ΑΝΑΛΗΨΗ
«Είπε ο Κύριος προς τους μαθητές Του: “Θα λάβετε
δύναμη από ψηλά κι όταν θα έλθει σ’ εσάς το Άγιο Πνεύμα, θα γίνετε οι μάρτυρές
Μου τόσο στα Ιεροσόλυμα καθώς και σ’ όλη την Ιουδαία, όσο και στη Σαμάρεια αλλά
και μέχρι τα πέρατα της γης”. Κατόπιν τους οδήγησε έξω από την πόλη ως τη
Βηθανία, σήκωσε τα χέρια Του και τους ευλόγησε. Καθώς τους ευλογούσε, άρχισε να
απομακρύνεται από αυτούς και ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό και μια νεφέλη Τον
έκρυψε από τα μάτια τους. Και καθώς κοιτούσαν που ανέβαινε στον ουρανό, δυο
άντρες εμφανίστηκαν μπροστά τους με λευκά ενδύματα και τους είπαν: “Τι
σταθήκατε και κοιτάτε έτσι τον ουρανό, Γαλιλαίοι; Αυτός, ο Ιησούς, που τώρα
αναλήφθηκε από ανάμεσά σας στον ουρανό, έτσι θα έρθει και πάλι με τον ίδιο
τρόπο που Τον είδατε να πηγαίνει εκεί”. Αυτοί τότε Τον προσκύνησαν και γύρισαν πίσω
στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά κι έμεναν συνεχώς στον ναό υμνολογώντας και
δοξολογώντας τον Θεό» (βλ. Λουκ. 24, 44-53· Πράξ. 1, 1-11).
Με
αυτές τις αδρές γραμμές ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει στο τέλος του
Ευαγγελίου του αλλά και στην αρχή των «Πράξεων των Αποστόλων» την τελευταία
εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου στους Μαθητές Του. Όπως στα δύο αυτά βιβλία του
ιερού Λουκά, έτσι η Ανάληψη του Κυρίου κατακλείνει την ιστορία του επί γης βίου
του Χριστού και διανοίγει την ιστορία των μαθητών της Εκκλησίας. Είναι, με άλλα
λόγια, ο συνδετικός κρίκος και η μετάβαση από την μία φάση του σωτηριώδους έργου
του Θεού στην άλλη. Το κλείσιμο της πρώτης σκηνής και το άνοιγμα της δεύτερης. Ακριβώς
την τεσσαρακοστή ημέρα από την Ανάσταση, αφού υμνήσαμε και δοξολογήσαμε μαζί με
τους Μαθητές τη δόξα του Αναστάντος Χριστού, αφού ζήσαμε επί σαράντα ημέρες στη
χαρούμενη ατμόσφαιρα της παρουσίας Του, θα κληθούμε από την Εκκλησία να
παραστούμε νοητά στο όρος των Ελαιών για να αποχαιρετήσουμε τον Σωτήρα που
ανέρχεται στον ουρανό.
Δεν
γνωρίζω αν βρεθήκατε ποτέ, σε ώρα λατρείας κατά την ημέρα της Αναλήψεως ή σε
οποιαδήποτε άλλη λειτουργική σύναξη, μέσα στον υπέρλαμπρο ναό της μεγάλης εκκλησίας
της Θεσσαλονίκης, την Αγία Σοφία. Τον μεγάλο τρούλο της κοσμεί ένα θαυμαστό
μωσαϊκό του Θ΄ αιώνος. Στο κέντρο του, μέσα σε φωτεινή δόξα, κάθεται ο Χριστός
υποβασταζόμενος από δύο αγγέλους. Γύρω-γύρω, μέσα σε ένα καταπληκτικό για τη
μεγαλοπρέπειά του τοπίο· οι δώδεκα Απόστολοι μαζί με την Θεοτόκο στη μέση,
βλέπουν με θάμβος προς τον ουρανό. Και δύο λευκοφόροι άγγελοι τούς απευθύνουν
τους προαναφερθέντες λόγους των Πράξεων: «Ἄνδρες
Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;» (Πράξ. 1, 11). Νομίζω
πως και όλοι οι πιστοί κάτω από τον μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί με
τους Αποστόλους και απολαμβάνουν το υπερφυές θέαμα. Τον Χριστό που
αναλαμβάνεται αλλά και που διαρκώς δεν χωρίζεται από κανέναν· Αυτόν που βλέπει
συνέχεια από το βάθος του ουρανού μέσα στην αστραφτερή ολόχρυση δόξα Του, που
αδιάκοπα αίρει τα χέρια Του και ευλογεί τους Αποστόλους και την Εκκλησία Του.
Και στην όλη στάση, στην έκφραση, στις κινήσεις των Αποστόλων του ψηφιδωτού
διακρίνει κανείς όλα τα ανάμικτα αισθήματα που ένιωσαν εκείνοι κατά τη μεγάλη εκείνη
στιγμή, αλλά και όλα τα αισθήματα που πλημμυρίζουν τις καρδιές των πιστών που
βλέπουν τη δόξα του Αναληφθέντος. Γιατί ακριβώς η Ανάληψη είναι το γεγονός και
η εορτή των μεγάλων συναισθημάτων, της ποικιλίας των αντιθέσεων. Έτσι ακριβώς
τη βλέπει και η Εκκλησία στην ακολουθία της εορτής.
Και
πρώτα κυριαρχεί ο τόνος της χαράς, της δόξας του θριάμβου. Ο Κύριος τελειώνει
το έργο της Οικονομίας. Υψώνεται σαν νικητής και σαν θριαμβευτής πάνω από τη γη
που έσωσε· ο Πατήρ Τον υποδέχεται· οι άγγελοι και οι άνθρωποι δοξολογούν τον
νικητή, τον θριαμβευτή, τον Σωτήρα. Τον τόνο αυτόν της χαράς για την ένδοξη Ανάληψη
εκφράζει το πρώτο τροπάριο της εορτής, το πρώτο στιχηρό του Εσπερινού, του πλ.
β΄ ήχου:
«Ὁ Κύριος
ἀνελήφθη
εἰς οὐρανούς,
ἵνα πέμψῃ
τὸν Παράκλητον
τῷ κόσμῳ.
Οἱ οὐρανοὶ
ἡτοίμασαν
τὸν θρόνον
αὐτοῦ·
νεφέλαι τὴν
ἐπίβασιν αὐτοῦ.
Ἄγγελοι
θαυμάζουσιν,
ἄνθρωπον
ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν.
Ὁ Πατὴρ
ἐκδέχεται,
ὃν ἐν
κόλποις ἔχει συναΐδιον.
Τὸ Πνεῦμα τὸ
ἅγιον
κελεύει
πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ·
Ἄρατε
πύλας,
οἱ ἄρχοντες
ἡμῶν.
Πάντα τὰ
ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας·
ὅτι ἀνέβη
Χριστός,
ὅπου ἦν τὸ
πρότερον».
Η χαρά όμως αυτή δεν είναι μόνο χαρά για τη δόξα
του Χριστού. Αλλά και χαρά για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί ο Κύριος,
ανεβαίνοντας στους ουρανούς, ανεβαίνει μαζί με το σώμα Του το ανθρώπινο, με τη
σάρκα που θεώθηκε. Αυτή τη σάρκα ανεβάζει στον ουρανό και «συγκαθίζει» στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Και έτσι, γίνεται
πρωτοπόρος του ανθρώπινου γένους στη δόξα του ουρανού, όπως με την Ανάστασή Του
έγινε πρωτότοκος των νεκρών. Στους ώμους Του πήρε την πλανηθείσα ανθρώπινη φύση
και, αφού αναλήφθηκε, την εθέωσε και «τῷ
Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγεν». Αυτόν λοιπόν τον θρίαμβο του ανθρώπου ψάλλει το
δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν
φωνῇ σάλπιγγος,
τοῦ
ἀνυψῶσαι
τὴν
πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδὰμ
καὶ
ἀποστεῖλαι
Πνεῦμα
Παράκλητον,
τοῦ ἁγιάσαι
τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Η χαρά
όμως για τη δόξα του Χριστού «συγκιρνάται»
(αναμειγνύεται) με τη λύπη για τον χωρισμό. Και το θρήνο αυτό των μαθητών
παραστατικά ζωγραφίζει το τέταρτο στιχηρό του Εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Κύριε,
οἱ
Ἀπόστολοι ὡς εἶδόν σε
ἐν νεφέλαις
ἐπαιρόμενον,
ὀδυρμοῖς
δακρύων,
ζωοδότα
Χριστέ,
κατηφείας
πληρούμενοι,
θρηνοῦντες
ἔλεγον·
Δέσποτα,
μὴ ἐάσῃς
ἡμᾶς ὀρφανούς,
οὓς δι’
οἶκτον
ἠγάπησας
δούλους σου,
ὡς
εὔσπλαγχνος·
ἀλλ’
ἀπόστειλον,
ὡς ὑπέσχου
ἡμῖν,
τὸ πανάγιόν
σου Πνεῦμα,
φωταγωγοῦν
τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Χαρά,
λύπη και ελπίδα. Ελπίδα ότι ο Κύριος δεν θ’ αφήσει ορφανούς τους Αποστόλους και
την Εκκλησία. Θα στείλει το υπεσχημένο Πνεύμα, τον Παράκλητο, για να μείνει
μαζί τους και μαζί μας, κατά την επαγγελία Του, μέχρι τη συντέλεια του αιώνος·
ότι την ένδοξη Ανάληψη θα ακολουθήσει η δυναμική παρουσία του Χριστού στον
κόσμο, όπως ψάλλει το πρώτο τροπάριο της Λιτής του α΄ ήχου:
«Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καὶ
κατῆλθες,
μὴ ἐάσῃς
ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε·
ἐλθέτω σου
τὸ Πνεῦμα,
φέρον
εἰρήνην τῷ κόσμῳ.
Δεῖξον τοῖς
υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
ἔργα
δυνάμεώς σου,
Κύριε
φιλάνθρωπε».
Είναι
ένα μυστήριο η εορτή της Αναλήψεως. Μυστήριο, που το ζει η Εκκλησία όχι μόνο
κατά την ημέρα που τελούμε την ανάμνησή του, αλλά καθημερινά, κάθε στιγμή της
ύπαρξής της· που το ζει και κάθε πιστός στις ώρες που στρέφει τα μάτια του στον
ουρανό αναζητώντας τον Σωτήρα του. Τον βλέπει να ανέρχεται στον ουρανό, να
κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», στη
δόξα της Θεότητος, όπως Τον είδε ο Πρωτομάρτυς Στέφανος (Πράξ. 7, 56).
Αισθάνεται τα επαιρόμενα χέρια Του να τον ευλογούν και τους λόγους Του να τον
καθησυχάζουν. Τον ακούει να του ομιλεί για την παράκληση, για την παρηγοριά του
Παρακλήτου και για την «ἐξ ὕψους»
βοήθεια και να τον βεβαιώνει ότι πάντοτε είναι και θα είναι μαζί του μέχρι τη
συντέλεια του αιώνος. Παίρνει δύναμη και θάρρος, αισθανόμενος τη διαρκή
παρουσία Του, τη θαλπωρή της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Και αποδύεται στον
αγώνα της ζωής, πατώντας μεν στη γη, αλλά ζητώντας τα άνω, φρονώντας τα άνω,
έχοντας τον δείκτη του προσανατολισμού του στραμμένο προς τον ουρανό, όπου ο
Χριστός «ἐστι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ
καθήμενος», κατά τον απόστολο Παύλο (Κολ. 3, 1).
ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς
Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας,
ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. β΄. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας
τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος,
ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς
καθ’ ὑμῶν.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης,
καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἡμᾶς πρὸς
δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.
※
[Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»
κεφ. 15ο, σελ. 115–120.
Εκδόσεις
«Αποστολικής Διακονίας»
της Εκκλησίας της Ελλάδος·
Αθήνα, 19973.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου