Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΛΕΥΪΤΗΣ


ΜΙΚΡΟ ΠΡΟΟΙΜΙΟ

     Η οδός του Χριστιανού, είναι η οδός της καρδιάς. Η οδός της καρδιάς πάλι, είναι η οδός της Προσευχής. Και ασφαλώς η οδός της Προσευχής, είναι ο κατ’ εξοχήν τρόπος της Αγάπης. Αυτός ο τρόπος επειδή είναι αρχοντικός, έχει και προσοχή έχει και σιωπή μέσα του. Προσοχή, που δεν κουράζει, δεν κάμπτει και δεν εκνευρίζει. Και σιωπή, που δεν σκληραίνει συνειδήσεις, γιατί είναι σιωπή που απλά δεν χορταίνεται. Ο άηχος λόγος της «Ευχής», ελευθερώνει και λύει τον μέχρι τώρα φιμωμένο λόγο της ψυχής. Η φρενοβλαβής βαττολογία καθίσταται περιττή και απευκταία. Το συμβατικό λάλημα ομορφαίνεται πια με την ευκτική αφθογγία. Το Όνομα του Χριστού είναι η πάνσοφη γλώσσα που αναγνωρίζουν τα επουράνια. Έκπληκτος ο νους, ανταποκρίνεται στη μακαριότητα της προσευχής με τη σιγή του, προσέχοντας μόνο στα λίγα και θαυμαστά. Ή καλύτερα, στον Έναν και Υπερθαύμαστον· στον Κύριο της Δόξης που είναι αιώνια ο μυστικός Νυμφίος όλης της Εκκλησίας και της κάθε ψυχής ξεχωριστά.
     Το κείμενο του καλού μας «Προσκυνητού» μάς τα υποδεικνύει όλα αυτά και ιδιαίτερα στο πώς να εμβαθύνουμε προσεκτικά. Η εμβρίθεια, η εσωτερικότητα, η προσοχή και η συναίσθηση των ευχών, των λέξεων και των νοημάτων, είναι το χαρακτηριστικό ιδίωμα των προσευχόμενων τέκνων της Εκκλησίας. Μέσα στο αθεώρητο φιλόκαλο βάθος της ταπεινώσεως, ανακαλύπτουμε το ανυπερήφανο και άτυφο ύψος της μυστικής ζωής. Πού να βρεθεί μετά βάσκανος και επίβουλος χώρος για φαντασία, για αίρεση, για πλάνη, για ατομοκεντρικό θρήσκευμα, για θεολογιακές ιδέες και προλήψεις, για παρασάλευση δογμάτων, για ήθος αλλότριο και ξένο της χριστιανικής πολιτείας; Ό,τι ιερό βιώνεται μέσα στην καρδιά, σφραγίζεται απολυτρωτικά με τη Χάρη.
     Το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», εδώ και πενήντα τόσα χρόνια, είναι απαράμιλλο βιωματικό εγχειρίδιο γι’ αυτά τα μεγάλα θέματα της Νηπτικής μας Παραδόσεως. Μέσα από την απλότητα και την αμεσότητα των περιγραφών του, μέσα από τις πάντερπνες αφηγήσεις των «περιπέτειών» του, αναδύεται η ζεστασιά του νηπτικού αγώνα και η θαλπωρή που βρίσκει όλος ο άνθρωπος εισερχόμενος μέσα στη «βαθεία καρδία» του· μέσα σε αυτήν την εξαίσια και παντοτινή, την φυσική και μοναδική εστία της «Ευχής»…



ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΛΕΥΪΤΗΣ


     «…Μια ολοκάθαρη καλοκαιρινή μέρα, παρατήρησα ένα κοιμητήριο κοντά στον δρόμο που είχε και ένα σπιτάκι για τον ιερέα δίπλα στην Εκκλησία. Εκείνη την στιγμή χτυπούσαν οι καμπάνες για την Λειτουργία και προχώρησα προς τα ’κει για να πάω κι εγώ. Ορισμένοι επίσης που κατοικούσαν εκεί γύρω, ήταν ήδη στον δρόμο και πορεύονταν για το ίδιο εκκλησάκι. Μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς, αντί να μπούνε μέσα, περίμεναν απ’ έξω και κάθονταν πάνω στο χορτάρι. Όταν με είδαν κάπως να βιάζομαι για να μπω μέσα, μου είπαν:
     –Μην βιάζεσαι, γιατί θα μείνεις όρθιος πολλή ώρα μέχρι ν’ αρχίσει η Ακολουθία. Όλες οι Ακολουθίες εδώ πέρα αργούνε πάρα πολύ, επειδή η υγεία του παπά δεν είναι και τόσο καλή και δεν μπορεί να βιάζεται.

     Πραγματικά, ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία κράτησαν πάρα πολύ. Ο παπάς ήταν ένας νέος άνθρωπος, μα πολύ ωχρός και αδύνατος. Λειτούργησε εξαιρετικά αργά, αλλά με πολύ μεγάλη προσοχή και αφοσίωση και, προτού τελειώσει, κήρυξε ένα απλό λόγο, όμορφο και εποικοδομητικό· “πώς ν’ αυξανόμαστε στην αγάπη του Θεού”. 



     Μου είπε να φάμε μαζί και, αν θέλω, να μείνω κοντά του.
     Κατά το διάστημα του γεύματος τού είπα:
     –Πόσο αργά αλλά και με πόση κατάνυξη λειτουργήσατε, πάτερ μου!
     –Μάλιστα, απάντησε, αλλά στους ενορίτες μου δεν τους αρέσει καθόλου αυτό και όλο μουρμουρίζουν. Τί να κάνω, όμως; Θέλω να εμβαθύνω και να χαίρομαι την ομορφιά της κάθε ευχής, προτού την απαγγείλω. Χωρίς αυτήν την εμβάθυνση και τα ανάλογα συναισθήματα, κάθε λέξη που απαγγέλλεται είναι ανωφελής: και γι’ αυτόν που την λέει και γι’ αυτούς που την ακούν. Το κάθε τι, πρέπει να επικεντρώνεται στην εσωτερική ζωή και στην εσωτερική προσευχή. Αλλά είναι λίγοι αυτοί που καταλαβαίνουν αυτά τα μεγάλα ζητήματα· και αυτό συμβαίνει γιατί νεκρώνεται μέσα τους η τάση και η επιθυμία για τα πνευματικά.
     –Όμως, για ν’ αποκτήσει κανείς και να διατηρήσει αυτήν “την τάση και την επιθυμία για τα πνευματικά” και την κατανόησή τους, ίσως να συναντήσει μεγάλες δυσκολίες! του είπα, επίτηδες, μήπως και κατορθώσω να μάθω περισσότερα.

     –Δεν είναι δύσκολο καθόλου! μου απάντησε.
     Για ν’ αποκτήσει κανείς πνευματική φώτιση και να γίνει άνθρωπος της νηπτικής εσωτερικής ζωής, θα πρέπει να συνηθίσει να παίρνει ένα κομμάτι μισή ή μια σελίδα της Αγίας Γραφής και να συγκεντρώνεται σ’ αυτό μερικές ώρες, για κάμποσες μέρες, με όλη του την δύναμη. Έτσι, ύστερα από μια τέτοια επανάληψη, θα λάβει φως μέσα στην ψυχή του και θ’ αποκτήσει κατανόηση.

     Συγχρόνως, πρέπει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο να προσεύχεται. Μάλιστα, για να γίνει η προσευχή του καθαρή, αληθινή και ευχάριστη, θα πρέπει ν’ αποτελείται από λίγες, δυνατές και περιεκτικές λέξεις που θα τις επιλέξει ο άνθρωπος και θα τις επαναλαμβάνει συχνά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μετά απ’ αυτά που σου εκθέτω, θα βρει πραγματική ευφροσύνη στην Προσευχή.

