Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Η ΑΔΙΚΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΓΝΟΗΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η ΑΔΙΚΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΓΝΟΗΜΕΝΗ
ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ


     Ένας μοναχός μια μέρα μ’ ερώτησε, όταν ήμουν στα Καυσοκαλύβια: «Πώς είναι η δικαιοσύνη του Θεού;». Του απάντησα καθώς ήξερα. Και πάλι αυτός, με τη σειρά του, μου είπε ένα παράδειγμα: «Ας πούμε ότι έχουμε μια πιατέλα με αχλάδια που έχει και καλά και χαλασμένα μέσα. Όταν θα μοιραστούνε στους ανθρώπους, τότε αυτός που έχει τη δικαιοσύνη του Θεού, θα πάρει για τον εαυτό του το χειρότερο». Έμεινα έκπληκτος· ήταν φώτιση Θεού, γιατί αυτό ακριβώς το περιστατικό το έζησα με κάποιον στα Καυσοκαλύβια όταν πρωτοπήγα. Τόσο εύκολα μπορεί να κατοικήσει ο Θεός μέσα μας, ζητώντας για μας τα τελευταία. Το δένδρο γνωρίζεται από τους καρπούς. Σήμερα, γιατί ο κόσμος έχει κατρακυλήσει τόσο χαμηλά; Γιατί δεν αγαπούμε τη δικαιοσύνη του Θεού.


     Αξίζει να αναφερθώ σ’ ένα ζωντανό παράδειγμα, όταν πρωτογνώρισα τον Χριστό. Ήμουν νεαρό παιδί. Μια μέρα, πήγα να λειτουργηθώ στο μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που βρίσκεται μέσα στο Μητροπολιτικό μέγαρο. Θυμάμαι ότι λειτούργησε ο σεβασμιώτατος κ.κ. Αλέξιος. Τελειώνοντας, γνωρίσθηκα με κάποιον ανθυπολοχαγό με τ’ όνομα Κωνσταντίνος. Μου πρότεινε να με κεράσει ένα γλυκό και το δέχτηκα. Αφήνοντας όμως το μηχανάκι μου κάπου αλλού, μη μπορώντας να το πάρω μαζί μου, έγινε αυτό η αφορμή να μου το κλέψουν. Ο Κωνσταντίνος είχε στενοχωρηθεί πάρα πολύ, θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο. Το πρώτο πράγμα που φρόντισα να κάνω, ήταν να καθησυχάσω τον καινούργιο μου φίλο, να μη στενοχωριέται. Δεν τα κατάφερα και τόσο όμως. Φεύγοντας, του είπα να είναι ήσυχος και ότι όλα θα πάνε καλά.


     Γυρίζοντας για το σπίτι, είχα να αντιμετωπίσω το δεύτερο πρόβλημα· τη μητέρα μου, που ήταν στενάχωρη και νευρική. Της το είπα με απλότητα, λες και δεν είχε συμβεί τίποτε. Η μητέρα μου εξοργίσθηκε με τη συμπεριφορά μου. Νόμισε ότι ήμουν αδιάφορος· όμως δεν ήταν έτσι. Απλώς δεν γνώριζε τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Μου είπε: «Μη κάθεσαι εδώ· τρέξε να το βρεις!». Πράγματι υπάκουσα και, παίρνοντας το ποδήλατό μου, πήγα σε κάποια πιθανά μέρη. Όμως γυρίζοντας, δεν ήμουν απογοητευμένος και είχα καλούς λογισμούς γι’ αυτόν που μου το πήρε. Έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, μη χρεώσεις αμαρτία σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχουμε ευθύνη πρώτα εμείς που έχουμε περισσότερα από κάποιους που δεν έχουν τίποτε και τους αναγκάζουμε εμείς να γίνονται κλέφτες».


     Επέστρεψα στο σπίτι πάλι άπρακτος. Η μητέρα μου εκνευρισμένη μου μιλούσε άστοχα. Για λίγο πήγα στο δωμάτιό μου παίρνοντας ένα βιβλίο (το «Γεροντικό») να διαβάσω, για να ηρεμήσω περισσότερο. Όταν με βρήκε η μητέρα μου να διαβάζω εξοργίσθηκε πάρα πολύ μαζί μου. «Σου κλέψανε το μηχανάκι κι εσύ διαβάζεις βιβλία;». Και μού ’ριξε δυο χαστούκια στο πρόσωπο. Όταν με είδε να μην αντιδρώ, μου είπε φοβισμένη: «Τι σου κάνανε, παιδί μου, οι παπάδες;». Χαμογέλασα και της είπα: «Τίποτα, μητέρα!». Πόση άγνοια είχε τότε, η καημένη! «Τι θέλεις άλλο να κάνω, μητέρα;». Μου πρότεινε να πάω στην αστυνομία. Της απαντώ: «Ναι, θα πάω».


     Βγαίνοντας στο δρόμο έξω, σκεφτόμουνα: «Τι να μου κάνουνε οι αστυνομικοί; Σε ταλαιπωρία θα βάλω τους ανθρώπους!». Δηλαδή, μ άλλα λόγια, δεν έβρισκα για λύση την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τότε, αποφάσισα να πάω σε μία εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου εκεί στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου, βρισκόταν μία θαυματουργική εικόνα, η Παναγία η «Ελευθερώτρια», με πολλά τάματα επάνω. Κατέφυγα στη δικαιοσύνη του Θεού, γονάτισα με πίστη στη χάρη της Παναγίας, ζητώντας, όχι για μένα, να βρεθεί το μηχανάκι για τους γονείς μου και κυρίως για τη μητέρα μου, γιατί είχανε χάσει την πίστη τους στον Θεό. Μάλιστα, με μία αφέλεια είπα στην Παναγία να τρυπήσει τη ρόδα από το μηχανάκι, για να μη φύγει μακριά ο κλέφτης και να αναγκαστεί να το εγκαταλείψει.


     Όταν επέστρεψα στο σπίτι, οι γονείς μου ήταν ήρεμοι λες και δεν είχε συμβεί τίποτε. Η μητέρα μού ζήτησε συγχώρεση, επίσης είχε ζητήσει συγχώρεση και από άλλους για την παράλογη συμπεριφορά της απέναντί μου. Όμως πολύ τη βοήθησε κι η δική μου συμπεριφορά και η προσευχή που έκανα χωρίς ιδιοτέλεια. Σε κάποιον Πνευματικό τού είπα ότι το απόγευμα μπορεί ο Θεός να μου έχει επιστρέψει το μηχανάκι στο σπίτι μου.


     Όταν έφτασε το απόγευμα, ερχόμενος από έξω, βρήκα τον πατέρα μου μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, να είναι χαρούμενος και να μου χαμογελάει. Αφού τον χαιρέτησα, τον ρώτησα γιατί χαμογελάει. Πάντα χαμογελαστός, μου απάντησε: «Για πήγαινε να δεις στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας». Πηγαίνοντας και ανοίγοντας την πόρτα, έμεινα έκπληκτος όταν αντίκρισα στα μάτια μου το κλεμμένο μηχανάκι! Ήταν άθικτο, εκτός από το πίσω λάστιχο που ήταν ξεφούσκωτο, όπως ακριβώς το ζήτησα από την Παναγία! Όταν στράφηκα προς τον πατέρα μου, του είπα: «Πώς βρέθηκε;». Πάλι χαμογελαστός, μου απάντησε: «Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν εδώ!».


