ΟΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ
Επισημαίνει εμφαντικά το Κοντάκιο αλλά και το Συναξάριο
της ημέρας: «Κύριε, αυτούς τους θεόφθογγους Κήρυκες, που μας ασφαλίζουν στην εν Χριστώ Σωτηρία,
τούτη τη διπλή κορυφή των Μαθητών Σου, δέχθηκες στον Ουρανό για να απολαύσουν τα αγαθά Σου
και για να βρουν την ανάπαυση κοντά Σου· γιατί τους δικούς τους πόνους και τον δικό
τους θάνατο τον δέχθηκες περισσότερο από κάθε άλλη θυσία και ολοκάρπωση, Εσύ, που
είσαι ο Μόνος που γνωρίζεις τα εγκάρδια των ανθρώπων. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους
δύο Κορυφαίους Αποστόλους, τον Πέτρο και τον Παύλο, τι μεγαλύτερο εγκώμιο θα
μπορούσε κανείς να επινοήσει παρά τη μαρτυρία και ανακήρυξη του Κυρίου που έγινε ειδικά γι’
αυτούς; Τον μεν ένα, τον Απόστολο Πέτρο, τον μακάρισε και “Πέτρα” τον ονόμασε (Ματθ. 16, 18),
πάνω στην οποία θα ιδρύσει την Εκκλησία Του. Για δε τον άλλον, τον Απόστολο
Παύλο, είπε ότι θα γίνει το “Σκεύος της εκλογής” Του (Πράξ. 9, 15) και ακόμη ότι θα βαστάξει
το Όνομά Του ενώπιον τυράννων και βασιλέων».
Ο άγιος
Απόστολος Πέτρος, που ονομαζόταν προηγουμένως Σίμων, γεννήθηκε στην πολίχνη
Βηθσαϊδά, στη βόρεια όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Ήταν γιος του Ιωνά, της φυλής
Νεφθαλίμ. Ήταν παντρεμένος [1] και ζούσε στην Καπερναούμ, ασκώντας το
ταπεινό επάγγελμα του ψαρά μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα [30 Νοεμ.], που ήταν
μαθητής του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στην αρχή του επιγείου λειτουργήματος
του Κυρίου, ο άγιος Πρόδρομος υπέδειξε στον Ανδρέα και στον Ιωάννη, γιο του
Ζεβεδαίου, Εκείνον που απεκάλεσε «Αμνό
του Θεού» (Ιωάν. 1, 29). Ο Ανδρέας συνάντησε τον αδελφό του και του είπε:
«Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Ιωάν. 1, 42). Και την άλλη μέρα τον οδήγησε στον Χριστό,
ο Οποίος κοιτάζοντάς τον είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά· Εσύ θα
ονομασθείς Κηφάς» – που σημαίνει Πέτρος (Ιωάν. 1, 43). Αυτή η αλλαγή ονόματος
σήμαινε για εκείνον τη μεταμόρφωση του βίου του και έκτοτε ακολουθούσε τον
Χριστό ανά τη Γαλιλαία, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας και
θεραπεύοντας κάθε ασθένεια, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τελείως την αλιεία
(Ματθ. 4, 23). Στην Καπερναούμ, αφού ο Ιησούς δίδαξε στη συναγωγή, προσκλήθηκε
από τον Πέτρο στο σπίτι του, όπου η πεθερά του ήταν κλινήρης με υψηλό πυρετό. Ο
Ιησούς τη θεράπευσε και εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε (Ματθ. 8,
14-16· Μάρκ. 1, 29-31· Λουκ. 4, 38-41). Μια μέρα, ο Κύριος ανέβηκε στο πλοιάριο
του Πέτρου για να κηρύξει από εκεί στο πλήθος που συνωστιζόταν στην ακτή. Όταν
τελείωσε, είπε στον Σίμωνα να βγει στ’ ανοιχτά και να ρίξει τα δίχτυα. Ο
μαθητής και οι σύντροφοί του υπάκουσαν, κι ενώ όλη την προηγούμενη νύκτα ο
κόπος τους δεν είχε αποδώσει τίποτα, με την προτροπή του Κυρίου έπιασαν τόσο
πολλά ψάρια που τα δίχτυα τους έσπασαν από το βάρος. Θαμβωμένος από το σημείο
αυτό της δύναμης του Ιησού, ο Πέτρος έπεσε στα πόδια Του λέγοντας:
«Απομακρύνσου από μένα, Κύριε! Γιατί εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός!». Αλλά ο
Χριστός τον σήκωσε και του είπε: «Μη φοβάσαι! Από τώρα και στο εξής θα ψαρεύεις
ανθρώπους» (Λουκ. 5, 1-11). Ο Πέτρος εγκατέλειψε τότε οριστικά το καΐκι του, τα
δίχτυα και την οικογένειά του για να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό. Η αγάπη του
ήταν τόσο φλογερή, που διακρίθηκε ως κορυφαίος μεταξύ των Δώδεκα μαθητών που
επέλεξε ο Κύριος, όχι ως αρχηγός με εξαναγκαστική ή προσποιητή αυθεντία –πώς θα
ήταν δυνατό κάτι τέτοιο άλλωστε, αφού ο Κύριος είχε απαγορεύσει μεταξύ τους οποιεσδήποτε
ηγεμονικές αξιώσεις (βλ. Ματθ. 20, 27 και 23, 10)– αλλά μάλλον ως ισχυρό φερέφωνο
των Αποστόλων και ως προνομιακός συνομιλητής με τον θείο Διδάσκαλο. Εξάλλου για
τον ζήλο του και για τη διάπυρη αγάπη του ο Ιησούς τον επέλεξε, μαζί με τον
Ιάκωβο και τον Ιωάννη, να παραστούν μάρτυρες στις πιο λαμπρές φανερώσεις της
Θεότητάς Του: κατά την ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιαείρου (Μάρκ. 5,
37· Λουκ. 8, 51) και κυρίως κατά τη Μεταμόρφωση στο όρος Θαβώρ (Ματθ. 17, 1-8·
Μάρκ. 9, 2-8· Λουκ. 9, 28-36) [6 Αυγ.]. Λόγω της οικειότητάς τους με τον Κύριο,
αναγνωρίζονταν ως «στύλοι» της Εκκλησίας από τους άλλους Αποστόλους (Γαλ. 2,
9).
Αφού ο
Κύριος πολλαπλασίασε τους άρτους για να θρέψει πέντε χιλιάδες ψυχές, είπε στους
μαθητές Του να πορευθούν με το καΐκι κι Αυτός θα απέλυε το πλήθος. Όταν
νύχτωσε, καθώς η βάρκα παιδευόταν από τα κύματα εξαιτίας του αντίθετου και
σφοδρού ανέμου, ο Ιησούς πήγε προς τους μαθητές Του περπατώντας πάνω στα νερά
της λίμνης. Εκείνοι, τρομαγμένοι, νόμισαν πως είδαν φάντασμα, αλλά ο Πέτρος,
ωθούμενος από την ενθουσιώδη πίστη του, κατέβηκε από το πλοίο και, κατόπιν
εντολής του Χριστού, πήγε προς συνάντησή Του βαδίζοντας κι αυτός πάνω στο νερό.
Αίφνης όμως τον κυρίευσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα αδυναμίας, φοβήθηκε κι άρχισε
να βυθίζεται. Φώναξε τότε: «Κύριε, σώσε με!». Ο Χριστός τού άπλωσε τότε το χέρι
λέγοντας: «Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;» (Ματθ 14, 22-33· Μάρκ. 6, 45-52· Ιωάν.
6, 16-21). Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι, ο άνεμος κόπασε. Τέτοιος τελικά ήταν ο
Πέτρος· όσο το Άγιο Πνεύμα δεν είχε ακόμη σφραγίσει και δεν είχε καινουργήσει αποκαλυπτικά
την «ανθρώπινη» πίστη του με την τελείωση της θεοποιού χάριτος: ένας άνθρωπος
με φλογερό και παρορμητικό χαρακτήρα, με ανεπιφύλακτη και ασυγκράτητη αγάπη για
τον Μεσσία, η οποία τον έκανε να ξεπερνά ακόμη τα όρια της φύσης, αλλά και
φορτωμένος με αδυναμίες, ψεγάδια, ελλείψεις και ατέλειες. Όταν, λίγο αργότερα,
ο Ιησούς Χριστός εξήγησε ότι ο Ίδιος ήταν ο εξ ουρανού Άρτος της Ζωής και ότι,
όποιος δεν θα έτρωγε τη Σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν θα έπινε το Αίμα
Του, αυτός δεν θα μπορούσε να έχει την αιώνια ζωή (Ιωάν. 6, 35· 48· 50-51· 53-58), πολλοί από τους μαθητές Του Τον εγκατέλειψαν
βρίσκοντας τούτα τα παράδοξα και ακατανόητα λόγια υπερβολικά σκληρά. Ο Ιησούς
τότε στράφηκε προς τους Δώδεκα και τους ρώτησε μήπως ήθελαν κι αυτοί να φύγουν.
Ο Πέτρος απάντησε αμέσως: «Και σε ποιον άλλον να πάμε, Κύριε; Αφού μόνο Εσύ κατέχεις
ρήματα που φέρουν και οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι
έχουμε καταλάβει ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού» (Ιωάν. 6,
66-69). Μιαν άλλη φορά, φθάνοντας στα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου, ο
Κύριος, αφού ζήτησε από τους μαθητές Του να μάθει ποια γνώμη σχημάτιζαν οι
άνθρωποι για τον Υιό του ανθρώπου, στράφηκε προσωπικά προς αυτούς και τους
ρώτησε: «Κι εσείς, ποιος λέτε πως είμαι;». Ο Πέτρος, προφταίνοντας όλους τους άλλους,
αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού!». Ο Χριστός
επαίνεσε τον Πέτρο γι’ αυτή την ομολογία Πίστεως προς τη Θεότητά Του, λέγοντάς
του τα εξής: «Μακάριος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, γιατί αυτό που μόλις είπες,
δεν σου το αποκάλυψε κανένας άνθρωπος, αλλά ο ουράνιος Πατέρας Μου. Κι Εγώ λέω
σε σένα τώρα, πως εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω
την Εκκλησία Μου, την οποία δεν πρόκειται ποτέ να κατατροπώσουν οι δυνάμεις του
άδη. Θα σου δώσω τα κλειδιά που ανοίγουν τη Βασιλεία των Ουρανών και ό,τι
κρατήσεις ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στους ουρανούς· και ό,τι
συγχωρήσεις στη γη, θα είναι συγχωρεμένο και στους ουρανούς» (Ματθ. 16, 13-20·
Μάρκ. 8, 27-29· Λουκ. 9, 18-20) [2].
Αμέσως
μετά τη σκηνή αυτή που φανέρωσε ότι η αγάπη του Πέτρου για τον Κύριο τού
παρείχε τη γνώση της Αληθείας, ο Ιησούς άρχισε να αναγγέλλει το Πάθος και την
Ανάστασή Του. Ο Πέτρος περιπίπτοντας ξανά σε ανθρώπινα συναισθήματα που
απωθούσαν τη θεία γνώση, έντρομος Τον αποδοκίμασε λέγοντας: «Θεός φυλάξοι,
Κύριε! Να μη Σου συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο!». Ο Ιησούς στράφηκε τότε και του είπε
αυστηρά: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Εσύ Μου γίνεσαι εμπόδιο, γιατί δεν
σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι» (Ματθ. 16, 22-23·
Μάρκ. 8, 31-33).
