ΤΟ ΣΚΙΣΜΕΝΟ
ΠΕΠΛΟ
Η Γκιουλσάν Φατίμα –η μετέπειτα Εσθήρ
Γκιουλσάν– ήταν η μικρότερη κόρη μιας επίτιμης μουσουλμανικής οικογένειας Σαΐντ.
Αποτελεί ιερή καύχηση γι’ αυτήν και μόνο που θεωρούνταν απόγονη του προφήτη
Μωάμεθ από την κόρη του, την συνονόματή της Φατίμα. Η ίδια ζούσε ήσυχα και
απομονωμένα στην περιοχή Πουντζάμ στο Πακιστάν. Από πολύ νωρίς έχασε την μητέρα
της. Από εννιά μηνών έμεινε ανάπηρη στην αριστερή πλευρά του βρεφικού της
σώματος εξαιτίας ενός τυφοειδούς πυρετού. Ζούσε διαρκώς κάτω από τη μεγάλη
εύνοια και φιλόστοργη προστασία του πατέρα της, του Άμπα–Τζαν· απόγονος και
αυτός του Μωάμεθ, αξιοπρεπής Σαΐντ, πιστός Σαντ, αγέρωχος Πιρ (=θρησκευτικός
ηγέτης) καθώς και ένας πλούσιος γαιοκτήμονας.
Η Γκιουλσάν προσέφερε
όλη τη φλογερή έφεση της ψυχής της στην παράδοση του Ισλάμ, εντρυφώντας για
χρόνια στα κείμενα και τις προσευχές του Κορανίου με την πιο επαινετή και
ακλόνητη αφοσίωση. Ακολουθώντας τους ασίγαστους θρησκευτικούς της πόθους,
πραγματοποιεί μαζί με τον πατέρα της ένα μεγάλο προσκύνημα προς τη Μέκκα· από
την οποία όμως, παρά τις πελώριες ελπίδες και τις εσώψυχες λαχτάρες της, επιστρέφει
αθεράπευτη και αποκαρδιωμένη, έχοντας πάλι για θλιβερή συντροφιά το αναπηρικό
καροτσάκι της.
Με τον απροσδόκητο
θάνατο του αγαπημένου της πατέρα, βαθμιαία αρχίζει να σκίζεται το μελανό
ισλαμικό πέπλο πίσω από το οποίο καλυπτόταν ολάκερη η ζωή της. Και ένα άλλο
εξαίσιο προσκύνημα προς την αληθινή θεογνωσία και θεομαρτυρία αρχίζει γι’ αυτήν
να συντελείται με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο. Η Σούρα «Μαριάμ» του Κορανίου,
της δείχνει ξεκάθαρα τον «Υιό της Μαρίας», τον Ιησού Χριστό. Μονάχα σε Αυτόν τον παράξενο Προφήτη που σκιάζουν και παραγκωνίζουν εντέχνως οι σελίδες του Κορανίου, βρίσκει και γεύεται εκτός από τη θαυμαστή αποκατάσταση της υγείας της, κάθε νόημα
ύπαρξης, την όντως ζωή και σωτηρία.
Βαπτίζεται και γίνεται Χριστιανή. Και αμέσως
ένα καταιγιστικό σύνολο αφάνταστων περιπετειών και ταλαιπωριών δοκιμάζει τις
αντοχές της. Αδιαφορώντας για την οποιαδήποτε κατοπινή συνέπεια, απειλή, το τίμημα και το κόστος που της επιφυλάσσει η εκεί αδυσώπητη Ισλαμική κοινωνία, δίνει σθεναρά τη δική της μαρτυρία με ακλόνητη πίστη και απίστευτη ανδρεία, εκπλήσσοντας,
επηρεάζοντας και προβληματίζοντας πολλούς…
Α΄. «Διάβασε
για Μένα στη Σούρα “Μαριάμ”»
«Είχαμε ζήσει (με τον θάνατο του πατέρα μου, εγώ και τα υπόλοιπα αδέλφια
μου) το χειρότερο πράγμα της ζωής μας. Και όμως! Η ρουτίνα έπρεπε να συνεχίσει. “Είναι
λάθος που εγώ, ένα άχρηστο σαράβαλο, ζω και αυτός πέθανε”, σκέφτηκα. “Θεέ μου!
Δεν μπορώ να ζήσω έτσι για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Σε παρακαλώ, πήγαινέ με
στον πατέρα!”.
Γιατί ήταν ο Θεός τόσο μακρινός και τόσο απόμακρος; Ίσως οι πρόγονοί μου
να είχαν αμαρτήσει φοβερά. Ίσως ο Θεός να ήθελε να δει περισσότερη υπομονή από
μένα. Ναι, αλλά (ήδη) είχα δείξει υπομονή και πάλι άρρωστη ήμουν. Αν δεν με
βοηθούσε, θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ξεφορτωθώ αυτό το κουραστικό σώμα. Πώς
όμως; Να κρεμαστώ; Με ένα χέρι, αυτό θα ήταν αδύνατο. Να δηλητηριαστώ; Από πού
θα έβρισκα δηλητήριο; Αν είχα ένα μαχαίρι ή ψαλίδι! Αλλά αυτά βρίσκονταν μακριά και κλειδωμένα. Καθώς αυτή η σκέψη διατυπωνόταν, μια άλλη πήρε τη θέση της: “Αν
αυτοκτονήσεις, δεν θα είσαι ποτέ με τη μητέρα και τον πατέρα στον Παράδεισο”.
Σαν Σαΐντ που ήμουν, είχα αυτομάτως το δικαίωμα εισόδου στον Παράδεισο. Αλλά
μια αυτοκτονία θα ακύρωνε ακόμα και αυτό το δικαίωμα.
Ίσως επομένως δεν θα θεραπευόμουν ποτέ. Ένιωθα σαν κάποιος να πίεζε την
καρδιά μου και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Ήταν τότε που, από καθαρή
απελπισία άρχισα να μιλάω στον Θεό. Πραγματικά να Του μιλάω· όχι, όπως
κάνει ένας Μουσουλμάνος που χρησιμοποιεί έτοιμες προσευχές και που Τον
πλησιάζει μέσα από ένα τεράστιο κενό. Καθοδηγούμενη από μια τεράστια κενότητα
μέσα μου, προσευχήθηκα σαν να μιλούσα σε Κάποιον που ήξερε την κατάστασή μου
και την ανάγκη μου.
“Θέλω να πεθάνω”, είπα· “δεν θέλω να ζω άλλο! Πάει και τελείωσε!”.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ένιωσα ότι η προσευχή μου γινόταν
εισακουστή. Ήταν σαν να είχε αφαιρεθεί ένα πέπλο ανάμεσα σε μένα και σε μια
πηγή ειρήνης. Τυλίγοντας πιο σφιχτά το σάλι μου από το κρύο, μίλησα με ακόμα
μεγαλύτερη τόλμη στην προσευχή μου.
“Τι φρικτή αμαρτία έχω διαπράξει για να με αναγκάζεις να ζω έτσι;”,
έλεγα με λυγμούς· “Η μητέρα μου έφυγε μόλις γεννήθηκα. Μετά, με έκανες ανάπηρη. Και τώρα πήρες τον πατέρα μου. Πες μου, γιατί με τιμωρείς τόσο βαριά;”.
Η σιωπή ήταν τόσο βαριά και ήρεμη, που άκουγα τον χτύπο της καρδιάς μου.
“Δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις.
Θα σε κρατήσω στη ζωή”.
Ήταν χαμηλή, μια απαλή φωνή σαν την ανάσα μιας αύρας που περνούσε από πάνω
μου. Ξέρω ότι ήταν φωνή και ότι μίλησε στη γλώσσα μου και ότι μαζί της ήρθε
μια νέα ελευθερία να προσεγγίζω τον Θεό ως το Υπέρτατο Όν, ο Οποίος, μέχρι
τότε δεν μου είχε δώσει καμία ένδειξη ότι γνώριζε καν την ύπαρξή μου.
“Ποιος ο λόγος να με κρατάς στη ζωή;”, απόρησα. “Είμαι ένα ράκος. Όταν
ζούσε ο πατέρας μου, μπορούσα να μοιράζομαι τα πάντα μαζί του. Τώρα, κάθε λεπτό
της ζωής μου, είναι σαν εκατό χρόνια. Πήρες τον πατέρα μου και δεν μου άφησες
καμιά ελπίδα· τίποτα, που να αξίζει να ζω!”.
Η φωνή, ήρθε και πάλι, ζωηρή και χαμηλόφωνη:
“Ποιος έδωσε μάτια στους τυφλούς;
Και Ποιος έκανε καλά
τους αρρώστους;
Ποιος γιάτρεψε
τους λεπρούς;
Και Ποιος
ανέστησε τους νεκρούς;
Είμαι ο Ιησούς, ο
Υιός της Μαρίας.
Διάβασε για Μένα
στο Κοράνι, στη Σούρα ‘Μαριάμ’!”.
Δεν ξέρω πόσο διήρκησε αυτός ο διάλογος. Πέντε λεπτά; Μισή ώρα; Ξαφνικά
ακούστηκε το κάλεσμα για την πρωινή προσευχή από το τζαμί και άνοιξα τα μάτια
μου. Όλα στο δωμάτιο ήταν φυσιολογικά. Φαινόταν ότι μου είχε δοθεί ηρεμία και
προσωπικός χώρος γι’ αυτή την περίεργη συνάντηση. […]
Από ανάγκη για να απομακρύνω το μυαλό μου από τα πρωινά γεγονότα, ζήτησα
το αραβικό μου Κοράνι και άρχισα να διαβάζω τη Σούρα “Μαριάμ”. Ήταν όμως δύσκολο
να διαβάσω το αραβικό Κοράνι και να το καταλάβω πλήρως, αν και οι μουσικοί του
στίχοι έκαναν εύκολη την απομνημόνευση. Εδώ, με κατέλαβε μια τολμηρή ιδέα. Γιατί
να μην μπορώ να το διαβάσω στη δική μου γλώσσα;
Έγραψα ένα σημείωμα στην υπηρέτριά μου την Σάλιμα και της το έδωσα όταν
ήρθε να με αλλάξει. “Παρακαλώ, δώστε σε αυτόν που κρατάει αυτό το σημείωμα την
καλύτερη δυνατή μετάφραση του Κορανίου στη γλώσσα Ούρντου”, έλεγε το σημείωμά
μου.
“Πήγαινε αυτό στο βιβλιοπωλείο και ζήτα την εκδοχή του Κορανίου στη
γλώσσα Ούρντου, εκδόσεις Τατζ”, είπα· “πάρε λεφτά από τη θεία μου”.
Η Σάλιμα έγνεψε με σεβασμό και βγήκε έξω. Μετά από δύο ώρες
ξαναεμφανίστηκε με το βιβλίο τυλιγμένο σε μια εφημερίδα.
“Ωραία”, είπα. “Τώρα πήγαινε και φτιάξε του ένα εξώφυλλο”.
Εκείνο το βράδυ, όταν το σπιτικό ήταν ήσυχο και σιωπηλό, ξετύλιξα το
πράσινο μεταξένιο εξώφυλλο και έβγαλα το Κοράνι στη γλώσσα Ούρντου. Για μια
στιγμή κράτησα το βιβλίο στο χέρι μου. Ήθελα τόσο πολύ να ξανακούσω εκείνη τη
φωνή, με τη διαβεβαίωση ότι οι προσευχές μου εισακούονταν και ότι υπήρχε δρόμος
γιατρειάς και ελπίδας! Από ένστικτο ήξερα ότι ο τρόπος για να την ξανακούσω
ήταν να υπακούσω στην εντολή της και να διαβάσω. Και έτσι, γεμάτη περιέργεια και
θλίψη και χωρίς την παραμικρή ιδέα του πόσο καίρια ήταν η στιγμή, είπα την
προσευχή “Μπισμιλλάχ”, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω:
“Οι άγγελοι είπαν στη Μαρία:
‘Ο Αλλάχ σε προσκαλεί να αγκαλιάσεις τον
Λόγο Του. Το όνομά Του είναι Μεσσίας· ο Ιησούς ο Υιός της Μαρίας. Θα είναι
ευγενής σε αυτό τον κόσμο και στον επόμενο· και θα έχει την εύνοια του Αλλάχ.
Θα κηρύξει στους ανθρώπους στον τόπο Του και στο απόγειο της ηλικίας Του, θα
ζήσει δίκαιη ζωή’…”. […]
Διάβασα το κείμενο από τη Σούρα “Οι Ευτυχείς” στο οποίο επικεντρώθηκε
τώρα η προσοχή μου:
“Με την άδεια του Αλλάχ θα δώσω στον τυφλό το φως του, θα γιατρέψω τον
λεπρό και θα αναστήσω τον νεκρό”.
Υπήρχαν πολύ περισσότερα που δεν
καταλάβαινα. Πολλοί φωτισμένοι διανοούμενοι είχαν προσπαθήσει να δώσουν τις
δικές τους ερμηνείες στον Προφήτη Ιησού, ο Οποίος, όπως έλεγε αυτή η Σούρα,
ήταν δημιούργημα φτιαγμένο από σκόνη, σαν τον Αδάμ, κι όμως κάποιος που με τη
δύναμη του Αλλάχ μπορούσε να κάνει όλα αυτά τα θαύματα. Δεν αμφέβαλα ότι ήταν
σπουδαίος, αλλά ποιος ήταν αυτός ο Προφήτης που ήξερε την ανάγκη μου και
μπορούσε να μου μιλάει από τον Παράδεισο σαν να ζούσε;
Είχα χάσει τον πολυαγαπημένο μου σύντροφο (τον πατέρα μου) και μια άδεια
ζωή απλωνόταν μπροστά μου. Κι όμως, στην καρδιά μου είχε φυτευθεί σπόρος
περιέργειας και ελπίδας. Μια μέρα, κάποια μέρα, ήμουν σίγουρη ότι θα ανακάλυπτα
το μυστικό του μυστηριώδους Προφήτη που σκέπαζαν οι σελίδες του ιερού Κορανίου…».
Β΄. «Ω,
Ιησού, Υιέ της Μαρίας, θεράπευσέ με!»
«Επί χρόνια διάβαζα το ιερό Κοράνι και προσευχόμουν τακτικά, αλλά
σταδιακά είχα χάσει κάθε ελπίδα ότι η κατάστασή μου θα άλλαζε. Τώρα, όμως,
άρχισα να πιστεύω ότι αυτό που είχε γραφεί για τον Ιησού ήταν αληθινό –ότι
έκανε θαύματα, ότι ήταν ζωντανός– και ότι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.
“Ω, Ιησού, Γιέ της Μαρίας, στο ιερό Κοράνι λέει ότι ανέστησες νεκρούς
και καθάρισες λεπρούς και έκανες θαύματα. Γιάτρεψε λοιπόν και μένα!”. Καθώς έλεγα
αυτή την προσευχή οι ελπίδες μου δυνάμωναν. Ήταν παράξενο, γιατί στα χρόνια της
μουσουλμανικής μου προσευχής δεν είχα νιώσει ποτέ βέβαιη ότι θα θεραπευόμουν.
Πήρα τις χάντρες μου που είχα φέρει από τη Μέκκα και έκανα μια προσευχή
“Μπισμαλλάχ” μετά από κάθε άλλη προσευχή και ύστερα πρόσθεσα: “Ω, Ιησού, Υιέ της
Μαρίας, θεράπευσέ με!”.
Σταδιακά η προσευχή μου άλλαξε· μέχρι που, ανάμεσα στις ώρες της
προσευχής, προσευχόμουν ξανά και ξανά σε κάθε χάντρα: “Ω, Ιησού, Υιέ της Μαρίας,
θεράπευσέ με!”. Όσο προσευχόμουν, τόσο ελκυόμουν από αυτή τη σκοτεινή, τη δευτερεύουσα μορφή στο ιερό Κοράνι, που είχε δύναμη που και ο ίδιος ο Μωάμεθ δεν
είχε αποκτήσει ποτέ. Πού ήταν γραμμένο ότι ο Μωάμεθ θεράπευε τους ασθενείς και
ανάσταινε τους νεκρούς;
“Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω σε κάποιον!”, αναστέναξα· αλλά δεν υπήρχε
κανείς. Έτσι, συνέχισα να προσεύχομαι σε αυτόν τον Προφήτη Ιησού, μέχρι να
διαφωτιστώ περισσότερο.
Ως συνήθως είχα ξυπνήσει στις 3 π.μ., καθόμουν στο κρεβάτι και διάβαζα
τις προσευχές που είχα μάθει απ’ έξω. Ακόμα και τη στιγμή που έλεγα τα λόγια, η
καρδιά μου έλεγε τη δική της μυστική προσευχή: “Ιησού, Υιέ της Μαριάμ,
θεράπευσέ με!”. Τότε σταμάτησα ξαφνικά και είπα δυνατά τη σκέψη που είχε
εισβάλει στο μυαλό μου: “Τόσο καιρό το κάνω αυτό και όμως ακόμα είμαι ανάπηρη!”.
Άκουγα τις αργές κινήσεις κάποιου που ξυπνούσε για να ετοιμάσει το νερό
για το πλύσιμο, πριν την πρωινή προσευχή. Σε λίγο θα έμπαινε μέσα στο δωμάτιο η
θεία μου για να με δει. Ακόμα και την ώρα που έκανα αυτές τις σκέψεις, ο νους μου
είχε επικεντρωθεί επιτακτικά στο πρόβλημά μου. Γιατί δεν είχα γιατρευτεί, παρ’
όλο που προσευχόμουν επί τρία χρόνια;
“Κοίτα, είσαι Ζωντανός στον Ουρανό. Και στο ιερό Κοράνι λέει για Σένα
ότι έχεις γιατρέψει ανθρώπους. Μπορείς να με θεραπεύσεις, κι όμως εγώ παραμένω
ανάπηρη!”.
Γιατί δεν υπήρχε καμία απάντηση, παρά μόνο αυτή η πέτρινη σιωπή που
γελοιοποιούσε τις προσευχές μου;
Ξαναείπα το όνομά Του και δήλωσα με απόγνωση την περίπτωσή μου. Καμία
απάντηση. Τότε ξεφώνισα με πυρετώδη πόνο: “Αν μπορείς, γιάτρεψέ με! Αλλιώς, πες
μου το!”. Δεν μπορούσα να συνεχίσω αυτό το μονοπάτι.
Αυτό που συνέβη μετά, είναι δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Ξέρω ότι
όλο το δωμάτιο γέμισε με φως. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν από τη λάμπα που είχα
δίπλα στο κρεβάτι. Τότε είδα ότι το φως της έδειχνε αχνό. Μήπως ήταν η χαραυγή;
Μα ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Το φως μεγάλωνε, μεγάλωνε σε φωτεινότητα, μέχρι που
ξεπέρασε και τη μέρα. Σκεπάστηκα με το σάλι μου. Τόσο πολύ φοβόμουν.
Τότε μου πέρασε η σκέψη ότι ίσως να ήταν ο κηπουρός, που είχε ανοίξει το
έξω φως για να φωτίσει τα δέντρα. Καμιά φορά το έκανε αυτό όταν ωρίμαζαν τα μάνγκο, για να εμποδίσει τους κλέφτες ή για να ποτίσει στη βραδινή δροσιά.
Ξεπρόβαλα από το σάλι μου για να δω. Μα οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ερμητικά
κλειστά· οι κουρτίνες και τα παντζούρια τραβηγμένα. Τότε αντιλήφθηκα κάτι
φιγούρες με χιτώνες να στέκονται στη μέση του φωτός, λίγα μέτρα από το κρεβάτι
μου. Ήταν δώδεκα φιγούρες στη σειρά. Και η φιγούρα στο μέσον, η δέκατη τρίτη, ήταν μεγαλύτερη και φωτεινότερη από τις άλλες.
“Ω, Θεέ μου!”, αναφώνησα· ενώ ιδρώτας ξεπήδησε από το μέτωπό μου. Έσκυψα
το κεφάλι και προσευχήθηκα. “Ω, Θεέ μου! Ποιοι είναι αυτοί και πώς ήρθαν εδώ
όταν όλα τα παράθυρα και οι πόρτες είναι κλειστά;”.
Ξαφνικά, μια φωνή είπε:
“Σήκω.
Αυτό είναι το μονοπάτι που
έψαχνες.
Είμαι ο Ιησούς, ο
Υιός της Μαρίας
και τώρα στέκομαι
μπροστά σου.
Σήκω και έλα σε
Μένα”.
Άρχισα να κλαίω. “Ω, Ιησού, είμαι ανάπηρη. Δεν μπορώ να σηκωθώ”.
Εκείνος είπε:
“Σήκω
και έλα σε Μένα. Είμαι ο Ιησούς”.
Όταν δίστασα, το ξαναείπε.
Και επειδή αμφέβαλα ακόμα, μου το είπε και
τρίτη φορά: “Σήκω”.
Και τότε εγώ, η Γκιουλσάν Φατίμα, που ήμουν ανάπηρη στο κρεβάτι για
δεκαεννέα χρόνια, ένιωσα μια καινούργια δύναμη να κυλάει στα κατεστραμμένα άκρα
μου. Έβαλα την πατούσα μου στο έδαφος και άρχισα να περπατάω. Ύστερα, έτρεξα
μερικά βήματα και έπεσα στα πόδια του οράματος. Ήμουν λουσμένη στο καθαρότερο
φως και έφεγγε σαν τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί. Το φως, έλαμπε μέσα στην
καρδιά μου και μέσα στο μυαλό μου και εκείνη τη στιγμή πολλά πράγματα
ξεκαθάρισαν μέσα μου.
Ο Ιησούς έβαλε το χέρι Του επάνω στο κεφάλι μου, και είδα μια τρύπα στο
χέρι Του από την οποία μια ακτίνα φωτός έπεφτε πάνω στα ενδύματά μου, ώστε το
πράσινό μου φόρεμα να φαίνεται λευκό.
Είπε:
“Είμαι ο Ιησούς. Είμαι ο
Εμμανουήλ.
Είμαι η Οδός, η
Αλήθεια και η Ζωή.
Είμαι ζωντανός
και σύντομα θα έρθω.
Βλέπεις, από
σήμερα είσαι μάρτυράς Μου.
Αυτό που είδες
τώρα με τα μάτια σου,
πρέπει να το
φέρεις στον λαό Μου.
Ο λαός Μου είναι
ο λαός σου·
και για να το
μεταφέρεις αυτό στον λαό Μου,
πρέπει να
παραμείνεις πιστή”.
Είπε:
“Τώρα θα πρέπει να διατηρήσεις αυτόν τον χιτώνα και το σώμα σου ακηλίδωτα.
Όπου και αν πας θα είμαι μαζί σου.
Και από σήμερα θα πρέπει να προσεύχεσαι ως
εξής:
‘Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,
ἁγιασθήτω τὸ
ὄνομά Σου,
ἐλθέτω ἡ βασιλεία
Σου,
γενηθήτω τὸ
θέλημά Σου
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν
τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ
ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς
ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν,
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς
ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς
ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ὅτι Σοῦ ἐστίν ἡ
βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. Ἀμήν’ ”.
Με έβαλε να επαναλάβω την προσευχή και την έκανε να μπει βαθιά μέσα στην
καρδιά και το μυαλό μου. Με την απλότητα και ταυτόχρονα με το βάθος της, ήταν
τόσο διαφορετική από τις προσευχές που είχα μάθει να λέω από τα παιδικά μου
χρόνια και μετά. Αποκαλούσε τον Θεό “Πατέρα”. Ήταν ένα Όνομα που γαντζώθηκε στην καρδιά μου και που γέμισε το κενό της.
Ήθελα να παραμείνω εκεί, στα πόδια του Ιησού και να προσευχηθώ σε αυτό
το καινούργιο Όνομα του Θεού –“Πάτερ ἡμῶν”–
αλλά το όραμα του Θεού είχε και άλλα να μου πει: “Διάβασε το Κοράνι· είμαι
ζωντανός και σύντομα θα έρθω”. Αυτό το είχα διδαχθεί και μου έδωσε πίστη σε
αυτά που άκουγα.
Ο Ιησούς είπε και πολλά άλλα.
Ήμουν γεμάτη από χαρά. Η οποία, δεν μπορούσε να
περιγραφεί.
Κοίταξα το χέρι και το πόδι μου. Υπήρχε σάρκα πάνω τους. Το χέρι μου δεν
ήταν τέλειο· παρ’ όλα αυτά όμως, είχε δύναμη και δεν ήταν πια μαραμένο και
κατεστραμμένο.
“Γιατί δεν το κάνεις (καλά) όλο;”, ρώτησα.
Η απάντηση ήρθε με αγάπη:
“Θέλω να είσαι η μάρτυράς Μου”.
Οι μορφές ανέβαιναν προς τα πάνω και ξεθώριαζαν μέχρι που δεν τις
έβλεπα. Ήθελα ο Ιησούς να μείνει λίγο παραπάνω και έκλαψα με θλίψη. Σε λίγο
χάθηκε και το φως και έμεινα μόνη μου να στέκομαι στη μέση του δωματίου,
φορώντας λευκό φόρεμα, με τα μάτια βαριά από το εκτυφλωτικό φως. Τώρα, ακόμα και
η λάμπα δίπλα στο κρεβάτι, πονούσε τα μάτια μου· και τα βλέφαρά μου έπεφταν βαριά
πάνω τους. Πήγα ψηλαφώντας μέχρι σε μια συρταριέρα που έστεκε στον τοίχο. Βρήκα
ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου που φορούσα στον κήπο. Τα φόρεσα κι έτσι μπόρεσα να
ανοίξω τα μάτια μου με άνεση για να βλέπω και πάλι.
Έκλεισα το συρτάρι με προσοχή. Ύστερα γύρισα και έριξα μια ματιά στο
δωμάτιό μου. Ήταν ακριβώς το ίδιο με όταν είχα ξυπνήσει. Το ρολόι εξακολουθούσε
να χτυπάει πάνω στο κομοδίνο, δείχνοντας σχεδόν τέσσερις. Η πόρτα ήταν
κλεισμένη καλά και τα παράθυρα με τις κουρτίνες τραβηγμένες εντελώς, ήταν
κλεισμένα ενάντια στο κρύο. Όμως τη σκηνή δεν την είχα φανταστεί, γιατί είχα
την απόδειξή της πάνω στο κορμί μου. Έκανα μερικά βήματα και ύστερα λίγα
ακόμη. Περπάτησα από τον ένα τοίχο στον άλλο, πάνω–κάτω, πάνω–κάτω. Τα άκρα μου
στην πλευρά που ήταν παράλυτα, ήταν υγιή χωρίς αμφιβολία.
Ω, πόση χαρά ένιωθα!
“Πατέρα!”, φώναξα.
“Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς”.
Ήταν μια καινούργια και μια υπέροχη προσευχή!...».
ESTHER GULSHAN
※
[Εσθήρ Γκιουλσάν:
«Το σκισμένο πέπλο»,
κεφ. 5ο: σελ. 78–80, 82–83, 86–87·
κεφ. 6ο: σελ. 97–102,
μετάφραση: Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος,
εκδόσεις «Ἐν Πλῷ», Αθήνα Μάιος 20141.]
※