Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ


     «Ο Κύριος δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη» (Ματθ. 15, 23). Τι, παράδοξο! Τώρα ο Λόγος δεν έχει πια ούτε έναν λόγο κι ούτε μια λέξη να πει. Η σιωπή στέκεται σαν ανεξήγητος τοίχος ανάμεσα σε μια καρδιά που πάσχει και δοκιμάζεται πικρά και στην Αγάπη που μόνο ακούει και δεν απαντά. Τι φοβερό, να σιωπά ένας Θεός στον πόνο! Είναι άραγε Αυτός Θεός ή μήπως δεν είναι αυτός πόνος; Η Χαναναία έρχεται και ανατρέπει ό,τι ξέραμε και ό,τι φανταζόμασταν για την πίστη. Όλες οι θεωρίες, οι αναλύσεις, οι επεξηγήσεις και οι απαντήσεις που τόσο εύκολα και πρόχειρα δίναμε εμείς κατά κόρον, πάνε περίπατο! Γιατί πίστη δεν είναι ούτε αυτό που ξέρουμε, πολύ περισσότερο ούτε αυτό που φανταζόμαστε. Η πίστη είναι η ενδοολική αυτοπαράδοση, η ολόθυμη εμπιστοσύνη προς το Πρόσωπο του Θεού, σε ό,τι Αυτός έχει πει και έχει διδάξει, σε ό,τι Αυτός λέει ή δεν λέει στη ψυχή μας. Ο Λόγος δεν παύει ποτέ να είναι «λόγος». Ακόμη και η σιωπή του Λόγου είναι μια σιωπή εύλαλη και βοώσα, γιατί και το σιγάν του Θεού είναι τρόπος μυστηρίου και ευεργεσίας προς τον άνθρωπο που πάσχει ή που δεν πάσχει, αλλά πάντως δεν μπορεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει τα χνώτα και τις οδούς του Θεού. Η πίστη της Χαναναίας ήταν πίστη καρδιακή, γι’ αυτό και η πίστη της ήταν πραγματικά ακατάβλητη, ανυποχώρητη, σθεναρή, ακλόνητη. Η πίστη της ήταν όντως πίστη κι ας μην υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα καρπός, αποτέλεσμα, απάντηση στο αιτούμενο. Δεν είχε λογική, δεν είχε προϋποθέσεις, δεν είχε υποθέσεις και αντιπαραθέσεις μέσα της, παρά μόνο ταπείνωση και πόνο. Έκραζε συνεχώς πίσω από τον Χριστό και τους Μαθητές Του. «Έκραζε όπισθεν»: Πίσω από τους Αποστόλους, πίσω από πρώτους Αγίους, μέσα στην πρώτη Εκκλησία, μέσα στην καλή μαρτυρία του αγώνα και της άθλησής της. Μια ακολουθία γεμάτη κραυγή πόνου. Αυτό δηλαδή που άλλαξε τα δεδομένα. Η ακολουθία είναι εκείνη η πιστότητα που γυρεύει ο Ουρανός για να ομβρίσει ευλογίες. Κραυγή εδώ ας θεωρηθεί η εκτενής και επίμονη προσευχή, που πραγματοποιείται με τόνο και επίταση. Όλοι μετά απευθύνθηκαν στον Χριστό: «Κάνε επιτέλους αυτό που Σου ζητά για να φύγει!». Πάντα οι πρεσβείες των Αγίων συντελούν καίρια στο να βιάζεται η συνεχώς αβίαστη και η διαρκώς βιαζομένη Αυτοαγάπη και να εμφαίνεται έτσι το θαυμαστό έργο της στα έσχατα της απελπισίας και της αδυναμίας μας. 