Στον
Μυστικό Δείπνο, όταν ο Κύριος ένιψε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος αρνήθηκε
και αντέδρασε έντονα. Ο Ιησούς τού απάντησε με πραότητα: «Αν δεν πλύνω τα πόδια
σου, τότε δεν έχεις θέση κοντά Μου» (Ιωάν. 13, 8). Τελειώνοντας τον δείπνο, ο
Κύριος ανήγγειλε, σαφέστερα από ποτέ, ότι θα παραδινόταν στον θάνατο για να
αναστηθεί στη συνέχεια και πρόσθεσε ότι οι μαθητές Του θα Τον εγκατέλειπαν. Ο
Πέτρος εξανέστη γι’ άλλη μια φορά με ζήλο και φώναξε, μάλλον με κρυφή έπαρση,
θεωρώντας τον εαυτό του υπεράνω των άλλων: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη
τους σε Σένα, όχι όμως εγώ!». Ο Χριστός τού αποκρίθηκε ήρεμα και θλιμμένα: «Σε
βεβαιώνω πως αυτή τη νύκτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα Με απαρνηθείς τρεις
φορές» (Ματθ. 26, 33-35· Μάρκ. 14, 29-31· Λουκ. 22, 31-34· Ιωάν. 13, 36-38).
Ο Πέτρος ακολούθησε τον Διδάσκαλο στον κήπο της
Γεθσημανή, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη· και αυτοί που προηγουμένως είχαν
κριθεί άξιοι του φωτός της δόξης Του στο Θαβώρ, παρέστησαν τώρα μάρτυρες της
αγωνίας Του, της έσχατης εκδήλωσης της ανθρώπινης φύσεώς Του. Αλλά υποκύπτοντας
πάλι στην αδυναμία τους, αποκοιμήθηκαν, ενώ ο Κύριος προσευχόταν μόνος και ο
ιδρώτας Του έτρεχε σαν σταγόνες αίματος στη γη (Λουκ. 22, 44). Όταν οι υπηρέτες
του αρχιερέα έφθασαν για να συλλάβουν τον Ιησού Χριστό, ο Πέτρος άδραξε το
μαχαίρι του και έκοψε το αυτί του Μάλχου, ενός υπηρέτη του αρχιερέα. Ο Ιησούς
το θεράπευσε και επιτίμησε τον Πέτρο, λέγοντάς του να βάλει το μαχαίρι στη θήκη
του, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα πως έπρεπε ο Ίδιος να συλληφθεί για να
εκπληρωθούν στην εντέλεια οι Γραφές. Ο Πέτρος στη συνέχεια εγκατέλειψε τον
Κύριο και, μαζί με τους άλλους μαθητές, παρακολουθούσαν από μακριά τη συνοδεία
μέχρι το παλάτι του αρχιερέα. Κατάφερε να παρεισδύσει στην αυλή, όπου όμως μια
υπηρέτρια τον αναγνώρισε και του είπε: «Κι εσύ δεν ήσουν μαζί μ’ αυτόν τον
Ναζωραίο;» (Ματθ. 26, 69· Ιωάν. 18, 15-18 / 25-27· Λουκ. 22, 54-62). Κι αυτός,
που ορκιζόταν ότι θα έδινε ακόμη και τη ζωή του για τον Κύριο, φοβισμένος τώρα από
τα λόγια μιας υπηρέτριας, Τον αρνήθηκε. Ερωτηθείς για τρίτη φορά, άρχισε τώρα
να παίρνει όρκους και αναθέματα λέγοντας επιτακτικά: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον
άνθρωπο!» (Ματθ. 26, 72·74). Και τη στιγμή εκείνη λάλησε ο πετεινός και ο
Πέτρος θυμήθηκε αμέσως τα λόγια του Ιησού και, βγαίνοντας έξω από την αυλή,
έκλαψε πικρά (Ματθ. 26, 75· Λουκ. 22, 62· Ιωάν. 18, 15-18
/ 25-27).
Το πρωί
της τρίτης ημέρας μετά το Πάθος, η Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες άγιες
γυναίκες που είχαν δει τον τάφο άδειο και τον λαμπρό άγγελο να τους αναγγέλλει
την Ανάσταση του Κυρίου, πήγαν να μεταφέρουν την είδηση στον Πέτρο και τον
Ιωάννη. Οι δύο μαθητές έτρεξαν στο μνημείο και ο αγαπημένος μαθητής φθάνοντας
εκεί πρώτος άφησε τον Πέτρο να περάσει πριν από αυτόν μέσα στον τάφο, όπου
είδαν τα σάβανα σε μια γωνία (Ιωάν. 20, 1-7). Την ημέρα εκείνη, καθώς φαίνεται,
ο αναστημένος Κύριος εμφανίσθηκε μόνο στον Πέτρο (Λουκ. 24, 34· Α΄ Κορ. 15,
15). Λίγο αργότερα, αφού οι μαθητές είχαν επιστρέψει στις ασχολίες τους στη
λίμνη Τιβεριάδα, κι ενώ είχαν δουλέψει μάταια όλη τη νύχτα, Κάποιος τούς φώναξε
από την όχθη και τους είπε να ρίξουν τα δίχτυα γι’ άλλη μια φορά. Υπάκουσαν σ’
αυτή την πραεία φωνή του Αγνώστου. Καθώς πάσχιζαν να τραβήξουν πάνω στο πλοίο
τα εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια που έπιασαν (Ιωάν. 21, 11), ο Ιωάννης
ψιθύρισε με νόημα στον Πέτρο: «Ο Κύριος είναι!» (Ιωάν. 21, 7). Αμέσως ο Πέτρος
ζώστηκε το ιμάτιό του και ρίχτηκε με φόρα στο νερό για να βγει πιο γρήγορα στην
ακτή και έπεσε στα πόδια του Ιησού, γεμάτος συντριβή και αγάπη γι’ Αυτόν. Αφού
έφαγε μαζί τους για να τους δείξει ότι ήταν ζωντανός με σάρκα και οστά, ρώτησε
τρεις φορές τον Πέτρο «Με αγαπάς;». Και ο Πέτρος, επανορθώνοντας την τριπλή
άρνησή του με την τριπλή ομολογία της αγάπης του, αποκαταστάθηκε στη θέση του Κορυφαίου
των Αποστόλων με τη θεία δύναμη της μετάνοιας και της αφέσεως και ο Κύριος τού
εμπιστεύθηκε την ποιμαντορική ευθύνη της Εκκλησίας Του (Ιωάν. 21, 15-19).
Αφού
παρέστη στην Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος ετέθη επικεφαλής της κοινότητας των
περίπου εκατόν είκοσι μαθητών, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, αφοσιωμένοι
ομοθυμαδόν στην προσευχή, ενώ ανέμεναν την έλευση και επιφοίτηση του Αγίου
Πνεύματος (Πράξ. 1, 14). Πρότεινε να βγει με κλήρο ο αντικαταστάτης του προδότη
Ιούδα και ο Ματθίας επελέγη μεταξύ των Δώδεκα Αποστόλων (Πράξ. 15, 26). Την
ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι πληρωθέντες Πνεύματος Αγίου έφθασαν σε
πλήρη γνώση, αίσθηση και δύναμη του Μεγάλου Μυστηρίου της Σωτηρίας και
ικανώθηκαν εκ βαθέων έκτοτε να δίνουν μαρτυρία για τον Κύριο μπροστά στα έθνη
κοινοποιώντας σε διάφορες γλώσσες τα θαυμάσια του Θεού. Ο Πέτρος, όπως πάντα
πρώτος λόγω του πύρινου ζήλου του, πήρε τον λόγο και ανήγγειλε στους
πολυπληθείς Εβραίους που ήσαν παρόντες ότι ο Ιησούς Χριστός, εκείνος ο «άνθρωπος»
που είχαν θανατώσει, είχε αναστηθεί και καθισμένος έκτοτε στα δεξιά του Πατρός,
ως Χριστός Βασιλεύς και Κύριος, είχε εκχύσει τώρα πάνω τους το Άγιο Πνεύμα.
Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες άνθρωποι καταλήφθηκαν από ιερή κατάνυξη την
ημέρα εκείνη, μετανόησαν και βαπτίσθηκαν. Η εκκλησία αυξανόταν γρήγορα, αλλά οι
Απόστολοι φοιτούσαν ακόμη στον Ναό για την τήρηση των εβραϊκών προσευχών (Πράξ.
2, 1-41). Μια μέρα, καθώς ο Πέτρος και ο Ιωάννης μετέβαιναν στον Ναό για να
προσευχηθούν, ένας εκ γενετής χωλός πρότεινε προς αυτούς το χέρι του και τους
ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Χρήματα,
ασημένια και αργυρά δεν έχω· αυτό όμως που έχω, αυτό και σου δίνω: στο Όνομα
του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω πάνω και περπάτα!» (Πράξ. 3, 6). Και ο
ζητιάνος σηκώθηκε πάνω, τελείως θεραπευμένος. Καθώς είχε μαζευτεί μεγάλο πλήθος,
ο Πέτρος τούς ανήγγειλε, σαφέστερα τούτη τη φορά, ότι το θαύμα εκείνο είχε
επιτελεστεί με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Μεσσία που είχε αναγγελθεί από
τους Προφήτες και ότι είχε αναστηθεί εκ νεκρών για τη σωτηρία τους. Πολλοί
ακροατές ασπάσθηκαν την Πίστη και ο αριθμός των πιστών έφθασε περίπου στις
πέντε χιλιάδες. Αλλά οι φύλακες του Ναού ήλθαν να συλλάβουν τους Αποστόλους και
τους οδήγησαν στη φυλακή. Εμφανίσθηκαν
την άλλη μέρα μπροστά στον αρχιερέα και στο Συνέδριο και ο Πέτρος, πλησθείς
Αγίου Πνεύματος, δήλωσε ότι είχε πράξει εξ Ονόματος του Κυρίου Ιησού, τον
Οποίον είχαν σταυρώσει, αλλά που είχε αναστηθεί και ότι, «από κανέναν άλλον δεν
μπορεί να προέλθει η Σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο και όνομα κάτω από τον
ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο μπορούμε να σωθούμε» (Πράξ. 4, 12).
Βλέποντας τη σταθερότητά τους οι δικαστές τούς άφησαν ελεύθερους, απαγορεύοντάς
τους να διδάσκουν στο Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο Πέτρος όμως τους απάντησε:
«Δεν μπορούμε εμείς να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και γι’ αυτά που ακούσαμε»
(Πράξ. 4, 20) και συνέχισε απτόητος να αναγγέλλει με τόλμη το χαρμόσυνο μήνυμα
της Σωτηρίας, φροντίζοντας τους πιστούς και επαγρυπνώντας για την καλή οργάνωση
της κοινότητας των πιστών. Κάποιος Ανανίας και η γυναίκα του Σαπφείρα επιτιμήθηκαν
αυστηρότατα από τον Πέτρο, καθότι απέκρυψαν με δόλο μέρος του ποσού που έλαβαν
από την πώληση του αγρού τους που θα έθεταν, υποτίθεται ανιδιοτελώς, στη
διάθεση των Αποστόλων, με παιδαγωγικό αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν ο ένας μετά τον
άλλο (Πράξ. 5, 1-11).
Οι
Απόστολοι συνέχισαν να κηρύττουν στον Ναό επιτελώντας πολλά σημεία και τέρατα
και έτσι φυλακίσθηκαν ξανά, αλλά ήλθε τη νύχτα να τους ελευθερώσει ένας
άγγελος. Οι φρουροί τούς βρήκαν πάλι στον Ναό και τους οδήγησαν ενώπιον του
αρχιερέως. Αυτός τους υπενθύμισε την προηγούμενη απαγόρευσή του και ο Πέτρος
απάντησε: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στον Θεό παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5,
29) και δήλωσε ότι ήσαν μάρτυρες ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε για να
χορηγήσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αφού έδειραν τους Αποστόλους με βέργες,
τους άφησαν ελεύθερους κι εκείνοι χαρούμενοι συνέχισαν κανονικά παντού το
κήρυγμά τους (Πράξ. 5, 41-42).
Όταν ο
Πέτρος μετέβη στη Σαμάρεια για να μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους είχαν μόλις
βαπτισθεί, ο Σίμων ο Μάγος τού πρότεινε χρήματα για να αποκτήσει κι αυτός τη
δύναμη να μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα, αλλά ο Απόστολος τού απάντησε έντονα: «Να
χαθείς εσύ και τα λεφτά σου! Γιατί φαντάσθηκες πως η δωρεά του Θεού μπορεί να
αποκτηθεί με χρήματα!» (Πράξ. 8, 20). Πέρασε κατόπιν στη Λύδδα, όπου θεράπευσε
έναν παράλυτο ονόματι Αινέα και ανάστησε την Ταβιθά στην Ιόππη (Πράξ. 9, 32-42),
μια πιστή, σεμνή και ελεήμονα μαθήτρια που βοηθούσε και συμπονούσε όλους τους
αναγκεμένους. Για μερικές μέρες έμεινε στην πόλη αυτή, διαμένοντας στο σπίτι
του Σίμωνα του βυρσοδέψη, όπου είδε τρεις φορές ένα όραμα στο οποίο καλούνταν
να φάει αδιακρίτως κρέας που προερχόταν από ζώα καθαρά αλλά και ακάθαρτα τα
οποία ήταν απαγορευμένα από τον Νόμο. Λίγο αργότερα, έφθασαν αγγελιαφόροι από
την Καισάρεια λέγοντας ότι είχαν σταλεί από τον Ρωμαίο εκατόνταρχο Κορνήλιο [13
Σεπτ.], ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από έναν άγγελο να τον αναζητήσει. Φθάνοντας
στην Καισάρεια, ο Πέτρος άρχισε να μιλά για τον Ιησού Χριστό στο σπίτι του
Κορνήλιου και το Άγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους εθνικούς ακροατές του, όπως ακριβώς
κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Παρά την έκπληξη των πιστών Εβραίων, ο Πέτρος
έδωσε εντολή να τους βαφτίσουν, λέγοντας: «Ποιος μπορεί να εμποδίσει να
βαπτιστούν με νερό, αυτοί που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα όπως κι εμείς;» (Πράξ. 10,
47). Επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα, κατηγορήθηκε από τους Εβραίους και
χρειάστηκε να τους διηγηθεί το όραμά του για να τους πείσει ότι και οι εθνικοί
επίσης έπρεπε να γίνουν ανενδοίαστα δεκτοί στην Εκκλησία.
Αφού ο
βασιλέας Ηρώδης Αγρίππας διέταξε να θανατώσουν τον άγιο Ιάκωβο, τον αδελφό του
Ιωάννη (Πράξ. 12, 1-2), αποφάσισε να συλλάβει και τον Πέτρο. Την παραμονή της
προσαγωγής του στο δικαστήριο, ενώ κοιμόταν τη νύχτα αλυσοδεμένος στο κελί του,
εμφανίσθηκε άγγελος Κυρίου, πλημμυρίζοντας με φως τη φυλακή. Μόλις άγγιξε τον
Πέτρο, λύθηκαν οι αλυσίδες του· και με εντολή του αγγέλου, ντύθηκε, πέρασε τις
πόρτες που εν τω μεταξύ άνοιξαν από μόνες τους, και μετέβη στην οικία της
μητέρας του Μάρκου, όπου προσεύχονταν γι’ αυτόν εκτενώς αρκετοί πιστοί (Πράξ.
12, 6-19) [16 Ιαν.]. Εν συνεχεία, κατέβηκε στην Καισάρεια και από εκεί συνέχισε
το φλογερό κήρυγμά του στην Ιουδαία και σε πιο μακρινές περιοχές ακόμη. Στην Α΄ Επιστολή του, ο άγιος Πέτρος
απευθύνεται σε χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας
και της Βιθυνίας, γεγονός που μας κάνει να υποθέσουμε ότι είχε επισκεφθεί τα
μέρη αυτά για να τα ευαγγελίσει. Άλλες παραδόσεις [3] αναφέρουν ότι από την
Καισάρεια επισκέφθηκε τη Σιδώνα, τη Βηρυτό και την υπόλοιπη Φοινίκη, εν
συνεχεία δε, μετά από παραμονή στη νήσο Αντάραδο, ευαγγελίστηκε πολλές πόλεις
μέχρι τη Λαοδίκεια. Στην Αντιόχεια της Συρίας αντιμετώπισε τον Σίμωνα τον Μάγο
που εξαπατούσε πολλούς με τα σατανικά του τεχνάσματα, και ο Πέτρος χειροτόνησε
τους αγίους Μαρκιανό και Παγκράτιο [9 Ιουλ.] για να πάνε να κηρύξουν το
Ευαγγέλιο στη Σικελία. Κατόπιν, μετέβη στα Τύανα της Καππαδοκίας, και εν
συνεχεία στην Άγκυρα της Γαλατίας, όπου ανέστησε έναν νεκρό. Συνεχίζοντας την
περιοδεία του στον Πόντο, βρήκε τον αδελφό του Ανδρέα στη Σινώπη· κατόπιν,
ευαγγέλισε την Αμάσεια και τα Γάγγρα της Παφλαγονίας, την Κλαυδιόπολη της
επαρχίας Ονωρίας και, φθάνοντας στη Βιθυνία, έμεινε στη Νικομήδεια και στη
Νίκαια, όπου έσπειρε τον λόγο της Αληθείας.
Λέγεται
πως τότε ήταν που πήρε τον δρόμο της επιστροφής στα Ιεροσόλυμα και βρέθηκε εκεί,
όταν ο Παύλος και ο Βαρνάβας έφθασαν να δώσουν αναφορά για τις αποστολές τους
στους εθνικούς. Καθώς ορισμένοι πιστοί του κόμματος των Φαρισαίων δήλωσαν πως
οι εθνικοί που είχαν προσχωρήσει στον Χριστό έπρεπε να περιτέμνονται, ανέκυψε
μεγάλη συζήτηση. Ο Πέτρος έλαβε τον λόγο και υποστήριξε ότι ήταν άχρηστο πλέον να
επιβάλλεται στους πιστούς αυτούς τούτο το απρόσφορο βάρος του Νόμου, αφού όλοι,
Εβραίοι και εθνικοί, σώζονται με τη χάρη του Κυρίου. Τέλος, μετά την ομιλία του
Ιακώβου που προήδρευε στη Σύνοδο, αποφασίστηκε να μην επιβαρύνονται οι
προσήλυτοι εθνικοί με τις απαρχαιωμένες απαιτήσεις της Παλαιάς Διαθήκης και να
τους ζητηθεί μόνο να απέχουν από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το κρέας από πνιγμένα
ζώα και την πορνεία (Πράξ. 15, 1-29).
Ο άγιος
Πέτρος μετέβη κατόπιν στην Αντιόχεια, παίρνοντας μέρος σε κοινά δείπνα με
πιστούς που προέρχονταν από τους εθνικούς. Όταν όμως έφθαναν αδελφοί από τα
Ιεροσόλυμα, από εσφαλμένη εκτίμηση απομακρυνόταν από αυτούς και διαχώριζε τη
θέση του. Ο Παύλος τον επέκρινε γι’ αυτό μπροστά σε όλους και τον παρότρυνε να
πολιτεύεται σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τις αποφάσεις που είχαν
ληφθεί στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων (Γαλ. 2, 11-14).
Συνεχίζοντας
τις αποστολικές περιοδείες του ο Πέτρος, χειροτόνησε τον Ευόδιο, επίσκοπο
Αντιοχείας [7 Σεπτ.], κατόπιν τον Πρόχορο στη Νικομήδεια [28 Ιουλ.] και τον
Κορνήλιο τον εκατόνταρχο [13 Σεπτ.] στην Ηλιούπουλη [4]. Εκεί λέγεται ότι είδε τον
Κύριο σε όραμα που του είπε να οδεύσει προς τη Δύση. Περνώντας από την Ταρσό,
χειροτόνησε τον Ορκανό [;] στην Έφεσο, τοποθέτησε τον Φύγγελο, ο οποίος
αργότερα αποχώρησε από την Εκκλησία για να ακολουθήσει τον Σίμωνα τον Μάγο. Στη
Σμύρνη χειροτόνησε τον Απελλή [10 Σεπτ.], αδελφό του Πολύκαρπου, στους
Φιλίππους της Μακεδονίας τον Ολυμπά [10 Νοεμ.], στη Θεσσαλονίκη τον Ιάσωνα [29
Απρ.] [5],
στην Κόρινθο τον Σίλα [30 Ιουλ.] και στην Πάτρα τον Ηρωδίωνα [8 Απρ.].
Φθάνοντας στη Σικελία, έγινε δεκτός με τιμές από τον μαθητή του τον άγιο Παγκράτιο
και έφθασε, τέλος, στη Ρώμη όπου δίδασκε καθημερινά τον λαό την Πίστη προς την
Αγία Τριάδα. Φθονώντας τη φήμη του Αποστόλου που ολοένα μεγάλωνε, ο Σίμων ο
Μάγος, που εν τω μεταξύ είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να εκτελεστεί, κατόρθωσε να
εξαπατήσει τον αυτοκράτορα Κλαύδιο με τα τεχνάσματά του· και, συγκεντρώνοντας
ένα μεγάλο πλήθος, έκανε πως ανέστησε δήθεν κάποιον με τα κόλπα του. Έπαιρνε
επίσης διάφορες μορφές, προκαλώντας τον θαυμασμό και το δέος των αφελών θεατών.
Τη στιγμή που δύο δαίμονες τον σήκωναν ψηλά στον αέρα, ο Πέτρος προσευχήθηκε
και ο άθλιος Μάγος τσακίστηκε στη γη βρίσκοντας οικτρό θάνατο. Το πλήθος έβγαλε
κραυγές θαυμασμού μπροστά στη δύναμη που ο Θεός χορηγούσε στους Αποστόλους Του
και άκουσε με θέρμη το κήρυγμά του. Αφού χειροτόνησε τον Λίνο επίσκοπο Ρώμης [6],
πέρασε στην Ταρακίνη, χειροτόνησε τον Επαινετό στην Ισπανία [30 Ιουλ.], τον
Κρήσκεντα στην Καρχηδόνα [30 Ιουλ.] και, φθάνοντας στην Αίγυπτο, τοποθέτησε τον
Ρούφο [8 Απρ.] επίσκοπο Θηβαΐδος και τον άγιο Μάρκο στην Αλεξάνδρεια [25 Απρ.].
Βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα κατά την Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου, κατόπιν επέστρεψε
στη Ρώμη για να μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς και τερμάτισε τις
αποστολικές περιοδείες του, όπως λέγεται στο Μιλάνο, φθάνοντας ίσως και μέχρι
τη Μεγάλη Βρετανία [7].
Καθώς
ένας άγγελος τού αποκάλυψε ότι επρόκειτο να βρει τον θάνατο στη Ρώμη, ο άγιος
Πέτρος υπάκουσε στο σχέδιο της θείας Προνοίας και επέστρεψε στην πρωτεύουσα,
όπου χειροτόνησε τον άγιο Κλήμεντα [24 Νοεμ.] ως διάδοχο του Λίνου που είχε
πεθάνει. Αναφέρεται από την παράδοση ότι συνελήφθη με διαταγή του αυτοκράτορα
Νέρωνα, τις δύο συζύγους του οποίου ο Απόστολος είχε μεταστρέψει· και, αφού
ελευθερώθηκαν οι δύο μαθήτριές του, ο Πέτρος σταυρώθηκε ανάποδα, όπως το ζήτησε
ο ίδιος, γιατί έλεγε ότι αφού ο Κύριος σταυρώθηκε όρθιος, για να κοιτάζει προς
τη γη και τους καταδικασμένους που επρόκειτο να απελευθερώσει, ο ίδιος, ως
μαθητής Του, ήταν πρέπον να κοιτάζει προς τον ουρανό όπου θα μετέβαινε [8].
Για τον
άγιο Παύλο, τον «Πρώτο μετά τον Ένα» (εγράφη το 1912 από τον Προτεστάντη θεολόγο Gustav Adolf Deissmann· 1866-1937. Για την ακρίβεια όμως, ο πρώτος Άνθρωπος μετά τον Ένα Θεό, σύμφωνα με την Ορθόδοξη πνευματικότητα, εμπειρία, γνώση και αντίληψη, για την Εκκλησία, την κοινωνία των ανθρώπων και όλο τον κτιστό και άκτιστο κόσμο, είναι και θα είναι πάντα η Κυρία Θεοτόκος, η Δέσποινα του Κόσμου, η Παναγία μας, «ὡς ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος» κατά τους αγίους Πατέρες...), τι να πει κανείς, τη στιγμή που ο αριστοτέχνης της
θεόπνευστης ευγλωττίας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κυριεύονταν από ένα είδος ιερής
μέθης όταν πρόφερε το όνομά του και διέκοπτε τον χρυσόφθογγο λόγο του για να
πλέξει ενθουσιαστικά το εγκώμιό του! Αυτός που θεωρούσε τον εαυτό του ως
«έκτρωμα», ως «ελάχιστο» και «έσχατο των Αποστόλων», ακόμη και ανάξιο να
ονομάζεται «απόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 8-9), έγινε «Σκεύος Εκλογής» της θείας χάριτος χωρίς να υπάρχει ποτέ όμοιό του,
τόσο για την πλησμονή των αποκαλύψεων και των πνευματικών χαρισμάτων, αλλά
πρωτίστως για τους μόχθους και τις θλίψεις που υπέμεινε στο Όνομα του Χριστού,
έτσι που μπόρεσε όντως να ονομασθεί ο κατ’ εξοχήν ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ.
Εβραίος
από τη φυλή Βενιαμίν, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας (περί το έτος 10), σε
μία από τις κοινότητες της Διασποράς που παρέμεναν φανατικά πιστές στις
παραδόσεις των πατέρων τους. Έλαβε το όνομα «Σαούλ» ή «Σαύλος» και απολάμβανε
από τον πατέρα του το προνομιακό καθεστώς του Ρωμαίου πολίτη. Μεγάλωσε στην
κοσμοπολιτική αυτή πόλη σε επαφή με τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλά ο ζήλος του
για τον Νόμο ώθησε τους γονείς του να τον στείλουν στην Ιερουσαλήμ, όπου
προσχωρώντας στην ομάδα των Φαρισαίων, ακολούθησε τη διδασκαλία του περίφημου
ραββίνου Γαμαλιήλ του Πρεσβύτερου (Πράξ. 5, 34· 22, 3), του πολύσοφου προέδρου
του εβραϊκού συνεδρίου και εμβριθή διδασκάλου του Νόμου και των παραδόσεων του
Ιουδαϊσμού. Συμμεριζόταν λοιπόν ο Παύλος τον φθόνο και το μίσος των πατέρων του
για τους χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε αμετάπειστα ως επικίνδυνους
παραβάτες του Νόμου, ενώ παρέστη και επιδοκίμασε τον λυσσαλέο λιθοβολισμό του
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Διαπνεόμενος από παράφορο μένος και οργή, «σκόρπιζε την
απειλή του φόνου προς τους μαθητές του Κυρίου» (Πράξ. 9, 2)· έμπαινε στα
σπίτια, άρπαζε άνδρες και γυναίκες και «πολλούς χριστιανούς τούς έκλεινε στη
φυλακή έχοντας τη σχετική εξουσιοδότηση των μισόχριστων αρχιερέων· κι όταν τους
καταδίκαζαν σε θάνατο, έδινε κι αυτός την καταδικαστική του ψήφο. Σε όλες τις
συναγωγές πολλές φορές προσπαθούσε, πάντα χρησιμοποιώντας βία, να τους
αναγκάσει να αρνηθούν την πίστη τους. Η μανία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε
καταδίωκε τους χριστιανούς ακόμη και σε πόλεις που ήταν έξω από τα όρια της
χώρας» των Εβραίων (Πράξ. 26, 10-11). Αφού έλαβε συστατικές επιστολές από τον
αρχιερέα, πήρε τον δρόμο για τη συναγωγή της Δαμασκού, με σκοπό να φέρει
σιδηροδέσμιους στα Ιεροσόλυμα τους μαθητές του Χριστού που θα έβρισκε εκεί.
Πλησιάζοντας
στη Δαμασκό, αίφνης τον τύλιξε με τη λάμψη του ένα φως εξ ουρανού. Πέφτοντας
κατά γης, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: —«Σαούλ, Σαούλ, γιατί Με καταδιώκεις;
Είναι σκληρό να κλωτσάς τα καρφιά!» —«Ποιος είσαι, Κύριε;» ρώτησε τότε. —«Εγώ
είμαι ο Ιησούς, που εσύ Τον καταδιώκεις! Σήκω όμως και στάσου στα πόδια σου.
Γι’ αυτό σου φανερώθηκα: για να σε πάρω στην υπηρεσία Μου και να σε καταστήσω
μάρτυρα γι’ αυτά που είδες και γι’ αυτά που πρόκειται να σου δείξω ακόμη. Θα σε
προστατεύω από τον λαό σου και από τους εθνικούς, προς τους οποίους Εγώ σε
στέλνω, για ν’ ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο
φως κι από την εξουσία του σατανά στον Θεό. Γιατί, αν πιστέψουν σ’ Εμένα, θα
λάβουν τη συγχώρεση των αμαρτιών τους και μια θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που
ανήκουν στον Θεό» (Πράξ. 9, 1-6· Πράξ. 26, 12-18). Ο Σαύλος σηκώθηκε, αλλά δεν
μπορούσε πια να δει τίποτε, καθώς τα μάτια του λες και είχαν καεί από τη σφοδρή
λάμψη του φωτός εκείνου, που μόνον αυτός είχε δει, και χρειάστηκε να τον
οδηγήσουν στη Δαμασκό οι σύντροφοί του. Έμεινε τρεις μέρες δίχως να φάει και να
πιεί τίποτε, μέχρι τη στιγμή που ένας μαθητής του Κυρίου, ονόματι Ανανίας [1
Οκτ.], ειδοποιημένος από άγγελο, ήλθε να επιθέσει πάνω του τα χέρια του στο
Όνομα του Χριστού για να του δώσει πάλι το φως του και για να τον βαπτίσει στη
συνέχεια. Έχοντας γίνει άλλος άνθρωπος και, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, ο Παύλος
ξεκίνησε να διακηρύττει τον Ιησού Χριστό Υιό του Θεού στις συναγωγές προς
κατάπληξη και έλεγχο των Εβραίων που τον γνώριζαν ή τον είχαν ακουστά ως
ορκισμένο εχθρό και λυσσαλέο πολέμιο των χριστιανών. Τελικά, αποφάσισαν να τον
σκοτώσουν κι αυτόν, αλλά εκείνος το έμαθε και μπόρεσε να διαφύγει με τη βοήθεια
των μαθητών, που τον κατέβασαν νύχτα από τα τείχη μέσα σ’ ένα καλάθι. Μετέβη
τότε στην Αραβία, ανατολικά της Ιορδανίας (Γαλ. 1, 17), όπου πέρασε δύο χρόνια
μέσα στην ησυχία της ερήμου, προετοιμαζόμενος πνευματικά με νηστεία και
αδιάλειπτη προσευχή για τις μελλοντικές μεγάλες αποστολές του.
Από τη
στιγμή εκείνη, όλη η ζωή του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην υπηρεσία του Κυρίου,
υπό του Οποίου κατελήφθη, «ξεχνώντας όλα αυτά που συνέβησαν πίσω του και κάνοντας
ό,τι μπορούσε για να φτάσει αυτά που ήταν μπροστά του· αγωνιζόμενος να φθάσει
στο τέρμα και προσβλέποντας προς το βραβείο του ουράνιου καλέσματος του Θεού που
του έγινε διά του Ιησού Χριστού» (Φιλ. 3, 13-14). Μπορούσε με όλα αυτά να
καυχάται: «Κι αληθινά, με κριτήριο τον νόμο, έχω πεθάνει για τη θρησκεία του
νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στον Θεό»· αλλά και να δηλώνει μεγαλοφώνως:
«Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός!» (Γαλ. 2, 19-20). Ο Κύριος
εμφανίσθηκε πράγματι σε αυτόν με πολλά οράματα και αποκαλύψεις. Μια φορά
μάλιστα, αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό και εκεί άκουσε άρρητα ρήματα που
κανένας άνθρωπος πριν από αυτόν δεν είχε ακούσει (Β΄ Κορ. 12, 1-3) [9],
αλλά και που δεν επιτρέπεται αλλ’ ούτε και μπορεί να τα πει κανένας. Αντί να
καυχάται όμως για τις εξαιρετικές αυτές αποκαλύψεις, απεναντίας αναλωνόταν
ακόμη περισσότερο στο ευαγγελικό του έργο, με τέτοια σπάνια ορμή, που τον έκανε
να περιφρονεί κάθε κίνδυνο. Επτά φορές φυλακίσθηκε [10], πέντε φορές μαστιγώθηκε
από τους Ιουδαίους, τρεις φορές δάρθηκε με βέργες, μια φορά λιθοβολήθηκε και
τρεις φορές ναυάγησε. «Έκανε πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκε επικίνδυνα
ποτάμια, κινδύνεψε από ληστές, κινδύνεψε από τους ομογενείς του Ιουδαίους,
κινδύνεψε κι από τους εθνικούς. Πέρασε αμέτρητους κινδύνους σε πόλεις, σε
ερημιές, στη θάλασσα, κινδύνεψε από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς.
Κόπιασε και μόχθησε πολύ, πολλές φορές ξαγρύπνησε, δίψασε και πείνασε, καθώς
πολλές ήταν οι φορές που του έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιασε μια και δεν
είχε άλλα ρούχα να φορέσει. Εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, είχε την καθημερινή πίεση
των εχθρών του αλλά ταυτόχρονα και την ανύσταχτη μέριμνα και φροντίδα για όλες
τις κατά τόπους εκκλησίες. Ποιος να ήταν ασθενής –κυρίως κατά την Πίστη– και να
μην ασθενούσε κι αυτός; Ποιος υπέκυπτε και υποχωρούσε στον πειρασμό και δεν
υπόφερε κι αυτός μαζί;» (Β΄ Κορ. 11, 26-29). Ωστόσο, σεμνύνονταν για όλες αυτές
τις ταλαιπωρίες και χαιρόταν για τους ονειδισμούς και τους διωγμούς που υπέμενε
για τον Χριστό, διότι ο Κύριος τού είχε ο Ίδιος δηλώσει σε όραμα: «Σου αρκεί η
χάρη Μου. Γιατί η πληρότητα της δύναμής Μου φανερώνεται μέσα από τη δική σου
ασθένεια και αδυναμία» (Β΄ Κορ. 12, 9). Εκπληρώνοντας την αποστολή του με
σημεία, με τέρατα και με τη δύναμη του Πνεύματος, από την Ιερουσαλήμ μέχρι την
Ιλλυρία και τα πέρατα της Δύσεως, ο Απόστολος του Χριστού «ανθρωπίνως» εμφανιζόταν
«ανήμπορος, φοβισμένος και κατατρομαγμένος» (Α΄ Κορ. 2, 3), χωρίς ο λόγος του
να διαθέτει το παραμικρό από τη σοφία του κόσμου και χωρίς να θέλει να διακηρύξει
τίποτε άλλο παρά μονάχα «τον Ιησού Χριστό και Αυτόν εσταυρωμένο» (Α΄ Κορ. 2,
2). Έγινε «τα πάντα για όλους» (Α΄ Κορ. 9, 3), για να σώσει έστω και μερικούς,
γεννώντας εν Χριστώ μαθητές για τους οποίους δεν θα έπαυε να υποφέρει
οικειοθελώς, μέχρι που να μορφωθεί πλήρως ο Θεός εντός τους με τη χάρη του
Πνεύματος της υιοθεσίας (Γαλ. 4, 6-7).
Μετά
την απόσυρσή του στην Αραβία, ο Παύλος έμεινε για λίγο στη Δαμασκό, απ’ όπου
χρειάστηκε να διαφύγει και πάλι μεταβαίνοντας στην Ιερουσαλήμ. Καθώς οι πιστοί
συνέχιζαν να τον φοβούνται και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχε γίνει
πραγματικά μαθητής, ο Βαρνάβας τον παρουσίασε στους Αποστόλους Πέτρο και Ιάκωβο
και εγγυήθηκε ο ίδιος για την αυθεντικότητα του οράματος που έζησε και για τη
γνήσια μεταστροφή του. Έκτοτε ο Παύλος πηγαινοερχόταν μαζί τους κηρύττοντας με
παρρησία στο Όνομα του Κυρίου. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα όμως (Γαλ. 1, 18),
καθώς Εβραίοι «ελληνίζοντες» [11] σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, οδηγήθηκε από
μαθητές στην Καισάρεια, απ’ όπου πήρε το πλοίο για την πατρίδα του την Ταρσό.
Λίγο
αργότερα, έφθασε στην Ιερουσαλήμ η είδηση ότι εθνικοί είχαν ασπαστεί την Πίστη
στην Αντιόχεια και στάλθηκε εκεί αντιπρόσωπος ο Βαρνάβας. Εκείνος διαπίστωσε τη
χάρη που δόθηκε από τον Θεό και αναχώρησε για να αναζητήσει τον Παύλο στην
Ταρσό. Έμειναν για έναν χρόνο στην Αντιόχεια κατηχώντας σημαντικό πλήθος
πιστών. Εκεί οι μαθητές έλαβαν για πρώτη φορά το όνομα «χριστιανοί» (Πράξ. 11,
26· 13, 52). Καθώς αναγγέλθηκε από έναν προφήτη ότι μεγάλος λιμός θα ενέσκηπτε
στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη (49-50), οι πιστοί της
Αντιόχειας έκαναν έρανο και ανέθεσαν στον Παύλο και στον Βαρνάβα να μεταφέρουν
τη βοήθεια αυτή στους αδελφούς στα Ιεροσόλυμα. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια,
μια μέρα που η κοινότητα των πιστών προσευχόταν, το Άγιο Πνεύμα είπε:
«Ξεχωρίστε Μου τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο στο οποίο τους έχω
καλέσει» (Πράξ. 13, 2). Αφού νήστευσαν και προσευχήθηκαν, οι αδελφοί επέθεσαν
τα χέρια τους πάνω τους και τους απέστειλαν. Πήραν από τη Σελεύκεια το πλοίο
για την Κύπρο. Στη Σαλαμίνα, άρχισαν αμέσως να κηρύττουν τον λόγο του Θεού στις
συναγωγές και διέσχισαν το νησί μέχρι την Πάφο, όπου ο Ρωμαίος ανθύπατος
Σέργιος Παύλος ασπάστηκε την Πίστη παρά την αντίσταση του εκεί μάγου ονόματι
Βαριησούς ή Ελύμας (Πράξ. 13, 6-8), για τον οποίο ο Παύλος προέβλεψε ότι θα
τυφλωθεί, πράγμα που έγινε αμέσως. Από την Πάφο έφθασαν στην Πέργη της
Παμφυλίας και από εκεί στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου ο Παύλος μετέστρεψε
πολλούς Εβραίους και προσήλυτους, αφού κήρυξε σε αυτούς τη μετάνοια στη
συναγωγή. Το επόμενο Σάββατο σχεδόν ολόκληρη η πόλη συγκεντρώθηκε για να
ακούσει τον λόγο του Θεού. Και, καθώς οι Εβραίοι τού αντέλεγαν και τον
διέκοπταν με βλασφημίες, εκείνος είπε: «Έπρεπε να κηρύξουμε τον λόγο του Θεού
πρώτα σ’ εσάς. Επειδή όμως τον αντικρούετε και καταδικάζετε έτσι τον εαυτό σας
να μην αξιωθεί την αιώνια ζωή, γι’ αυτό κι εμείς στρεφόμαστε τώρα προς τους εθνικούς»
(Πράξ. 13, 46). Οι παρόντες εθνικοί χάρηκαν και δέχτηκαν το κήρυγμά τους και
ασπάσθηκαν την Πίστη. Οι Εβραίοι ωστόσο υποκίνησαν τους πρόκριτους να εκδιώξουν
τον Παύλο και τον Βαρνάβα, οι οποίοι μετέβησαν τότε στο Ικόνιο. Άρχισαν κι εκεί
να κηρύττουν από τη συναγωγή και πολλοί Εβραίοι και εθνικοί προσχώρησαν στην
Πίστη. Οι Απόστολοι παρέτειναν τη διαμονή τους και ο Θεός βεβαίωνε το μήνυμα
της Σωτηρίας με τα εκπληκτικά θαύματα που τους έδινε τη δύναμη να κάνουν. Ωστόσο
αυτή τους η επιτυχία προκάλεσε και πάλι τον φθόνο και την εχθρότητα των
αμετάπειστων Εβραίων και χρειάστηκε να καταφύγουν στη Λυκαονία. Στα Λύστρα, ο
Παύλος θεράπευσε έναν εκ γενετής χωλό και το πλήθος, εκλαμβάνοντας τους
Αποστόλους ως θεούς, ήθελε να τους προσφέρει θυσία. Κατέφθασαν όμως Εβραίοι από
την Αντιόχεια και το Ικόνιο και κατάφεραν να μεταστρέψουν σε μίσος τον
ενθουσιασμό των αδαών κατοίκων. Λιθοβόλησαν τον Παύλο και τον έσυραν έξω από
την πόλη νομίζοντας πως είναι νεκρός. Όταν συνήλθε, αναχώρησε για τη Δέρβη όπου
απέκτησε πολλούς μαθητές και κατόπιν επέστρεψε στα Λύστρα, το Ικόνιο και την
Αντιόχεια για να στηρίξει τις ψυχές των πιστών λέγοντας: «Για να μπούμε στη
Βασιλεία των Ουρανών, πρέπει να περάσουμε από πολλές θλίψεις» (Πράξ. 14, 22). Σε
κάθε Εκκλησία που ίδρυε ο Παύλος, όριζε και πρεσβυτέρους για να διευθύνουν την
κοινότητα των πιστών, να ρυθμίζουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές και να
συνεχίζουν να ζουν σύμφωνα με τη θεία διδασκαλία. Αφού τους εμπιστεύθηκε όλους
στη σκέπη του Κυρίου, πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς την Αντιόχεια της
Συρίας. Φθάνοντας εκεί, συγκέντρωσαν την Εκκλησία και διηγήθηκαν όλα εκείνα που
πραγματοποίησε ο Θεός διά μέσω αυτών και πώς είχε ανοίξει στους εθνικούς τη
θύρα της Πίστεως. Τότε ορισμένοι αδελφοί από την Ιουδαία ισχυρίστηκαν ότι ήταν
απαραίτητο για τους μεταστραφέντες εθνικούς να περιτέμνονται. Ακολούθησε έντονη
συζήτηση και ο Παύλος και ο Βαρνάβας στάλθηκαν στους Αποστόλους στην Ιερουσαλήμ
για να δοθεί μια επίσημη λύση στο θέμα. Ανέφεραν εκεί όλα όσα ο Θεός
πραγματοποίησε ανάμεσα στους εθνικούς και αφού θεσπίθηκε από τη Σύνοδο να μην
επιβάλλεται πλέον στους εθνικούς το παράλογο βάρος του Νόμου, οι «στύλοι»
Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, έσφιξαν το χέρι του Παύλου και του Βαρνάβα σε αυθόρμητη
ένδειξη ειλικρινούς αναγνώρισης και τους εμπιστεύθηκαν τον ευαγγελισμό των
εθνών, ενώ εκείνοι ανέλαβαν τους Ιουδαίους (Γαλ. 2, 9).
Επιστρέφοντας
στην Αντιόχεια, ο Παύλος παρέμεινε αρκετό καιρό κηρύττοντας το μήνυμα της
Σωτηρίας. Τότε ήταν που έλεγξε τον Πέτρο, ο οποίος φοβούμενος τους Ιουδαίους,
είχε παύσει να συναναστρέφεται τους εξ εθνών αδελφούς (Γαλ. 2, 11-14). Λίγο
αργότερα, ο Παύλος αποφάσισε να αναλάβει μια δεύτερη μεγάλη περιοδεία για να
επισκεφθεί και για να στερεώσει τους αδελφούς στις πόλεις που είχε ευαγγελίσει
(από το 49 έως το 53). Διαφωνώντας έντονα με τον Βαρνάβα για το θέμα του
Μάρκου, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει στην Παμφυλία, πήραν διαφορετικούς
δρόμους ο καθένας: ο Βαρνάβας και ο Μάρκος κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, ενώ ο
Παύλος παίρνοντας μαζί του τον Σίλα [30 Ιουλ.] αναχώρησε πεζός για τον Βορρά
(Πράξ. 15, 36-40). Διέσχισαν τη Συρία και την Κιλικία, όπου στήριξαν τους
μαθητές και κατόπιν επισκέφθηκαν τη Δέρβη, τα Λύστρα και το Ικόνιο.