     Στη συνέχεια, μου είπε πώς ακριβώς έγινε: «Ενώ πήγαινα, παιδί μου, έξω με το ποδήλατο, κάποιος φίλος μου με σταμάτησε με το αυτοκίνητό του, μου πρότεινε να με πάρει μαζί του αφήνοντας το ποδήλατο σε μια άκρη, κλειδώνοντάς το. Πηγαίνοντας στο δρόμο σε μια άκρη της πόλης, χωρίς να του έχω πει για το κλεμμένο μηχανάκι, σε μια στιγμή μου λέει: “Θωμά, σα να είδα πεταμένο το μηχανάκι σας σε μια άκρη”. Κατεβήκαμε και διαπιστώσαμε ότι όντως ήταν αυτό. Το φορτώσαμε στο αυτοκίνητο και το φέραμε στο σπίτι μας».

     Εδώ βλέπουμε τα αποτελέσματα της δικαιοσύνης του Θεού, όταν καταφεύγουμε σε αυτήν με πίστη.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ


[Μοναχού (τώρα Ιερομονάχου)
Γεωργίου Αλευρά:
«Πνευματική Ολυμπιάδα»,
κεφ. 17ο, σελ. 183–187,
εκδοτική παραγωγή «Επτάλοφος»,
Αθήνα 2004.]







ΜΙΚΡΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ

ΜΙΚΡΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ


Έχω ένα πάθος κι ένα λάθος
που εξοργίζει την ηθική σου.
Έχεις μια ηθική που με εξωθεί
σε κάθε πάθος και σε κάθε λάθος.
Λέω καλύτερα να τα βρούμε
ο καθένας μέσα του με το Θεό του.
Γιατί από κάθε άποψη,
η κατάκριση και η επίκριση
είναι κραυγαλέα ασχήμια,
ανημποριά και αναπηρία
για την κάθε ψυχή
και για την κάθε σχέση.

π. Δαμιανός







ΤΑΞΙΔΙΑ

ΤΑΞΙΔΙΑ


Η χαρά μου
στα ταξίδια και τις πλεύσεις
της καρδιάς μου.
Κι ας μη λάβουν ποτέ
την εμβέλεια,
την άδεια και συγκατάθεση
από το γύρω κόσμο.

π. Δαμιανός







Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Η ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

Η ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ


     «Μνήμη του λαού μου, που σε λένε Πίνδος, που σε λένε Άθω», μας λέει ο ποιητής. Εκεί, στις κορφές της Πίνδου και στα υψώματα του Άθω συνοψίζονται όλοι οι εκπληκτικοί αγώνες και όλα τα υπέροχα αγωνίσματα που διεξήχθηκαν για την πατριωτική και πνευματική ελευθερία του Ελληνισμού. Τα αγωνίσματα, που δεν ξεθώριασε ο πανδαμάτωρ χρόνος, που δεν αμαύρωσε ο πηλός των ανθρωπίνων, αλλά που χαίρεται αέναα η μνήμη της καρδιάς του Γένους πού ’ναι γεμάτη λεβεντιά και θυσία.

     Η μνήμη! Ό,τι πιο ζωντανό και ιερό που βγαίνει μέσ’ από τα σπλάχνα του Λαού μας. Και ο Λαός τούτος έχει σπλάχνα, επειδή ακριβώς έχει ελευθερία και ζωή. Και η ελευθερία και η ζωή υπάρχουν μέσα του, επειδή κουρνιάζει μυστικά μέσα σ’ αυτόν ο Θεός της Αγάπης, ο Θεός της Αλήθειας, της Ζωής και του Φω­τός· ο Σωτήρας Χριστός, που ευδόκησε να γραφτεί το Ευαγγέλιό Του στην Ελληνική, την τελειότερη Γλώσσα του Ανθρώπου και τ’ Ουρανού. Αλλά, αδελφοί μου, πόσο ακριβή, ειρηνική και ανεπιβούλευτη μπορεί να είναι η εγκόσμια ζωή ενός τέτοιου Λαού, που ευτύχησε να έχει τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, αιώνες θεμελιωμένο στα πορφυρά του χώματα;

     Έρχεται κατόπιν ή μάλλον έρχεται Πρώτη απ’ όλους και απ’ όλα, η Μάνα του Αγαπημένου και Λυτρωτού μας· η Παναγία, η Κυρία Θεοτόκος, η Ελευθερώτρια, η Υπέρμαχος Στρατηγός, η Οδηγήτρια, η Γλυκοφιλούσα, η Γοργοεπήκοος, η Πορταΐτισσα, η Φοβερά Προστασία, η Παραμυθία, η Μεγάλη Μάνα όλων των Πιστών, όλων των Ορθοδόξων. Όλες οι δυσχέρειες, οι δοκιμασίες και οι αβάσταχτες πίκρες που βρήκαν την Πατρίδα έγιναν διάπυρες προσευχές που τις συνοδεύουν αδιαχώριστα ήσυχες φλόγες των καθαρών κεριών της πίστης· κι ανάμεσα σε αυτά τα μοσχομυριστά κεριά με τις γλώσσες των άσβεστων φλογών, η πανάχραντη Κυρία, η ακριβή μας Μάνα που στέκεται πάντα σαν ασπίδα στον πανανθρώπινο πόνο, σαν καταφυγή στο γενικό χαμό, σαν λύτρωση από το χάος της κακίας, του μίσους και της βέβαιης απώλειας.


     Μέσα στις μπόρες και τις κα­κουχίες, στους κατατρεγμούς και τους διωγμούς, στις φτώχιες και τις εξαθλιώσεις, στις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς, στους θανάτους και τους σπαραγμούς, που μας επιβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, με μίσος και αποστροφή οι ισχυροί μα ποταποί της γης, έρχεται Αυτή η Μάνα και μας σκε­πάζει όλους με ανείπωτη στοργή και με ακαταμάχητη δύναμη. Ποιος μπορεί να τα βάλει μ’ εκείνη τη μάνα που υπερασπίζεται έως εσχάτων το λατρεμένο της παιδί; Και, κατ’ αντιστοιχία, ποιος και τι πάνω στη γη μπορεί να τα βάλει μ’ Αυτή τη Μεγάλη Μάνα, που μας σκέπει με τόση ζωντάνια, με τόση αισθαντικότητα, με τόση φοβερή εύνοια, με τόση ακαταμάχητη ισχύ; Η Σκέπη της Θεοτόκου! Το θεμέλιο της ζωής μας, η ζωή της ζωής μας, η συνέχεια και το ελεύθερο διάβα της ιστορίας μας.

     Το ζήσαμε, το ζούμε και θα το ζούμε συνεχώς· μοιάζει σαν αναμενόμενη νομοτέλεια που δίνει τροφή στη μάταιη καύχηση αλλά είναι η απροσδόκητη έκπληξη που ομβρίζει ακατάπαυστα ο ανεξιχνίαστος ουρανός: είναι το Θαύμα που βουτά στο ρουν της ιστορίας μας και, ανεξήγητα πώς, γίνεται περίτρανο Έπος· Έπος, που γίνεται εγερτήριο φρονημάτων· αδάμαστο φρόνημα, που επανακομίζει το θαύμα και το καθιστά όχι ένα απλό προνόμιο, αλλά μυστικό σύμμαχο στην πορεία του Γένους μας. Και αυτό, όχι τόσο γιατί το αξίζουμε· πολλές φορές, Αυτή τη Μάνα τη λυπήσαμε και στενοχωρήσαμε και τη λυπούμε και τη στεναχωρούμε με τις αμέτρητες προδοσίες των ανομολόγητων αμαρτιών και πτώ­σεών μας, μέσα στον πολυτάραχο προσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό βίο. Αλλά αυτή η αγάπη Της είναι αξίωμα χριστοζωής και παναξία χριστοαθανασίας· γιατί η αγάπη της κάθε μάνας αλλά κυρίως Αυτής της Μάνας γνωρίζει πάντα να υπερκερνά αδυναμίες, σφάλματα, λάθη, πάθη και αμαρτίες και να κερδίζει, να ζωογονεί και να χαροποιεί. Αυτή η μεγάλη, η βαθύστοργη και η ακατήγορη αγάπη Της, είναι που έρχεται πάντα για να μας συντρέξει, πάντα να μας βοηθήσει, πάντα να υπερασπίσει τούτο το μαρτυρικό και πολυβασανισμένο Έθνος μας.


     Αυτό το Έθνος και αυτόν τον Τόπο, που θέλουν όλα τα πλάνα και τα σχέδια των μισόχριστων λόμπυ και παγκόσμιων κυβερνείων να είναι συνεχώς πεσμένο σ’ ένα βάραθρο, σ’ έναν γκρεμό, καταδικασμένο στην απώλεια και τον αφανισμό. Ρωτήστε την πολύκλαυστη ιστορία μας, αυτή που φαίνεται και αυτή που είναι ακόμα κρυμμένη και αφανής, να σας τα πει όλα. Και μαζί με τα «όλα», υπάρχουν και πάμπολλα ανεκδιήγητα θαύματα που δεν προβάλλονται. Αλλά αυτά είναι τα ασκούριαστα κλειδιά της δικής μας δύναμης και αντοχής, στον χρόνο, στον τρόπο, στην κοινωνία των εθνών, στην κοινωνία με τον εαυτό μας και τον Θεό.

     Φρόντισε, λοιπόν, Αυτή η Μάνα μας, η Παναγία, κι έκανε τους ήρωες του Έθνους μας παντοτινά δοξασμένους γείτονες του Θεού. Αυτού του Θεού, που αγαπάει τις ανδρειωμένες και πιστές ψυχές και συγκινείται από τα ανδραγαθήματά τους που κι αυτά πάλι με τη σειρά τους αποτελούν αθέατη και θαυμαστή σπορά του Πνεύματος. Και μέσα στη βαθύστοργη Σκέπη της Παναγίας Μητέρας Του, της κατά Χάρη δικής μας Μάνας, μας δίδονται τέτοιες χρηστές και υπέρχρονες ευλογίες, τις οποίες δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν η κακία των ψευδοϊσχυρών και η αντάρα των άδικων πολέμων που θέλουν να εξαπολύουν κατά καιρούς εναντίον μας. Η πολύτροπη και πολύμορφη νίκη είναι και θα είναι μαζί μας. Με τη βασική προϋπόθεση ότι εμείς, σαν πρόσωπα, σαν σχέσεις, σαν σπιτικά, σαν κοινωνία, να είμαστε συνεχώς αμετακίνητοι και ασάλευτοι κάτω από τη Σκέπη Της, τη Σκέπη της Μητέρας μας της Παναγίας.

     Χρόνια πολλά, καλά, θεάρεστα και ευλογημένα, αδελφοί μου! Η Επέτειος του ’40, ας είναι για μας, όχι μια σύντομη ευκαιρία διακηρύξεων και κορόνων αβιώσιμου πατριωτισμού, αλλά μια ουσιαστική αφορμή έμπρακτης μίμησης της ανδρείας, της ανιδιο­τέλειας και της απερίγραπτης αγάπης που έδειξαν αυτοθυσιαστικά οι Πρόγονοι και οι Προγόνισσές μας, για να ζούμε και να αναπνέουμε εμείς ελεύθερα τώρα.

π. Δαμιανός









Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΣΤΟΡΑ

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΣΤΟΡΑ


     Όταν πρωτοπήγα στο Άγιον Όρος, έλεγα: «Πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι Άγιοι που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη; Αυτοί με τις μακριές γενειάδες, οι σεβάσμιοι;…». Όμως, προς έκπληξή μου, όταν συνάντησα τον Πατέρα Πορφύριο (19061991), μου απάντησε αμέσως: «Θεόδωρε (αυτό ήταν το κοσμικό μου όνομα), εσύ λες: “Πού είναι αυτοί οι Άγιοι με τις μακριές γενειάδες”! Εκεί είναι, μαζί σας! Κι ας μην τους βλέπετε· κυκλοφορούν ανάμεσά σας!...». Μετά τη φυγή του (την κοίμηση Αγίου Πατρός Πορφυρίου), όπως ένοιωθα τον ίδιο, επειδή είχα άμεση επικοινωνία με αυτόν, έτσι ένοιωθα και τους άλλους Αγίους κοντά στη ζωή μου.
     Τώρα βρέθηκε στη ζωή μου και ο Άγιος Νέστορας, τον οποίον υπερβολικά ευλαβούμαι και αγαπώ και νιώθω έντονα την παρουσία του, μετά απ όσα μου έδειξε, πιστεύοντας ότι με καθοδηγεί και με προστατεύει. Θέλω να τον αισθάνονται και όλοι οι αθλητές (όπως ήμουν παλιά κι εγώ έξω στον κόσμο) ζωντανό δίπλα τους, μια και η Εκκλησία μας τον όρισε ως προστάτη των αθλητών. Να ζητούν τις πρεσβείες του στους αγώνες τους…


     Θυμάμαι, πηγαίνοντας να προσκυνήσω μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που τον είχε ένθρονο, δίπλα του στεκόταν ο Άγιος Νέστωρ, ο μαθητής του. Τραβούσε την προσοχή μου πάντα ο Άγιος Δημήτριος, χωρίς να δίνω την πρέπουσα σημασία στον Άγιο Νέστορα. Ήταν σαν μην απέδιδα τον απαραίτητο σεβασμό στον Άγιο Νέστορα, γιατί αυτός ήταν που ευαρέστησε τον Άγιο. Ζητώ από τον Άγιο Νέστορα να συγχωρέσει την άγνοιά μου και τώρα προσπαθώ να τον τιμήσω, θέλοντας να επανορθώσω το λάθος μου μέσα απ αυτή την προσπάθεια να γίνει γνωστός για την αρετή του και για την αγάπη του προς τον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη, τον προστάτη της Θεσσαλονίκης. Ευχόμαστε στον Άγιο Νέστορα να προστατεύει και να ευλογεί όλους τους αθλητές της Ελλάδος […], αλλά και όλους τους Χριστιανούς για τον καλό αγώνα των αρετών και να μας αξιώσει να είμαστε αφοσιωμένοι στους πνευματικούς μας οδηγούς, όπως αφοσιωμένος είναι κι αυτός προς τον Άγιο Δημήτριο. Έτσι, πήρε την ευλογία του· την ευλογία δηλαδή του Θεού, που είναι το παν.


     Επίσης, θα ευχόμαστε τον Άγιο Νέστορα και όλους τους Αγίους μας, να μη τους έχουμε μόνο στις εικόνες και τα προσκυνητάρια, αλλά και στην καρδιά μας. Έτσι μας θέλουν οι Άγιοι, ο Θεός μας. Κάποιοι απορούν: “Πού είναι οι Άγιοι;”, επειδή δεν τους βλέπουμε. Οι Άγιοι, όταν ζούσανε εδώ κάτω στη γη, ήταν όπως το δροσερό νερό. Ο χρόνος και η ζέστη το μετατρέπουν από υγρά κατάσταση σε αέρια, που ανά πάσα στιγμή πάλι μπορεί να μετατραπεί σε υγρά κατάσταση. Έτσι και οι Άγιοι· τώρα είναι πνεύματα. Αφού προηγουμένως θυσιάσανε τα σώματά τους για την αγάπη στον Χριστό, ανά πάσα όμως στιγμή δείχνουν τη ζωντανή παρουσία τους πάλι σ εμάς, ώστε να μας ζωογονούν όπως το δροσερό νερό. […]


     Ο Άγιος Νέστορας είναι μεγάλος άγιος και μάρτυς, αλλά κοντά στην εορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, τόσο λίγο τιμάται! Δεν γνωρίζω γιατί, αλλά ιδιαίτερα πολύ με εμπνέει και συγκινεί. Έχει όλη τη δυναμική και ηρωική έφεση και απόφαση για να αθληθεί και να αντιπαραταχθεί με τον βάρβαρο γίγαντα, τον Λυαίο, αλλά μέσω της ευλογίας – ευχής του Αγίου Δημητρίου, υπερασπιζόμενος βασικά την πίστη του διωκομένου Χριστού μας και των χιλιάδων μαρτύρων Του.


     Για τη ζωή του Αγίου Νέστορος ελάχιστα γνώριζα και αυτά μέσα από το βίο του Αγίου Δημητρίου. Δυστυχώς, και στο βίο του Αγίου Δημητρίου λίγα αναφέρονται για τον μαθητή του. Αμέτρητες φορές έψαλα το απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου, αμυδρά όμως ένοιωθα το μεγαλείο του Αγίου Νέστορος. Επισκεπτόμουνα την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο ιστορικό Κελί του Χατζηγιώργη, που βρίσκεται στην Κερασιά του Αγίου Όρους. Εκεί κοντά ζούσε κι ένας μοναχός, γνωστός μας, με τ’ όνομα Νέστορας. Το Κελί αυτό ήταν το δεύτερό μας σπίτι, μετά τον Άγιο Γεώργιο των Καυσοκαλυβίων. Εκεί έζησαν πολλοί Άγιοι, όπως μου είπε προσωπικά σε μία μου συνάντηση μαζί του ο Άγιος Γέρων Παΐσιος (19251995). Μου τους ανέφερε και ονομαστικά: «Ο Γέρων Αυξέντιος, ο παπα–Νεόφυτος ο Πνευματικός και ο Όσιος Χατζηγιώργης», αλλά και στις μέρες μας ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος. Ο Άγιος Δημήτριος είναι παλιά και κατανυκτική εκκλησία. Βρίσκεται σ ένα από τα ωραιότερα μέρη του Αγίου Όρους, στους πρόποδες του Άθωνα, σε υψόμετρο 700 μέτρων με οργιώδη βλάστηση και πολλά νερά. Έχοντας ως αφετηρία τον Άγιο Δημήτριο, επισκεπτόμουν όλα αυτά τα άγια μέρη, με πολύ αγάπη και ενθουσιασμό. Λυπόμουνα μερικές φορές που, έστω και αργά το σούρουπο, έπρεπε να γυρίσω πάλι για να διαβάσουμε με τους πατέρες στην κατανυκτική εκκλησία τον εσπερινό και το απόδειπνο.


     Η ζωή των μοναχών του Αγίου Όρους ξεκινά με το να χαιρετούν τους Αγίους και τελειώνει με το να τους ξαναχαιρετούν. Έτσι, όποτε βρισκόμουν εκεί, πάντα ερχόμουν πολύ κοντά με τον Άγιο Νέστορα. Μερικές φορές ζούσα και μεγάλα διαστήματα σε αυτή την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Στη νοτιοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Αγίου Όρους υπάρχουν διάσπαρτα Κελιά με θέα το Αιγαίον Πέλαγος. Τις μέρες που έχει δυτικό άνεμο, η καθαρότητα της ατμόσφαιρας είναι πολύ μεγάλη και δεν χορταίνεις να ατενίζεις τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, σε συνδυασμό με τις ομορφιές του Αγίου Όρους. […]


     Μου έλεγε ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος, στο διάστημα αυτό της παραμονής μου: «Να δοξάζεις το Θεό, παιδί μου, που βρίσκεσαι σε αυτό το μέρος!». Μάλιστα, η συγκεκριμένη περιοχή του Αγίου Όρους λέγεται «Ιερό Βήμα» για τη ξεχωριστή και μεγάλη αγιότητα που έχει. Μέχρι και σήμερα (σημ.: το έτος 2004) παραμένει αγνό και παρθένο μέρος, χωρίς δρόμους, αυτοκίνητα και πολυκοσμία. Ζεις μέσα στην ησυχία της προσευχής των αγνώστων ασκητών. Κάθε φορά, όταν έμπαινα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και, αφού χαιρετούσα όλες τις εικόνες, στεκόμουν μπροστά σε μια πολύ μεγάλη εικόνα που την κοίταζα με θαυμασμό. Το αριστερό χέρι του Αγίου Δημητρίου ευωδίαζε. Μυροβλύτης Άγιος! Ήταν ένθρονος και δίπλα του στεκόταν σε στάση ικεσίας ο Άγιος Νέστωρ. Δεν χόρταινα να την κοιτάζω, ίσως επηρεασμένος κι από την ευωδία.


     Αμέσως μπροστά σε αυτή την εικόνα, έψελνα ικετευτικά το απολυτίκιό τους:
     «Μέγαν εὕρατο, ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύνας τὸν Νέστορα οὕτως, Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».


     Δεν ήθελα να φεύγω απ αυτή την εκκλησία! Χαιρόμουν να είμαι με τις ώρες σ αυτόν τον ναό. Και ενώ επισκέφτηκα τον ναό του Αγίου Δημητρίου αμέτρητες φορές, ήμουν ανύποπτος για το σχέδιο του Θεού γύρω από την ταπεινότητά μου και ότι θα με αξίωνε στο μέλλον ν’ ασχοληθώ ιδιαιτέρως με τη δόξα των Αγίων Του και, κυρίως, του Αγίου Νέστορος. Ήθελε ο Άγιος Δημήτριος να δοξαστεί και ο μαθητής του, ο Άγιος Νέστωρ, γιατί εμείς οι άνθρωποι εδώ κάτω στη γη γινόμαστε άδικοι ακόμη και προς τους Αγίους. Πρέπει να μάθουμε τη Δικαιοσύνη του Θεού και όχι των ανθρώπων. Χαιρόμουνα να το λέγω ιδιαιτέρως αυτό το απολυτίκιο, διότι ήμουν στραμμένος ψυχικά μόνο προς τον Άγιο Δημήτριο, ελάχιστα ένοιωθα το μεγαλείο του Αγίου Νέστορος. Έστω και με την άγνοιά μου όμως, υμνούσα και τον Άγιο Νέστορα. Οι Άγιοι δεν μας παρεξηγούν, γιατί είναι πολύ ταπεινοί. Τους αρκεί να δοξάζεται ο Θεός. Πόσο ταπεινά εργάζονται οι Άγιοι, χωρίς να το γνωρίζουμε! Πρέπει, όμως, με τον καιρό να διδασκόμαστε και ν ακολουθούμε τα ίχνη τους, την υπομονή τους, την ταπεινή ζωή τους. 


     Εάν προσέξουμε προσευχόμενοι τη ζωή του Αγίου Νέστορος, θα διαπιστώσουμε ότι ο άθλος του ήταν μέγας. Πρώτα–πρώτα, για το νεαρό της ηλικίας του και για την πολύ μεγάλη του πίστη προς τον Άγιο Δημήτριο, παρ’ όλο το λίγο χρονικό διάστημα γνωριμίας του με τον Άγιο. Και, τελευταία, για τη σταθερότητά του μέχρι την τελευταία στιγμή της πάλης του με τον Λυαίο, αποδεικνύοντας την τέλεια ωρίμανση και την αγωνιστική δύναμη που ένοιωθε και είχε μέσα του. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Άγιος Νέστορας αγάπησε τον Άγιο Δημήτριο ολοκληρωτικά. […] Βλέπουμε τον Άγιο Νέστορα ν αγωνίζεται μέχρι το τέλος και να λαμβάνει και τον στέφανο του μαρτυρίου μέσα στο στάδιο. Διότι, η ευλογία που έλαβε από τον Άγιο Δημήτριο έγινε γι’ αυτόν μία Πεντηκοστή. Και έτσι, ήταν πλέον «άνδρας τέλειος» (πρβλ. Εφεσ. 4:13–14).

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ 
π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΑΛΕΥΡΑΣ)

  ΕΠΙΜΥΘΙΟ  —

«ΘΕΕ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΙ»


      Το βίο και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου μπορεί κανείς να τα βρει στα εκκλησιαστικά βιβλία κι ίσως δεν πρέπει να επεκταθούμε πιο πολύ εμείς εδώ. Εκείνο που πρέπει κάθε χριστιανός να κάμει σήμερα, είναι να μελετήσει και να διδαχθεί απ’ τα μαρτύρια του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νέστορος υπομονή και γενναιότητα στις μεγάλες λύπες μας, στις στενοχώριες, στις αρρώστιες, στις περιστάσεις όπου μας πνίγει ο σύγχρονος, ο άδικος και σκληροτράχηλος ειδωλολάτρης κόσμος, που λατρεύει σαν θεό το χρήμα του και την εξουσία του, την περιουσία του και τις αδυναμίες του. Όταν μας πιέζουν με την κίβδηλη και βαριά μεγαλοπρέπειά τους οι άνθρωποι του μαμωνά (σημ.: οι ψεύτικοι άνθρωποι του χρήματος, της πονηρίας και της απάτης του κόσμου), να βλέπουμε τον μικρό Νέστορα και τον Δαβίδ και να μην φοβούμαστε τους σύγχρονους Λυαίους και Γολιάθ, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Εμείς να λέμε αυτό που είπε και ο Άγιος Νέστωρ: «Θεέ Δημητρίου, βοήθει μοι!». 


     Και τότε: είτε είσαι η αδύνατη χήρα, με τ’ ανήλικα ορφανά· είτε ο άρρωστος πατέρας, με μια φούχτα απροστάτευτα παιδιά· είτε η γριούλα η έρημη, μέσα σε μια κρύα κάμαρη· είτε ο ρογιασμένος τσομπάνος πέρα στο ξεχασμένο μαντρί, που σου στέλνουν μουχλιασμένο ψωμί κι αυτό μόνο μια φορά τη βδομάδα· είτε ο εργάτης και ο υπάλληλος, που σε εκμεταλλεύεται ο εργοδότης σου και πλουτίζει εκείνος με τον ιδρώτα σου, ενώ εσύ πεινάς και υποφέρεις· είτε είσαι, τέλος, ένας αδύνατος σε γνωριμίες κοινωνικές κι έχεις ν’ αντιμετωπίσεις εχθρούς σατανικά οπλισμένους (ακόμη και κάτω απ’ την υποκριτική ευσεβοφροσύνη τους!)· – όποιος και νά ’σαι, γύρισε τα μάτια και τα χέρια σου στον ουρανό και «ο Θεός του Δημητρίου» θα σε «βοηθήσει». Όσο κι αν φαίνεται πως ο Θεός ανέχεται καμιά φορά το άδικο και το στραβό, είναι Δίκαιος· και το πληρώνει με τον τρόπο και την ώρα που Εκείνος μόνο ξέρει.
     Όσο μεγάλος κι αν είναι ο Λυαίος, αν δεν είναι πάνω του ο φόβος και ο νόμος του Θεού, θα πέσει. Κι όσο μικρός κι αν είναι ο Νέστωρ, όταν έχει τον Θεό μαζί του, θα νικήσει.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ




Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
     θλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
     θλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
     Σθένος ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.



[(1) Μοναχού (τώρα Ιερομονάχου)
π. Γεωργίου Αλευρά:
«Πνευματική Ολυμπιάδα»,
Κεφ. 1ο και 2ο, σελ. 27–34.
Εκδοτική παραγωγή «Επτάλοφος»,
Αθήνα 2004.
(2) Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
Κεφ. Δ΄, §8, σελ. 386–387.
Εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήναι, 19874.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

«ΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΜΕΩΝ!»

«ΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΜΕΩΝ!»


     Από το μακρύ βίο του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου (1866–1938) διατηρήσαμε καθαρότερα στη μνήμη μερικά γεγονότα ενδεικτικά για την εσωτερική του ζωή και συνάμα για την μετέπειτα πορεία του. Ο Άγιος Σιλουανός, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ, καταγόταν από το χωριό Σοβσκ της επαρχίας Λεμπεντίνσκ, από τη διοίκηση του Ταμπώφ.


     Το πρώτο από αυτά αναφέρεται στην παιδική του ηλικία, όταν δεν ήταν περισσότερο από τεσσάρων ετών. Ο πατέρας του, όπως και πολλοί ρώσοι χωρικοί, φιλοξενούσε ευχαρίστως τους οδοιπόρους. Σε μια γιορτή προσκάλεσε με ιδιαίτερη χαρά στο σπίτι του έναν πλανόδιο πωλητή βιβλίων. Περίμενε να μάθει από τον «γραμματισμένο» αυτόν άνθρωπο κάποιο ενδιαφέρον νέο, γιατί λυπόταν για το «σκοτάδι» του και είχε μεγάλη δίψα και ζήλο για μάθηση και γνώση.
     Πρόσφεραν στον ξένο τσάι και φαγητό. Ο μικρός Συμεών τον κοίταζε με παιδική περιέργεια και άκουγε προσεκτικά τη συνομιλία. Ο βιβλιοπώλης προσπαθούσε να αποδείξει τον πατέρα του ότι ο Χριστός δεν είναι ο Θεός και γενικά ότι Θεός δεν υπάρχει. Τον μικρό Συμεών τον εξέπληξαν ιδιαίτερα τα λόγια: «Πού είναι λοιπόν αυτός ο Θεός;». Σκέφθηκε: «Όταν μεγαλώσω, θα γυρίσω όλη τη γη αναζητώντας τον Θεό». Όταν έφυγε ο ξένος, ο μικρός Συμεών είπε στον πατέρα του: «Εσύ με μαθαίνεις να προσεύχομαι και αυτός λέει ότι Θεός δεν υπάρχει». Ο πατέρας απάντησε: «Νόμιζα ότι ήταν σπουδαίος άνθρωπος, αλλά αποδείχθηκε ανόητος. Μην τον ακούς!». Η απάντηση, όμως, του πατέρα δεν έσβησε από την ψυχή του παιδιού την αμφιβολία.


     Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Ο Συμεών έγινε μεγαλόσωμος και δυνατός νέος και εργαζόταν κοντά στο χωριό του, στο κτήμα του πρίγκιπα Τρουμπετσκόη, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε αναλάβει την ανέγερση κάποιας οικοδομής. Εργάζονταν συνεταιρικά, ο Συμεών ως ξυλουργός. Το συνεργείο είχε ως οικονόμο κάποια απλή χωρική. Κάποτε η οικονόμος αυτή πήγε σε ένα προσκύνημα και κοντά στα άλλα επισκέφθηκε τον τάφο ενός σπουδαίου ασκητή, του εγκλείστου Ιωάννου Σεζένωφ (1791–1839). Όταν επέστρεψε, διηγούνταν τον άγιο βίο του εγκλείστου και ότι στον τάφο του γίνονται θαύματα. Μερικοί από τους γεροντότερους παρισταμένους εργάτες επιβεβαίωσαν τις διηγήσεις για τα θαύματα και όλοι συμφώνησαν ότι ο Ιωάννης ήταν άγιος άνθρωπος.
     Ακούγοντας αυτά ο Συμεών σκέφθηκε:
     «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας και δεν υπάρχει ανάγκη να γυρίσω όλον τον κόσμο για να Τον βρω». Και με τη σκέψη αυτή η νεανική του καρδιά άναψε από αγάπη για τον Θεό.
     Καταπληκτικό πράγμα! Από τεσσάρων μέχρι δεκαεννέα ετών διατηρήθηκε ο λογισμός που έριξε στην ψυχή του παιδιού εκείνος ο πλανόδιος βιβλιοπώλης. Ο λογισμός αυτός, όπως φαίνεται, τον στενοχωρούσε, γιατί έμενε άλυτος στο βάθος της ψυχής του· και, να, που λύθηκε με τέτοιον παράδοξο και φαινομενικά αφελή τρόπο.
     Η χαρά του Συμεών ήταν μεγάλη, γιατί ξαναβρήκε την πίστη. Ο νους του προσκολλήθηκε στη μνήμη του Θεού και προσευχόταν πολύ και με δάκρυα. Τότε παρατήρησε μια εσωτερική μεταβολή και αισθάνθηκε πόθο για το μοναχισμό και, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γέροντας, άρχισε να βλέπει τις νεαρές θυγατέρες του πρίγκιπα με αγάπη, αλλά σαν αδελφές, χωρίς επιθυμία, ενώ προηγουμένως η παρουσία τους τον ενοχλούσε.


     Τρεις μήνες πέρασε ο Συμεών σε αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση. Έπειτα τον εγκατέλειψε αυτή η χάρη και γύρισε στις φιλίες με τους συνομιλίκους του, ξανάρχισε τους περίπατους με τις νέες του χωριού, έπινε βότκα, έπαιζε ακορντεόν και γενικά ζούσε όπως και οι άλλοι νέοι του χωριού.
     Νέος, δυνατός, ωραίος και, μάλιστα, εύπορος τότε ο Συμεών, απολάμβανε τη ζωή. Στο χωριό τον αγαπούσαν για τον ειρηνικό και χαρούμενο χαρακτήρα του και οι κοπέλες τον έβλεπαν σαν ζηλευτό σύζυγο. Ο ίδιος γοητεύθηκε από μία νέα και, πριν ακόμη τεθεί θέμα γάμου, κάποια καλοκαιρινή νύχτα έγινε το «συνηθισμένο».
     Αξιοσημείωτο είναι ότι την επομένη το πρωί, ενώ εργαζόταν, του λέει ο πατέρας του σε ήπιο τόνο:
     «Πού ήσουν χθες, παιδί μου; Πονούσε η καρδιά μου».
     Οι μειλίχιοι αυτοί λόγοι του πατέρα τυπώθηκαν βαθιά στην ψυχή του Συμεών και αργότερα, όταν τους θυμόταν, έλεγε:
     «Εγώ δεν έφθασα στο μέτρο του πατέρα μου. Εκείνος ήταν εντελώς αγράμματος. Έλεγε ακόμη και το “Πάτερ ημών” με λάθη –το έμαθε εξ ακοής στο ναό– αλλά ήταν πράος και σοφός άνθρωπος».


     Κάποια ημέρα που το χωριό γιόρταζε τον άγιό του και άλλοι κάτοικοι συζητούσαν χαρούμενοι έξω από τα σπίτια τους, ο Συμεών περπατούσε με ένα φίλο του στον κεντρικό δρόμο παίζοντας ακορντεόν. Δύο αδέλφια, οι τσαγκάρηδες του χωριού, έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση προς το μέρος τους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, άνδρας με τεράστιο ύψος και δύναμη και, επιπλέον, γνωστός σκανδαλοποιός, ήταν στις «χαρές» του. Όταν πλησίασε, προσπαθούσε περιπαικτικά να αρπάξει το ακορντεόν από τον Συμεών, ο οποίος όμως κατόρθωσε να το δώσει στο σύντροφό του. Ο Συμεών στάθηκε μπροστά στον τσαγκάρη και προσπάθησε να τον πείσει «να τραβήξει τον δρόμο του». Εκείνος όμως θέλοντας, όπως φαίνεται, να δείξει την ανωτερότητά του μπροστά σε όλους τους νεαρούς του χωριού και, μάλιστα, τέτοια μέρα που τα κορίτσια ήταν έξω και παρακολουθούσαν τη σκηνή με γέλια, επιτέθηκε εναντίον του Συμεών.


     Να, πώς τα διηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, ο Άγιος Σιλουανός: «Στην αρχή σκέφτηκα να υποχωρήσω, αλλά αμέσως, φοβούμενος τις ειρωνείες των κοριτσιών, τον χτύπησα δυνατά στο στήθος. Το σώμα του εξακοντίσθηκε μακριά από μένα κι έπεσε βαρύς, κατάχαμα στη μέση του δρόμου. Από το στόμα του έβγαιναν αφροί και αίμα. Τρομοκρατήθηκαν όλοι. Φοβήθηκα κι εγώ. Σκέφτηκα: “Τον σκότωσα!”. Κι έμεινα ακίνητος. Στο μεταξύ, ο νεώτερος αδελφός του τσαγκάρη πιάνει μια μεγάλη πέτρα και μου τη ρίχνει. Προσπάθησα να την αποφύγω, αλλά η πέτρα με βρήκε στη ράχη. Τότε, του λέω: “Τι, λοιπόν; Θέλεις να πάθεις κι εσύ το ίδιο;”. Και όρμησα εναντίον του, αλλά εκείνος μου ξέφυγε. Ο τσαγκάρης έμεινε ξαπλωμένος στο δρόμο πολλή ώρα. Οι άνθρωποι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, του έχυναν κρύο νερό. Πέρασε περισσότερο από μισή ώρα, ωσότου μπορέσει να σηκωθεί και τον οδήγησαν με δυσκολία στο σπίτι του. Σχεδόν δύο μήνες έμεινε σοβαρά άρρωστος, αλλά ευτυχώς επέζησε· εγώ έπρεπε να προσέχω παντού. Τη νύχτα οι αδελφοί του τσαγκάρη και οι φίλοι τους παραμόνευαν με ρόπαλα και μαχαίρια στις γωνιές των δρόμων, αλλά ο Θεός με φύλαξε».


     Έτσι, μέσα στο θόρυβο της νεανικής ζωής, άρχισε πια να εξασθενίζει στη ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τη μοναχική ζωή. Αλλά ο Θεός που τον εξέλεξε, τον κάλεσε και πάλι με ένα όραμα:
     Κάποια μέρα, την οποία κατασπατάλησε όχι με σωφροσύνη, αποκοιμήθηκε ελαφρά και είδε στον ύπνο του πως ένα φίδι μπήκε μέσα του από το στόμα του. Δοκίμασε φοβερή αηδία και τινάχθηκε πάνω, οπότε άκουσε μια φωνή να του λέει:
     «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε. Το ίδιο δεν μου αρέσει και εμένα να βλέπω τα έργα σου!».
     Ο Συμεών δεν είδε κανέναν· άκουσε μόνο μια φωνή, ασυνήθιστα γλυκιά και ωραία. Η ενέργειά της υπήρξε, όμως, συγκλονιστική. Ο Άγιος Γέροντας Σιλουανός πίστευε χωρίς καμιά αμφιβολία ότι ήταν η φωνή της ίδιας της Θεοτόκου. Ως το τέλος της ζωής του ευχαριστούσε τη Θεομήτορα, γιατί δεν τον αποστράφηκε, αλλά ευδόκησε να τον επισκεφθεί η ίδια και να τον σηκώσει από την πτώση.
     Έλεγε χαρακτηριστικά: «Τώρα βλέπω, πόσο ο Κύριος και η Μητέρα του Θεού σπλαχνίζονται το λαό. Σκεφτείτε, η Θεομήτορα κατέβηκε από τους ουρανούς να με συμβουλεύσει, ενώ ήμουν νέος και αμαρτωλός».
     Το ότι δεν αξιώθηκε να δει τη Δέσποινα του κόσμου, το απέδιδε στη ρυπαρότητα, μέσα στην οποία βρισκόταν τότε.


     Αυτή η δεύτερη κλήση, η οποία συνέβη λίγο πριν από τη στρατιωτική του θητεία, είχε πλέον αποφασιστική σημασία για την επιλογή της μελλοντικής του πορείας. Πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ριζική αλλαγή της ζωής του, που είχε πάρει κακό δρόμο. Ο Συμεών αισθάνθηκε βαθιά ντροπή για το παρελθόν του και άρχισε να μετανοεί θερμά ενώπιον του Θεού. Η απόφαση να εισέλθει σε μοναστήρι μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας επέστρεψε με διπλή δύναμη. Γεννήθηκε μέσα του η πικρή γεύση της αμαρτίας και αυτό άλλαξε τη στάση του απέναντι σε όλα τα πράγματα. Αυτή η αλλαγή ήταν φανερή, όχι μόνο στις προσωπικές ενέργειες και τη συμπεριφορά του, αλλά και στις συνομιλίες του που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εμείς, δυστυχώς, μπορούμε να διηγηθούμε μόνο λίγες, όσες διατηρήθηκαν καθαρότερα στη μνήμη μας.


     Σε κάποια γιορτή είχαν μουσική και χορούς στο χωριό. Ο Συμεών παρατήρησε έναν μεσήλικα συγχωριανό του που έπαιζε ακορντεόν και χόρευε. Τον πλησίασε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε:
     –Στέφανε, πώς μπορείς να παίζεις και να χορεύεις; Δεν είναι αλήθεια ότι σκότωσες άνθρωπο;
     Τον είχε σκοτώσει σε μια συμπλοκή μεθυσμένων.
     Τότε ο Στέφανος είπε εξομολογητικά στον Συμεών:
     –Είναι αλήθεια, αλλά, όταν ήμουν στη φυλακή, προσευχήθηκα πολύ στον Θεό να συγχωρέσει την αμαρτία μου αυτή και ο Θεός μού τη συγχώρεσε. Γι’ αυτό τώρα παίζω ήσυχα.
     Ο Συμεών, που και ο ίδιος προηγουμένως παρά λίγο θα σκότωνε, κατάλαβε ότι μπορεί κάποιος να ζητήσει από τον Θεό άφεση αμαρτιών και κατανόησε την ειρήνη του συγχωρεμένου φονιά. Το γεγονός αυτό δείχνει επίσης με ενάργεια τη βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας, την ισχυρή πίστη στη μετάνοια, καθώς και τη βαθιά θρησκευτική διαίσθηση των ρώσων χωρικών.



     Ένας άλλος νεαρός από το χωριό του Συμεών είχε σχέσεις με μια κοπέλα από το γειτονικό χωριό και την άφησε έγκυο. Ο Συμεών, βλέποντας ότι ο νέος δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στο γεγονός αυτό, προσπαθούσε να τον πείσει να την παντρευτεί, λέγοντάς του ότι, αν δεν κάνει έτσι, θα είναι αμαρτία. Εκείνος για αρκετό καιρό δεν συμφωνούσε.
     Όταν ακούσαμε από το στόμα του Γέροντα αυτή την ιστορία, τον ρωτήσαμε γιατί ο ίδιος δεν παντρεύτηκε την κοπέλα που γνώρισε. Σε αυτό ο Γέροντας είπε:
     –Όταν θέλησα να γίνω μοναχός, παρακάλεσα πολύ τον Θεό να οικονομήσει το πράγμα, ώστε να μπορέσω ήσυχα να πραγματοποιήσω το σκοπό μου· και ο Θεός τα τακτοποίησε όλα με τον πιο άριστο τρόπο. Όταν ήμουν στο στρατό, ήρθε κάποιος σιτέμπορος στο χωριό μας να αγοράσει σιτάρι. Είδε σε ένα χορό αυτή την κοπέλα, η οποία ήταν όμορφη και κομψή, καλλίφωνη και χαρούμενη, την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Έζησαν ευτυχισμένοι και έκαναν πολλά παιδιά.
     Ο Γέροντας ευχαριστούσε τον Θεό που άκουσε την προσευχή του· δεν λησμονούσε, όμως, το ανόμημά του.


     Ο Συμεών έκανε τη στρατιωτική του θητεία στην Πετρούπολη. Υπηρέτησε σε ένα τάγμα σκαπανέων, το οποίο ανήκε στην Αυτοκρατορική Φρουρά. Πήγε να υπηρετήσει με ζωντανή πίστη και βαθύ αίσθημα μετανοίας, χωρίς να παύσει να σκέφτεται τον Θεό.
     Στο στρατό, τον αγαπούσαν πολύ ως στρατιώτη πρόθυμο στην υπηρεσία, ήσυχο και πάντοτε καλό στη συμπεριφορά. Οι σύντροφοί του τον αγαπούσαν ως ευχάριστο και πιστό φίλο. Άλλωστε, αυτό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη Ρωσία, όπου οι στρατιώτες ζούσαν σαν αδέλφια.


     Κάποτε, την παραμονή μιας γιορτής, μαζί με άλλους τρεις φρουρούς από το ίδιο τάγμα έφυγαν για την πόλη. Κατέληξαν λοιπόν σε μια από τις πιο μεγάλες ταβέρνες της πρωτεύουσας, όπου υπήρχαν πολλά φώτα και αντηχούσε δυνατή μουσική. Παρήγγειλαν φαγητό και βότκα και άρχισαν να συζητούν σε ευχάριστο τόνο. Ο Συμεών όμως, μάλλον σιωπούσε. Βλέποντάς τον έτσι σιωπηλό ένας από την παρέα, ρώτησε:
     –Τι συμβαίνει, Συμεών, και είσαι συνεχώς έτσι σιωπηλός; Τι σκέφτεσαι;
     –Σκέφτομαι ότι, ενώ εμείς καθόμαστε τώρα στην ταβέρνα, πίνουμε βότκα, ακούμε μουσική και διασκεδάζουμε, στο Άγιο Όρος αυτή την ώρα γίνεται αγρυπνία και οι μοναχοί θα προσεύχονται όλη τη νύχτα. Λοιπόν, ποιος θα δώσει καλύτερη απάντηση στη Φοβερή Κρίση· αυτοί ή εμείς;
     Τότε, λέει ο άλλος:
     –Τι άνθρωπος, αυτός ο Συμεών! Εμείς ακούμε μουσική και διασκεδάζουμε κι αυτός έχει το νου του στον Άθωνα και στην Κρίση!



     Οι λόγοι του φρουρού για τον Συμεών –«ο νους του είναι στον Άθωνα και την Κρίση»– μπορεί να ίσχυαν, όχι μόνο για τη στιγμή εκείνη, αλλά και για όλη την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας. Το ότι σκεφτόταν τον Άθωνα, φαίνεται μεταξύ των άλλων και από το ότι έστειλε πολλές φορές εκεί χρήματα.


     Έτσι, κάποτε, για να στείλει επιταγή στον Άθωνα, πήγε από το στρατόπεδο του Ουστιζόρσκ, όπου στρατοπέδευε το καλοκαίρι το τάγμα τους, στο ταχυδρομείο του χωριού Κόλπινο. Στο δρόμο κοντά στο Κόλπινο, βλέπει ξαφνικά να τρέχει κατά πάνω του ένας μεγάλος λυσσασμένος σκύλος. Όταν έφτασε σχεδόν κοντά του και ήταν έτοιμος να τον δαγκώσει, φώναξε φοβισμένος: «Κύριε, ελέησον!». Μόλις πρόφερε αυτή τη σύντομη προσευχή, αμέσως μια δύναμη απώθησε το σκύλο στην άκρη, σαν να είχε συγκρουσθεί με κάτι, και ο σκύλος κατευθύνθηκε προς το χωριό, όπου προξένησε μεγάλη ζημιά σε ανθρώπους και ζώα.
     Το γεγονός αυτό τυπώθηκε βαθιά στην καρδιά του Συμεών, γιατί αισθάνθηκε ζωηρά την εγγύτητα του Βοηθού Κυρίου και προσκολλήθηκε ακόμη περισσότερο στη μνήμη του Θεού.


     Κατά τον καιρό της στρατιωτικής του θητείας φάνηκε και πάλι η δύναμη των συμβουλών του και της αγαθής του επιδράσεως. Μια μέρα, βλέπει στο κατάλυμα του λόχου έναν στρατιώτη, ο οποίος μόλις είχε αποστρατευθεί, να κάθεται στο κρεβάτι του λυπημένος με κατεβασμένο το κεφάλι.
     Ο Συμεών πλησίασε και του είπε:
     –Γιατί κάθεσαι λυπημένος και δεν χαίρεσαι, όπως οι άλλοι, που τελείωσες το στρατό και επιστρέφεις τώρα πίσω στο σπίτι σου;
     –Πήρα γράμμα από τους δικούς μου, λέει ο στρατιώτης. Μου γράφουν ότι, κατά την απουσία μου, η γυναίκα μου απέκτησε παιδί!...
     Για μια στιγμή σιώπησε. Έπειτα, κουνώντας το κεφάλι είπε με χαμηλή φωνή που έδειχνε στενοχώρια, θυμό και προσβεβλημένο εγωισμό:
     –Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της!… Ω, φοβάμαι τόσο, που δεν θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου!...
     Ο Συμεών, τον ρώτησε ήρεμα:
     –Κι εσύ στο διάστημα αυτό, πόσες φορές πήγες σε καταγώγια;
     –Ναι..., μερικές φορές…, απάντησε ο στρατιώτης, σαν να θυμόταν μόλις και μετά βίας κάτι.
     –Να, λοιπόν, που κι εσύ δεν μπόρεσες να αντέξεις! του λέει ο Συμεών. Αλλά, νομίζεις ότι γι’ αυτήν ήταν εύκολο;… Εσύ είσαι «ασφαλισμένος», είσαι άνδρας· εκείνη όμως μπορεί να το πάθει με την πρώτη φορά… Σκέψου πού πήγαινες!... Εσύ είσαι περισσότερο ένοχος απέναντί της, παρά εκείνη απέναντί σου… Συγχώρεσέ την! Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε το παιδί σαν δικό σου και θα δεις πως όλα θα πάνε καλά!...
     Πέρασαν μήνες πολλοί. Ο Συμεών έλαβε ευχαριστήριο γράμμα από το στρατιώτη εκείνον. Του έγραφε πως, όταν έφτασε στο σπίτι του, ο πατέρας και η μητέρα του ήρθαν να τον υποδεχτούν «σκυθρωποί», ενώ η γυναίκα του, δειλή και ταραγμένη, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού, κρατώντας το βρέφος στα χέρια της. Αλλά η ψυχή του, από τη στιγμή που του μίλησε ο Συμεών, ήταν ήσυχη. Χαιρέτισε τους γονείς κι έτρεξε χαρούμενος στη γυναίκα του· τη φίλησε, πήρε το βρέφος στα χέρια του και το φίλησε και αυτό. Χάρηκαν όλοι. Μπήκαν στο σπίτι κι ύστερα άρχισαν να γυρίζουν στο χωριό, για να χαιρετίσει τους γνωστούς και συγγενείς, κρατώντας το βρέφος στα χέρια του. Οι ψυχές όλων αισθάνονταν χαρά. Και στο εξής έζησαν ειρηνικά.
     Ο στρατιώτης ευχαριστούσε πολύ στο γράμμα του το φίλο του Συμεών για την καλή του συμβουλή. Και πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η συμβουλή του ήταν πραγματικά όχι μόνο καλή, αλλά και σοφή. Έτσι ο Γέροντας Σιλουανός είχε ήδη καταλάβει από τα νεανικά του χρόνια ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων είναι να συνειδητοποιεί καθένας το λάθος του.


     Προς το τέλος της θητείας του και λίγο πριν φύγουν οι στρατιώτες της κλάσεώς του για τα σπίτια τους, ο Συμεών πήγε με το γραμματέα του λόχου να δει τον Πατέρα Ιωάννη της Κρονστάνδης (1829–1908), για να ζητήσει τις προσευχές και την ευλογία του. Δεν τον βρήκαν όμως, και σκέφτηκαν να αφήσουν γράμματα. Ο γραμματέας άρχισε να γράφει καλλιγραφικά και σε εξεζητημένο ύφος μία βαθυστόχαστη επιστολή, ενώ ο Συμεών έγραψε μόνο λίγες λέξεις:
     «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχηθείτε να μη με κρατήσει ο κόσμος».
     Επέστρεψε στο στρατώνα στην Πετρούπολη και, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γέροντας, την επόμενη κιόλας ημέρα, άρχισε να αισθάνεται ολόγυρά του «να βουίζουν οι φλόγες του άδη».
     Φεύγοντας από την Πετρούπολη ο Συμεών γύρισε για μία μόνο εβδομάδα στο σπίτι του. Συγκέντρωσαν και του πρόσφεραν λινά υφάσματα και άλλα αφιερώματα για το μοναστήρι. Τους αποχαιρέτησε όλους και αναχώρησε για τον Άθωνα. Από εκείνη όμως την ημέρα που προσευχήθηκε γι’ αυτόν ο Πατήρ Ιωάννης, «οι φλόγες του άδη βούιζαν» τριγύρω του, όπου και αν βρισκόταν: στο τραίνο, στην Οδησσό, στο πλοίο, ακόμη και στον Άθωνα, στη Μονή, στο ναό, παντού!...

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ
(1896–1993)


[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»,
μέρος α΄, κεφ. α΄, σελ. 13–24,
έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας 200310.]