ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ
Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Αρτέμιος έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γόνος αρχοντικής οικογένειας, έχαιρε της εύνοιας του αυτοκράτορα και έλαβε τα αξιώματα του πατρικίου και του αυγουσταλίου (του στρατιωτικού διοικητή) της Αλεξάνδρειας και όλης της Αιγύπτου (περί το 330). Οι τιμές αυτές όμως δεν τον παρέσυραν να χάσει την Πίστη του και να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να διαδώσει παντού το χαρμόσυνο άγγελμα της Σωτηρίας. Όταν εκοιμήθη ο Μέγας Κωνσταντίνος, την αυτοκρατορία μοιράσθηκαν οι τρεις γιοι του. Ο Κωνστάντιος κληρονόμησε όλο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (από το Ιλλυρικό ως την Περσίδα, καθώς και την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη), και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι τα λείψανα του μεν αποστόλου Ανδρέα βρίσκονται στην Πάτρα, τα δε του αποστόλου Λουκά στις Θήβες της Βοιωτίας, έδωσε εντολή στον άγιο Αρτέμιο να προβεί στην μετακομιδή και των δύο στη Βασιλεύουσα, για να κατατεθούν στον ναό των Αγίων Αποστόλων.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Κωνστάντιος χρειάσθηκε να μεταβεί με το στράτευμά του στην Αντιόχεια, για να πολεμήσει κατά των Περσών. Εκμεταλλευόμενος ο εξάδελφός του Ιουλιανός τη συγκυρία αυτή, ανέλαβε την εξουσία στη δυτική αυτοκρατορία (την οποία ο Κωνστάντιος είχε προσαρτήσει το 351) και θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας στη θέση του Κωνστάντιου. Ο Κωνστάντιος έφυγε αμέσως για να αποκαταστήσει την εξουσία του, πέθανε όμως κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στην Κικιλία, και μόλις που πρόλαβε να λάβει εκεί το άγιο Βάπτισμα. Ο Ιουλιανός έμεινε τότε εκ των πραγμάτων μόνος αυτοκράτορας (360) και αμέσως επιδόθηκε στην επαναφορά της παλαιάς θρησκείας των ειδώλων, της οποίας νέον προφήτη –δήθεν κατά το θέλημα των θεών– θεωρούσε τον εαυτό του. Έστειλε λοιπόν παντού διατάγματα, προστάζοντας την επαναφορά της λατρείας των ειδώλων στους ναούς που είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Απαγόρευσε ιδιαίτερα στους χριστιανούς διδασκάλους και ρήτορες να διδάσκουν ελεύθερα, και διέταξε να ραντίζουν τις αγορές με αίματα των ειδωλολατρικών θυσιών, ώστε να αναγκασθούν οι χριστιανοί κάτοικοι και πολίτες να τρώνε μιασμένα τρόφιμα. Τότε σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας άνθισε πάλι το μαρτύριο.
Όταν ο Ιουλιανός εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Περσών, διέταξε όλους τους ηγεμόνες των επαρχιών με τα στρατεύματά τους να πάνε εκεί. Η διαταγή του έφθασε και στον Αρτέμιο, ο οποίος –πιστός στις αρχές και εξουσίες σύμφωνα με τις επιταγές των ιερών Γραφών (Ρωμ. 13, 1-2)– συγκέντρωσε το στράτευμά του και ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια για την Αντιόχεια. Μετά από μεγάλη διαδρομή έφθασε στην πόλη, όπου για πρώτη φορά την εποχή των Αποστόλων είχε ακουσθεί η λέξη «χριστιανός» (Πράξ. 11, 26), τη στιγμή ακριβώς που ο αυτοκράτορας διέτασσε να παρουσιασθούν ενώπιόν του δύο ιερείς, ο Ευλόγιος και ο Μακάριος, για να τους αναγκάσει να αρνηθούν την Πίστη τους και να υποταγούν στανικά στη λατρεία των ψευδών θεών. Οι δύο ομολογητές σε όλα τα σαθρά επιχειρήματα του Ιουλιανού αντέταξαν ανδρείως το θείο δόγμα της εν Χριστώ απολύτρωσης. Μετά την ανάκριση ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να τους δείρουν με πεντακόσιους ραβδισμούς.
Τότε ο Αρτέμιος εξανέστη ενώπιον του θεάματος, προχώρησε προς τον αυτοκράτορα και ομολόγησε: «Όλα τα μηχανεύματά σου κατά των χριστιανών είναι εκ του πονηρού, μάταια και χωρίς δύναμη· διότι, όταν υψώθηκε στον Σταυρό ο Χριστός, κατεβλήθη των δαιμόνων η έπαρση. Οι δικοί σου θεοί, τους οποίους λατρεύεις εν ονόματι του Ερμή ή του Απόλλωνα, δεν είναι παρά ξύλο και μέταλλο!».
Η αρχική κατάπληξη του αυτοκράτορα μετατράπηκε σε οργή και μανία, όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνος που του απηύθυνε τους πλήρεις παρρησίας λόγους δεν ήταν άλλος από τον περιλάλητο Αρτέμιο, τον αυγουστάλιο της Αιγύπτου, τον οποίο υποψιαζόταν ως συμμέτοχο στον θάνατο του αδελφού του Γάιου Κωνσταντίνου, καίσαρα της Ανατολής. Διέταξε τότε να συλλάβουν τον Αρτέμιο, να του αφαιρέσουν τα διακριτικά των αξιωμάτων του και να τον φέρουν την επαύριο ενώπιόν του, ώστε να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το ανήκουστο θράσος του. Χωρίς κανέναν σεβασμό προς το αξίωμά του, οι στρατιώτες τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν, και τον έριξαν σχεδόν νεκρό στη φυλακή μαζί με τους άλλους δύο μάρτυρες. Ο Αρτέμιος όμως, γεμάτος χαρά και αγαλλίαση, ανέπεμψε προσευχή προς τον Κύριο λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, διότι με αξίωσες να υποστώ βασανιστήρια χάριν της αγάπης Σου και να συναριθμηθώ στον χορό των αγίων Σου!». Την επομένη εξόρισαν τους μάρτυρες Ευγένιο και Μακάριο στις εχθρικές και αφιλόξενες περιοχές της Αραβίας, και εκεί σύντομα αποκεφαλίσθηκαν [σημ.: μια διαφορετική παράδοση αναφέρει τη μνήμη τους στις 19 Φεβρουαρίου].
Εν συνεχεία, ο αυτοκράτορας διέταξε να παρουσιασθεί ο Αρτέμιος. Αρχικά, του υποσχέθηκε όλες τις τιμές που αρμόζουν στους οικείους του βασιλιά, και επιπλέον το αξίωμα του αρχιερέα των θεών, αν φυσικά αποφάσιζε να εγκαταλείψει τις δοξασίες εκείνων που ο Ιουλιανός ονόμαζε υποτιμητικά «Γαλιλαίους». Τέτοιες υποσχέσεις όμως, δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τον άγιο, ο οποίος, ζώντας εν Χριστώ, είχε ήδη νεκρωθεί ως προς τον κόσμο και τις επιθυμίες του. Του φαινόταν, επίσης, ανώφελο να προβεί σε μακρά απολογία της χριστιανικής Πίστεως, εφόσον ο Ιουλιανός είχε, έστω και τυπικά, λάβει από παιδί χριστιανική αγωγή. Για τον λόγο αυτό, αρκέσθηκε στην άρνηση των ψευδών κατηγοριών για τη συμμετοχή του στον φόνο του Γάιου, και στη διακήρυξη ενώπιον του Παραβάτη ότι τίποτε στον κόσμο αυτό δεν ήταν ικανό να τον πείσει να εγκαταλείψει την Πίστη προς τον Σωτήρα Χριστό. Δεν απέμεινε λοιπόν τίποτε άλλο στον αναίσχυντο τύραννο, παρά να ξεσπάσει η οργή του σε βασανιστήρια. Έδωσε τότε εντολή να τρυπήσουν το σώμα του αγίου με πυρακτωμένες βελόνες. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση, ούτε φωνή ούτε αναστεναγμός εξήλθε από το στόμα του Αρτεμίου, και τη νύκτα παρουσιάσθηκε ο Χριστός στο κελλί του και του θεράπευσε όλες τις πληγές. Ενδυναμωμένος ο Αρτέμιος από το θείο όραμα, έμεινε δεκαπέντε ημέρες όρθιος, χωρίς τροφή και νερό, προσευχόμενος νυχθημερόν και ατενίζοντας με τα όμματα της φιλόθεης καρδιάς του τα ουράνια μυστήρια.
Εν τω μεταξύ, ο Ιουλιανός έφθασε στη Δάφνη, στα περίχωρα της Αντιόχειας, και διέταξε να μεταφέρουν από εκεί το τίμιο λείψανο του αγίου Βαβύλα [4 Σεπτ.] και να το ενταφιάσουν σε κοιμητήριο της πόλης, για να ανεγερθεί στον αρχικό τόπο του ενταφιασμού του αγίου χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα και ναός αφιερωμένος στη λατρεία του. Μια νύκτα όμως, ενώ οι ιερείς επιδίδονταν σε θυσίες και προσευχές για να ανοίξει ο θεός τους το ξύλινο και μεταλλικό στόμα του και να εξαγγείλει τον χρησμό του, φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και κατέκαυσε τον ναό και το άγαλμα, χωρίς κανείς να μπορεί να τη σβήσει. Τότε ο Ιουλιανός μέσα στη μανία του θεώρησε υπεύθυνους τους χριστιανούς· διέταξε να κλείσουν οι νέες εκκλησίες και εξαπέλυσε αγριότερο διωγμό εναντίον τους σε όλη την αυτοκρατορία. Στη Σαμάρεια (Σεβάστεια) μάλιστα, διέταξε να ρίξουν στη φωτιά τα λείψανα του προφήτη Ελισαίου και του Τιμίου Προδρόμου, και στην Καισάρεια Φιλίππου να γκρεμίσουν τον ανδριάντα του Σωτήρος Χριστού, που είχε φιλοτεχνήσει η Αιμορροούσα Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Έδωσε, επίσης, διαταγή να επιτραπεί στους Ιουδαίους να ανοικοδομήσουν τον ναό τους στα Ιεροσόλυμα –που είχε καταστραφεί το έτος 70– με χρήματα από τα ταμεία του κράτους, με σκοπό να αποδείξει ως πλάνη την αψευδή προφητεία του Χριστού για την καταστροφή του ναού των Ιουδαίων και το οριστικό τέλος του παλαιού Νόμου (βλ. Ματθ. 23, 38 και 24, 2· Μάρκ. 13, 1-2· Λουκ. 21, 5-6).
Και, ενώ παντού διώκονταν οι χριστιανοί με πρωτοφανή σκληρότητα, ο Ιουλιανός διέταξε να βγάλουν τον Αρτέμιο από τη φυλακή, αποφασισμένος να θέσει πια τέλος στη ζωή του και στη μεγάλη επιρροή που ασκούσε αυτός προς τον λαό με τον εξής τρόπο· πρόσταξε να κόψουν στη μέση έναν μεγάλο βράχο, που βρισκόταν κοντά στο θέατρο της Αντιόχειας, να ξαπλώσουν τον άγιο στο ένα κομμάτι και να ρίξουν επάνω στο σώμα του το άλλο κομμάτι του βράχου. Μόλις έπεσε βαρύς ο λίθος, όλοι άκουσαν τον δυνατό τριγμό των οστών του αγίου που συντρίφθηκαν· οι πάντες άφησαν μόνο και εγκαταλειμμένο τον άγιο ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους μέχρι την επόμενη μέρα, νομίζοντας ότι σίγουρα θα ξεψυχούσε. Μεγάλη όμως ήταν η έκπληξη του τυράννου και του παριστάμενου κόσμου, όταν την επομένη, ανασηκώνοντας τον λίθο, σηκώθηκε όρθιος ο μάρτυς του Χριστού –του οποίου τα οστά είχαν συντριβεί, τα σπλάχνα είχαν χυθεί, οι οφθαλμοί του είχαν βγει– και συνέχισε να κατηγορεί τους ψευδείς θεούς και να καυχάται με ιερή παρρησία στον Σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, αντί ο τύραννος να αλλάξει γνώμη και διάθεση, διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Αρτέμιο. Ο μάρτυς με χαρά δέχθηκε την καταδίκη του, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό για να ευχαριστήσει τον Θεό, και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της Εκκλησίας. Και αφού μόνος του προχώρησε προς τον τόπο της εκτέλεσης, έκανε τρεις μετάνοιες προς την ανατολή και παρέδωσε χαρούμενος τον αυχένα του στο ξίφος του δήμιου. Τότε, μια ευλαβής και φιλόχριστη αρχόντισσα, έλαβε το πολύαθλο λείψανο και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου για αιώνες επιτελούσε πολυάριθμα θαύματα σε ασθενείς, ιδίως σε όσους έπασχαν από κήλη, ενώ με ζήλο το προσκυνούσαν και το τιμούσαν οι πιστοί.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις
καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας, ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς
παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ,
Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας ἐμπρέπων τοῖς
κατορθώμασι, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκλείας, ὤφθης σοφὲ κοινωνός, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς
Μάρτυς Ἀρτέμιε· ὅθεν πηγάζων δαψιλῶς, ἰαμάτων δωρεάς, τῷ πάθος ἐντεροκήλης, ὡς
συμπαθὴς θεραπεύεις, τῶν προστρεχόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.
—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐσεβῆ, καὶ
στεφηφόρον Μάρτυρα, τὸν κατ’ ἐχθρῶν, νίκης ἀράμενον τρόπαια, συνελθόντες ἐπαξίως
νῦν, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, Ἀρτέμιον τὸν μέγιστον ἐν Μάρτυσι, θαυμάτων τε
δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος
πολυθαύμαστον, καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον, ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως
Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης
ταύτης φύλαττε, ἵνα κράζω σοι· χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών,
τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ
παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.
Ἕτερον τοῦ Ἁγίου.
Τὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἰαμάτων, τὸν πολύρρυτον ποταμόν, τῆς ἐντεροκήλης, τὸν θεῖον ἰατῆρα, Ἀρτέμιον τὸν μέγαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 2ος (Οκτώβριος),
σελ. 217–222.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.