Στα
Λύστρα συνάντησαν τον Τιμόθεο [22 Ιαν.], εν συνεχεία δε, εξαιτίας εμποδίων που
συνάντησε η αποστολή τους στην Ασία και στη Βιθυνία, μετέβησαν στην Τρωάδα,
όπου ο Παύλος είδε τη νύχτα ένα παράδοξο όραμα σύμφωνα με το οποίο του
παρουσιάστηκε ένας νεανίας Μακεδόνας και τον παρακαλούσε επίμονα με αυτά τα επικά
λόγια: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας!» (Πράξ. 16, 9). Η θεία ανατολή
του εκχριστιανισμού της Μακεδονίας και της μητροπολιτικής Ελλάδας είχε πια φθάσει
με αυτό το θεόσταλτο ενύπνιο που εξέφραζε πλήρως το άγιο θέλημα του Θεού για
την ανάνηψη, τον φωτισμό και τη σωτηρία της Οικουμένης μέσω του υψήγορου Ελληνικού
λόγου και βαθύπνοου πνεύματος. Φθάνοντας στους Φιλίππους, διά μέσου Σαμοθράκης
και Νεαπόλεως (σημ. Καβάλα), οι Απόστολοι κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο την ημέρα
του Σαββάτου σε γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την πόλη για να
προσευχηθούν. Ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της Λυδίας [20 Μαΐου], η οποία
βαπτίσθηκε μαζί με όλους τους συγγενείς της και προσέφερε εγκάρδια φιλοξενία
στους Αποστόλους (Πράξ. 16, 11-15). Όταν όμως ο Παύλος εξέβαλε τον δαίμονα από
μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα αποφέροντας πολλά χρήματα στους ιδιοκτήτες
της, οι τελευταίοι βλέποντας να χάνουν τα κέρδη τους, παρέδωσαν τον Παύλο και
τον Σίλα στους δικαστές και τους κατηγόρησαν ότι αναστατώνουν την πόλη. Τους
έδειραν και τους έκλεισαν σε ένα σκοτεινό κελί, βάζοντας τα πόδια τους σε
ποδοκάκη (ξυλοπέδη, το τιμωρητικό ξύλο) (Πράξ. 16, 24). Περί τα μεσάνυχτα, ενώ
οι δύο Απόστολοι έψαλλαν ύμνους στον Θεό, ένας βίαιος σεισμός συγκλόνισε συθέμελα
τη φυλακή, αίφνης τα δεσμά τους λύθηκαν και οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Μπροστά
στο θαύμα αυτό ο δεσμοφύλακας τούς ζήτησε να λάβει αμέσως το άγιο Βάπτισμα,
μαζί με τους δικούς του. Το πρωί, οι άρχοντες μαθαίνοντας από τους κλητήρες που
έστειλαν στη φυλακή ότι οι Απόστολοι ήσαν Ρωμαίοι πολίτες, φοβήθηκαν και
ζήτησαν δημόσια συγνώμη (Πράξ. 16, 16-40).
Φθάνοντας
στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος ως συνήθως κατευθύνθηκε στη συναγωγή για να κηρύξει
πρώτα στους Εβραίους τον αναστάντα εκ νεκρών Χριστό. Μερικοί από αυτούς
πείσθηκαν, καθώς και πλήθος εθνικών μαζί με ορισμένες κυρίες της υψηλής
κοινωνίας. Οι Εβραίοι ωστόσο δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και
ειδοποίησαν τις αρχές κατηγορώντας τους Αποστόλους ότι ενεργούσαν εναντίον των
προσταγμάτων των αυτοκρατόρων κηρύσσοντας μιαν άλλη πίστη, τον Ιησού Χριστό. Ο
Παύλος και ο Σίλας έφυγαν κρυφά τη νύχτα από την πόλη και μετέβησαν στη Βέροια,
όπου οι εκεί Εβραίοι υποδέχτηκαν με θέρμη το κήρυγμά τους και ακολούθησαν
πολλές μεταστροφές. Έφθασαν όμως από τη Θεσσαλονίκη ταραχοποιοί και ο Παύλος
αναγκάσθηκε να φύγει για την Αθήνα, αφήνοντας τον Σίλα και τον Τιμόθεο πίσω του
για να στερεώσουν το έργο που είχε γίνει (Πράξ. 17, 1-15).
Φθάνοντας
στην πρωτεύουσα του Ελληνισμού, ο Παύλος αναστατώθηκε βλέποντας την περιβόητη
πόλη αυτή γεμάτη είδωλα (Πράξ. 17, 16). Συζητούσε με τους Εβραίους στη συναγωγή
και κάθε μέρα στην αγορά με περαστικούς, φιλόσοφους ή ανθρώπους πάντα
περίεργους για κάτι καινούργιο. Μάλιστα, κάποιοι από τους επικούρειους και
στωικούς φιλοσόφους ψιθύρισαν ειρωνικά και δύσπιστα: «Τι να θέλει, άραγε, να
μας πει ετούτος ο παραμυθάς;». Παίρνοντας τον λόγο μια μέρα, όρθιος στη μέση
του Αρείου Πάγου, ο Απόστολος τούς είπε ότι περπατώντας στην πόλη είχε δει έναν
βωμό με την επιγραφή «Στον άγνωστο Θεό». Από αυτή την παράδοξη επιγραφή άδραξε
την ευκαιρία για να πει αυτά τα λόγια με δυνατή φωνή: «Αυτόν τον Θεό που εσείς
λατρεύετε, χωρίς όμως να Τον γνωρίζετε, Αυτόν εγώ τώρα σας Τον κάνω γνωστό…»
(Πράξ. 17, 23). Και συνέχισε τον λόγο του για τον Θεό Δημιουργό του ουρανού και
της γης, χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τις καλύτερες διαισθήσεις των εθνικών
φιλοσόφων σε σχέση με τη θεία κλήση του ανθρώπου. Όταν όμως άρχισε να μιλάει
για έναν άνθρωπο που αναστήθηκε εκ νεκρών, οι ακροατές του τον κορόιδεψαν,
εκτός από τον Διονύσιο τον Αρειοπαγίτη [3 Οκτ.], μια γυναίκα που λεγόταν
Δάμαρις και μερικούς άλλους που ασπάσθηκαν με ειλικρίνεια την Πίστη του Χριστού
(Πράξ. 17, 32-34).
Επόμενος
σταθμός του ήταν η Κόρινθος, όπου έμεινε στο σπίτι της Πρίσκιλλας και του Ακύλα
[13 Φεβρ.], οι οποίοι, όπως και αυτός, είχαν για τέχνη να φτιάχνουν σκηνές. Όλη
την εβδομάδα δούλευε για να βγάλει το ψωμί του, χωρίς να επωφελείται από το
δικαίωμά του να ζει από το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να μη γίνεται
βάρος σε κανέναν και να μη δίνει λαβή για κατηγορίες στους αντιπάλους του (Α΄
Κορ. 3, 11 και 9, 12-16). Το Σάββατο συζητούσε στη συναγωγή. Συναντώντας για
άλλη μια φορά την αντίσταση των Εβραίων, στράφηκε προς τους εθνικούς και πολλοί
Κορίνθιοι βαπτίσθηκαν. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, ο Παύλος δεν βάπτιζε ο
ίδιος, διότι το έργο του ήταν το να βάζει το θεμέλιο διά του κηρύγματος του
Ευαγγελίου και άφηνε έτσι στους μαθητές του να κτίσουν τον Ναό του Θεού στις
καρδιές των πιστών και να οργανώσουν την εκκλησιαστική κοινότητα των πιστών. Εν
συνεχεία, έγραψε στους χριστιανούς της Κορίνθου δύο Επιστολές του που έχουν σωθεί, και πιθανώς κι άλλες, για να τους
επιτιμήσει για τις αντιπαλότητες που έσπερναν διαιρέσεις ανάμεσά τους, να
κατακρίνει τις πράξεις που παρέκκλιναν από την ευαγγελική συμπεριφορά και να
τους διδάξει να πράττουν τα πάντα «με ευπρέπεια και με τάξη» (Α΄ Κορ. 14, 40),
επιδιώκοντας τα πνευματικά χαρίσματα, κορυφαίο μεταξύ των οποίων είναι η αγάπη
για να οικοδομηθούν από κοινού σε ένα Σώμα (Α΄ Κορ. 12, 31· 13, 1-13).
Ο
Παύλος, ενθαρρυμένος από την ανταπόκριση που έβρισκε, συνέχισε το κήρυγμά του
στην πόλη αυτή για ενάμιση χρόνο οπότε και έγραψε την πρώτη Επιστολή του προς τους χριστιανούς
Θεσσαλονικείς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την τύχη των νεκρών κατά την ένδοξη
παρουσία του Χριστού (Α΄ Θεσσ. 4, 13-17· 5, 1-11). Ο Εβραίοι, δολοπλοκώντας ασταμάτητα,
κατάφεραν να τον οδηγήσουν ενώπιον του ανθύπατου της Αχαΐας, Γαλλίωνα· αυτός
όμως αρνήθηκε να πάρει θέση σε μια διένεξη που αφορούσε τον Νόμο και άφησε τον
Απόστολο να φύγει (Πράξ. 18, 12-17). Αποχαιρετώντας, τέλος, τους αδελφούς της
Κορίνθου, ο Παύλος πήρε το πλοίο για την Αντιόχεια. Σταματώντας στην Έφεσο,
κήρυξε για λίγο στη συναγωγή και εγκατέλειψε την πόλη, υποσχόμενος σε όσους τον
είχαν ακούσει με ενδιαφέρον να επιστρέψει σύντομα. Πράγματι, αφού έμεινε για
λίγο στην Αντιόχεια, ξεκίνησε μια τρίτη περιοδεία (από το 53 έως το 58). Αφού
διέσχισε τη Γαλατία και τη Φρυγία στερεώνοντας την πίστη των μαθητών, ήρθε ξανά
στην Έφεσο για να συνεχίσει το έργο που είχε αρχίσει. Βρήκε εκεί δώδεκα περίπου
χριστιανούς, τους οποίους είχε μεταστρέψει ο Απολλώς, οι οποίοι όμως είχαν
λάβει μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη. Μόλις βαπτίσθηκαν και ο Παύλος ακούμπησε
πάνω τους τα χέρια του, άρχισαν να προφητεύουν εμπλησθέντες Αγίου Πνεύματος
(Πράξ. 19, 6). Επί τρία χρόνια ο Παύλος κήρυττε στην Έφεσο τη Βασιλεία των
Ουρανών και, καθώς συναντούσε την αντίθεση των Εβραίων στη συναγωγή, απομάκρυνε
τους μαθητές από εκεί και ολοκλήρωσε την κατήχησή τους σε μια (μάλλον
νοικιασμένη) αίθουσα της σχολής κάποιου που λεγόταν Τύραννος (Πράξ. 19, 9). Με
αυτόν τον τρόπο το Ευαγγέλιο του Χριστού μπόρεσε να διαδοθεί σε όλη την επαρχία
της Ασίας. Επιπλέον, ο Απόστολος ενίσχυε από μακριά με τις θεόπνευστες Επιστολές του τους χριστιανούς της
Κορίνθου και της Γαλατίας [12]. Ο Θεός επιτέλεσε διά των χειρών του
πλήθος θαυμάτων, σε σημείο που αρκούσε να ακουμπήσουν οι ασθενείς μαντήλια της
κεφαλής ή του λαιμού που είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος για να θεραπευθούν τελείως
(Πράξ. 19, 12). Μια τέτοια επιτυχία ανησύχησε τους αργυροχόους που ζούσαν από
τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ξεσηκώθηκαν προκαλώντας μεγάλες ταραχές στην
πόλη και ο όχλος έσυρε τους συντρόφους του Παύλου στο θέατρο (Πράξ. 19, 23-41).
Όταν οι ταραχές πήραν τέλος από τον φόβο των Ρωμαϊκών αρχών, ο Παύλος αποφάσισε
να αναχωρήσει για τη Μακεδονία και, νουθετώντας τους πιστούς από πόλη σε πόλη,
έφθασε στην Κόρινθο, όπου και πέρασε όλο τον χειμώνα (57-58) (Πράξ. 20, 1-6).
Διόρθωσε εκεί τις εκτροπές που είχε ήδη καταδικάσει στις Επιστολές του και εκεί ήταν που έγραψε τη μεγάλη του «Προς Ρωμαίους Επιστολή», η οποία με
τρόπο κεφαλαιώδη ορίζει το δόγμα της Σωτηρίας ως δωρεά της χάριτος του Θεού
μέσω της Πίστεως προς τον Χριστό.
Αφού
έλαβε τους καρπούς του εράνου που προοριζόταν για τους αδελφούς των Ιεροσολύμων
(Ρωμ. 15, 25-28), σχεδίαζε να πάει να την παραδώσει με τα ίδια του τα χέρια την
ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. 20, 16). Επειδή οι Εβραίοι συνωμότησαν πάλι
εναντίον του, θέλησε να αποπλεύσει για τη Συρία, αλλά το Πνεύμα τού υπέδειξε να
επιστρέψει μέσω Μακεδονίας. Στην Τρωάδα, καθώς δίδασκε τους αδελφούς όλη τη
νύχτα, μετά την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, ένας νέος ονόματι Εύτυχος,
αποκοιμήθηκε πάνω στο πεζούλι και έπεσε από το παράθυρο του τρίτου πατώματος.
Τον σήκωσαν πεθαμένο· αλλά ο Παύλος καθησυχάζοντας όλους, τον ανέστησε (Πράξ.
20, 7-12). Εν συνεχεία, πορεύθηκε πεζός στην Άσσο και στα Μύρα και από εκεί
απέπλευσε για τη Μίλητο, όπου ήρθαν να τον δουν οι πρεσβύτεροι της κοινότητας
της Εφέσου. Τους φανέρωσε ότι το Άγιο Πνεύμα τον προειδοποίησε ότι δεσμά και
θλίψεις τον περίμεναν στα Ιεροσόλυμα, αλλά πρόσθεσε: «Εγώ όμως τίποτε απ’ αυτά
δεν λογαριάζω, ούτε καν θεωρώ τη ζωή μου πολύτιμη. Το μόνο που θέλω είναι να
ολοκληρώσω την αποστολή μου με χαρά και το έργο που μου ανέθεσε ο Κύριος Ιησούς
Χριστός, δηλαδή να κηρύξω παντού το χαρμόσυνο μήνυμα της δωρεάς του Θεού»
(Πράξ. 20, 24). Κατόπιν, υπενθυμίζοντας σε όλους τους κόπους του για τη
θεμελίωση της Εκκλησίας, τους παρότρυνε να θυσιαστούν για την οικοδομή των
πιστών και, αφού προσευχήθηκε γονατιστός για την ενδυνάμωση των καρδιών τους
και την ευόδωση των έργων τους, όλοι ρίχτηκαν με «κλαυθμό μεγάλο» και με καυτά
δάκρυα στον λαιμό του Παύλου για να τον αποχαιρετήσουν (Πράξ. 20, 36-38).
Περνώντας
από την Κω, τη Ρόδο και τα Πάταρα, ο Απόστολος στάθηκε στην Τύρο για να διδάξει
τους πιστούς και εν συνεχεία αναχώρησε για την Πτολεμαΐδα και από εκεί συνέχισε
με τα πόδια ως την Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έγινε δεκτός στο σπίτι του
Φιλίππου του Διακόνου [11 Οκτ.]. Παρά την προειδοποίηση του προφήτη Αγάβου,
συνέχισε την πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα, λέγοντας στους συντρόφους του ότι
ήταν έτοιμος όχι μόνο να συλληφθεί, αλλά και να πεθάνει στα Ιεροσόλυμα για το
Όνομα του Κυρίου (Πράξ. 21, 1-13).
Έγινε
δεκτός με χαρά από τους αδελφούς της αγίας Πόλεως και, αφού οι πρεσβύτεροι
συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Ιακώβου, ο Παύλος τούς εξέθεσε λεπτομερώς όλες τις
αποστολές του στους εθνικούς και τους παρέδωσε τα χρήματα που είχαν
συγκεντρωθεί από τις νέες κοινότητες για αρωγή στους πτωχούς των Ιεροσολύμων
(Πράξ. 21, 17-19). Προειδοποιημένος από τους πρεσβυτέρους ότι οι Εβραίοι δεν θα
παρέλειπαν να τον κατηγορήσουν ότι είχε εγκαταλείψει την τήρηση του Νόμου, πήρε
κι αυτός μέρος στις τελετές αγνισμού μιας ομάδας ανθρώπων που είχαν κάνει ένα
τάξιμο και πήγαιναν στον Ναό για να προσφέρουν θυσία. Όταν οι επτά μέρες του
αγνισμού έφθασαν στο τέλος τους, Εβραίοι από την επαρχία της Ασίας, βλέποντας
τον Παύλο μέσα στον Ναό, ξεσήκωσαν τον όχλο και τον έπιασαν κατηγορώντας τον
ότι κήρυττε παντού κατά του Ναού και των διαταγών του Ιουδαϊσμού. Τον έσυραν
έξω από τον Ναό θέλοντας να τον σκοτώσουν, αλλά παρενέβησαν στρατιώτες και τον
απέσπασαν από το εξαγριωμένο πλήθος ανεβάζοντάς τον έως τα σκαλοπάτια του
φρουρίου, του λεγομένου «Αντωνία». Ο Παύλος απευθυνόμενος στα αραμαϊκά στον λαό
κατάφερε να επιβάλει σιωπή και διηγήθηκε τη μεταστροφή του, αλλά μόλις ανέφερε
την αποστολή του προς τους εθνικούς, ο όχλος φώναξε προς τον χιλίαρχο:
«Εξαφάνισε αυτό το υποκείμενο από το πρόσωπο της γης, διότι δεν έπρεπε να ζει!»
(Πράξ. 22, 22). Ο χιλίαρχος διέταξε να τον ανακρίνουν, αλλά μόλις έμαθε ότι
ήταν Ρωμαίος πολίτης, φοβήθηκε (Πράξ. 22, 25-29). Την επόμενη μέρα
παρουσιάσθηκε μπροστά στο μέσα συνέδριο και δήλωσε ότι φυλακίσθηκε επειδή
προσδοκούσε την Ανάσταση. Τα λόγια αυτά προκάλεσαν έριδα μεταξύ Σαδδουκαίων και
Φαρισαίων, γιατί οι γνώμες τους διχάζονταν στο θέμα αυτό, και ο Παύλος
οδηγήθηκε πάλι στο φρούριο (Πράξ. 23, 6-10). Την επόμενη νύχτα παρουσιάστηκε σ’
αυτόν ο Κύριος και του είπε: «Θάρρος, Παύλε! Όπως έδωσες τη μαρτυρία σου για
Μένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να τη δώσεις και στη Ρώμη!» (Πράξ. 23, 11). Ο
χιλίαρχος μαθαίνοντας ότι εξυφαινόταν συνωμοσία κατά της ζωής του Παύλου,
διέταξε να τον μεταφέρουν στην Καισάρεια, όπου διέμενε ο ηγεμόνας Φήλιξ. Ο
αρχιερέας και μερικοί πρεσβύτεροι ήλθαν να καταθέσουν μήνυση εναντίον του, αλλά
ο Παύλος έδειξε ότι η όλη συμπεριφορά του δεν είχε τίποτε το μεμπτό, τόσο
απέναντι στους Ρωμαϊκούς νόμους όσο και απέναντι στον Ιουδαϊσμό. Ο Φήλιξ
ανέβαλε την υπόθεση μέχρι να επιστρέψει ο διοικητής Λυσίας και, εν τω μεταξύ,
πήγε μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα να ακούσουν τον φυλακισμένο να μιλά για
τον Κύριο Ιησού (Πράξ. 24, 24-25) Μόλις όμως ο Παύλος έκανε λόγο για εγκράτεια
και για τη μέλλουσα ζωή, ο Φήλιξ κυριεύθηκε από φόβο και τον απέπεμψε
απορρίπτοντας αμέσως τη θεία διδαχή. Ο Απόστολος έμεινε δύο χρόνια φυλακισμένος
στην Καισάρεια. Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος (60), ο οποίος ήθελε να στείλει
τον Παύλο στην Ιερουσαλήμ, αλλά ο Παύλος ζήτησε ως Ρωμαίος πολίτης να
παραπεμφθεί στον αυτοκράτορα (Πράξ. 25, 9-12). Εμφανίστηκε μπροστά στον βασιλέα
Αγρίππα που είχε έλθει να επισκεφθεί τον Φήστο, ο οποίος αφού άκουσε την
απολογία του, δήλωσε ότι θα μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος αν δεν είχε ζητήσει να
δικαστεί από τον αυτοκράτορα (Πράξ. 26, 32).
Αποπλέοντας
με τη στρατιωτική συνοδεία της μονάδας που λεγόταν «Αυτοκρατορική» και μερικούς ακόμη μαθητές (μεταξύ αυτών ο
Αρίσταρχος [14 Απρ.] από τη Μακεδονία· Πράξ. 27, 2), έφθασαν στα Μύρα της
Λυκίας, όπου βρήκαν καράβι που έφευγε για την Ιταλία (Πράξ. 27, 5). Με πολλές
δυσκολίες έφθασαν στη νότια Κρήτη και, επειδή δεν ήθελαν να περάσουν εκεί τον
χειμώνα, συνέχισαν τον δρόμο τους παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις του Παύλου
(Πράξ. 27, 9-12). Λίγο αργότερα, έπεσαν σε σφοδρή θύελλα. Ενώ είχαν χάσει κάθε
ελπίδα, ο Παύλος ανήγγειλε ότι είχε εμφανισθεί ένας άγγελος για να του πει ότι
ο Θεός θα του έσωζε τη ζωή, όπως και όλων των άλλων επιβατών, γιατί έπρεπε να
φθάσει σώος στη Ρώμη (Πράξ. 27, 21-25). Μετά από δεκατέσσερις μέρες η θάλασσα
έβγαλε το ακυβέρνητο καράβι στη Μάλτα, όπου μπόρεσαν να περάσουν τον χειμώνα.
Πήραν πάλι το πέλαγος μετά από τρεις μήνες και, περνώντας από τις Συρακούσες
και το Ρήγιο, έφθασαν στους Ποτιόλους και από εκεί με τα πόδια διά μέσου της
Αππίας οδού ήρθαν στη Ρώμη. Αδελφοί που είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή του
ήλθαν να συναντήσουν τον φημισμένο κρατούμενο και, φθάνοντας στην πρωτεύουσα, ο
Παύλος εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπίτι με ευνοϊκές συνθήκες κράτησης, έχοντας τη
δυνατότητα να δέχεται ελεύθερα επισκέπτες. Κατά τα δύο αυτά χρόνια της κράτησής
του (61-63) έγραψε τις Επιστολές του
προς τις Εκκλησίες των Κολοσσών, (Φιλίππων) και Εφέσου, στις οποίες ανακαλεί
και ξεδιπλώνει όλο το βάθος του Μυστηρίου του Χριστού που, προτού να υπάρξει ο
κόσμος ήταν κρυμμένο στον Θεό και το οποίο πρόκειται να αποκαλυφθεί στη
Συντέλεια των αιώνων, με σκοπό να συμφιλιωθούν και να ανακεφαλαιωθούν διά του
Σταυρού τα ουράνια και τα επίγεια, ώστε οι άνθρωποι να γίνουν εν τω Χριστώ –στο
Σώμα του Οποίου κατοικεί όλο το πλήρωμα της Θεότητος– τέκνα Θεού με τη χάρη και
δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Κελεύοντας ακατάπαυστα τις Εκκλησίες να πράττουν τα
πάντα με τάξη και αγάπη, ο θείος Απόστολος παρότρυνε τους μαθητές του να
ενδυθούν τον «καινούργιο άνθρωπο» (Εφεσ. 4, 22-24), για να αυξάνονται στην
αγάπη και την αλήθεια του Ευαγγελίου και να ανάγονται ακώλυτα προς Εκείνον που
είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας πραγματοποιώντας ταπεινά στον εαυτό τους το
πλήρωμα και την πληρότητα του Σώματος του Χριστού.
Αφού η
δίκη στο αυτοκρατορικό δικαστήριο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Παύλος αφέθηκε
ελεύθερος· και πιθανώς από τη Ρώμη να πήγε στην Ισπανία, όπως το επιθυμούσε από
καιρό (Ρωμ. 15, 24) [13]. Φαίνεται πως έκανε μετά ένα άλλο ταξίδι
στην Ανατολή, περνώντας από την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, την Τρωάδα και τη
Μακεδονία, όπως μαρτυρούν οι Επιστολές
του προς τον Τιμόθεο και τον Τίτο. Συνελήφθη ξανά (67), κάτω από περιστάσεις
που παραμένουν άγνωστες και αδιευκρίνιστες, οδηγήθηκε στη Ρώμη μόνος μαζί με
τον Ευαγγελιστή και ιατρό Λουκά [18 Οκτ.] και υποβλήθηκε σε φυλάκιση πολύ πιο
επώδυνη από την πρώτη κράτησή του. Από το βάθος του ανθυγιεινού, σκοτεινού και
υγρού κελιού του, ο Απόστολος έγραφε: «Έφτασε πια η ώρα να χύσω το αίμα μου
σπονδή στον Θεό. Έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Αγωνίσθηκα τον
ωραίο αγώνα, έτρεξα τον δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με
περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος
εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος Κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους
που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό Του» (Β΄ Τιμ. 4, 6-8). Αφού δικάστηκε ως
Ρωμαίος πολίτης, αποκεφαλίσθηκε στην οδό της Όστια και σε κοντινή απόσταση από
την πόλη. Αναφέρεται δε ότι η κεφαλή του Μεγάλου Αποστόλου αναπήδησε τρεις
φορές στο έδαφος και ότι ανέβλυσαν τρεις πηγές.
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1] Κατά ορισμένους η σύζυγός του
ήταν κόρη του Αριστόβουλου [15 Μαρτ.], αδελφού του Αποστόλου Βαρνάβα [11 Ιουν.].
Ορισμένες πηγές μνημονεύουν στις 31 Μαΐου την αγία Πετρονίλλα, θυγατέρα του
αγίου Πέτρου, αλλά πρόκειται στην πραγματικότητα για μια Ρωμαία παρθένο,
μάρτυρα του 1ου αιώνα.
[2] Με την περίφημη αυτή υπόσχεση
του Χριστού οι απολογητές του Καθολικισμού άντλησαν το βασικό επιχείρημά τους
για να δικαιολογήσουν την υπεραξίωση της παγκόσμιας δικαιοδοσίας του πάπα της
Ρώμης υπεράνω όλων των επισκόπων και τοπικών εκκλησιών. Ωστόσο, για τους αγίους
Πατέρες, τόσο τους Έλληνες όσο και τους Λατίνους, δεν είναι τόσο στο πρόσωπο
του Πέτρου όσο στην «πέτρα» της
ομολογίας της θαρραλέας πίστεώς του προς τη Θεότητα του Χριστού, επάνω στην
οποία ο Κύριος υποσχέθηκε να ιδρύσει την Εκκλησία Του· έτσι, σε όλους που στο
διάβα των χρόνων και των καιρών θα Τον ομολογήσουν, όπως ο Πέτρος, υπόσχεται να
δώσει τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών· και συγκεκριμένα στους επισκόπους
που όλοι κάθονται στην ίδια «καθέδρα του
Πέτρου» (άγιος Κυπριανός [30 Μαΐου]), δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι
τοπικές Εκκλησίες κατέχουν το αυτό πλήρωμα της χάριτος (καθολικότητα).
Πράγματι, αν κανείς δεν σκέφθηκε να θέσει εν αμφιβόλω το πρωτείο του επισκόπου
Ρώμης, αναγνωρισμένο από ολόκληρη την αρχαία Εκκλησία, αυτό οφειλόταν λιγότερο
στην «αποστολικότητα» της έδρας αυτής –αφού ο Πέτρος ίδρυσε κι άλλες Εκκλησίες,
μεταξύ των οποίων της Αντιόχειας– και περισσότερο στο προφανές γεγονός ότι η
Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (Σύνοδος της Χαλκηδόνος, Κανών 28). Το
πρωτείο αυτό επομένως δεν είχε διόλου χαρακτήρα καθολικής δικαιοδοσίας, αλλά
συνίστατο απλώς σε μία «εν αγάπη
προεδρεία», ασκούμενη για την ευταξία και ευρυθμία των εκκλησιαστικών
υποθέσεων. Μια τέτοια αντίληψη του πρωτείου διαθέτει ακραιφνώς η Ορθόδοξη
Εκκλησία και σε μια ενδεχόμενη επιστροφή της Ρωμαϊκής έδρας στην Ορθόδοξη
κοινωνία και ενότητα, ο πάπας θα έβρισκε εκεί τη φυσική και ορθή του θέση ως «πρώτος μεταξύ ίσων».
[3] Ο κατάλογος των πόλεων τις
οποίες ευαγγέλισε ο άγιος Πέτρος, ο οποίος σώζεται στην αγιολογική παράδοση,
προήλθε από απόκρυφες πηγές, συγκεκριμένα τις «Ομιλίες» του αγίου Κλήμεντος Ρώμης [24 Νοεμ.]. Η θεολογία των
κειμένων αυτών έχει απορριφθεί· ίσως όμως να σώζει τη μνήμη τόπων που πράγματι
να είχαν ευαγγελισθεί από τον Πέτρο ή τους μαθητές του.
[4] Κατ’ άλλους επίσκοπος Σκεψέων ή
ακόμη Καισαρείας.
[5] Μάλλον τον Σιλβανό [30 Ιουλ.].
Οι Ιάσων, Σίλας και Ηρωδίων ήσαν πάντως μαθητές του Παύλου.
[6] Διότι ο Απόστολος Πέτρος δεν
υπήρξε ποτέ ο ίδιος επίσκοπος Ρώμης, αφού το αποστολικό λειτούργημα και έργο
διακρινόταν κατά πολύ από το επισκοπικό.
[7] Περισσότερο ακόμη και από τα
προηγούμενα, τα τελευταία αυτά στάδια είναι μάλλον απίθανα.
[8] Φαίνεται πως στην
πραγματικότητα ο Απόστολος μαρτύρησε κατά τον αιφνίδιο και άγριο διωγμό που
εξαπέλυσε ο Νέρων το 64, αποδίδοντας στους χριστιανούς την ευθύνη για τη μεγάλη
πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη και της οποίας πιθανώς ήταν ο ίδιος αυτουργός.
Οι ιστορικοί της εποχής (Τάκιτος) αναφέρουν ότι στα συνηθισμένα βασανιστήρια, ο
παράφρων τύραννος προσέθεσε εξαλλοσύνες προς διασκέδαση: ορισμένοι
κατασπαράχθηκαν από σκυλιά αφού είχαν καλυφθεί από δέρματα ζώων, ενώ άλλοι,
μεταξύ των οποίος ο Απόστολος Πέτρος, δέθηκαν σε σταυρούς στους μεγάλους κήπους
δίπλα στον ιππόδρομο, στον λόφο του Βατικανού, και όταν νύχτωσε κάηκαν εν είδει
δαυλών για να διασκεδάσουν οι επισκέπτες του αυτοκράτορα.
[9] Όπως φαίνεται, το 44, στην
Αντιόχεια.
[10] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του
αγίου Κλήμεντος Ρώμης.
[11] Δηλαδή Εβραίοι της Διασποράς
που μιλούσαν Ελληνικά.
[12] Κατά ορισμένους, τότε έγραψε
και την «Προς Φιλιππισίους Επιστολή»,
η οποία κατά άλλους πρέπει να συγκαταριθμηθεί στις Επιστολές της Αιχμαλωσίας.
[13] Η αφήγηση των «Πράξεων των
Αποστόλων» διακόπτεται με την κράτηση του Παύλου στη Ρώμη.
[14] Οι κάρες των αγίων Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου σώζονται στη βασιλική του αγίου Ιωάννη του Λατερανού. Ένα μέρος
του σκηνώματος του αγίου Παύλου βρίσκεται κάτω από το θυσιαστήριο της βασιλικής
του Αγίου Παύλου «Εκτός των Τειχών»
και το άλλο μαζί με το σκήνωμα του αγίου Πέτρου, κάτω από το θυσιαστήριο της
βασιλικής του Αγίου Πέτρου του Βατικανού. Η σημερινή εορτή θεσπίστηκε κατά τον
4ο αιώνα, προς ανάμνηση της μεταφοράς των σωμάτων των δύο Κορυφαίων Αποστόλων
στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού, στην Αππία οδό, για να διαφύγουν της
βεβηλώσεως κατά τον διωγμό του Βελεριανού (258). Όταν ηρέμησε η κατάσταση, ο
πάπας Σίλβεστρος [2 Ιαν.] τα αποκατέστησε στους αρχικούς τάφους τους. Η εορτή
υιοθετήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 519, ενώ παλαιότερα στην Παλαιστίνη οι δύο
Κορυφαίοι Απόστολοι εορτάζονταν στις 28 Δεκ. (Ιάκωβος και Ιωάννης στις 30 και
Πέτρος και Ιωάννης στις 31).
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
Τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Ἦχος δ΄.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότι τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖοι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἐκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.
Τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης, πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνωμεν, Πέτρε Ἀπόστολε.
Τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Ἦχος δ΄. Κανόνα πίστεως.
Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον τοῦ Ἁγίου Παύλου.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καὶ Ἀπόστολος μέγιστος, καὶ σαγηνευτὴς ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢν φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς· τὸν γὰρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.
Ἀπὸ γ΄ ᾠδῆς, ἡ Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ΄.
Ποία φυλακὴ οὐκ ἔσχε σε δέσμιον; Ποία δὲ Ἐκκλησία οὐκ ἔχει σε ῥήτορα; Δαμασκὸς μέγα φρονεῖ ἐπὶ σοὶ Παῦλε· εἶδε γάρ σε σκελισθέντα φωτί. Ῥώμη σου τὸ αἷμα δεξαμένη, καὶ αὐτὴ κομπάζει· ἀλλ’ ἡ Ταρσὸς πλέον χαίρει, καὶ πόθῳ τιμᾷ σου τὰ σπάργανα· Ἀλλ’ ὦ Παῦλε Ἀπόστολε, τὸ καύχημα τῆς οἰκουμένης, προφθάσας ἡμᾶς στήριξον.
—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—
Τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Ἦχος β΄.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν μαθητῶν σου, Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.
Ἕτερον τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Παῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Ἕτερον τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς σὺν ἀνθρώποις πρὶν φανέντας οὐρανόφρονας,
Καὶ σὺν Ἀγγέλοις θεοὺς ἤδη χρηματίζοντας,
Ἀγγελικοῖς ᾄσμασι καὶ θεοπρεπέσιν,
Ἀποστόλους τοὺς ἐξάρχους εὐφημήσωμεν·
Ὡς σωτῆρας τῶν ψυχῶν ἡμῶν ὑπάρχοντας,
Χαίρετε, κράζοντες, Πέτρε, Παῦλε, Ἀπόστολοι.
Τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Ἦχος β΄. Ταῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονος, καὶ μαθητὴς τοῦ Σωτῆρος θερμότατος, ἀπαύστως δυσώπει τὸν Κύριον, λυτροῦσθαι ἡμᾶς πάσης θλίψεως, Ἀπόστολε Πέτρε πανεύφημε.
Τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτος, καὶ κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθεὶς Ἀπόστολε, παρὰ Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων πρὸς θείαν πίστιν· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Τῶν Πρωτοκορυφαίων.
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.
Τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Χαίροις κορυφαῖε μύστα Χριστοῦ, Ἀπόστολε Πέτρε, Ἀποστόλων ἡ καλλονή· χαίροις οἰκονόμε, τῶν δωρεῶν τῶν θείων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.
Τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καὶ ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καὶ διδάσκαλος καὶ φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητὴς ἁπάσης, καὶ μέγας λαμπαδοῦχος Παῦλε Ἀπόστολε.
※
[
Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
σελ. 335–355.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.