     Η πίστη μας φαίνεται πως είναι ανάγκη να αναμετρηθεί κυριολεκτικά με την ακατάληπτη σιωπή του Θεού· και μόλις «ξεφύγει από τα όρια» του λογικού εαυτού μας με τον ίδιο τρόπο που έφυγε και η «από των ορίων εξελθούσα» Χαναναία, ανεβαίνει έπειτα την κλίμακα και δοκιμάζεται αρκετά μέσα στη βαθύστοργη σιγή του Θεού. Όλες μας οι ικεσίες φαίνεται να παλεύουν με αγωνία και απορία με τη σιωπή του Θεού, γιατί δεν γίνεται να πιστεύουμε δίχως πρώτα να χτίζουμε το οικοδόμημα της ψυχής μας με την υπομονή (πρβλ. Λουκ. 21, 19). Και την καλύτερη υπομονή την έχει όποιος αγαπάει, γιατί δεν γίνεται να υπομένεις αν δεν έχεις μέσα σου αγάπη. Την αγάπη που σφυρηλατεί η πίστη στο πρόσωπο του Θεού που εν προκειμένω μένει κωφός και άλαλος. Οι καρδιές μας παρασυρμένες από τον κοσμικό τρόπο της ευκολίας των πεπατημένων, αδυνατούν τις περισσότερες φορές να αντέξουν τη σιωπή του Θεού, εκλαμβάνοντάς την σαν ένα άκρως «αντιαγαπητικό φαινόμενο», το οποίο προέρχεται από τη «σκληρή» και «βασανιστική πλευρά» του Σιωπηλού Θεού, του Θεού που αγαπά ενίοτε και να «σιωπά» επειδή Αυτός είναι Αγάπη με σιωπηλές ευδοκίες. Τα αιτήματα του εαυτού μας είναι τόσο επιτακτικά, που μπορεί να καλλιεργούν ανείπωτες αδημονίες μέσα μας, τα σπαράγματα αυτά της φρικαλέας εγωικότητάς μας. Η πίστη όμως βρίσκει την αυθεντικότητά της με την υπομονή. Και η μόνη μη ζημιογόνα υπομονή είναι αυτή που εμφορείται από τη θεία αγάπη που μοιάζει με τρέλα και που κάνει σαρωτικά πέρα όλες τις λογικές, τις εκτιμήσεις, τις αμφιταλαντεύσεις, τις αγωνίες, τις καταρρεύσεις. Η Χαναναία πλησίασε τον Χριστό με ταπείνωση και πόνο. Δέχθηκε το «δοκίμιο» της πίστης της καρδιάς της με ευθύτητα και απλότητα, ελεύθερα και ανεπηρέαστα. Χάρη στην ενδόμυχη ταπείνωσή της γνώριζε πάνω-κάτω τι ήταν μπροστά σε αυτό που η ίδια ζητούσε και μπροστά σε Αυτόν που διαρκώς σιωπούσε ακατανόητα, δίχως καν να της απαντά: ένα «κυνάριο» που δεν άξιζε «τον άρτον των τέκνων», αλλά, παρ’ όλα αυτά, αν ήθελε η σιωπώσα Αυτογάπη, τουλάχιστον, αν όχι όλα, έστω κάποια από «τα ψυχία, τα πίπτοντα από της τραπέζης των κυρίων». Το δικό της το «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ» και το «Κύριε, βοήθει μοι», ήταν οι άπταιστες συλλαβές της κραυγής της πίστης της, οι θεσπέσιες νότες του άφατου πόνου της που έγινε ρωμαλέα δέηση. Η σιωπή του παντοδύναμου Κυρίου «σπάει» τελικά, γίνεται κομμάτια και συντρίμμια και μετατρέπεται σε ένα θαυμαστικό και σε μία επιφώνηση, αναμειγμένη με ένα χριστόφθογγο εγκώμιο που θα μείνει ανεξάλειπτο σε όλη την ευαγγελική ιστορία: «Ω, γυναίκα! Είναι μεγάλη η πίστη σου! Ας γίνει αυτό που θέλεις!». Γιατί αυτό που θέλεις, βγαίνει μέσα από τη «μεγάλη σου πίστη». Και η «μεγάλη σου πίστη» δεν ανήκει στην κρούστα των τετριμμένων θρησκευτικών εκδηλώσεων και συμπεριφορών, αλλά έχει ρίζες μυστηρίου· ρίζες που τολμούν και επιθυμούν να απλώνονται πολύ βαθιά μέσα στην αβόλιστη σιωπή της Αγάπης, μέσα στη σιγαλιά και την αφωνία του Θεού —τούτο το λίκνο όλων των δωρεών και των θαυμάτων Του…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου