ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΜΙΑΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
Ένας μεγάλος πραγματευτής, έχασε το καράβι
που ταξίδευε και τα δικά του εμπορεύματα αλλά και άλλων, των οποίων, εκείνος
είχε την ευθύνη και σώθηκε μονάχα εκείνος. Όταν ήρθε πίσω στον τόπο του,
θαλασσοπνιγμένος και θαλασσοδαρμένος, τον έπιασαν οι διάφοροι δανειστές του και
τον έβαλαν φυλακή, αρπάζοντας όλα τ’ αγαθά του σπιτιού του. Η γυναίκα του, η
καημένη, πνιγότανε στην αγωνία και τη στεναχώρια, κι έπαιρνε άδεια να μπαίνει
στη φυλακή, να δίνει τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί στον βασανισμένο άντρα της.
Μια μέρα, εκεί που καθότανε με τον άντρα
της στη φυλακή και τρώγανε, μπήκε μέσα κάποιο μεγάλο, επίσημο πρόσωπο, για να
δώσει ελεημοσύνη σ’ όσους ήταν μέσα στο δεσμωτήριο. Είδε την σώφρονα εκείνη
γυναίκα να κάθεται με τον άντρα της, και μπήκε ο πειρασμός μέσα του, γιατί
εκείνη η γυναίκα ήταν πανέμορφη. Φωνάζει τον φύλακα και του λέει να την ειδοποιήσει.
Εκείνη, νομίζοντας πως είναι να της δώσει κάποια ελεημοσύνη για τον ταλαίπωρο
άντρα της, τον πλησίασε. Εκείνος, την παίρνει κατά μέρος και την ρωτάει:
–Τί σου συμβαίνει; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Εκείνη, του διηγήθηκε όλα όσα της
συνέβησαν. Κι εκείνος, της λέει:
–Αν εγώ πληρώσω όλο σας το χρέος, δέχεσαι
να κοιμηθείς μαζί μου αυτή τη νύχτα;
Μα η γυναίκα, που εκτός από πολύ όμορφη
ήταν και πολύ σώφρων, του απαντά:
–Άκουσα, κύριέ μου, στον «Απόστολο» που διαβάζουν στην Εκκλησία
να λέει πως «δεν εξουσιάζει το σώμα της,
η γυναίκα, αλλά ο άντρας της» (Α΄ Κορ. ζ΄ 4). Επίτρεψέ μου, λοιπόν, να πάω να ρωτήσω τον άντρα μου κι ό,τι μου πει εκείνος, αυτό θα κάνω.
Πάει τότε στον άντρα της και του λέει την
πρόταση του παράξενου εκείνου «ευεργέτη». Ο άντρας της, όμως, εραστής καθώς φαίνεται
κι εκείνος της σωφροσύνης, δεν συγκινήθηκε καθόλου από την πρόταση: προτιμούσε
να μείνει φυλακισμένος και να υποφέρει, παρά να ελευθερωθεί με μια τέτοια
ντροπή! Αναστέναξε και, με δάκρυα στα μάτια, λέει στη γυναίκα του: Πήγαινε και
πες του πως δε δέχεσαι με κανέναν τρόπο να κάνεις αυτήν την αισχρή πράξη για να
μ’ ελευθερώσεις· ελπίζουμε, πως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δε θα μας
εγκαταλείψει!
Σηκώθηκε η γυναίκα και είπε την απόφασή
τους σ’ εκείνον τον πλούσιο, με τούτα τα λόγια:
–Είπα στον άντρα μου την πρότασή σου και μού
’πε να φύγεις· δε θέλει κι εκείνος ελευθερία με τέτοια ντροπή.
Εκείνο τον καιρό, ήταν κλεισμένος στη
φυλακή κι ένας μεγάλος ληστής· ήταν ήδη φυλακισμένος πριν τον πραγματευτή
εκείνον, και παρατηρούσε κι έβλεπε και μάθαινε τί συμβαίνει γύρω του, μέσα στη
φυλακή. Όταν, λοιπόν, άκουσε τη γυναίκα και τον φυλακισμένο άντρα της να
συζητούν εκείνη την πρόταση του πλούσιου και να την απορρίπτουν με τόση μεταξύ
τους αγάπη και σωφροσύνη, αναστέναξε από μέσα του, και λέει:
–Για δες, σε τί κατάσταση βρίσκονται αυτοί
οι άνθρωποι, αλλά δεν πρόδωσαν ωστόσο την ελευθερία τους για τα χρήματα!
Προτίμησαν τη σκλαβιά της φυλακής για την εσωτερική τους ελευθερία, παρά τη
ντροπή και την έξοδο από το δεσμωτήριο! Αγάπησαν πιο πολύ την αρετή της
συζυγικής πίστεως και της σωφροσύνης, παρά την άνεση του βίου με χρήματα
ντροπής! Τί να πω κι εγώ, ο πανάθλιος, που δεν σκέφτηκα ποτέ στη ζωή μου ούτε
καν αν υπάρχει Θεός! Γι’ αυτό και νομίζω, πως αξίζει να με σκοτώσουν όχι μία,
μα χίλιες φορές!
Κάλεσε, λοιπόν, εκείνο το ζευγάρι προς τη
θυρίδα του κελλιού του, όπου ήταν κλεισμένος, και τους λέει:
–Εγώ είμαι ληστής κι έχω σκοτώσει πολλούς
ανθρώπους. Όταν έρθει ο ηγεμόνας και με βγάλουν από ’δω μέσα, αυτό θα είναι για
να με θανατώσουν για να πληρώσω για όλους τους φόνους που έχω κάνει. Μα, είδα
την αγάπη σας και τη σωφροσύνη σας και πλημμύρισε την καρδιά μου ένα κύμα
κατανύξεως. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, να πάτε στο δείνα σημείο του καστρότειχου
της πόλης μας, να σκάψετε λίγο, και ’κει θα βρείτε πολλά χρήματα που έχω
κρυμμένα· πάρτε τα να πληρώσετε το χρέος σας, και να δώσετε κι αρκετές
ελεημοσύνες. Ακόμη, παρακαλώ, να προσευχηθείτε και για μένα, νά ’βρω έλεος…
Ύστερα από λίγες ημέρες, ήρθε στον τόπο
εκείνον ο ηγεμόνας κι έδωσε διαταγή ν’ αποκεφαλίσουν τον ληστή. Την άλλη μέρα,
η γυναίκα λέει στον άντρα της:
–Έχω την άδειά σου, άντρα μου, να βγω και
να πάω σ’ εκείνο το σημείο που μας είπε ο ληστής, για να δούμε αν έλεγε σ’ εμάς
την αλήθεια;
–Όπως νομίζεις καλύτερα, της λέει εκείνος.
Πήρε μαζί της ένα μικρό σκαλιστήρι κι όταν
νύχτωσε, πήγε σ’ εκείνο το σημείο που τους είχε πει ο ληστής. Έσκαψε λίγο, και
βρίσκει μια χύτρα γεμάτη χρυσάφι. Την πήρε κι έφυγε αμέσως. Με σύνεση και με φρόνηση,
άρχισε να χρησιμοποιεί λίγα–λίγα, τα χρήματα, για να μη κινήσει καμμιάν υποψία.
Σα να τα δανειζότανε, πήγαινε και τά ’δινε λίγα–λίγα εκεί που ήταν χρεωμένοι,
ώσπου τα ξεπλήρωσε όλα κι ελευθέρωσε τον άντρα της.
Όπως οι δύο αυτοί επαινετοί σύζυγοι
εφύλαξαν την εντολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έτσι κι Εκείνος τους χάρισε
πλουσιοπάροχα το έλεός Του! Ας είναι δοξασμένο το άγιο όνομά Του στους αιώνες
των αιώνων. Αμήν.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β.
ΠΑΣΧΟΣ
(Καθηγητής Αγιολογίας – Υμνολογίας,
Ποιητής και Θεολόγος)
[Παντελή
Β. Πάσχου: «Γυναίκες της Ερήμου (Μικρό
Γεροντικό Γ΄)», Διήγηση ογ΄
(73η), σελ. 212–216, Α΄ έκδοση, «Ακρίτας», Αθήνα Απρίλιος 1995.]