Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ


      Ο άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα στη Φλαβία Νεάπολη (σημ. Ναμπλούς) [1], πόλη ιδρυμένη στη θέση της βιβλικής Σιχέμ, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους. Γόνος εύπορης οικογένειας εθνικών, έλαβε μόρφωση εξαιρετική και, τρέφοντας φλογερό πόθο για την Αλήθεια, φοίτησε σε διάφορους φιλοσόφους· απογοητεύτηκε όμως διαπιστώνοντας ότι αυτοί τελικά δεν ήσαν σε θέση να διδάξουν κάτι που να τον ικανοποιεί εκ βαθέων σχετικά με τον Θεό. Τέλος, αφοσιώθηκε σε έναν πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος μπόρεσε να δώσει φτερά στο διψασμένο πνεύμα του με τον στοχασμό πάνω στις «ιδέες» και τον νοητό κόσμο που ανακαλεί ο Πλάτων. Μετά από λίγο καιρό, πιστεύοντας ότι έγινε σοφός και ελπίζοντας να δει αμέσως τον Θεό, όπως του είχε υποσχεθεί ο φιλόσοφος, αποσύρθηκε σε έναν τόπο έρημο και ήσυχο κοντά στη θάλασσα, για να επιδοθεί στη φιλοσοφία. Μια μέρα, καθώς περιδιάβαζε την ακρογιαλιά βυθισμένος στις ανήσυχες σκέψεις του, πρόβαλε μπροστά του ένας γέροντας με όψη σεβάσμια και μεγαλοπρεπή, γλυκιά και σοβαρή ταυτόχρονα. Έπιασαν συζήτηση και ο Ιουστίνος τού έπλεξε το εγκώμιο της φιλοσοφίας ως μέγιστου και πολυτιμότατου έργου, σε σύγκριση με το οποίο όλες οι άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου ήσαν σοβαρά αμελητέες. Ο γέροντας τον ρώτησε τότε πώς οι φιλόσοφοι μπορούσαν να μορφώσουν μια εικόνα ακριβή του Θεού, εφόσον τους έλειπε η ζωντανή εμπειρία Του. Στην απάντηση του Ιουστίνου ότι ο νους δύναται να δει τον Θεό, ο γέροντας ανταπάντησε ότι ο νους μπορεί να λάβει όντως την ικανότητα αυτή μόνο όταν ενδυθεί το Άγιο Πνεύμα, αφού προηγουμένως καθαρθεί διά της ασκήσεως των θείων αρετών. Ανασκεύασε επίσης την πλατωνική θεωρία περί ψυχής και περί μετενσαρκώσεως και του έδειξε ότι δεν μπορεί κανείς να υποστηρίζει μετά λόγου γνώσεως ότι ο κόσμος είναι αιώνιος και άκτιστος: μόνον ο Θεός είναι αγέννητος και άφθαρτος, τελείως Εις και πάντοτε ίσος προς Εαυτόν. Όσο για τη ψυχή, αντίθετα με τη γνώμη του Πλάτωνος, δεν είναι αυτο-ζωή· μόνον επειδή μετέχει της ζωής που χορηγεί ο Θεός, έχει και η ίδια ζωή. Ο Ιουστίνος, συνεπαρμένος από τα λόγια αυτά, τον ρώτησε σε ποιους διδασκάλους έπρεπε να προστρέξει ώστε να γνωρίσει την Αλήθεια αυτή που αγνοούσαν οι παλαιοί σοφοί. Ο γέροντας τού αποκρίθηκε ότι τη δίδασκαν άνδρες μεγάλοι, των φιλοσόφων αρχαιότεροι, άνδρες δίκαιοι και θεοφιλείς, οι οποίοι μιλούσαν διά του Αγίου Πνεύματος και προέλεγαν για το μέλλον πράγματα που έχουν τώρα εκπληρωθεί: ονομάζονται προφήτες. Πλήρεις Πνεύματος Αγίου, διακήρυτταν ό,τι είχαν δει και ακούσει και δεν κατέφευγαν σε λεπτολόγες αποδείξεις. Μάρτυρες και φορείς της Αληθείας, δοξολογούσαν τον μόνο Θεό και Πατέρα και διά των σημείων, των λόγων και των γραπτών τους ανήγγειλαν τον Χριστό που έρχεται εξ Αυτού. Τέλος, κατέληξε λέγοντας: «Κι εσύ, πριν από κάθε τι άλλο, παρακάλεσε να σου ανοιχθούν οι πύλες του φωτός, διότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τον Θεό, εάν πρώτα ο Θεός και ο Χριστός Του δεν του δώσουν να καταλάβει».


     Μόλις ο γέροντας απομακρύνθηκε, μια φλόγα άναψε στη ψυχή του νέου φιλοσόφου γι’ αυτούς τους προφήτες και σοφούς, τους φίλους του Χριστού. Στοχαζόμενος τα λόγια που μόλις είχε ακούσει, συνειδητοποίησε ότι η διδασκαλία αυτή ήταν η μόνη αληθινή και ψυχοφελής φιλοσοφία και έλαβε την απόφαση να προσχωρήσει στους μαθητές του Χριστού, τους οποίους άλλωστε θαύμαζε από καιρό για τη θαυμαστή περιφρόνηση που έδειχναν απέναντι στα μαρτύρια και τον θάνατο. Έλαβε το άγιο Βάπτισμα, μελέτησε από καρδιάς τις Γραφές στην Παλαιστίνη και στη συνέχεια, δίχως να αποχωρισθεί τον τρίβωνα και τη γενειάδα, τα διακριτικά των φιλοσόφων, αναχώρησε για να διδάξει αυτή την «αληθινή φιλοσοφία» των προφητών και αποστόλων στη Μικρά Ασία. Περί το 136, όταν οι Ρωμαίοι κατέστειλαν μια εξέγερση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, γνώρισε έναν ονομαστό ραββίνο, τον Τρύφωνα, με τον οποίο συζήτησε επί δύο ημέρες [2]. Ο Ιουστίνος τού έδειξε με τη βοήθεια πλήθους παραθεμάτων από τις Γραφές, ότι ο Νόμος και όλη η Παλαιά Διαθήκη δεν ήταν παρά μια προπαρασκευή και προτύπωση, εννιαία και συνεκτική, του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού, του αληθινού Νομοθέτη της Καινής Διαθήκης, την οποία ανήγγειλαν οι προφήτες και η οποία καταργεί την Παλαιά. Οι εθνικοί είναι πλέον εκείνοι που αποτελούν τον αληθή πνευματικό Ισραήλ, οι οποίοι καλούνται να γίνουν «θεοί» διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.


     Συνεχίζοντας τις περιοδείες του, ο Ιουστίνος διέμεινε επί μακρόν δύο φορές στη Ρώμη και εγκαταστάθηκε σε μια οικία κοντά στις Θέρμες του Τιμοθέου, όπου και δίδασκε το δόγμα της Αληθείας σε όσους πήγαιναν να τον ακούσουν. Για εκείνον, έναν φιλόσοφο που έγινε χριστιανός, ο Λόγος του Θεού, αποκεκαλυμμένος στο Ευαγγέλιο, δεν αντιπροσώπευε μόνο την εκπλήρωση των προρρήσεων των προφητών, αλλά αποτελούσε συνάμα την αλήθεια που διέκριναν αμυδρά οι εθνικοί σοφοί και φιλόσοφοι. Αναγνωρίζοντας στον ανθρώπινο ορθό λόγο τα δικαιώματά του, υπογράμμιζε τα όριά του και δίδασκε ότι είναι ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού που ενέπνευσε τους προφήτες και ότι Αυτός ενυπάρχει εν σπέρματι σε κάθε ανθρώπινη γνώση («σπερματικός λόγος») που δίδεται για την ωφέλεια του ανθρώπου και την καταξίωση της ζωής του: «Ό,τι λέγεται γι’ Αυτόν από οποιονδήποτε, ανήκει σ’ εμάς τους χριστιανούς … Διότι όλοι οι συγγραφείς μπόρεσαν να δουν, έστω και αμυδρά, την αλήθεια χάρις στο έμφυτο μέσα τους σπέρμα του λόγου. Άλλο πράγμα είναι όμως να κατέχει κανείς κατά δύναμιν σπέρμα και ομοίωση και άλλο να κατέχει το ίδιο το πράγμα διά του οποίου γίνεται κατά χάριν η μετοχή και η μίμηση» [3].


     Από τη φιλοσοφική σχολή του, η οποία είχε γίνει εκκλησία όπου συγκεντρώνονταν οι φίλοι της αληθινής σοφίας, ο Ιουστίνος αγωνιζόταν επίσης για τη στερέωση της Πίστεως εναντίον των αιρετικών, αυτών των λύκων των μεταμφιεσμένων σε πρόβατα, ο οποίοι, υποκρινόμενοι ότι ήταν χριστιανοί, δίδασκαν τα πιο παράλογα δόγματα [4]. Ο Ιουστίνος όμως διέλαμψε προς παντός ως «Απολογητής» [5] του Χριστιανισμού ενώπιον των Ρωμαϊκών αρχών. Περί το 155, απηύθυνε μια πρώτη «Απολογία» στον αυτοκράτορα Αντώνιο τον Ευλαβή (138-161), όπου ανασκεύαζε τις χονδροειδείς συκοφαντίες που διέδιδαν οι ειδωλολάτρες για τους χριστιανούς. Δεν είναι οι χριστιανοί, γράφει, ούτε άθεοι ούτε εχθροί του Κράτους, και η ηθική συμπεριφορά τους είναι άμεμπτη, πολύ ανώτερη εκείνης των ειδωλολατρών, οι οποίοι επιδίδονται σε κάθε είδους ακολασία. Και, αφού κατέδειξε τη συμφωνία ανάμεσα στην ενόραση των φιλοσόφων και τη βιβλική αποκάλυψη, περιέγραψε την ευγένεια και την αγνότητα των λατρευτικών συνάξεων, όπου η κοινοτική βιοτή με κέντρο τη θεία Ευχαριστία, προεκτείνεται καθημερινά στην αλληλοβοήθεια και στην αρωγή όσων βρίσκονται σε ανάγκη. «Μπορείτε να μας σκοτώσετε», έγραφε, «όχι όμως να μας βλάψετε! Δεν έχουμε τις ελπίδες μας στον κόσμο τούτο, έτσι δεν φοβόμαστε τους δημίους σας. Δεν μισούμε όσους μας καταγγέλλουν· αλλά τους σπλαχνιζόμαστε και το μόνο που ζητούμε είναι η μεταστροφή τους» [6].


     Λίγα χρόνια αργότερα (160), ανήλθε στην εξουσία ο Μάρκος Αυρήλιος και επηρεασμένος από φίλους του φιλοσόφους έλαβε κατασταλτικά μέτρα κατά των χριστιανών. Μια Ρωμαία ευγενούς καταγωγής, η οποία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και είχε απαρνηθεί τον έκλυτο βίο της υπό την επιρροή κάποιου Πτολεμαίου, προσπάθησε να διαπαιδαγωγήσει τον σύζυγό της, υπενθυμίζοντάς του τις μέλλουσες τιμωρίες που περίμεναν τους ακόλαστους. Καθώς εκείνος αντιστεκόταν, η γυναίκα ζήτησε διαζύγιο. Έξαλλος τότε ο σύζυγος ενήργησε ώστε να φυλακισθεί ο Πτολεμαίος. Μετά από μακρόχρονο εγκλεισμό, ο Πτολεμαίος οδηγήθηκε ενώπιον του έπαρχου Ούρβικου και ομολόγησε την πίστη του. Μόλις ανακοινώθηκε η καταδίκη του σε θάνατο, κάποιος Λούκιος διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως για την άδικη αυτή κρίση και ομολόγησε ότι κι αυτός ήταν χριστιανός. Συνελήφθη μαζί με έναν ακόμη χριστιανό και οι τρεις αυτοί αθώοι θανατώθηκαν. Με αφορμή το επεισόδιο αυτό, ο Ιουστίνος, προαισθανόμενος ότι τον περίμενε κι εκείνον παρόμοια τύχη, απηύθυνε τη δεύτερη «Απολογία» του στον αυτοκράτορα και τη Σύγκλητο, στην οποία απαντά πρώτα σε δύο ειρωνικές αντιρρήσεις των ειδωλολατρών, οι οποίοι ρωτούσαν αφενός για ποιο λόγο οι χριστιανοί δεν φονεύουν τους εαυτούς τους για να πάνε γρηγορότερα στον Θεό τους και αφετέρου έλεγαν: αν ο Θεός αυτός είναι παντοδύναμος, τότε πώς επιτρέπει να κατατρύχονται οι πιστοί του; Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι η λύσσα και ο φθόνος των δαιμόνων είναι η αιτία των διωγμών κατά των χριστιανών και ότι αν δεν υπήρχε σε αυτούς ούτε αλήθεια ούτε αρετή, η άφοβη στάση τους στα μαρτύρια θα ήταν εντελώς ανεξήγητη [7]. Αν ο Θεός επιμένει να μην επιφέρει σαρωτικά την ανατροπή και κατάλυση του σύμπαντος, προσθέτει, τούτο οφείλεται στο γένος των χριστιανών, οι οποίοι αποτελούν τον μυστικό λόγο που διατηρείται και συνέχεται ο κόσμος [8]. Και καταλήγει: «Είμαι χριστιανός, σεμνύνομαι γι’ αυτό και ομολογώ ότι το μόνο που ποθώ είναι ως χριστιανός να αναγνωρισθώ» [9].


     Ο Ιουστίνος βρήκε έναν αμείλικτο αντίπαλο στο πρόσωπο του κυνικού φιλόσοφου Κρήσκεντος, ανθρώπου διεφθαρμένου και φιλόδοξου, ο οποίος, διαπιστώνοντας τις επιτυχίες του χριστιανού φιλοσόφου και φοβούμενος μήπως χάσει τους μαθητές του, δεν έπαυε να ραδιουργεί εις βάρος του. Πιθανώς εξαιτίας των μηχανορραφιών του συνελήφθη ο Ιουστίνος κατά τη δεύτερη διαμονή του στη Ρώμη, περί το 165, με διαταγή του έπαρχου Ρούστικου, πρώην παιδαγωγού του Μάρκου Αυρήλιου, μαζί με άλλους έξι μαθητές του: τον Χαρίτωνα, την παρθένο Χαριτώ, τον Ευέλπιστο, τους Ιέρακα, Παίωνα και Λιβεριανό.


     Όταν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, ο έπαρχος απευθυνόμενος στον Ιουστίνο είπε: —«Υποτάξου στους θεούς και υπάκουσε στους αυτοκράτορες!». —«Κανείς δεν μπορεί να επιτιμηθεί ή να καταδικαστεί επειδή υπάκουσε τις εντολές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Στην ερώτηση του Ρούστικου σε ποια επιστήμη ήταν αφιερωμένος, απάντησε: «Μελέτησα διαδοχικά όλες τις επιστήμες. Κατέληξα να ασπασθώ το αληθές δόγμα των χριστιανών, παρ’ ότι δεν αρέσει σε εκείνους που η πλάνη εξαπατά». Εξήγησε κατόπιν ότι δεν δίδασκε τίποτε δικό του, αλλά μόνο ό,τι είχαν αναγγείλει οι προφήτες και ότι ελεύθερα χορηγούσε τη διδαχή αυτή σε όποιον ερχόταν να τον βρει στο σπίτι του. Αφού οι συναθλητές του ομολόγησαν, ο καθείς με τη σειρά του, ότι ήσαν χριστιανοί, ο έπαρχος στρεφόμενος προς τον Ιουστίνο τον ρώτησε αν ήλπιζε να ανέβει στους ουρανούς με τα μαρτύρια που θα του επέβαλλε. Ο φιλόσοφος αποκρίθηκε: «Ελπίζω να λάβω την ανταμοιβή που προορίζεται σε εκείνους που τηρούν τις εντολές του Χριστού, αν υποστώ τα μαρτύρια που μου αναγγέλλεις. Ο διακαής πόθος μας είναι αυτός: να υποφέρουμε χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και να σωθούμε· έτσι θα παρουσιασθούμε βέβαιοι και ήσυχοι ενώπιον του φοβερού βήματος του Θεού και Σωτήρα μας, μπροστά στον Οποίο όλοι οι άνθρωποι πρόκειται να σταθούν». Οι άλλοι μάρτυρες αναφώνησαν: «Πράξε ό,τι θέλεις. Είμαστε χριστιανοί και δεν θα θυσιάσουμε στα είδωλα!». Άκουσαν τη θανατική ποινή αναπέμποντας θερμές ευχαριστίες στον Θεό και κατόπιν, αφού μαστιγώθηκαν, τελειώθησαν μαρτυρικώς δι’ αποκεφαλισμού. Πιστοί χριστιανοί πήραν κρυφά τα σώματά τους και τα ενταφίασαν σε τόπο προσήκοντα.


— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]  Ο Συναξαριστής διακρίνει τον φιλόσοφο από τον μάρτυρα, αλλά έχει επαρκώς αποδειχθεί ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Εκτός από τα έργα του, τις «Απολογίες» και τον «Προς Τρύφωνα Διάλογο», χρησιμοποιούμε εδώ τα αυθεντικά «Πρακτικά» του μαρτυρίου του που συνέταξε αυτόπτης μάρτυρας.
[2]  Σύμφωνα με ορισμένους η συνάντηση αυτή έγινε στην Έφεσο, κατ’ άλλους δε, στην Ελλάδα.
[3]  Απολογία Β΄, 13, PG 6, 465-467.
[4]  Πρόκειται κυρίως την εποχή αυτή για τις διάφορες μορφές του γνωστικισμού. Ο άγιος Ιουστίνος υπήρξε ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας που ανέλαβε μια συστηματική ανασκευή των αιρέσεων.
[5]  Οι άλλοι απολογητές ήσαν: ο Τατιανός, μαθητής του Ιουστίνου· ο Αριστείδης [13 Σεπτ.]· ο Αθηναγόρας [16 Ιουλ.]· ο Θεόφιλος Αντιοχείας [6 Δεκ.]· ο Μελίτων Σάρδεων και ο άγνωστος συγγραφέας της σπουδαιότατης «Προς Διόγνητον Επιστολής».
[6]  Απολογία Α΄, 2, 11 και 57, PG 6, 320, 341 και 413.
[7]  Απολογία Β΄, 4, PG 6, 452.
[8]  Αυτόθι, Β΄, 7, PG 6, 457.
[9]  Αυτόθι, Β΄, 13, PG 6, 456.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὧ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τοῦτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.




[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 10ος (Ιούνιος),
σελ. 9–14.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου