«ΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΜΕΩΝ!»
Από το μακρύ βίο του Αγίου Σιλουανού του
Αθωνίτου (1866–1938) διατηρήσαμε καθαρότερα στη μνήμη μερικά γεγονότα
ενδεικτικά για την εσωτερική του ζωή και συνάμα για την μετέπειτα πορεία του. Ο
Άγιος Σιλουανός, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ, καταγόταν από το χωριό
Σοβσκ της επαρχίας Λεμπεντίνσκ, από τη διοίκηση του Ταμπώφ.
Το πρώτο από αυτά αναφέρεται στην παιδική
του ηλικία, όταν δεν ήταν περισσότερο από τεσσάρων ετών. Ο πατέρας του, όπως
και πολλοί ρώσοι χωρικοί, φιλοξενούσε ευχαρίστως τους οδοιπόρους. Σε μια γιορτή
προσκάλεσε με ιδιαίτερη χαρά στο σπίτι του έναν πλανόδιο πωλητή βιβλίων.
Περίμενε να μάθει από τον «γραμματισμένο» αυτόν άνθρωπο κάποιο ενδιαφέρον νέο,
γιατί λυπόταν για το «σκοτάδι» του και είχε μεγάλη δίψα και ζήλο για μάθηση και
γνώση.
Πρόσφεραν στον ξένο τσάι και φαγητό. Ο
μικρός Συμεών τον κοίταζε με παιδική περιέργεια και άκουγε προσεκτικά τη
συνομιλία. Ο βιβλιοπώλης προσπαθούσε να αποδείξει τον πατέρα του ότι ο Χριστός
δεν είναι ο Θεός και γενικά ότι Θεός δεν υπάρχει. Τον μικρό Συμεών τον
εξέπληξαν ιδιαίτερα τα λόγια: «Πού είναι λοιπόν αυτός ο Θεός;». Σκέφθηκε: «Όταν
μεγαλώσω, θα γυρίσω όλη τη γη αναζητώντας τον Θεό». Όταν έφυγε ο ξένος, ο
μικρός Συμεών είπε στον πατέρα του: «Εσύ με μαθαίνεις να προσεύχομαι και αυτός
λέει ότι Θεός δεν υπάρχει». Ο πατέρας απάντησε: «Νόμιζα ότι ήταν σπουδαίος
άνθρωπος, αλλά αποδείχθηκε ανόητος. Μην τον ακούς!». Η απάντηση, όμως, του
πατέρα δεν έσβησε από την ψυχή του παιδιού την αμφιβολία.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Ο Συμεών
έγινε μεγαλόσωμος και δυνατός νέος και εργαζόταν κοντά στο χωριό του, στο κτήμα
του πρίγκιπα Τρουμπετσκόη, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε αναλάβει την
ανέγερση κάποιας οικοδομής. Εργάζονταν συνεταιρικά, ο Συμεών ως ξυλουργός. Το
συνεργείο είχε ως οικονόμο κάποια απλή χωρική. Κάποτε η οικονόμος αυτή πήγε σε
ένα προσκύνημα και κοντά στα άλλα επισκέφθηκε τον τάφο ενός σπουδαίου ασκητή,
του εγκλείστου Ιωάννου Σεζένωφ (1791–1839). Όταν επέστρεψε, διηγούνταν τον άγιο
βίο του εγκλείστου και ότι στον τάφο του γίνονται θαύματα. Μερικοί από τους
γεροντότερους παρισταμένους εργάτες επιβεβαίωσαν τις διηγήσεις για τα θαύματα
και όλοι συμφώνησαν ότι ο Ιωάννης ήταν άγιος άνθρωπος.
Ακούγοντας αυτά ο Συμεών σκέφθηκε:
«Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι
μαζί μας και δεν υπάρχει ανάγκη να γυρίσω όλον τον κόσμο για να Τον βρω». Και
με τη σκέψη αυτή η νεανική του καρδιά άναψε από αγάπη για τον Θεό.
Καταπληκτικό πράγμα! Από τεσσάρων μέχρι
δεκαεννέα ετών διατηρήθηκε ο λογισμός που έριξε στην ψυχή του παιδιού εκείνος ο
πλανόδιος βιβλιοπώλης. Ο λογισμός αυτός, όπως φαίνεται, τον στενοχωρούσε, γιατί
έμενε άλυτος στο βάθος της ψυχής του· και, να, που λύθηκε με τέτοιον παράδοξο και
φαινομενικά αφελή τρόπο.
Η χαρά του Συμεών ήταν μεγάλη, γιατί
ξαναβρήκε την πίστη. Ο νους του προσκολλήθηκε στη μνήμη του Θεού και
προσευχόταν πολύ και με δάκρυα. Τότε παρατήρησε μια εσωτερική μεταβολή και
αισθάνθηκε πόθο για το μοναχισμό και, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γέροντας, άρχισε να
βλέπει τις νεαρές θυγατέρες του πρίγκιπα με αγάπη, αλλά σαν αδελφές, χωρίς
επιθυμία, ενώ προηγουμένως η παρουσία τους τον ενοχλούσε.
Τρεις μήνες πέρασε ο Συμεών σε αυτή την
ασυνήθιστη κατάσταση. Έπειτα τον εγκατέλειψε αυτή η χάρη και γύρισε στις φιλίες
με τους συνομιλίκους του, ξανάρχισε τους περίπατους με τις νέες του χωριού,
έπινε βότκα, έπαιζε ακορντεόν και γενικά ζούσε όπως και οι άλλοι νέοι του
χωριού.
Νέος, δυνατός, ωραίος και, μάλιστα,
εύπορος τότε ο Συμεών, απολάμβανε τη ζωή. Στο χωριό τον αγαπούσαν για τον ειρηνικό
και χαρούμενο χαρακτήρα του και οι κοπέλες τον έβλεπαν σαν ζηλευτό σύζυγο. Ο
ίδιος γοητεύθηκε από μία νέα και, πριν ακόμη τεθεί θέμα γάμου, κάποια καλοκαιρινή
νύχτα έγινε το «συνηθισμένο».
Αξιοσημείωτο είναι ότι την επομένη το
πρωί, ενώ εργαζόταν, του λέει ο πατέρας του σε ήπιο τόνο:
«Πού ήσουν χθες, παιδί μου; Πονούσε η
καρδιά μου».
Οι μειλίχιοι αυτοί λόγοι του πατέρα
τυπώθηκαν βαθιά στην ψυχή του Συμεών και αργότερα, όταν τους θυμόταν, έλεγε:
«Εγώ δεν έφθασα στο μέτρο του πατέρα μου.
Εκείνος ήταν εντελώς αγράμματος. Έλεγε ακόμη και το “Πάτερ ημών” με λάθη –το
έμαθε εξ ακοής στο ναό– αλλά ήταν πράος και σοφός άνθρωπος».
Κάποια ημέρα που το χωριό γιόρταζε τον
άγιό του και άλλοι κάτοικοι συζητούσαν χαρούμενοι έξω από τα σπίτια τους, ο
Συμεών περπατούσε με ένα φίλο του στον κεντρικό δρόμο παίζοντας ακορντεόν. Δύο
αδέλφια, οι τσαγκάρηδες του χωριού, έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση προς
το μέρος τους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, άνδρας με τεράστιο ύψος και δύναμη και,
επιπλέον, γνωστός σκανδαλοποιός, ήταν στις «χαρές» του. Όταν πλησίασε,
προσπαθούσε περιπαικτικά να αρπάξει το ακορντεόν από τον Συμεών, ο οποίος όμως
κατόρθωσε να το δώσει στο σύντροφό του. Ο Συμεών στάθηκε μπροστά στον τσαγκάρη
και προσπάθησε να τον πείσει «να τραβήξει τον δρόμο του». Εκείνος όμως
θέλοντας, όπως φαίνεται, να δείξει την ανωτερότητά του μπροστά σε όλους τους
νεαρούς του χωριού και, μάλιστα, τέτοια μέρα που τα κορίτσια ήταν έξω και
παρακολουθούσαν τη σκηνή με γέλια, επιτέθηκε εναντίον του Συμεών.
Να, πώς τα διηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, ο Άγιος
Σιλουανός: «Στην αρχή σκέφτηκα να υποχωρήσω, αλλά αμέσως, φοβούμενος τις
ειρωνείες των κοριτσιών, τον χτύπησα δυνατά στο στήθος. Το σώμα του
εξακοντίσθηκε μακριά από μένα κι έπεσε βαρύς, κατάχαμα στη μέση του δρόμου. Από
το στόμα του έβγαιναν αφροί και αίμα. Τρομοκρατήθηκαν όλοι. Φοβήθηκα κι εγώ.
Σκέφτηκα: “Τον σκότωσα!”. Κι έμεινα ακίνητος. Στο μεταξύ, ο νεώτερος αδελφός
του τσαγκάρη πιάνει μια μεγάλη πέτρα και μου τη ρίχνει. Προσπάθησα να την
αποφύγω, αλλά η πέτρα με βρήκε στη ράχη. Τότε, του λέω: “Τι, λοιπόν; Θέλεις να
πάθεις κι εσύ το ίδιο;”. Και όρμησα εναντίον του, αλλά εκείνος μου ξέφυγε. Ο
τσαγκάρης έμεινε ξαπλωμένος στο δρόμο πολλή ώρα. Οι άνθρωποι έτρεξαν να τον
βοηθήσουν, του έχυναν κρύο νερό. Πέρασε περισσότερο από μισή ώρα, ωσότου
μπορέσει να σηκωθεί και τον οδήγησαν με δυσκολία στο σπίτι του. Σχεδόν δύο
μήνες έμεινε σοβαρά άρρωστος, αλλά ευτυχώς επέζησε· εγώ έπρεπε να προσέχω
παντού. Τη νύχτα οι αδελφοί του τσαγκάρη και οι φίλοι τους παραμόνευαν με ρόπαλα
και μαχαίρια στις γωνιές των δρόμων, αλλά ο Θεός με φύλαξε».
Έτσι, μέσα στο θόρυβο της νεανικής ζωής,
άρχισε πια να εξασθενίζει στη ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τη
μοναχική ζωή. Αλλά ο Θεός που τον εξέλεξε, τον κάλεσε και πάλι με ένα όραμα:
Κάποια μέρα, την οποία κατασπατάλησε όχι
με σωφροσύνη, αποκοιμήθηκε ελαφρά και είδε στον ύπνο του πως ένα φίδι μπήκε
μέσα του από το στόμα του. Δοκίμασε φοβερή αηδία και τινάχθηκε πάνω, οπότε
άκουσε μια φωνή να του λέει:
«Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου
άρεσε. Το ίδιο δεν μου αρέσει και εμένα να βλέπω τα έργα σου!».
Ο Συμεών δεν είδε κανέναν· άκουσε μόνο μια
φωνή, ασυνήθιστα γλυκιά και ωραία. Η ενέργειά της υπήρξε, όμως, συγκλονιστική.
Ο Άγιος Γέροντας Σιλουανός πίστευε χωρίς καμιά αμφιβολία ότι ήταν η φωνή της
ίδιας της Θεοτόκου. Ως το τέλος της ζωής του ευχαριστούσε τη Θεομήτορα, γιατί
δεν τον αποστράφηκε, αλλά ευδόκησε να τον επισκεφθεί η ίδια και να τον σηκώσει
από την πτώση.
Έλεγε χαρακτηριστικά: «Τώρα βλέπω, πόσο ο Κύριος και η Μητέρα
του Θεού σπλαχνίζονται το λαό. Σκεφτείτε, η Θεομήτορα κατέβηκε από τους
ουρανούς να με συμβουλεύσει, ενώ ήμουν νέος και αμαρτωλός».
Το ότι δεν αξιώθηκε να δει τη Δέσποινα του
κόσμου, το απέδιδε στη ρυπαρότητα, μέσα στην οποία βρισκόταν τότε.
Αυτή
η δεύτερη κλήση, η οποία συνέβη λίγο πριν από τη στρατιωτική του θητεία, είχε
πλέον αποφασιστική σημασία για την επιλογή της μελλοντικής του πορείας. Πρώτο
αποτέλεσμα ήταν η ριζική αλλαγή της ζωής του, που είχε πάρει κακό δρόμο. Ο
Συμεών αισθάνθηκε βαθιά ντροπή για το παρελθόν του και άρχισε να μετανοεί θερμά
ενώπιον του Θεού. Η απόφαση να εισέλθει σε μοναστήρι μετά το τέλος της
στρατιωτικής του θητείας επέστρεψε με διπλή δύναμη. Γεννήθηκε μέσα του η πικρή
γεύση της αμαρτίας και αυτό άλλαξε τη στάση του απέναντι σε όλα τα πράγματα. Αυτή
η αλλαγή ήταν φανερή, όχι μόνο στις προσωπικές ενέργειες και τη συμπεριφορά του,
αλλά και στις συνομιλίες του που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εμείς,
δυστυχώς, μπορούμε να διηγηθούμε μόνο λίγες, όσες διατηρήθηκαν καθαρότερα στη
μνήμη μας.
Σε κάποια γιορτή είχαν μουσική και χορούς
στο χωριό. Ο Συμεών παρατήρησε έναν μεσήλικα συγχωριανό του που έπαιζε
ακορντεόν και χόρευε. Τον πλησίασε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε:
–Στέφανε, πώς μπορείς να παίζεις και να χορεύεις;
Δεν είναι αλήθεια ότι σκότωσες άνθρωπο;
Τον είχε σκοτώσει σε μια συμπλοκή
μεθυσμένων.
Τότε ο Στέφανος είπε εξομολογητικά στον
Συμεών:
–Είναι αλήθεια, αλλά, όταν ήμουν στη
φυλακή, προσευχήθηκα πολύ στον Θεό να συγχωρέσει την αμαρτία μου αυτή και ο
Θεός μού τη συγχώρεσε. Γι’ αυτό τώρα παίζω ήσυχα.
Ο Συμεών, που και ο ίδιος προηγουμένως
παρά λίγο θα σκότωνε, κατάλαβε ότι μπορεί κάποιος να ζητήσει από τον Θεό άφεση
αμαρτιών και κατανόησε την ειρήνη του συγχωρεμένου φονιά. Το γεγονός αυτό
δείχνει επίσης με ενάργεια τη βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας, την ισχυρή πίστη
στη μετάνοια, καθώς και τη βαθιά θρησκευτική διαίσθηση των ρώσων χωρικών.
Ένας άλλος νεαρός από το χωριό του Συμεών
είχε σχέσεις με μια κοπέλα από το γειτονικό χωριό και την άφησε έγκυο. Ο
Συμεών, βλέποντας ότι ο νέος δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στο γεγονός αυτό,
προσπαθούσε να τον πείσει να την παντρευτεί, λέγοντάς του ότι, αν δεν κάνει
έτσι, θα είναι αμαρτία. Εκείνος για αρκετό καιρό δεν συμφωνούσε.
Όταν ακούσαμε από το στόμα του Γέροντα
αυτή την ιστορία, τον ρωτήσαμε γιατί ο ίδιος δεν παντρεύτηκε την κοπέλα που
γνώρισε. Σε αυτό ο Γέροντας είπε:
–Όταν θέλησα να γίνω μοναχός, παρακάλεσα
πολύ τον Θεό να οικονομήσει το πράγμα, ώστε να μπορέσω ήσυχα να πραγματοποιήσω
το σκοπό μου· και ο Θεός τα τακτοποίησε όλα με τον πιο άριστο τρόπο. Όταν ήμουν στο
στρατό, ήρθε κάποιος σιτέμπορος στο χωριό μας να αγοράσει σιτάρι. Είδε σε ένα
χορό αυτή την κοπέλα, η οποία ήταν όμορφη και κομψή, καλλίφωνη και χαρούμενη,
την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Έζησαν ευτυχισμένοι και έκαναν πολλά παιδιά.
Ο Γέροντας ευχαριστούσε τον Θεό που άκουσε
την προσευχή του· δεν λησμονούσε, όμως, το ανόμημά του.
Ο Συμεών έκανε τη στρατιωτική του θητεία
στην Πετρούπολη. Υπηρέτησε σε ένα τάγμα σκαπανέων, το οποίο ανήκε στην
Αυτοκρατορική Φρουρά. Πήγε να υπηρετήσει με ζωντανή πίστη και βαθύ αίσθημα
μετανοίας, χωρίς να παύσει να σκέφτεται τον Θεό.
Στο στρατό, τον αγαπούσαν πολύ ως στρατιώτη
πρόθυμο στην υπηρεσία, ήσυχο και πάντοτε καλό στη συμπεριφορά. Οι σύντροφοί του
τον αγαπούσαν ως ευχάριστο και πιστό φίλο. Άλλωστε, αυτό ήταν συνηθισμένο
φαινόμενο στη Ρωσία, όπου οι στρατιώτες ζούσαν σαν αδέλφια.
Κάποτε, την παραμονή μιας γιορτής, μαζί με
άλλους τρεις φρουρούς από το ίδιο τάγμα έφυγαν για την πόλη. Κατέληξαν λοιπόν
σε μια από τις πιο μεγάλες ταβέρνες της πρωτεύουσας, όπου υπήρχαν πολλά φώτα
και αντηχούσε δυνατή μουσική. Παρήγγειλαν φαγητό και βότκα και άρχισαν να
συζητούν σε ευχάριστο τόνο. Ο Συμεών όμως, μάλλον σιωπούσε. Βλέποντάς τον έτσι
σιωπηλό ένας από την παρέα, ρώτησε:
–Τι συμβαίνει, Συμεών, και είσαι συνεχώς
έτσι σιωπηλός; Τι σκέφτεσαι;
–Σκέφτομαι ότι, ενώ εμείς καθόμαστε τώρα
στην ταβέρνα, πίνουμε βότκα, ακούμε μουσική και διασκεδάζουμε, στο Άγιο Όρος
αυτή την ώρα γίνεται αγρυπνία και οι μοναχοί θα προσεύχονται όλη τη νύχτα.
Λοιπόν, ποιος θα δώσει καλύτερη απάντηση στη Φοβερή Κρίση· αυτοί ή εμείς;
Τότε, λέει ο άλλος:
–Τι άνθρωπος, αυτός ο Συμεών! Εμείς ακούμε
μουσική και διασκεδάζουμε κι αυτός έχει το νου του στον Άθωνα και στην Κρίση!
Οι λόγοι του φρουρού για τον Συμεών –«ο
νους του είναι στον Άθωνα και την Κρίση»– μπορεί να ίσχυαν, όχι μόνο για τη
στιγμή εκείνη, αλλά και για όλη την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας. Το
ότι σκεφτόταν τον Άθωνα, φαίνεται μεταξύ των άλλων και από το ότι έστειλε πολλές
φορές εκεί χρήματα.
Έτσι, κάποτε, για να στείλει επιταγή στον
Άθωνα, πήγε από το στρατόπεδο του Ουστιζόρσκ, όπου στρατοπέδευε το καλοκαίρι το
τάγμα τους, στο ταχυδρομείο του χωριού Κόλπινο. Στο δρόμο κοντά στο Κόλπινο,
βλέπει ξαφνικά να τρέχει κατά πάνω του ένας μεγάλος λυσσασμένος σκύλος. Όταν
έφτασε σχεδόν κοντά του και ήταν έτοιμος να τον δαγκώσει, φώναξε φοβισμένος:
«Κύριε, ελέησον!». Μόλις πρόφερε αυτή τη σύντομη προσευχή, αμέσως μια δύναμη
απώθησε το σκύλο στην άκρη, σαν να είχε συγκρουσθεί με κάτι, και ο σκύλος
κατευθύνθηκε προς το χωριό, όπου προξένησε μεγάλη ζημιά σε ανθρώπους και ζώα.
Το γεγονός αυτό τυπώθηκε βαθιά στην καρδιά
του Συμεών, γιατί αισθάνθηκε ζωηρά την εγγύτητα του Βοηθού Κυρίου και
προσκολλήθηκε ακόμη περισσότερο στη μνήμη του Θεού.
Κατά τον καιρό της στρατιωτικής του
θητείας φάνηκε και πάλι η δύναμη των συμβουλών του και της αγαθής του
επιδράσεως. Μια μέρα, βλέπει στο κατάλυμα του λόχου έναν στρατιώτη, ο οποίος
μόλις είχε αποστρατευθεί, να κάθεται στο κρεβάτι του λυπημένος με κατεβασμένο
το κεφάλι.
Ο Συμεών πλησίασε και του είπε:
–Γιατί κάθεσαι λυπημένος και δεν χαίρεσαι,
όπως οι άλλοι, που τελείωσες το στρατό και επιστρέφεις τώρα πίσω στο σπίτι σου;
–Πήρα γράμμα από τους δικούς μου, λέει ο
στρατιώτης. Μου γράφουν ότι, κατά την απουσία μου, η γυναίκα μου απέκτησε
παιδί!...
Για μια στιγμή σιώπησε. Έπειτα, κουνώντας
το κεφάλι είπε με χαμηλή φωνή που έδειχνε στενοχώρια, θυμό και προσβεβλημένο
εγωισμό:
–Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της!… Ω, φοβάμαι
τόσο, που δεν θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου!...
Ο Συμεών, τον ρώτησε ήρεμα:
–Κι εσύ στο διάστημα αυτό, πόσες φορές
πήγες σε καταγώγια;
–Ναι..., μερικές φορές…, απάντησε ο
στρατιώτης, σαν να θυμόταν μόλις και μετά βίας κάτι.
–Να, λοιπόν, που κι εσύ δεν μπόρεσες να
αντέξεις! του λέει ο Συμεών. Αλλά, νομίζεις ότι γι’ αυτήν ήταν εύκολο;… Εσύ
είσαι «ασφαλισμένος», είσαι άνδρας· εκείνη όμως μπορεί να το πάθει με την πρώτη
φορά… Σκέψου πού πήγαινες!... Εσύ είσαι περισσότερο ένοχος απέναντί της, παρά
εκείνη απέναντί σου… Συγχώρεσέ την! Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε το παιδί σαν
δικό σου και θα δεις πως όλα θα πάνε καλά!...
Πέρασαν μήνες πολλοί. Ο Συμεών έλαβε
ευχαριστήριο γράμμα από το στρατιώτη εκείνον. Του έγραφε πως, όταν έφτασε στο
σπίτι του, ο πατέρας και η μητέρα του ήρθαν να τον υποδεχτούν «σκυθρωποί», ενώ
η γυναίκα του, δειλή και ταραγμένη, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού, κρατώντας
το βρέφος στα χέρια της. Αλλά η ψυχή του, από τη στιγμή που του μίλησε ο
Συμεών, ήταν ήσυχη. Χαιρέτισε τους γονείς κι έτρεξε χαρούμενος στη γυναίκα
του· τη φίλησε, πήρε το βρέφος στα χέρια του και το φίλησε και αυτό. Χάρηκαν
όλοι. Μπήκαν στο σπίτι κι ύστερα άρχισαν να γυρίζουν στο χωριό, για να
χαιρετίσει τους γνωστούς και συγγενείς, κρατώντας το βρέφος στα χέρια του. Οι
ψυχές όλων αισθάνονταν χαρά. Και στο εξής έζησαν ειρηνικά.
Ο στρατιώτης ευχαριστούσε πολύ στο γράμμα
του το φίλο του Συμεών για την καλή του συμβουλή. Και πρέπει να συμφωνήσουμε
ότι η συμβουλή του ήταν πραγματικά όχι μόνο καλή, αλλά και σοφή. Έτσι ο
Γέροντας Σιλουανός είχε ήδη καταλάβει από τα νεανικά του χρόνια ότι απαραίτητη
προϋπόθεση για την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων είναι να συνειδητοποιεί καθένας
το λάθος του.
Προς το τέλος της θητείας του και λίγο
πριν φύγουν οι στρατιώτες της κλάσεώς του για τα σπίτια τους, ο Συμεών πήγε με
το γραμματέα του λόχου να δει τον Πατέρα Ιωάννη της Κρονστάνδης (1829–1908), για να ζητήσει
τις προσευχές και την ευλογία του. Δεν τον βρήκαν όμως, και σκέφτηκαν να
αφήσουν γράμματα. Ο γραμματέας άρχισε να γράφει καλλιγραφικά και σε εξεζητημένο
ύφος μία βαθυστόχαστη επιστολή, ενώ ο Συμεών έγραψε μόνο λίγες λέξεις:
«Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός.
Προσευχηθείτε να μη με κρατήσει ο κόσμος».
Επέστρεψε στο στρατώνα στην Πετρούπολη
και, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γέροντας, την επόμενη κιόλας ημέρα, άρχισε να
αισθάνεται ολόγυρά του «να βουίζουν οι φλόγες του άδη».
Φεύγοντας από την Πετρούπολη ο Συμεών
γύρισε για μία μόνο εβδομάδα στο σπίτι του. Συγκέντρωσαν και του πρόσφεραν λινά
υφάσματα και άλλα αφιερώματα για το μοναστήρι. Τους αποχαιρέτησε όλους και
αναχώρησε για τον Άθωνα. Από εκείνη όμως την ημέρα που προσευχήθηκε γι’ αυτόν ο
Πατήρ Ιωάννης, «οι φλόγες του άδη βούιζαν» τριγύρω του, όπου και αν βρισκόταν:
στο τραίνο, στην Οδησσό, στο πλοίο, ακόμη και στον Άθωνα, στη Μονή, στο ναό,
παντού!...
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ
ΣΑΧΑΡΩΦ
(1896–1993)
※
[Αρχιμανδρίτου
Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Ο Άγιος
Σιλουανός ο Αθωνίτης»,
μέρος α΄,
κεφ. α΄, σελ. 13–24,
έκδοση
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ
Αγγλίας 200310.]
※
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου