Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


     Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα μέρες που ο Μωσαϊκός Νόμος ορίζει για τον καθαρισμό της μητέρας ενός νεογέννητου (βλ. Λευ. 12, 2-4), η Υπεραγία Θεοτόκος και ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ οδήγησαν το θείο Βρέφος στην Ιερουσαλήμ για να Το παρουσιάσουν στον Κύριο. Κάθε πρωτότοκο αγόρι, ανήκοντας δικαιωματικά στον Κύριο (βλ. Εξ. 13, 15), έπρεπε να Του αφιερωθεί στον Ναό και, κατά κάποιο τρόπο, να εξαγορασθεί με την θυσιαστική προσφορά ενός αμνού ενός έτους ή δύο τρυγονιών ή δύο περιστεριών για τις φτωχές οικογένειες (Λευ. 12, 8). Ο Κύριος του ουρανού και της γης και ο Νομοθέτης του λαού Του Ισραήλ, Αυτός που δεν ήλθε να καταλύσει τον Νόμο αλλά να τον πληρώσει (Ματθ. 5, 17), προσλαμβάνοντας στην δική Του υπόσταση την εκ της παρακοής θνητή μας φύση, την αποκαθιστά με την έλευσή Του στον κόσμο, γινόμενος ο Ίδιος υπάκουος σε όλα τα προστάγματα του Νόμου. Πηγή κάθε δωρεάς και κάθε χάριτος, γίνεται ο ταπεινότερος και ο πτωχότερος ανάμεσά μας. Υποτάσσεται στον Νόμο, που Εκείνος μας έδωσε και που εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε παύσει να παραβιάζουμε, δείχνοντάς μας με τον τρόπο αυτό, ότι η υπακοή είναι η μόνη οντολογική, προσωπική και εκκλησιαστική οδός της συμφιλίωσής μας με τον Θεό. Παρόλο που, μήτε Εκείνος μήτε η άμωμη Μητέρα Του, είχαν ανάγκη καθαρισμού, την όγδοη ημέρα υπέβαλε την Σάρκα Του στην περιτομή και περίμενε κατόπιν στην Βηθλεέμ να περάσει το καθορισμένο διάστημα για να παρουσιάσει στον Ναό της δόξης Του αυτό το Σώμα που προσέλαβε, για να το καταστήσει νέο, τέλειο Ναό της Θεότητάς Του. Αυτός ο απρόσιτος και απερινόητος Θεός συγκαταβαίνει να ανταλλαγεί με την προσφορά των πτωχών: τα περιστέρια και τα τρυγόνια, χαρακτηριστικά σύμβολα της αγνότητας, της ειρήνης και της αθωότητας που ο φιλάνθρωπος Σωτήρας μας ήλθε στον κόσμο για να μας φέρει με την οδό και τον τρόπο της θείας Του κένωσης και ταπείνωσης.


     Φθάνοντας στον Ναό, τους υποδέχθηκε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, πατέρας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος απρόσμενα οδήγησε την Θεοτόκο στον τόπο τον προορισμένο για τις παρθένες. Την στιγμή εκείνη, έφθασε και στον Ναό ένας άνθρωπος ονόματι Συμεών. Δίκαιος και ευλαβής τηρητής των εντολών του Θεού, περίμενε εδώ και πάρα πολλά χρόνια την εκπλήρωση της Προφητείας που του είχε εμπνεύσει από παλιά το Άγιο Πνεύμα· ότι δηλαδή δεν θα πέθαινε, πριν δει και αγγίξει τον Σωτήρα Χριστό. Ο γέροντας αυτός, που στο πρόσωπό του εικονιζόταν η απ’ αιώνος ιερή προσδοκία του Ισραήλ, έτεινε τότε τους βραχίονές του, με τα χέρια του καλυμμένα από τις πτυχές του ιματίου του, για να δεχθεί τον Σωτήρα, όπως επί ενός χερουβικού θρόνου και, ευχαριστώντας τον Θεό, είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου» (Λουκ. 2, 29). Η Διαθήκη του Ισραήλ που ακυρώθηκε διά της παρουσίας του Χριστού και ο σκοτεινός Νόμος ζητούσαν, διά μέσου του πρεσβύτερου Συμεών, να αποσυρθούν μπροστά στο φως της Χάριτος. Ο γέροντας αυτός, βλέποντας και αγγίζοντας τον Σωτήρα που είχαν αναγγείλει και προετοιμάσει οι Δίκαιοι και οι Προφήτες από αιώνες, μπορούσε πια να ζητήσει με παρρησία από τον Θεό να τον λυτρώσει από τα δεσμά της σαρκός και της φθοράς, για να κάνει τόπο στην αιώνια νεότητα της Εκκλησίας. Ανήγγελλε έτσι επίσημα την κατάργηση όλων των παλαιών προτυπώσεων και απάγγελνε την έσχατη προφητεία όσον αφορά τον Σωτήρα, προλέγοντας στην Μητέρα Του, ότι το Πάθος Του και η ζωοποιός Ανάστασή Του θα είναι σημείο αντιλεγόμενο το οποίο θα επιφέρει την πτώση των ασεβών αλλά και την ύψωση όσων θα πιστέψουν ειλικρινά σ’ Αυτόν (Λουκ. 2, 34-35).


     Οι παρευρισκόμενοι φαρισαίοι, ακούγοντας τέτοιες αποκαλύψεις και έξαλλοι που έβλεπαν την Θεοτόκο Μαρία να ίσταται Πρώτη μεταξύ των παρθένων, έσπευσαν να αναφέρουν όλα τα συμβάντα στον βασιλιά Ηρώδη. Εκείνος κατάλαβε ότι αυτό το Παιδί πρέπει να ήταν ο νέος βασιλέας για τον οποίον του είχαν κάνει λόγο οι Μάγοι που είχαν ακολουθήσει το Αστέρι από την Ανατολή και έστειλε αμέσως στρατιώτες να Το θανατώσουν. Προειδοποιημένοι εγκαίρως η Μαρία και ο Ιωσήφ, άφησαν την πόλη και κατέφυγαν στην Αίγυπτο, οδηγημένοι από Άγγελο Κυρίου. Κατά την Παράδοση, δεν επέστρεψαν παρά μετά από δύο χρόνια στην Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Και το Παιδί μεγάλωνε ήσυχα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την δημόσια αποστολή Του.


     Σύμφωνα με μια Παράδοση που αναφέρουν αρχαίοι χρονογράφοι, ο δίκαιος και άγιος γέροντας Συμεών καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν μεταξύ των Εβδομήκοντα σοφών και περισπούδαστων Εβραίων που επελέγησαν κατά τους χρόνους του φαραώ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (285–246 π.Χ.) για να μεταφράσουν στα Ελληνικά την εβραϊκή Βίβλο, και ήταν επιφορτισμένος ειδικά με την μετάφραση του Προφήτου Ησαΐα. Πρέπει να σημειωθεί ότι Παράδοση αυτή έχει αξία συμβολική παρά πραγματική, αφού προϋποθέτει αυστηρά ότι ο Συμεών πρέπει να είχε φθάσει σε ηλικία τουλάχιστον 270 ετών κατά την εποχή της έλευσης του Χριστού. Δεν γίνεται δεκτή όμως από τον άγιο Νικόδημο και τους περισσότερους των Πατέρων· την μεταφέρουμε ωστόσο εδώ, διότι ανακαλεί εν είδει εικόνας την καθαρά ορθόδοξη ερμηνεία της Προφητείας αυτής του Ησαΐα. Κατ’ άλλους, ο Συμεών φέρεται ως υιός του Χιλλέλ και πατέρας του Γαμαλιήλ, εκείνου του πάνσοφου διδασκάλου του αγίου Αποστόλου Παύλου (βλ. Πράξ. 22, 3). Η καθιερωμένη Παράδοση αναφέρει, όμως, ότι ο άγιος Συμεών δεν ήταν ούτε ιερέας ούτε φαρισαίος, αλλά ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής, ηλικίας περίπου 112 χρόνων. Όταν, λοιπόν, έφθασε ο Συμεών στο περίφημο εδάφιο όπου ο Προφήτης αναγγέλλει την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού λέγοντας: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται Υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Βλ. Ησ. 7, 14), εντελώς αμήχανος, πήρε το μαχαιρίδιο για να ξύσει προκειμένου να απαλείψει την λέξη «παρθένος» και να την αντικαταστήσει με την λέξη «νεανίς». Την στιγμή εκείνη όμως, Άγγελος Κυρίου τού φανερώθηκε και τον εμπόδισε να αλλάξει το ιερό κείμενο, εξηγώντας του ότι αυτό που του φαινόταν αδύνατον ήταν στην πραγματικότητα μια κρίσιμη και βαρυσήμαντη Προφητεία για την έλευση στον κόσμο του Υιού του Θεού και, για του λόγου το αληθές, του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον έβρισκε ο θάνατος έως ότου δει και αγγίξει τον Μεσσία, Αυτόν, τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα. Όταν, μετά από χρόνους πολλούς, ο Χριστός οδηγήθηκε από την Υπεραγία Θεοτόκο στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Πνεύμα Κυρίου αποκάλυψε στον πρεσβύτερο Συμεών ότι η πολυπόθητη ώρα να εκπληρωθεί η παλαιά υπόσχεση είχε πια φθάσει. Ωθούμενος από το Ίδιο το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος του Θεού, ο Θεοδόχος Συμεών, έσπευσε στον Ναό και, παίρνοντας το Παιδί στην αγκαλιά του, μπορούσε πια να πει στον Θεό με όλη την καρδιά του, μέσα σε μια άφραστη κατάσταση ιερής συγκίνησης και μέθεξης: «Άσε πια τον δούλο Σου να φύγει, Δέσποτα Κύριέ μου, σύμφωνα με τον λόγο της υπόσχεσής Σου, τώρα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Σωτήρα» που έστειλες όχι μόνο στον Ισραήλ, αλλά και σ’ ολάκερο τον κόσμο (πρβλ. Λουκ. 2, 29). Και όντως, εκοιμήθηκε εν ειρήνη λίγες μέρες αργότερα. Τα λείψανά του τιμώνταν στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό του Αγίου Ιακώβου που κτίσθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου.


     Μια γυναίκα ονόματι Άννα, από την φυλή Ασήρ –προχωρημένης ηλικίας και γνωστή σε όσους σύχναζαν στον Ναό, γιατί μετά από επτά χρόνια γάμου είχε χηρεύσει πρόωρα και, έκτοτε, υπηρετούσε εκεί διαρκώς τον Θεό, αναμένοντας την έλευση του Μεσσία με νηστεία και προσευχή–, προχώρησε και αυτή προς το Παιδίον και άρχισε να δοξάζει τον Θεό, αναγγέλλοντας σε όλους με θείους και πύρινους λόγους την λύτρωση του Ισραήλ. Αν ο γέροντας Συμεών ήταν η ζωντανή εικόνα του παλαιού Ισραήλ, της Παλαιάς Διαθήκης, που ανέμενε την έλευση του Μεσσία για να εξαφανισθεί και να κάνει τόπο στο φως και στην αλήθεια του Ευαγγελίου, η αγία προφήτιδα Άννα αντιπροσώπευε από την δική της μεριά τον χορό εκείνων των αγίων χηρών, παρθένων και μοναχών που αποτάσσονται κάθε κοσμική μέριμνα για να παραμείνουν μέσα στον Ναό του Κυρίου, προσφέροντας με νηστείες, ύμνους και προσευχές, την φλογερή τους αναμονή για την μυστική έλευση του Σωτήρα. Και όταν, όπως η Άννα και ο Συμεών, θα έχουν δει και αυτοί με τα μάτια τους και θα έχουν αγγίξει με τις πνευματικές τους αισθήσεις τον Χριστό που θα έχει έλθει να σκηνώσει εντός τους, θα αναγγείλουν τότε σε όλους τους ανθρώπους, με χαρά και με βεβαιότητα, ότι ο Σωτήρ δεν παύει ποτέ να έρχεται σε αυτόν τον κόσμο, ως «Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ Ἰσραήλ» (Λουκ. 2, 32), του περιούσιου λαού της Εκκλησίας Του.


     Η εορτή αυτή της Υπαπαντής του Κυρίου –η και «του Εξαγνισμού της Θεοτόκου», όπως ονομάζεται στην Δύση– ήταν ήδη γνωστή από τον 4ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα, όπου εορταζόταν στις 14 Φεβρουαρίου για να συμπίπτει με την τεσσαρακοστή ημέρα από την Γέννηση του Χριστού που εορταζόταν τότε στις 6 Ιανουαρίου. Εισήχθη στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 542 και κατατάχθηκε τότε μεταξύ των δεσποτικών εορτών. Όμως, παρά το γεγονός ότι είναι δεσποτική εορτή, η «Υπαπαντή» διατηρεί τον χαρακτήρα και την λειτουργική τάξη θεομητορικής εορτής. Ως εκ τούτου, δεν παραλείπεται η ακολουθία της Αναστάσεως εάν τύχει ημέρα Κυριακή· εάν τύχει δε ημέρα νηστείας (Τετάρτη ή Παρασκευή), γίνεται μόνο κατάλυση ιχθύος.


[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 6ος, Φεβρουάριος,
σελ. 20–22 και 25–26.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση
και πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΑ…

ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΑ…


     «Συνήθως» η πραγματικότητα είναι αυτή που δεν φαίνεται. Γιατί η μόνη αυθεντική πραγματικότητα είναι αυτή που αγνοούμε και που βρίσκεται διαρκώς μέσα στον Θεό και είναι αφημένη στα χέρια Του για μας, μέχρι εμείς να τη ψηλαφίσουμε και να τη ζήσουμε. Και ο Θεός ως είθισται αγαπά να κρύβεται ή να αργεί στη ζωή μας και στον καθημερινό μας αγώνα. Εκεί, σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο σημείο, στην αβάσταχτη αφάνεια και τη σιωπή του Θεού, έρχεται και παρουσιάζεται ο εχθρός της ψυχής μας να μας προτείνει με τον α΄ ή β΄ τρόπο, με το α΄ ή β΄ πρόσωπο τις «εύκολες» και «γρήγορες» λύσεις της αμαρτίας και της αποστασίας. Θεωρούμε τους εαυτούς μας τους πλέον αδύναμους για υπομονή και εγκαρτέρηση και γέρνουμε νωχελικά προς τη «θεατή» ευκολία του τρόπου που μας προτείνεται σπασμωδικά σαν λύση, ο οποίος είναι από πάνω μέχρι κάτω εντελώς αθεάρεστος και αφιλάνθρωπος. Ποιος τώρα κάθεται ν’ αγαπά έναν Θεό σιωπηλό και αφανή; Τρελοί είμαστε; Όχι. Μα πρέπει, αν θέλουμε να σώσουμε τον παραπαίοντα εαυτό μας, να γίνουμε. Γιατί μετά θα πασχίζουμε με τη λογική είτε να ωραιοποιήσουμε την αντίθεσή μας προς το θείο θέλημα είτε να απενοχοποιήσουμε την απομάκρυνσή μας από την αγάπη Του. Η σιωπή του Θεού πάντως συνεχίζεται σε όλες τις περιπτώσεις· είναι το πιο εξαντλητικό αίνιγμα για τον εγκέφαλό μας, αλλά και ένα απερίγραπτα ενθαρρυντικό μεγαλείο για την αντίληψη της καρδιάς μας. Η εξωτερική και επιδερμική πίστη, η τυπική, η φρούδα, η επιπόλαιη πίστη των μαζών και της φαντασίας μας, σχετίζεται λίγο–πολύ με τα θέλω του ανθρώπου, με τις ιδέες του, τις εμμονές και με τις προλήψεις του. Αυτή όμως η πίστη, αργά η γρήγορα, ξέρουμε πολύ καλά ότι γίνεται και είναι ένας φοβερός και αμείλικτος εχθρός του εαυτού μας, το τέλειο χαρακίρι και η πιο βίαιη μαχαιριά στον κόσμο μας. Ωστόσο η Ορθόδοξη Πίστη μας, επειδή έχει και διακρατεί πλήρως την αλήθεια του Θεού, δεν είναι ούτε ένα εύκολο ούτε ένα αυτόματο λαβείν. Δεν πατάς το κουμπί του Θεού και σού ’ρχεται αθρόα η πραγματοποίηση των επιθυμιών σου. Κανένας δεν μπορεί και δεν γίνεται να πιστεύει στα σοβαρά με βάση το πόσο έχει να λάβει από το παντοδύναμο θείο. Η αγάπη βάζει πάντα τα πράγματα στη θέση τους με την ειρηνική της σοφία. Η τροχιά των βιωμάτων της πίστης προς τον Χριστό είναι γεμάτη από σπάρτα υπομονής. Πρώτα αφαιρείται «κάτι» από μας, ίσως αυτό ή εκείνο που είναι ένα με μας, και μετά έρχεται απρόσμενα αυτό το «αντιατομικό» και ανιδιοτελές λαβείν, που είναι η θεία ευλογία και εμπειρία, η απλανής πείρα του Θεού. Μέσα σε αυτήν την ανανεωτική πλην όμως έμπονη αφαίρεση ο άνθρωπος λεπτύνεται, η καρδιά του γίνεται χριστοκεντρικά διάφανη και θεία. Η ψυχοφθόρα ισχύ των πιεστικών λογισμών θραύεται, ο βασανιστικός κλοιός της λύπης χαλαρώνει σε βαθμό της τέλειας εξαφάνισής της και η εγκάρδια προσευχή προς τον Θεό γίνεται μέσα μας η μόνη ευλογημένη κατάσταση που εδραιώνει βαθμιαία την αλήθεια του Θεού στα σκόρπια μας βιώματα, τα οποία οπωσδήποτε δεν είναι δικές μας «γέννες», αλλά συγκινητικά χαρίσματα του θείου ελέους για την αύξησή μας στη θεογνωσία, την αυτογνωσία και την αδελφογνωσία. Ο εαυτός μας θωρακίζεται σιωπηλά με τη Χάρη του Θεού και πλέον αντιλαμβάνεται πολύ καλά πώς μόνο με αυτή μπορεί να είναι κυριολεκτικά κραταιός, άτρωτος, άλυπος, θεραπευμένος. Όποιοι και να είναι οι πειρασμοί, οι δυσκολίες και τα τέλματά μας, δεν έχουμε το δικαίωμα αλλά ούτε και την υποχρέωση στην απόγνωση, την απελπισία, την αποθάρρυνση, την αποκαρδίωση: είμαστε από την αγάπη Του δυνατοί και ελεύθεροι. Ο Θεός γνωρίζει ότι η καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη από την αγάπη που είναι φτιαγμένη από την υπομονή και την υπομονή που αναδύεται από την αγάπη για να φύγει επιτέλους η φαντασία, το μαράζι και το παίδεμα των λογισμών, όλες εκείνες οι αυταπάτες που παρεισφρύουν επιζήμια στη φύση μας, στη σχέση μας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που νομίζουμε ότι ζούμε. Αλλά πρωτίστως εκείνη που αποκαλύπτεται με την προσευχή και την ταπείνωση, μέσα στην κοινωνία μας με τον Θεό, στη νοσταλγία ή τη θέα του προσώπου Του…
     Κάτι τέτοια θυμάμαι να έλεγα σήμερα το απόγευμα σε μια ψυχή που τόσο αγαπώ εν Κυρίω…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ


     «Ο Κύριος δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη» (Ματθ. 15, 23). Τι, παράδοξο! Τώρα ο Λόγος δεν έχει πια ούτε έναν λόγο κι ούτε μια λέξη να πει. Η σιωπή στέκεται σαν ανεξήγητος τοίχος ανάμεσα σε μια καρδιά που πάσχει και δοκιμάζεται πικρά και στην Αγάπη που μόνο ακούει και δεν απαντά. Τι φοβερό, να σιωπά ένας Θεός στον πόνο! Είναι άραγε Αυτός Θεός ή μήπως δεν είναι αυτός πόνος; Η Χαναναία έρχεται και ανατρέπει ό,τι ξέραμε και ό,τι φανταζόμασταν για την πίστη. Όλες οι θεωρίες, οι αναλύσεις, οι επεξηγήσεις και οι απαντήσεις που τόσο εύκολα και πρόχειρα δίναμε εμείς κατά κόρον, πάνε περίπατο! Γιατί πίστη δεν είναι ούτε αυτό που ξέρουμε, πολύ περισσότερο ούτε αυτό που φανταζόμαστε. Η πίστη είναι η ενδοολική αυτοπαράδοση, η ολόθυμη εμπιστοσύνη προς το Πρόσωπο του Θεού, σε ό,τι Αυτός έχει πει και έχει διδάξει, σε ό,τι Αυτός λέει ή δεν λέει στη ψυχή μας. Ο Λόγος δεν παύει ποτέ να είναι «λόγος». Ακόμη και η σιωπή του Λόγου είναι μια σιωπή εύλαλη και βοώσα, γιατί και το σιγάν του Θεού είναι τρόπος μυστηρίου και ευεργεσίας προς τον άνθρωπο που πάσχει ή που δεν πάσχει, αλλά πάντως δεν μπορεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει τα χνώτα και τις οδούς του Θεού. Η πίστη της Χαναναίας ήταν πίστη καρδιακή, γι’ αυτό και η πίστη της ήταν πραγματικά ακατάβλητη, ανυποχώρητη, σθεναρή, ακλόνητη. Η πίστη της ήταν όντως πίστη κι ας μην υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα καρπός, αποτέλεσμα, απάντηση στο αιτούμενο. Δεν είχε λογική, δεν είχε προϋποθέσεις, δεν είχε υποθέσεις και αντιπαραθέσεις μέσα της, παρά μόνο ταπείνωση και πόνο. Έκραζε συνεχώς πίσω από τον Χριστό και τους Μαθητές Του. «Έκραζε όπισθεν»: Πίσω από τους Αποστόλους, πίσω από πρώτους Αγίους, μέσα στην πρώτη Εκκλησία, μέσα στην καλή μαρτυρία του αγώνα και της άθλησής της. Μια ακολουθία γεμάτη κραυγή πόνου. Αυτό δηλαδή που άλλαξε τα δεδομένα. Η ακολουθία είναι εκείνη η πιστότητα που γυρεύει ο Ουρανός για να ομβρίσει ευλογίες. Κραυγή εδώ ας θεωρηθεί η εκτενής και επίμονη προσευχή, που πραγματοποιείται με τόνο και επίταση. Όλοι μετά απευθύνθηκαν στον Χριστό: «Κάνε επιτέλους αυτό που Σου ζητά για να φύγει!». Πάντα οι πρεσβείες των Αγίων συντελούν καίρια στο να βιάζεται η συνεχώς αβίαστη και η διαρκώς βιαζομένη Αυτοαγάπη και να εμφαίνεται έτσι το θαυμαστό έργο της στα έσχατα της απελπισίας και της αδυναμίας μας. 


     Η πίστη μας φαίνεται πως είναι ανάγκη να αναμετρηθεί κυριολεκτικά με την ακατάληπτη σιωπή του Θεού· και μόλις «ξεφύγει από τα όρια» του λογικού εαυτού μας με τον ίδιο τρόπο που έφυγε και η «από των ορίων εξελθούσα» Χαναναία, ανεβαίνει έπειτα την κλίμακα και δοκιμάζεται αρκετά μέσα στη βαθύστοργη σιγή του Θεού. Όλες μας οι ικεσίες φαίνεται να παλεύουν με αγωνία και απορία με τη σιωπή του Θεού, γιατί δεν γίνεται να πιστεύουμε δίχως πρώτα να χτίζουμε το οικοδόμημα της ψυχής μας με την υπομονή (πρβλ. Λουκ. 21, 19). Και την καλύτερη υπομονή την έχει όποιος αγαπάει, γιατί δεν γίνεται να υπομένεις αν δεν έχεις μέσα σου αγάπη. Την αγάπη που σφυρηλατεί η πίστη στο πρόσωπο του Θεού που εν προκειμένω μένει κωφός και άλαλος. Οι καρδιές μας παρασυρμένες από τον κοσμικό τρόπο της ευκολίας των πεπατημένων, αδυνατούν τις περισσότερες φορές να αντέξουν τη σιωπή του Θεού, εκλαμβάνοντάς την σαν ένα άκρως «αντιαγαπητικό φαινόμενο», το οποίο προέρχεται από τη «σκληρή» και «βασανιστική πλευρά» του Σιωπηλού Θεού, του Θεού που αγαπά ενίοτε και να «σιωπά» επειδή Αυτός είναι Αγάπη με σιωπηλές ευδοκίες. Τα αιτήματα του εαυτού μας είναι τόσο επιτακτικά, που μπορεί να καλλιεργούν ανείπωτες αδημονίες μέσα μας, τα σπαράγματα αυτά της φρικαλέας εγωικότητάς μας. Η πίστη όμως βρίσκει την αυθεντικότητά της με την υπομονή. Και η μόνη μη ζημιογόνα υπομονή είναι αυτή που εμφορείται από τη θεία αγάπη που μοιάζει με τρέλα και που κάνει σαρωτικά πέρα όλες τις λογικές, τις εκτιμήσεις, τις αμφιταλαντεύσεις, τις αγωνίες, τις καταρρεύσεις. Η Χαναναία πλησίασε τον Χριστό με ταπείνωση και πόνο. Δέχθηκε το «δοκίμιο» της πίστης της καρδιάς της με ευθύτητα και απλότητα, ελεύθερα και ανεπηρέαστα. Χάρη στην ενδόμυχη ταπείνωσή της γνώριζε πάνω-κάτω τι ήταν μπροστά σε αυτό που η ίδια ζητούσε και μπροστά σε Αυτόν που διαρκώς σιωπούσε ακατανόητα, δίχως καν να της απαντά: ένα «κυνάριο» που δεν άξιζε «τον άρτον των τέκνων», αλλά, παρ’ όλα αυτά, αν ήθελε η σιωπώσα Αυτογάπη, τουλάχιστον, αν όχι όλα, έστω κάποια από «τα ψυχία, τα πίπτοντα από της τραπέζης των κυρίων». Το δικό της το «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ» και το «Κύριε, βοήθει μοι», ήταν οι άπταιστες συλλαβές της κραυγής της πίστης της, οι θεσπέσιες νότες του άφατου πόνου της που έγινε ρωμαλέα δέηση. Η σιωπή του παντοδύναμου Κυρίου «σπάει» τελικά, γίνεται κομμάτια και συντρίμμια και μετατρέπεται σε ένα θαυμαστικό και σε μία επιφώνηση, αναμειγμένη με ένα χριστόφθογγο εγκώμιο που θα μείνει ανεξάλειπτο σε όλη την ευαγγελική ιστορία: «Ω, γυναίκα! Είναι μεγάλη η πίστη σου! Ας γίνει αυτό που θέλεις!». Γιατί αυτό που θέλεις, βγαίνει μέσα από τη «μεγάλη σου πίστη». Και η «μεγάλη σου πίστη» δεν ανήκει στην κρούστα των τετριμμένων θρησκευτικών εκδηλώσεων και συμπεριφορών, αλλά έχει ρίζες μυστηρίου· ρίζες που τολμούν και επιθυμούν να απλώνονται πολύ βαθιά μέσα στην αβόλιστη σιωπή της Αγάπης, μέσα στη σιγαλιά και την αφωνία του Θεού —τούτο το λίκνο όλων των δωρεών και των θαυμάτων Του…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

«ΚΑΚΕΣ, ΚΑΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!»

«ΚΑΚΕΣ, ΚΑΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!»


Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 1954     

     Αχ, τι ανόητος που είσαι! Μου γράφεις πως δεν πιστεύεις στον Θεό, ούτε στη θεία Του Πρόνοια ούτε και στην ύπαρξη δαιμόνων. Είσαι στ’ αλήθεια τόσο τυφλός πνευματικά, ώστε δεν βλέπεις στην κτίση τον παντοδύναμο Δημιουργό! Τα πάντα είναι τόσο θαυμάσια πλασμένα και όλα τα κυβερνά ένας αμετάβλητος νόμος, ο ίδιος στους αιώνες.


     Ως προς την ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων, θα σου διηγηθώ εν συντομία μερικά περιστατικά από την πείρα μου.
     Στο παλιό Βαλαάμ έμενα μόνος μου σε μια μικρή καλύβα στη Σκήτη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Μαγείρευα μόνος μου, καλλιεργούσα λάχανα και το ψωμί το έφερνα από το Μοναστήρι ή και κάπου-κάπου ζύμωνα μόνος μου. Τις νύχτες μού άρεσε να αγρυπνώ, πάντοτε έπεφτα να κοιμηθώ μετά τα μεσάνυχτα και στις δύο ή τρεις σηκωνόμουν πάλι. Τη μέρα ασφαλώς κοιμόμουνα όσο απαιτούσε η φύση. Κάποτε, στις 2 τη νύχτα, έφτιαξα τσάι στο σαμοβάρι και αντί για το δείπνο άρχισα να το πίνω. Ξαφνικά άκουσα πως κάποιος βάδιζε στο χαλάκι· άκουσα καθαρά βήματα ανθρώπου. Θυμήθηκα πολύ καλά ότι είχα κλειδώσει την εξώπορτα. Με περιέλουσε κρύος ιδρώτας· η γάτα κύρτωσε την πλάτη της με την τρίχα ψηλά σαν να περίμενε να ανοίξει η πόρτα και κάποιος να έρθει μέσα. Πήρα τη λάμπα, πήγα στο χολ και κοίταξα παντού, αλλά δε βρήκα κανέναν. Όποιος δεν πιστεύει, ασφαλώς θα πει ότι πρόκειται για παραίσθηση. Όχι, όχι, δεν ήταν παραίσθηση, αλλά δαίμονες εκεί περπατούσαν. Άλλοτε πάλι όταν έκανα τον κανόνα μου, μου χτυπούσαν το παράθυρο και ακουγόταν και άλλα χτυπήματα, που δε θ’ αρχίσω τώρα να τα περιγράφω όλα.


     Και άλλη ένδειξη για την ύπαρξη δαιμόνων – κάτι παρόμοιο αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο. Είχα έναν αδελφό στην Πετρούπολη. Είχε εστιατόριο και η δουλειά του πήγαινε καλά. Εγώ τον καιρό εκείνο έμενα στην ίδια πόλη, στο μετόχι της Μονής μας. Μια μέρα ο αδελφός μου ήλθε να με επισκεφτεί. Όταν έμπαινε στο κελί μου, τον έπιανε μεγάλη ανησυχία. Τον έβαλα να καθίσει στην καρέκλα κάτω από τις εικόνες που είχαν και τεμάχια από άγια λείψανα. Απότομα ο αδελφός μου πετάχτηκε όρθιος και φώναξε: «Κακές, κακές εικόνες!» και έτρεξε έξω από το κελί. Απορούσα, τι να του συνέβαινε άραγε; Την άλλη μέρα, όταν πήγα να τους δω, η νύφη μου, μου είπε: «Όταν γύρισε στο σπίτι, άρχισε να φωνάζει πολύ αγανακτισμένος: “Ποτέ πια δε θα ξαναπάω στον αδελφό μου! Έχει κακές εικόνες εκεί!”. Και όταν του είπα κάτι για το ιερό Ευαγγέλιο, νευρίασε και μου είπε: “Μη μου λες τέτοια πράγματα!”. Και αν ραντίσω το φαγητό του με αγιασμό, δε θα το φάει και ας μην είδε το ράντισμα». Έπρεπε να ταξιδέψω στο Μοναστήρι για να λάβω το μικρό αγγελικό σχήμα. Ζήτησα τον π. Ηγούμενο να μνημονεύει στη Λειτουργία τον Ιωάννη –ο αδελφός μου λεγόταν και αυτός Ιωάννης– και παρακάλεσα και μερικούς μεγαλόσχημους μοναχούς να προσεύχονται υπέρ αυτού.


     Έγινε η κουρά μου και γύρισα ξανά στον πολυθόρυβο κόσμο. Πήρα μαζί μου ένα καλαθάκι φράουλες από τον κήπο της Μονής. «Ας προσφέρω στον αδελφό μου κάτι από τους καρπούς της Μονής», σκέφτηκα, και το ράντισα με αγιασμό. Ήρθα στην πόλη, πήρα τις φράουλες και πήγα στον αδελφό μου. Ο αδελφός μου έφαγε απ’ αυτά και με ευχαρίστησε. Ύστερα μου διηγήθηκε τα εξής: «Μετά την αναχώρησή σου στο Μοναστήρι είδα μια νύχτα πολύ καθαρά, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, δύο μεγαλόσχημους μοναχούς να με πλησιάζουν και να μου λένε: “Μη στενοχωριέσαι, μη στενοχωριέσαι! Θα γίνεις καλά!”».  Και πρόσθεσε: «Κάτι κακοί άνθρωποι με τη βασκανία τους με είχαν αρρωστήσει».


     Τούτο το γεγονός δε θα το ξεχάσω ποτέ. Πιστεύω στον Θεό και την παντοδυναμία Του. Όπου και αν κοιτάξω, το κάθε τι μου προκαλεί θαυμασμό και αναγνωρίζω τη δημιουργική Του πρόνοια στις πορείες των ανθρώπων και όλου του κόσμου. Πώς εσείς, οι άθεοι, βλέποντας όλη τούτη τη θαυμαστή κτίση μπορείτε να μην αναγνωρίζετε τον Θεό και Δημιουργό; Ο ελεήμων Κύριος τα έπλασε όλα θαυμάσια, έδωσε στο κάθε τι το δικό του νόμο και συντηρεί την τάξη του κόσμου μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας Του, οπότε και ο θαυμάσιος τούτος κόσμος θα εξαφανιστεί και θα αρχίσει μια άλλη αιώνια ατελεύτητη ζωή.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΛΕΞΕΓΙΕΒ
(1873–1958)


[«Οι επιστολές του Πνευματικού
της Ιεράς Μονής Βάλαμο»,
Επιστολή 94η, σελ. 168–170.
Μετάφραση: Χριστοδούλη Μοναχή.
Έκδοση Ιεράς Μονής Βυτουμά,
Καλαμπάκα 19974.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥ

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥ


     Πάει καιρός, από τότε που μού ’μαθες να φυτεύω λουλούδια στη γη της καρδιάς μου, Διδάσκαλε αγαθέ…

     Ήμουν ένας κήπος ξερός και μαραμένος· μια στείρα γη. Το νιόδροσο χορτάρι πρώτη φορά φύτρωσε στον ερχομό Σου…

     Δε Σε γνώρισα σαν πρωτοήρθες. Σαν άλλη Μαρία κι εγώ, Σε πήρα για κηπουρό και Σε κοίταξα περίεργα. Έβλεπες τον κήπο...

     Ύστερα, μού ’πες πως πρέπει να ξεριζώσω τ’ ατίθασα ζιζάνια.
     Έκανες την αρχή...

     Ύστερα, πήρες το χέρι μου.
     Μού ’βαλες στη χούφτα ένα μικρούτσικο σπόρο κι είπες:
     —Αυτό είναι ένα τριαντάφυλλο...

     Γέλασα.
     —Με κοροϊδεύεις, Ξένε;
     Κοίταξες θλιμμένος τα μάτια μου και μου μίλησες για την υπομονή.
     Υποσχέθηκες πως την άνοιξη αυτό το μικρό σποράκι θά ’ναι οπωσδήποτε ένα τριαντάφυλλο…

     Σε πίστεψα, κι άρχισα το φύτευμα.
     Ήθελα μόνο τριαντάφυλλα στο δικό μου κήπο· Στο ζήτησα.
     Αρνήθηκες, γιατί έτσι θά ’ταν ένας κήπος μονότονος, χωρίς παραλλαγές...


     Φύτεψα ρόδα και κρίνα, άσπρες και μωβ πασχαλιές, λεπτά γιασεμιά και ανεμώνες.
     Όλα μικρά σποράκια μα, μου τό ’πες:
     —Θ’ ανθίσουν την άνοιξη…

     Μου μίλησες για την άνοιξη, τότε που θ’ ανθούσε ο κήπος, τότε που θα βάψει το πράσινο τη γη μας και το γαλάζιο τον ουρανό.
     —Τότε, μού ’πες, τα ρόδα θα σου θυμίζουν την αγάπη· τα λεπτά γιασεμιά την ευγένεια της καρδιάς· τα κρίνα την αγνότητα της ψυχής· οι μωβ πασχαλιές τη θυσία, οι λευκές πασχαλιές τη χαρά· οι ανεμώνες την απλότητα και τα μικρά χαμομήλια, που θ’ ανθίσουν μόνα τους με το αγέρι και τη βροχή, αυτά θα σου θυμίζουν την ακριβή ταπείνωση.
     —Θα τα θυμάσαι, παιδί Μου, ολ’ αυτά;
     —Ναι, άγνωστε Ξένε, θα τα θυμάμαι.
     —Πες μου, όμως, τ’ όνομά Σου, να Σε καλέσω την άνοιξη να δεις τον κήπο μου ανθισμένο...

     Δε μίλησες.
     Όμως, τ’ άστρα, το αγέρι, όλες οι μικρές πνοές της νύχτας, το ψιθυρίσανε γλυκά:
     —  Ι Η Σ Ο Υ Σ .


     Πάει καιρός, από τότε και δεν Σε ξανάδα.
     Όμως, το ένιωθα· ήσουν πάντα κοντά μου: τό ’δειχνε τ’ αφρόπλαστο χιόνι που έντυνε τα μικρά φυτά, ο ήλιος μετά που τα ζέσταινε…

     Τα πρώτα βλαστάρια…
     Βλέπω και τώρα τον κήπο…

     Αναστημένε μου!...
     Να, τα λουλούδια μου:
     Τα ρόδα μού θυμίζουν την αγάπη.
     Τα κρίνα την αγνότητα της ψυχής.
     Τα λεπτά γιασεμιά την ευγένεια.
     Οι ανεμώνες την απλότητα.
     Τα χαμομήλια την ταπείνωση
     Οι μωβ πασχαλιές τη θυσία.
     Οι λευκές τη χαρά.


     Θ’ ανοίξω τώρα τον κήπο μου να ξεκουράζονται οι ψυχές στα λουλούδια μου...

     Μα, πιότερο θέλω να ’ρθείς ΕΣΥ, Αγαπημένε μου! Να ’ρθείς να περπατήσεις και να κατοικήσεις στον κήπο μου!…

ΑΥΓΕΡΗΣ ΡΟΔΑΜΑΣ







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

«ΜΗ ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΕΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ!»

«ΜΗ ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΕΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ!»



     «Συμβαίνει πολλές φορές να σου μιλάει με λογισμούς ο σατανάς και να σου λέει: “Κοίταξε πόσα κακά έργα έχεις κάνει! Η ψυχή σου είναι γεμάτη ανομίες, βαρύνεσαι με πολλές και βαρύτατες αμαρτίες!”. Μη σε ξεγελάει μ’ αυτά ο σατανάς και με πρόφαση ταπεινώσεως σε σπρώχνει στην απελπισία. Εσύ λοιπόν αποκρίσου του: “Ναι, αλλά έχω γραπτές τις διαβεβαιώσεις του Θεού που λέει: ‘Δεν επιθυμώ τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά επιθυμώ να επιστρέψει με τη μετάνοια και να έχει ζωή’ (Ιεζ. 18, 23)”. Γιατί τότε τι ήθελε να κατέβει ο Θεός στη γη, αν όχι για να σώσει τους αμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. 1, 15) και να φωτίσει αυτούς που ζούνε στο σκοτάδι και να δώσει ζωή στους νεκρούς από την αμαρτία;”.«

     »Όπως η σατανική δύναμη, έτσι και η Θεία Χάρη προτρέπει δίχως να εξαναγκάζει, Και αυτό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία και η αυτεξουσιότητά μας. Γι’ αυτό και όσα κακά κάνει ο άνθρωπος με την υπόδειξη του σατανά, δέχεται αυτός και όχι ο σατανάς την τιμωρία, γιατί δεν σύρθηκε με τη βία, αλλά με το θέλημά του υπάκουσε στην κακία. Το ίδιο συμβαίνει και με το αγαθό. Ούτε πάλι η Χάρη δεσμεύει με αναγκαστική δύναμη τη θέληση του ανθρώπου, ώστε να μη μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Αλλά δίνει το προβάδισμα στο αυτεξούσιο για να φανερωθεί η θέληση του ανθρώπου· προς τα πού κλίνει, στην αρετή ή στην κακία;«

     »Όπως το σώμα μολύνεται όταν έρθει σε συνάφεια με άλλο σώμα και διαπράξει την αμαρτία, έτσι και η ψυχή διαφθείρεται όταν δέχεται πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς και συμφωνεί και συγκατατίθεται με αυτούς. Και όχι μόνο με τους λογισμούς της πονηρίας και της πορνείας, αλλά και κάθε κακίας (π.χ. απιστίας, δολιότητας, κενοδοξίας, οργής, φιλονικίας, κ.τ.ο.). Αυτό θα πει να καθαρίζουμε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό. Και όπως εκείνος που διαφθείρει τον ναό του Θεού, δηλαδή το σώμα, θα τον αφανίσει ο Θεός, κατά τον Απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 3, 16–17), έτσι κι εκείνος που διαφθείρει τη ψυχή και τον νου του με το να συμφωνεί στα άτοπα, είναι άξιος να τιμωρηθεί. Πρόσεξε τι λέει και η Γραφή: “Με κάθε προσοχή φύλαγε την καρδιά σου, γιατί απ’ αυτό θα οδηγηθείς στη ζωή” (Παροιμ. 4, 23).«

     »Ο καθένας μας οφείλει να εξετάζει ποιες είναι οι κλίσεις της ψυχής μας. Ας διατηρούμε λοιπόν τη ψυχή μας καθαρή από πονηρούς λογισμούς για να έρθει μέσα μας ο καθαρός Θεός να κατοικήσει. Γιατί Αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει και θα κατοικήσει (Β΄ Κορ. 6, 16) μόνο στις καθαρές ψυχές που αγαπάνε το καλό».

ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
(300–390)


[«Μακάριος ο Αιγύπτιος,
50 Ομιλίες Πνευματικές»,
Μελέτημα 28ο, σελ. 48–49.
Έκδοση Ιεράς Μονής
Παμμεγίστων Ταξιαρχών,
Αίγιο 19902.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση και υπομνηματισμός
κειμένου: π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ
ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ



     Ο Ζακχαίος ζητούσε διακαώς να δει τον Χριστό. Μέσα στην καρδιά του συντηρούσε μεγάλους και ιερούς πόθους για τον Κύριο. Δεν ήταν περίεργος· ήταν θεοδιψιακός, έπασχε μέσα του για τη γνώση του Θεού. Παρά τις μεγάλες «αρχιτελωνικές» αμαρτίες του, παρά την άνεση και την ευμάρεια που του χάριζε ο αθέμιτος πλούτος του, ωστόσο, μέσα του έλιωνε από την ιερή επιθυμία να αντικρίσει τη Ζωή, να απαλλαχθεί με τη θεία συγνώμη από το άχθος και τη ντροπή του αμαυρωμένου βίου του. Τον άρπαγα τον άνθρωπο, τον κλέπτη, τον πονηρό και τον επιτήδειο, πολλοί τον κολακεύουν, όλοι τον αποφεύγουν και τον λυπούνται, όλοι επίσης τον απορρίπτουν, τον επικρίνουν και τον καταδικάζουν, κανείς δεν τον εμπιστεύεται και κανείς δεν τον σέβεται, άπαντες προτιμούν, κι ας μη το λένε ποτέ, να μη τον έχουν καν για φίλο. Αυτό ζούσε ο Ζακχαίος. Η ευτυχία του ήταν μια εξωτερική και επιδερμική κατάσταση, μια παρωδία ευτυχίας. Ήξερε πολύ ποιος είναι, τι είναι, πώς είναι και γιατί είναι όπως είναι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από μας.

     Συν τοις άλλοις, είχε και το προσωπικό πρόβλημα της κορμοστασιάς του: «τη ηλικία μικρός ην». Άνθρωπος κοντός, του έλλειπε φοβερά το ύψος, η υψηλή και χορτάτη θέα, το αγέρωχο της παρουσίας, η δύναμη του αναστήματος, το να έχει σύμμαχο το κορμί για να αγρεύει εντυπώσεις, να γίνεται αποδεκτός, περιζήτητος, να επιβάλλεται, να κυριαρχεί, να γίνεται οδηγός. Τελείως κοντός εξωτερικά και τελείως μειονεκτικός εσωτερικά. Όμως τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν τον αποθαρρύνει και δεν τον αποκαρδιώνει.

     Ζητάει από τα βάθη του εαυτού του –αυτού του πρώτου αντίπαλου, κατήγορου και κριτή του– να δει τον Ιησού. Κυριαρχούν μέσα του οι ιερές επιθυμίες με τις ακατάβλητες αξιώσεις τους. Βάζει μπροστά και πάνω απ’ όλα τη δίψα και τη λαχτάρα του για τον Θεό. Μηδενίζει τα πάντα, δεν τον νοιάζει τίποτα, δεν επηρεάζεται από κανέναν, σταματάει να επικεντρώνεται δίχως νόημα στις πολλές του αμαρτίες, στην κατάντια του, στο μεγάλο του ξεπεσμό. Αδίκησε τόσους, άλλος να ήταν στη θέση του θα ντρεπότανε να κάνει βήμα. Η μνήμη και η θύμηση των πολλών του αμαρτιών σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν ένας τοίχος, ένα φρένο, ένα ανάχωμα, ένα εμπόδιο. Ηθικιστικές ενοχικές ερινύες παντού: «Πού πάς αμαρτωλέ; Πώς και γιατί πας; Δεν βλέπεις τα χάλια σου;». Ως συνήθως, έτσι πέφτει θόλωμα στο μυστήριο και το θαύμα. Κι όμως αυτός τα παραβλέπει όλα και πάει ακάθεκτος να συναντήσει τον Χριστό.

     Έτσι με νωπά τα χάλια του, με πλήρη συναίσθηση των ερειπίων του, με την αμαρτία του στη ρημαγμένη του ψυχή σε πρωτόγνωρη συντριβή. Ζει τώρα αλλιώς: όχι πώς να αρπάξει, αλλά πώς να αρπαχθεί από τον Χριστό. Ζει με μια θεία τόλμη, με μια επαινετή θρασύτητα και με μια άριστη απληστία: ή ο Χριστός ή τίποτα! Είμαι ένα τίποτα, το ξέρω, το αισθάνομαι, το νιώθω, μου το λένε κι άλλοι. Κι αν δεν μου το λένε, μου το λέει το άηχο και άγραφο μήνυμα της συμπεριφοράς τους. Είμαι ένα ξεφτιλισμένο και κραυγαλέο τίποτα. Όμως, γι’ αυτό πάω στον Χριστό, γι’ αυτό αξίζει να πάω πιο πολύ στον Χριστό, επειδή αισθάνθηκα τον εαυτό μου ένα τίποτα από τις πολλές και ψυχοφθόρες αμαρτίες μου. Ο Χριστός είναι το Παν και, επειδή είναι το Παν, Αυτός σίγουρα θα είναι και για μένα η συγχώρεση, η λύτρωση, η αποκατάστασή μου, η ζωή που δεν έχω, η νέα αρχή μιας ζωής που δεν μ’ άφησαν ποτέ οι αμαρτίες μου εκεί στο τελωνείο να ζήσω.

     Ο Ζακχαίος κάνει σιωπηλά τις πιο ωραίες υπερβάσεις που καταγράφτηκαν ποτέ στην ιερή ιστορία. Αφήνει κάθε ψυχική αγκύλωση και κάθε σωματική αναπηρία. Εγκαταλείπει την ποταπότητά του για να λάβει το ύψος που γύρευε και δεν εύρισκε. Αφήνει τον δρόμο, τη σκόνη, τον κουρνιαχτό, τα ποδοπατήματα, τα σπρωξίματα, τον συνωστισμό του απρόσωπου πλήθους, κάθε πεπατημένη και απρόσφορη οδό, και πάει και ανεβαίνει πάνω σε μια συκομορέα, σε μια συκαμινιά. Πορεύεται προς το ύψος, ποθώντας να δει και να γευθεί τα όντως υψηλά.

     Ανάμεσα στα κλαδιά και τα φυλλώματα, σε λίγο Τον αντικρίζει. Οι ματιές τους συναντιούνται. Δεν είναι δα και λίγο να βλέπεις την Αγάπη, τα μάτια της Αγάπης. Δεν είναι και λίγο να βλέπεις την Αυτοαγάπη να σε βλέπει· να βλέπει το είναι σου, την καρδιά σου, τον αγώνα και την αγωνία σου, όλες σου τις λαχτάρες και τους πόθους, τις ταπεινές σου προσπάθειες, την ολιγότητά σου, τη φρικτή σου αμαρτωλότητα, την ποικιλόμορφη πτωτικότητά σου. Τον βλέπει καλά και, μόνο που Τον βλέπει, σκιρτά μέσα του κάθε καλή και δεξιά αλλοίωση. Και μόνο που Τον βλέπει, όλος εκείνος ο σκοτεινός, ο αδυσώπητος, ο απελπισμένος κόσμος των παθών καταρρέει με πάταγο. Έτσι γίνεται πάντα, αδελφοί μου. Αυτή είναι η σειρά των τερπνών, των όμορφων αλλοιώσεων: μόλις η ψυχή αντικρίσει τον Κύριο, αλλοιώνεται, αλλάζει, μεταστοιχειώνεται, αναπτερώνεται, μεταρσιώνεται, σκιρτά από χαρά για τη Χάρη που έλαβε και δεν ξέρει πως.


       Και ο Χριστός βλέπει αυτόν που πάντα έβλεπε σαν Παντεπόπτης και Καρδιογνώστης. Άφησε τον Ζακχαίο ελεύθερο και μόνο. Αυτόν μαζί με τον εαυτό του. Αυτόν απέναντι στα χάλια του. Αυτόν αντάμα με τις αδικίες του. Αυτόν μέσα σε όλη την οδύνη της κατάστασής του. Τον άφησε εκεί στην τροχιά της ευθύνης του έναντι στη ψυχή του, έναντι στους συνανθρώπους που χάλασε και αδίκησε και ρήμαξε, έναντι στον Θεό που τον περιμένει, ανεξάρτητα με το τι και πόσα επικριτικά και αποδοκιμαστικά θα λένε γι’ αυτόν. Η θεία Αγάπη ποτέ δεν έχει σχέση με την κρίση των ανθρώπων. Τον άφησε λοιπόν μόνο με την προαίρεσή του, με τη δίψα του για επιστροφή, για μετάνοια, για τη μεγάλη αλλαγή.

     Αυτές είναι οι καταστάσεις που πρέπει οπωσδήποτε να περάσουμε κι εμείς, μαζί με τον Ζακχαίο: να δούμε, αλλά και να αψηφήσουμε την ελεεινότητά μας, την ανημποριά μας, την αδυνατότητά μας, την αδυναμία μας, τις αυτοεκτιμήσεις μας, τη λογική μας, τις προφάσεις και τις δικαιολογίες μας και να τρέξουμε σαν διψασμένα ελάφια να δούμε και να βρούμε Ποιος επιτέλους είναι ο Χριστός. Να αφήσουμε την αδιαφορία, την ανεμελιά, τη ραστώνη της απιστίας, το ανυποχώρητο θέλημά μας, τη βλοσυρή και καχεκτική αντιμετώπιση των πραγμάτων, τη δήθεν αλάνθαστη και κατά πάντα ανυποχώρητη γνώμη μας και να γεμίσουμε την καρδιά μας με θείους πόθους.

     Και, μαζί με τους θείους πόθους, να πάμε κι εμείς να βρούμε μια συκομορέα. Είναι μεγάλη ανάγκη, έχοντας μέσα μας τη συντριβή της καρδιάς, να τολμήσουμε να ανεβούμε και να μεταρσιωθούμε. Να αφήσουμε τη χοϊκότητα, τη χωματίλα, τη λασπουριά των παθών, των προλήψεων, των ιδεών και των θελημάτων μας και να περιμένουμε, με την υπομονή της θείας αγάπης, να περάσει ο Χριστός, η θεία Αγάπη. Να Τον δούμε και να μας δει. Αυτός πάντοτε μας βλέπει. Το θέμα είναι η ματιά μας να συναντήσει τη δική Του ματιά. Η συκομορέα, το μικρό και χαμηλό δενδρύλλιο της προαίρεσης, του αγώνα και της προσπάθειάς μας, είναι αυτή η ίδια η θεία Χάρη που είναι πάντα κρυμμένη πίσω από αυτά, θα μας μετατοπίσει σε άλλο επίπεδο.

     Και η χάρη θέλει χάρη. Η αγάπη θέλει να έχεις αγάπη για να τη βρεις. Πρέπει να γνωρίσουμε τον Θεό και ταυτόχρονα να γίνουμε γνωστοί σ’ Αυτόν με τις συγκινητικές υπερβάσεις που μας δείχνει ξεκάθαρα σήμερα ο Ζακχαίος. Η πραγματική αναπηρία είναι όταν δεν είσαι άνθρωπος υπερβατικός, όταν δεν πάσχεις και δεν ζητάς συνεχώς τον Θεό και είσαι γεμάτος αιχμηρές αθεότητες, μικροπρέπειες, ανταρσίες και αναλήθειες. Με τους θείους πόθους ανοίγονται πάντα τα μυστήρια του Θεού στη διψασμένη καρδιά. Και, προσέξτε: ο Θεός παρουσιάζεται μπροστά μας σαν περαστικός και σαν διαβάτης. Βέβαια, ο δικός Του πόθος και ο δικός Του προορισμός είναι να έρθει να φιλοξενηθεί στη καρδιά μας. Δεν μας το λέει όμως ποτέ αυτό, για να μη χαλάσει την ελευθερία μας, για να μην επηρεάσει την κρίση μας, για να μη μας αλλάξει με το ζόρι και με το στανιό.   


     Ο Χριστός κοιτάζει τον Ζακχαίο και, μετά τη ζωηφόρο ματιά, έρχεται το θεανδρικό και ζωογόνο λάλημά Του: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα! Σήμερα θα έρθω να μείνω στο σπίτι σου!». «Κατέβα! Φτάνει πια ο αγώνας και η αγωνία σου, παιδί μου. Σε είδα, σε κατάλαβα, σε γνώρισα, Εγώ, που σε γνωρίζω πάντα! Όλες σου οι προσπάθειες και οι διαθέσεις σου και οι ενέργειές σου, Εμένα φωνάζουν! Έρχομαι, λοιπόν. Και, μάλιστα, έρχομαι γρήγορα. Εκεί που δεν το περίμενες και δεν το φανταζόσουν. Έρχομαι στην οικία σου, στο σπίτι σου το χωματένιο και το φθαρτό. Έρχομαι και στο άφθαρτο σπίτι της καρδιάς σου και του είναι σου»…

     Ακολουθεί μια ανεκδιήγητη φιλοξενία –Θεοξενία καλύτερα–, που γίνεται μέσα στην χαρά του Ουρανού. Ο Φιλοξενούμενος φέρνει τα πάνω-κάτω στη ψυχή του φιλοξενητή Ζακχαίου. «Τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω στους φτωχούς και όσους συκοφάντησα τους δίνω τα τετραπλάσια». Η σωτηρία ήρθε, η σωτηρία έρχεται, η σωτηρία δεν φεύγει, όσο ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της καρδιάς μας και μένει εκεί, μόνο εκεί, σβήνοντας κάθε παλιό, κάθε παλαιότητα, κάθε αμαρτία, κάθε ρύπο, κάθε λάσπη, κάθε σκιά, κάθε τραύμα, λύπη, πόνο και ανημποριά. Με τον Χριστό στην καρδιά, φεύγει η αδικία μας, η πονηρία μας, το μένος μας, η αναλγησία, η σκληρότητά μας, η δυστροπία μας, η βαναυσότητά μας, η αγένεια, η προπέτεια του είναι μας. Γίνεται μια θαυμαστή αποκατάσταση. Ζητάμε συνεχώς το δίκαιο, το ευλογημένο. Ζητάμε να χαρίζουμε πίσω με όλη μας τη ψυχή αυτό που αρπάζαμε ή χαλούσαμε από τους άλλους τόσο καιρό, από τις σχέσεις μας και από τις καρδιές των ανθρώπων μας με τον οποιονδήποτε τρόπο. Ξοφλάμε και καθαριζόμαστε με τον ιδιαίτερο τρόπο της Χάριτος· δίνουμε τα πάντα, γιατί πρώτα εμείς δινόμαστε ολοκληρωτικά σε κάθε αγαθότητα και καλοεργία στο όνομα της αγάπης του Χριστού που γνωρίσαμε έκπληκτοι.

     Ο άγιος Ζακχαίος άφησε το τελωνειακό έργο του και πορεύθηκε με πόθο Θεού, με συντριβή, με μετάνοια να συναντήσει τον Σωτήρα Χριστό. Αξιώθηκε να Τον φιλοξενήσει στην οικία του, παρά τις ενστάσεις των γογγυστών και φθονερών ανθρώπων, των δήθεν ευυπόληπτων και νομοταγών, που διαμαρτυρήθηκαν που τον επισκέφθηκε ο Χριστός. Αυτούς τους απάντησε ο Ίδιος ο Κύριος: «Σήμερα ήρθε η σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι». Ο Ζακχαίος μετά από αυτή τη συνάντηση και φιλοξενία, έπαυσε μια για πάντα να αδικεί. Ακολούθησε τον Χριστό, έγινε συνέκδημος και βοηθός στις αποστολικές περιοδείες του Αποστόλου Πέτρου και αργότερα έγινε επίσκοπος Καισαρείας. Η πρεσβεία του να σκεπάζει όλους και το παράδειγμά του να αποτελεί για μας έμπνευση για το πώς να ζητάμε συνεχώς να δούμε και να συναντήσουμε τον Χριστό στη ζωή μας.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.