀρτέμιον τὸν μέγιστον ἐν Μάρτυσι, θαυμάτων τε δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

ς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος πολυθαύμαστον, καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον, ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης ταύτης φύλαττε, ἵνα κράζω σοι· χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—

Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.

Τὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἰαμάτων, τὸν πολύρρυτον ποταμόν, τῆς ἐντεροκήλης, τὸν θεῖον ἰατῆρα, Ἀρτέμιον τὸν μέγαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.




[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 2ος (Οκτώβριος),

σελ. 217–222.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Οκτώβριος 20092.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ

     Ο όσιος Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στο χωριό Τρίκαλα της Κορινθίας, στην Πελοπόννησο. Οι ευλαβείς γονείς του, ο Δημήτριος και η Καλή, προέρχονταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων του Βυζαντίου και από μικρό τον έστειλαν να μάθει τα ιερά γράμματα, όπου και διέπρεψε. Ενώ ήταν ακόμη νέος, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και πήγε στη Ζάκυνθο, και από εκεί διέτρεξε όλη την Ελλάδα. Από τη Θεσσαλία κατευθύνθηκε προς τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, την Προποντίδα και τη Χαλκιδόνα. Όπου πήγαινε, έψαχνε να βρει ανθρώπους οι οποίοι είχαν φθάσει στην τελειότητα της αρετής με τον ασκητικό και ισάγγελο βίο τους, για να του διδάξουν την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών, που είναι η Προσευχή, η μυστική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, η ένθεη ζωή, η ανεκλάλητη θέωση. Έφθασε, τέλος, στο Άγιον Όρος, όπου ως φιλόπονη μέλισσα ρούφηξε το νέκταρ από διάφορα άνθη αρετής, τα οποία παρατηρούσε στους ασκητές, για να κατασκευάσει με τους κόπους της δικής του μίμησης το μέλι της καθαρότητας της καρδιάς του.

     Ο όσιος Γεράσιμος παρέμεινε αρκετό διάστημα στον Άθωνα. Εκεί έλαβε το μεγάλο και αγγελικό Σχήμα και με πολύ ζήλο εφάρμοσε όλες τις αρετές του μοναχικού βίου: τη συνεχή νηστεία, τις ολονύκτιες αγρυπνίες, τα δάκρυα, την ανύψωση του νου προς τον Θεό μέσα στην απόλυτη εξωτερική και εσωτερική ησυχία, με στόχο την κάθαρση της καρδιάς. Μετά από μερικά χρόνια ο όσιος έφυγε από το Άγιον Όρος, για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Στα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (1537-1579) τον χειροτόνησε διαδοχικά υποδιάκονο, διάκονο και πρεσβύτερο. Τότε υπηρέτησε στον Πανάγιο Τάφο για έναν χρόνο και κατόπιν στο Πατριαρχείο για δώδεκα, χωρίς καθόλου να εγκαταλείψει τους ασκητικούς αγώνες. Κατόπιν, πήγε και στην πυρίκαυστη έρημο του Ιορδάνη, όπου πέρασε σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή, μιμούμενος ταπεινά τον Κύριο (Ματθ. 4, 1 κ.ε.). Μετά επέστρεψε στο Πατριαρχείο και συνέχισε τη διακονία του.

     Όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, ξανάρχισε τις προσκυνηματικές περιοδείες. Έμεινε τότε για κάποιο διάστημα στο Σινά, έπειτα πήγε στην Αλεξάνδρεια, διέτρεξε όλη την Αίγυπτο, στη συνέχεια πήγε στην Αντιόχεια και στη Δαμασκό, και από εκεί έφυγε για την Κρήτη και έφθασε τέλος στη Ζάκυνθο, όπου έζησε πέντε χρόνια σε ένα σπήλαιο, μακριά από όλους, τρεφόμενος μόνο με χόρτα, χωρίς ψωμί και αλάτι. Αλλά, όσο και αν κρυβόταν, δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν οι ευλαβείς πιστοί, και σύντομα άρχισαν να προστρέχουν πολυάριθμοι στη σπηλιά του, για να πάρουν την ευλογία του και να ακούσουν τη θεοφώτιστη συμβουλή του. Γνωρίζοντας όμως από τους αγίους Πατέρες ότι, για τον μοναχό, τίποτε δεν είναι τόσο φθοροποιό όσο ο έπαινος, η κολακεία και η φήμη των ανθρώπων, έφυγε από τη Ζάκυνθο και πήγε σε ένα μικρό σπήλαιο στην Κεφαλληνία, όπου έμεινε περίπου έξι έτη. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είναι αδύνατον να μείνει κρυμμένος ένας λύχνος αναμμένος, οι πιστοί και εκεί ακόμη δεν άργησαν να ανακαλύψουν την αρετή του, και δεν τον άφηναν να χαρεί τη νοερά συνομιλία του με τον Θεό.

     Τέλος, η θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα Ομαλά, μια απομακρυσμένη περιοχή του νησιού, όπου υπήρχε ναΰδριο με θαυματουργή εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου. Εγκαταστάθηκε στον τόπο αυτό και καλλιεργούσε ένα μικρό κτήμα, αγωνιζόμενος κατά των παγίδων του εχθρού διαβόλου. Αφού πέρασε καιρός και η φήμη του είχε διαδοθεί πάλι στη γύρω περιοχή, πληροφορήθηκε στην προσευχή του ότι τελικά ήταν θέλημα Κυρίου να δεχθεί μαθητές και συνοδεία. Πράγματι, σύντομα παρουσιάσθηκαν είκοσι πέντε νεάνιδες και ζήτησαν επίμονα να ζήσουν υπό την πνευματική του καθοδήγηση. Έτσι, το ναΰδριο μεταμορφώθηκε σε μονή. Ο όσιος δέχθηκε να απαρνηθεί τη γλυκιά ησυχία του, για να μεταδώσει στα πνευματικά του τέκνα την ιερή εμπειρία την οποία αφθόνως του είχε χαρίσει ο Κύριος· και η μονή, που φαινόταν να κατοικείται από αγγέλους εν σώματι, ονομάσθηκε «Νέα Ιερουσαλήμ».

     Όταν ο όσιος Γεράσιμος έγινε πλήρης ημερών, προείδε την ημέρα της εκδημίας του και κάλεσε γύρω του τα πνευματικά του τέκνα για να τους μεταδώσει τις τελευταίες του συμβουλές. Κατόπιν, τα ευλόγησε και με ειρήνη και χαρά παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο στις 15 Αυγούστου του 1579. Επειδή η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τιμάμε τη μνήμη του στις 20 Οκτωβρίου, την ημέρα της ανακομιδής του τιμίου λειψάνου του. Το χαριτόβρυτο σκήνωμά του παραμένει μέχρι σήμερα άφθορο, σαν να κοιμάται ο όσιος· αναδίδει ουράνια ευωδία και επιτελεί πλήθος θαυμάτων. Ο όσιος Γεράσιμος είναι ο προστάτης της Κεφαλληνίας και με πολλή παρρησία μεσιτεύει μέχρι σήμερα για το νησί ενώπιον του Θεού. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η θαυμαστή δύναμή του να βγάζει τα ακάθαρτα πνεύματα από τους δαιμονισμένους, που φέρνουν μπροστά στο τίμιο σκήνωμά του. Επιπλέον, χάρη στην προστασία του, η ορθόδοξη πίστη στην Κεφαλληνία έμεινε αλώβητη κατά τη μακρά περίοδο της ιταλοκρατίας.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος α΄.

Τῶν Ὀρθοδόξον προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Εὐχαρίστοις ᾄσμασι, τῶν Κεφαλλήνων ἡ νῆσος, προσκαλεῖται σήμερον, τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη, μέγιστον, νεοφανέντα ἐγκωμιάσαι, καύχημα, Ὀρθοδοξίας ἀναφανέντα, τὸν Γεράσιμον τὸν θεῖον, τὸν ῥύστην ταύτης, ὁμοῦ καὶ πρόμαχον.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Τῆς ὁμολογίας Χριστιανῶν, ἔθετό σε στῦλον, ἀδιάσειστον ὁ Θεός, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεράσιμε δοὺς πᾶσι, τοῖς ἐναντίοις λίθον, δεινοῦ προσκόμματος.




[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 2ος (Οκτώβριος),

σελ. 224–226.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Οκτώβριος 20092.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.

ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ΧΙΟΠΟΛΙΤΙΔΑ

ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ΧΙΟΠΟΛΙΤΙΔΑ

     Η οσία Ματρώνα έζησε κατά το 15ο αιώνα στη Βολισσό της νήσου Χίου, προερχόμενη από γονείς ευλαβείς και προύχοντες του χωριού. Από τη νεότητά της φλεγόταν από θείο έρωτα και απέκτησε γρήγορα ευρεία μόρφωση σχετικά με τα ιερά μυστήρια. Για τον λόγο αυτό, μόλις βρήκε ευκαιρία, εγκατέλειψε κρυφά πατρίδα, γονείς και υπάρχοντα και έγινε ξένη ως προς όλα, μιμούμενη Εκείνον, ο Οποίος έγινε «ξένος» για τη σωτηρία μας. Από την κληρονομιά της, ένα μέρος το μοίρασε στους πτωχούς και ένα άλλο το αφιέρωσε την οικοδομή ενός ναϋδρίου, αφιερωμένο στον Άγιο Αρτέμιο, στο μικρό μοναστήρι όπου είχε πάει. Κατά τη διάρκεια όμως της εκσκαφής για την κατασκευή των θεμελίων του ναού βρέθηκε θησαυρός κρυμμένος στη γη. Φοβούμενη τότε η οσία μήπως επρόκειτο για τέχνασμα του μισοκάλου διαβόλου, άρχισε να προσεύχεται και ευθύς ο χρυσός έγινε κάρβουνα.

     Μετά την αποπεράτωση του ναού, αφού πέρασε λίγος χρόνος, απεβίωσε η γερόντισσά της· και οι συνασκούμενες αδελφές παρακάλεσαν θερμά την Ματρώνα να αναλάβει την πνευματική καθοδήγηση της μικρής αδελφότητας. Παρά τις αντιρρήσεις της, η οσία έγινε τελικά ηγουμένη, χωρίς όμως να μειώσει τον ασκητικό αγώνα που ματαμαραίνει το φρόνημα της σαρκός. Κύριο μέλημά της ήταν η νηστεία, η εύρυθμη ψαλμωδία, η αδιάλειπτη προσευχή και τα δάκρυα, που δίνουν αναψυχή σε κάθε καρδιά που φλέγεται από θείο έρωτα. Έτσι, το πνεύμα της κατέστη όλο μετάρσιο, η διάνοιά της ήταν συνεχώς προσκολλημένη στον Θεό, και από τον Θεό ελάμβανε το άρρητο φως της θείας Χάριτος που ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της.

     Την εποχή εκείνη που οι Γενοβέζοι εξουσίαζαν τη Χίο, άνθρωποι βάρβαροι και άγριοι κατέκτησαν το νησί και σκόρπισαν παντού τον τρόμο και τη δυστυχία. Ένας από αυτούς μπήκε μία ημέρα στη μονή της αγίας και επιτέθηκε σε μία μοναχή. Η οργή όμως του Θεού ευθύς τον κεραυνοβόλησε και ο βάρβαρος έπεσε κάτω νεκρός. Βλέποντάς τον η οσία Ματρώνα, τον λυπήθηκε και απέπεμψε ευχή προς τον Κύριο, παρακαλώντας να τον αναστήσει για να του δώσει την ευκαιρία να μετανοήσει. Αμέσως τότε ο νεκρός σηκώθηκε, σαν να κοιμόταν και αποφάσισε στο εξής να ζήσει εν μετανοία. Από το θαύμα αυτό ωφελήθηκε όλο το νησί, γιατί, όταν το πληροφορήθηκαν οι άλλοι βάρβαροι, φοβήθηκαν και δεν κακοποιούσαν πλέον τους χριστιανούς.

     Και αφού η οσία Ματρώνα ολοκλήρωσε έτσι την επίγεια πορεία της, εκοιμήθη εν ειρήνη και άφησε στους ορθοδόξους το τίμιο σκήνωμά της, θησαυρό και ταμείο θαυμάτων και ιάσεων για όσους το πλησιάζουν με πίστη.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.

Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα, κόσμου τερπνότητα, Ὁσία ἔλιπες, καὶ ἐμιμήσω ἐν σαρκί, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν· ὅθεν ταῖς τοῦ Πνεύματος, δωρεαῖς κατεφαίδρυνας, τὴν ἐνεγκαμένην σε, νῆσον Χίον πανεύφημε· διὸ χαρμονικῶς ἐκβοᾷ σοι· χαίροις Ματρῶνα πανολβία.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Οὐδαμῶς τὸ θῆλύ σοι, ἐμποδὼν ὤφθη Ματρῶνα, πρὸς τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀγῶνας ὄντως καὶ ἄθλους· ᾔσχυνας, διὸ τὸν μέγαν νοῦν θεοφόρε· εὔφρανας, τὸ γυναικεῖον μεγάλως γένος, τὸ ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης ὄνειδος.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

βλυσας ἰδρῶτας ἀσκητικούς, ἐν τῇ Χίῳ Μῆτερ, ὡς καλλίκρουνός τις πηγή, ἐξ ὧν ἀπαντλοῦντες, Ματρῶνα μακαρία, παθῶν τῶν ψυχοφθόρων, ἐκκαθαιρόμεθα.

 

 

[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 2ος (Οκτώβριος),

σελ. 223–224.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Οκτώβριος 20092.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]







 

Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

     Ο άγιος Ούαρος ήταν γόνος ευλαβούς και αρχοντικής οικογένειας. Υπηρετούσε τον ρωμαϊκό στρατό, στην Αίγυπτο, την εποχή του Μαξιμιανού (περί το 304). Το θάρρος και η αρετή του είλκυσαν την εύνοια του αυτοκράτορα, αλλά οι τιμές δεν στάθηκαν ικανές να ελαττώσουν τον θαυμασμό και το πόθο του να μιμηθεί τον ζήλο των αγίων μαρτύρων.

     Παράλληλα με την άσκηση των άλλων αρετών, ο άγιος συνήθιζε να επισκέπτεται επτά οσίους ασκητές, οι οποίοι βρίσκονταν στη φυλακή εξαιτίας της πίστεώς τους στον Χριστό. Ενώ όμως πλησίαζε η ημέρα της δίκης τους, ο ένας από αυτούς απεβίωσε. Ο Ούαρος θεώρησε το γεγονός αυτό ως ξεκάθαρο θεϊκό σημείο, που του υποδείκνυε τον τρόπο να υπερνικήσει τη δειλία, η οποία τον εμπόδιζε να παραδοθεί μόνος του στους δημίους. Αποφάσισε τότε να συγκαταλεχθεί μεταξύ των ασκητών και να παρουσιασθεί ενώπιον του κριτή στη θέση του αποβιώσαντος οσίου. Όταν προχώρησε και φανέρωσε αποφασιστικά την ταυτότητά του, ο δικαστής δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την έκπληξή του και ξέσπασε σε ασυγκράτητη οργή. Ο άγιος όμως του δήλωσε ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον πείσει να προτιμήσει τις ηδονές του κόσμου τούτου από τα αιώνια αγαθά, που επιφυλάσσονται στους πιστούς στρατιώτες του Κυρίου. Αγανακτισμένος τότε ο δικαστής, διέταξε να τον κρεμάσουν και να του θραύσουν τα οστά, κτυπώντας τον με χοντρά μαστίγια.

     Τη δύσκολη αυτή ώρα, ο άγιος έστρεψε το βλέμμα του προς τους έξι άλλους ασκητές, που παρευρίσκονταν εκεί, και τους ζήτησε να προσευχηθούν στον Θεό, ώστε να βρει τη δύναμη να αντέξει το μαρτύριο, διότι «το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη» (Ματθ. 26, 41). Μόλις οι όσιοι άνδρες ύψωσαν τα χέρια τους προς τον ουρανό και προσευχήθηκαν με θέρμη στον Κύριο, ο Ούαρος αισθάνθηκε ένα χέρι να τον στηρίζει και να τον προφυλάσσει από τα κτυπήματα του μαστίγιου. Ήταν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που τον σκέπαζε, οπότε ο αβάσταχτος πόνος του μαρτυρίου εξαλείφθηκε, και με χαρά πλέον ο άγιος άντεχε απαθώς τα βασανιστήρια. Η ήρεμη αυτή παρρησία του, πολλαπλασίασε την οργή και μανία των διωκτών, οι οποίοι, αφού τον έδεσαν και τον έριξαν κάτω, έσκισαν τα πλευρά του τόσο βαθειά, ώστε τα σπλάχνα του χύθηκαν στο χώμα. Τέλος, τον κρέμασαν πάλι, και μετά από πέντε ώρες ο Ούαρος παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο, αφού προηγουμένως βρήκε τη δύναμη να ενθαρρύνει τους συντρόφους του.

     Μια ευλαβής χήρα γυναίκα, η Κλεοπάτρα, που καταγόταν από την Παλαιστίνη, παρευρέθη στο μαρτύριο του αγίου Ούαρου. Όταν ήλθε η νύχτα, πήγε μαζί με τον νεαρό γιο της και άλλους χριστιανούς και έλαβε το τίμιο λείψανο και το ενταφίασε στο υπόγειο της κατοικίας της. Αφού πέρασαν πολλά χρόνια, η Κλεοπάτρα θέλησε να επιστρέψει στην πατρίδα της και πήρε μαζί της το τίμιο λείψανο, λέγοντας πως ήταν το σκήνωμα του κοιμηθέντος συζύγου της. Κατέθεσε με ευλάβεια το λείψανο σε τόπο κοντά στο όρος Θαβώρ. Η ιστορία και η αγιότητα του μάρτυρος έγιναν γνωστά και σύντομα άρχισαν να προστρέχουν πλήθη πιστών για να λάβουν από τον άγιο τη θεραπεία των πόνων τους.

     Πολύ νωρίς, με τη φροντίδα, τους κόπους και τα έξοδα της Κλεοπάτρας, κτίσθηκε ναός προς τιμήν του αγίου, και ήλθε η επίσημη ημέρα των εγκαινίων. Όλη εκείνη την ημέρα η Κλεοπάτρα και ο γιος της υπηρετούσαν ακατάπαυστα τους προσκυνητές, αλλά ξαφνικά και ανεξήγητα το παιδί αρρώστησε και σε λίγη ώρα πέθανε. Κλαίγοντας τότε η απαρηγόρητη μητέρα, τοποθέτησε το άπνοο σώμα του παιδιού της επάνω στον τάφο του αγίου μάρτυρος Ούαρου και τον ικέτευσε να μεσιτεύσει γι’ αυτό, θυμίζοντας του γοερά και πικραμένα όλες τις μεγάλες υπηρεσίες που του είχε προσφέρει με αφοσίωση για πολύ καιρό. Εν συνεχεία, εξουθενωμένη από τον πόνο και τον κόπο, έπεσε και αποκοιμήθηκε μέσα στον περικαλλή ναό του μάρτυρος και τότε ήταν που είδε σε όραμα τον άγιο να κρατά στοργικά στην αγκαλιά του τον γιο της, να φορούν και οι δυο τους ολόλαμπρα ενδύματα, περιβαλλόμενοι με θεϊκή δόξα.

     Ο άγιος την μάλωσε για την ολιγοπιστία της και τη διαβεβαίωσε ότι είχε πάρει ο ίδιος τον γιο της υπό την προστασία του. Αλλά και το παιδί πρόσθεσε ότι με κανέναν τρόπο δεν επιθυμούσε να αφήσει την πανευφρόσυνη αιώνια ζωή, για να επιστρέψει πίσω στην πρόσκαιρη, άχαρη και περίλυπη. Όταν η Κλεοπάτρα ζήτησε να την πάρουν κι εκείνη μαζί τους, ο άγιος Ούαρος τη συμβούλευσε να επιμεληθεί υπομονετικά τη σωτηρία της και να δουλεύσει ακόμη για τη ψυχή της· ύστερα την ευλόγησε και χάθηκαν από τα δακρυσμένα μάτια της.

     Μόλις ξύπνησε η ευλαβής γυναίκα, έντυσε το σκήνωμα του γιου της με γιορτινά ενδύματα και γεμάτη χαρά το ενταφίασε. Κατόπιν, μοίρασε όλα τα αγαθά της στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του ναού. Με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις ελεημοσύνες και τις προσευχές της ζούσε τόσο θεάρεστα, ώστε αξιώθηκε να βλέπει κάθε Κυριακή τον γιο της εξαστράπτοντα στην ολόφωτη επουράνια κατοικία του. Αφού πέρασε έτσι για επτά χρόνια, παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο και συνάντησε τον άγιο Ούαρο και τον γιο της μέσα στην άφθαρτη δόξα των εκλεκτών του Θεού.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—

Τοῦ Μάρτυρος.

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀπεκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Τῆς Ὁσίας.

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

σίως τὸν βίον σου, διαγαγοῦσα σεμνή, τὴν χάριν ἐτρύγησας, ἐκ τῆς ἁγίας σοροῦ, Οὐάρου τοῦ Μάρτυρος· ὅθεν τῆς οὐρανίου, μετασχοῦσα εὐκλείας, πρέσβευε τῷ Σωτῆρι, Κλεοπάτρα Ὁσία, δοθῆναι ἡμῖν πᾶσι, πταισμάτων συγχώρησιν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—

Τοῦ Μάρτυρος.

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.

Τῆς Ὁσίας.

Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.

Τοῖς ἐναρέτοις σου τρόποις θεόληπτε, θεοπρεπῶς τὴν ζωήν σου κοσμήσασα, καθάπερ ἐλαία κατάκαρπος, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἀνεβλάστησας· διὸ Κλεοπάτρα τιμῶμέν σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—

Τοῦ Μάρτυρος.

Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Τῆς Ὁσίας.

Κλέος ἐκομίσω παρὰ Θεοῦ, Μῆτερ Κλεοπάτρα, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ, καὶ τῆς αἰωνίου, ζωῆς ἀξιωθεῖσα, μνημόνευε τῶν πίστει, μνημονευόντων σου.

 

 

[ (1) Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 2ος (Οκτώβριος),

σελ. 211–213.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Οκτώβριος 20092.

(2) «Ευεργετινός»

(Λόγοι και Διδασκαλίες

Αγίων Πατέρων)·

Τόμος Δ΄, Υπόθεση ΙΒ΄ (12η),

§2, σελ. 163–166.

Μετάφραση:

Δ. Χρισταφακόπουλος.

Εκδόσεις

«Το Περιβόλι της Παναγίας»·

Θεσσαλονίκη, 20101.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

     Ο απόστολος Λουκάς καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας και, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν γόνος οικογενείας εθνικών. Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στην αναζήτηση της σοφίας, στη μελέτη των επιστημών και των τεχνών. Αυτή η δίψα του για γνώση τον έκανε να ταξιδεύσει ανά τον κόσμο και να διαπρέψει στην ιατρική επιστήμη και την τέχνη της ζωγραφικής. Εκτός από την ελληνική γλώσσα, την οποία χειριζόταν θαυμάσια, όπως μαρτυρεί το Ευαγγέλιό του, γνώριζε επίσης την εβραϊκή και την αραμαϊκή.

     Σύμφωνα με μια εκκλησιαστική παράδοση, συγκαταλεγόταν μεταξύ των Εβδομήκοντα Αποστόλους, τους οποίους απέστειλε ανά δύο ο Κύριος να κηρύξουν τον λόγο της σωτηρίας στις πόλεις και στα χωριά της Παλαιστίνης [1]. Κατά τη διάρκεια του ζωηφόρου θείου Πάθους, ο άγιος Λουκάς βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα· και το πρωί του Πάσχα περπατούσε μαζί με τον Κλεόπα [30 Οκτ.] προς το χωριό Εμμαούς, θλιμμένος και εξουθενωμένος για την απώλεια του Διδασκάλου. Η θλίψη του όμως μετατράπηκε σε άφατη χαρά, όταν ο Χριστός, ο Οποίος τους παρουσιάσθηκε «κατά το κομμάτιασμα του άρτου», μαρτυρώντας έτσι την εκ νεκρών τριήμερη έγερσή Του (Λουκ. 24, 35). Εν συνεχεία, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Λουκάς έμεινε για κάποιο διάστημα στα Ιεροσόλυμα μαζί με τους άλλους Αποστόλους και κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου βρισκόταν ήδη κάποιοι από τους μαθητές. Ορισμένοι όμως αναφέρουν ότι ο άγιος Απόστολος έμεινε στη Σεβάστεια της Σαμαρείας για λίγο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού, και εκεί απέκτησε το λείψανο της δεξιάς χειρός του Τιμίου Προδρόμου, το οποίο μετέφερε στην πατρίδα του ως πολύτιμο τρόπαιο. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, πρέπει να συνάντησε τον Απόστολο Παύλο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης αποστολικής περιοδείας του (περί το 50), και από εκεί να ξεκίνησε μαζί του, συνοδεύοντάς τον στην Ελλάδα, με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας.

     Αλλά μια άλλη παράδοση [2] αναφέρει ότι ο Λουκάς δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, και ότι συνάντησε τον απόστολο Παύλο στη Θήβα της Βοιωτίας –επί βασιλείας Κλαυδίου (περί το 42)–, όπου ο ίδιος φρόντιζε και περιέθαλπε τους ασθενείς. Οι πύρινοι λόγοι του Αποστόλου των εθνών τον έπεισαν για την αλήθεια, την οποία ματαίως αναζητούσε επί τόσα χρόνια στην ανθρώπινη σοφία. Αμέσως και χωρίς δισταγμούς, εγκατέλειψε τα υπάρχοντά του και την ιατρική του σώματος, για να γίνει μαζί με τον απόστολο Παύλο ιατρός των ψυχών.

     Συνόδευσε επίσης στις περιοδείες από την Τρωάδα έως τους Φιλίππους τον Απόστολο των εθνών, και τον εγκατέστησε εκεί για να εδραιώσει τη νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Λουκάς έμεινε πολλά χρόνια στη Μακεδονία. Όταν ο Παύλος την ξαναεπισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της τρίτης περιοδείας του (38), τον έστειλε στην Κόρινθο, για να παραλάβει τα χρήματα (τη αναφερόμενη ως «λογία») που είχαν συγκεντρώσει οι πιστοί υπέρ των πτωχών των Ιεροσολύμων. Εν συνεχεία, μετέβησαν μαζί στην Αγία Πόλη, ενισχύοντας τις Εκκλησίες που συναντούσαν στον δρόμο τους. Όταν ο απόστολος Παύλος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο Λουκάς δεν τον εγκατέλειψε, αλλά τον ακολούθησε μέχρι τη Ρώμη, όπου παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Καίσαρα. Ως πιστός μαθητής, αντιμετώπισε μαζί του όλα τα δεινά και τις περιπέτειες του ταξιδιού, τις οποίες περιγράφει στο τέλος των «Πράξεων των Αποστόλων» (27-28).

     Στη Ρώμη, υπό την καθοδήγηση του αποστόλου Παύλου, ο Λουκάς συνέγραψε το Ευαγγέλιό του και τις «Πράξεις των Αποστόλων». Και τα δύο αυτά έργα του τα αφιέρωσε στον ηγεμόνα της Αχαΐας, στον «κράτιστο» Θεόφιλο, ο οποίος ασπάσθηκε τον χριστιανισμό [3]. Προσθέτοντας στο Ευαγγέλιό του λεπτομέρειες που δεν τις βρίσκουμε στα δύο πρώτα Ευαγγέλια, διηγείται τον Βίο του Σωτήρος Χριστού, υπογραμμίζοντας τη φιλευσπλαχνία και τη φιλανθρωπία Του προς το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων, το οποίο ήλθε να βοηθήσει ως Ιατρός. Στις δε «Πράξεις», αφού αναφερθεί στα γεγονότα που συνόδευσαν την ίδρυση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, υπογραμμίζει ιδιαιτέρως το αποστολικό έργο του διδασκάλου του Παύλου, ο οποίος εργάσθηκε για τη διάδοση του ευαγγελικού λόγου περισσότερο από τους άλλους Αποστόλους.

     Ο απόστολος Παύλος έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια. Όταν αποφυλακίσθηκε, ξανάρχισε αμέσως τις αποστολικές περιοδείες του, έχοντας μαζί του τον πιστό μαθητή του Λουκά. Λίγο αργότερα όμως, ο Νέρων εξαπέλυσε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών της Ρώμης. Ριψοκινδυνεύοντας τότε ο Παύλος και την ίδια του τη ζωή, επέστρεψε στην πρωτεύουσα για να στηρίξει τους πιστούς. Εκεί συνελήφθη και κλείστηκε πάλι στη φυλακή, σε συνθήκες χειρότερες από τις προηγούμενες φορές. Ο Λουκάς παρέμεινε κοντά του πιστός, ενώ άλλοι τον εγκατέλειψαν (Β΄ Τιμ. 4, 11), και πιθανόν να παραβρέθηκε στο μαρτύριό του, χωρίς ωστόσο να μας αφήσει γραπτή μαρτυρία.

     Μετά τον ένδοξο θάνατο του Αποστόλου των εθνών, ο Λουκάς πήρε τον δρόμο της επιστροφής, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Ιταλία, τη Δαλματία, καθώς και στη Μακεδονία, από όπου πέρασε για να φθάσει στην Αχαΐα. Αναφέρεται ότι στα γεράματά του πήγε στην Αίγυπτο, για να ευαγγελισθεί τους εκεί ειδωλολάτρες, και υπέστη μεγάλες ταλαιπωρίες, και ότι έφθασε μέχρι τη μακρινή Θηβαΐδα, όπου χειροτόνησε τον άγιο Άβιλο δεύτερο επίσκοπο Αλεξανδρείας [4].

     Εν συνεχεία, επιστρέφοντας ο Λουκάς στην Ελλάδα, έγινε επίσκοπος των Θηβών της Βοιωτίας. Χειροτόνησε τότε πρεσβυτέρους και διακόνους, ανήγειρε ναούς και με την προσευχή του θεράπευσε τους ψυχικά και σωματικά ασθενείς. Εκεί, σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών, τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες, τον έγδαραν ζωντανό, τον σταύρωσαν σε μια ελιά [5], και έτσι μαρτυρικά παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Αργότερα επιτέλεσε πολυάριθμα θαύματα, χάρη σε ένα θαυματουργικό υγρό το οποίο ανέβλυζε από τον τάφο του και θεράπευε κάθε ασθένεια, ιδίως τις ασθένειες των οφθαλμών σε όποιον με πίστη χριόταν με αυτό.

     Μετά από πολλά χρόνια, στις 3 Μαρτίου του 357, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, απέστειλε τον ηγεμόνα της Αιγύπτου άγιο Αρτέμιο [20 Οκτ.] στις Θήβες, για να προβεί στην ανακομιδή και μετακομιδή των τιμίων λειψάνων του αποστόλου Λουκά στον ναό των Αγίων Αποστόλων της Βασιλεύουσας· τα κατέθεσε τότε κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί μ’ εκείνα των αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου.

     Η παράδοση της Εκκλησίας αναφέρει επίσης ότι ο άγιος Λουκάς υπήρξε ο πρώτος αγιογράφος και ότι φιλοτέχνησε  εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, ενώ ακόμη ζούσε. Η Παναγία δέχθηκε με χαρά την εικόνα και είπε: «Ἡ χάρις τοῦ παρ’ ἐμοῦ Τεχθέντος, εἴη μετ’ αὐτῆς!» [6]. Εν συνεχεία, ο άγιος ιστόρησε και άλλες εικόνες της Παναγίας και των αγίων Αποστόλων και έτσι μετέδωσε στην Εκκλησία την ιερή και ευλαβή παράδοση της τιμής των εικόνων του Χριστού και των αγίων. Για τον λόγο αυτό τιμάται εξαιρέτως ως προστάτης των αγιογράφων.

—ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ—

  [1]  Ο Λουκάς είναι ο μόνος Ευαγγελιστής ο οποίος αναφέρει την από του Κυρίου αποστολή των Εβδομήντα μαθητών. Αυτή η μαρτυρία επιβεβαιώνει μάλλον την άποψη ότι συγκαταλεγόταν μεταξύ τους.

  [2]  Την οποία μνημονεύει το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ την προηγούμενη αναφέρει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, στηριζόμενος στους αρχαίους συγγραφείς Ωριγένη, Κλήμη Αλεξανδρείας και Ευσέβιο Καισαρείας.

  [3]  Κατ’ άλλους, τις συνέγραψε στα Ιεροσόλυμα. Ο πρόλογος του κατά Λουκάν Ευαγγελίου φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη ότι δεν υπήρξε ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς του Βίου του Κυρίου, αφού γράφει: «όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή με ακρίβεια, θεώρησα κι εγώ καλό να σου τα γράψω με τη σειρά…» (Λουκ. 1, 2).

  [4]  Την παράδοση αυτή μνημονεύει μόνο ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής.

  [5]  Ο μαρτυρικός του θάνατος μνημονεύεται από τους πλέον πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς (από το άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο κυρίως), μόνο όμως ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος (14ος αι.) αναφέρει τον σταυρικό θάνατο. Κατ’ άλλους (Ηλίας ο Κρης, Νικηφόρος Γρηγοράς), ο άγιος Απόστολος ανεπαύθη εν ειρήνη.

  [6]  Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου, η πασίγνωση «Οδηγήτρια» που κρατεί ευθυτενώς το Θείο Βρέφος, εστάλη από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, ως δώρο στην αδελφή του συζύγου της Πουλχερία, και αυτή την κατέθεσε στη Μονή των Οδηγών, της οποίας ήταν κτιτόρισσα (βλ. Θεοδώρου Αναγνώστου· «Εκκλησιαστική Ιστορία», εκδ. G.C.Hansen, Βερολίνο 1971, σελ. 100). Η εικόνα επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα, ιδίως κατά τη λιτάνευσή της επί των επάλξεων για την απώθηση των Αράβων που πολιορκούσαν τη Βασιλεύουσα (717). Καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά τη φρικτή άλωση. Άλλες εικόνες που αγιογράφησε ο απόστολος Λουκάς, βρίσκονται η μία στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο, μία άλλη στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο, και η τρίτη στη Μονή Παναγίας Σουμελά του Πόντου. Και αλλού απαντώνται και άλλες εικόνες, οι οποίες μόνο κατά την παράδοση αποδίδονται στον άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρης μνημονεύει επίσης (PG 97, 1304) δύο εικόνες του αγίου Λουκά, μία του Χριστού και μία της Θεοτόκου, τις οποίες μπορούσε κανείς να προσκυνήσει στη Ρώμη και στα Ιεροσόλυμα.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

κέστωρ σοφώτατος, ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε· ἔγγραψας μάκαρ λόγους, διὰ Πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας· διὸ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μαθητὴς γενόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴν γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Μακαρίζομέν σου τὴν δεξιάν, Λουκᾶ θεηγόρε, δι’ ἧς ἔχομεν οἱ πιστοί, τὰς τοῦ Θεοῦ Λόγου, διττὰς ἁγίας πλάκας, καὶ τὴν σεπτὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος.



 

[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 2ος (Οκτώβριος),

σελ. 199–203.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Οκτώβριος 20092.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.