     Η διδαχή αυτή του εφημερίου μ’ ευχαρίστησε πάρα πολύ.
     Πόσο απλή και πρακτική ήταν!
     Αλλά, συγχρόνως, και πόσο βαθειά και σοφή!
     Ευχαρίστησα τον Θεό με την σκέψη μου, που ευδόκησε να γνωρίσω έναν τέτοιον εκκλησιαστικό ποιμένα...».


Ο «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ»


Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»,
(μετάφραση: Παντελεήμων Καρανικόλας
Μητροπολίτης Κορίνθου· 1919–2006),
σελ. 128–130,
Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι, 199412.]







Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ


     «Σκεφτείτε· 
     Πόσες κουβέντες λέμε εμείς στους άλλους; 
     Όλες αυτές, θα τις βρούμε πάνω στον Ουρανό. 

     Κατά κανόνα δε, όταν πούμε κάτι στον άλλον, 
δικαιολογούμε τον εαυτό μας λέγοντας: 
     “Μα, με πρόσβαλε…”· 
     “Μα, δεν ακούει…”· 
     “Δεν καταλαβαίνει…”· 
     “Δεν θέλει…”.

     Όμως, σου ξέφυγε κουβέντα;
     Δεν μαζεύεται ακόμη κι αν χύσεις ποταμούς δακρύων. 
     Είπες τον αδελφό σου “άντε μωρέ κι εσύ!”; 
     Τελείωσε η υπόθεση! 
     Χύσε το αίμα σου, κόψε το κεφάλι σου, ο λόγος σου μένει. 

     Γι’ αυτό και λένε οι Πατέρες: 
     Μέσα μας, ας έχουμε πάθη. Ας έχουμε, όχι μια λεγεώνα, αλλά λεγεώνες σατανάδων που να μας ρίχνουν κάτω και να αφρίζουμε. Δεν πειράζει. Η κουβέντα που θα πούμε για τον άλλον, είναι χειρότερη. Τις λεγεώνες, τις βγάζει ο Χριστός και τις πετάει στον γκρεμό, στην θάλασσα των Γαδάρων (Λουκ. η΄ 26–38). Τον λόγο όμως που θα πούμε, δεν μπορεί να τον διορθώσει. 

     Ο λόγος γίνεται πουλάκι –“ἔπεον πτερόεν” (Ὅμηρος)– 
και πάει όπου θέλει.
     Σκορπάει την αμαρτία σου και την αποκαλύπτει σε όλους τους Αγίους και τους Αγγέλους, και θα την βρεις εκεί πάνω στον Ουρανό. Μπορεί να συγχωρεθείς γι’ αυτό που έκανες, αλλά ο λόγος σου δεν μαζεύεται, ανεβαίνει πάνω.

     Τον εαυτό σου βρίσ’ τον, μούντζωσέ τον, ό,τι θέλεις κάν’ τον. Όχι όμως τον άλλον. Αφού δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις έναν ξένο χιτώνα, πόσο μάλλον δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις το Σώμα του Χριστού.
     Και ο Άλλος είναι Μέλος Χριστού (Α΄ Κορ. ιβ΄ 12 κ. εξ.)».


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ 


[Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου:
«Χαρισματική Όδος
(Ερμηνεία στον Βίο
του Οσίου Νείλου του Καλαβρού)»,
κεφ. 3ο, σελ. 164–165,
εκδόσεις «Ίνδικτος», Μάρτιος 20092·
Η φωτογραφία:
της Helen Levitt (1913–2009),
Νέα Υόρκη, 1940.]









ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΥΧΙΟΣ ΦΙΛΟΣ

ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΥΧΙΟΣ ΦΙΛΟΣ


Ζήτησες τὸ πολύτιμο· ἔψαξες τὸ δυσεύρετο· γύρεψες τὸ ἀνέφικτο.
Ἀπέρριψες τὴ βόλεψη ποὺ θέλγει· τὴ σιγουριὰ ποὺ ναρκώνει·
τὴν ἰσχὺ ποὺ φυλλορροεῖ· τὴν αἴγλη ποὺ συνοδεύει προσκαιρότητα.
Προχώρησες πιὸ πέρα τὴ σκέψη· 
δὲν ὑπόταξες τὴν καρδιὰ σὲ σχήματα.
Δὲν ἀκύρωσες μνῆμες· δὲν ἀπέφυγες νὰ αἰσθανθεῖς.
Δὲ χαράμισες ἐλπίδες· δὲν ἔστερξες στὴν ἀπόγνωση.
Δὲ λησμόνησες τὸ χῶμά σου· δὲν ἀγνόησες τὸν οὐρανό σου.
Ἔζησες εὔτολμα κι’ ἀτόφια τὴν ἀλήθεια 
μὲ λάθη μὰ ποτὲ μὲ λήθη·
αὐτὴ πού ’μαθαν οἱ πολλοὶ τώρα ν’ ἀποστηθίζουν ἀμέθεκτα.
Σύναξες ρωτήματα, βρῆκες ἀπαντήσεις, ἔκρυψες μέσα σου νοήματα.
Ὀχύρωσες τὴ φροῦδα ζήση σου μὲ βιώματα ἀείζωα καὶ λυτρωτικά.
Βούρκωσες πιὸ πολὺ κι’ ἀπὸ τὴν ἀσυντρόφευτη θάλασσα
τοῦ μεγάλου χειμῶνα τῶν ἀνθρώπων.
Θύμωσες μὲ δίκαιο παφλασμὸ στὸν ἀλύτρωτο πόνο,
στὸ ἀνεξόφλητο ἄδικο τῆς ἐξουσίας, τῆς μάζας καὶ τῆς ἀσέβειας.
Τήρησες στὰ μάτια ποὺ ἀντίκρυζες κρυμμένους οὐρανούς, 
ἥλιους ἀνέσπερους σὲ ἀθόλωτη καλωσύνη.
Μπόρεσες κι’ ἄκουσες ἐνδόστερνους χτύπους·
ψηλάφησες σεβαστικὰ ἀσίγαστους παλμούς.
Δίψασες κι’ ἤπιες νᾶμα τρεχούμενο· ὄχι ἡδύγευστο βοῦρκο.
Πείνασες, ἀλλὰ δὲ δέχθηκες ἀχνιστὰ ὑποκρισίας κιρνάματα.
Δάμασες ὀργές, ἔχτισες πραότητες, θεμελίωσες εἰρῆνες.
Λάλησες οἰκεῖα καὶ πονετικὰ μέσ’ ἀπό ἀκύμαντες σιωπές.
Σίγησες στεντόρεια πίσω ἀπὸ μακρὲς καταιγίδες ρημάτων.
Ἐκτέθηκες γιὰ τὴν ἀγάπη· κράτησες μετέωρο τὸ κενὸ τοῦ πρέπει.
Φυλάκισες τὸ αὐτονόητο· ἐξόρισες τὸ περιττό.
Στόχευσες στὸ οὐσιῶδες· ὑπηρέτησες τὸ ἔλλογο.
Βημάτισες σὲ δρόμους ἐξορίας ὡσὰν νὰ πέταξες μεθυστικά.
Ὅλες οἱ ἐγκόσμιες συνθῆκες καὶ συμβάσεις δὲν ἱκανώθηκαν
νὰ σοῦ ἀφαιρέσουν βάθος, νὰ σοῦ προσθέσουν λύγισμα.
Ἡ ἔπαυλη τοῦ κόσμου εἶναι κλειστὴ κι’ ἀπροσβάσιμη γιὰ σένα.
Μὴ δυσχεραίνεσαι νὰ πιστέψεις ὅτι, τώρα πιά,
ἕνας μεγαλόδωρος Θεὸς εἶναι σιμά σου·
πιστὸς καὶ μύχιος φίλος, ἔμφιλος σύμμαχος, 
Πατέρας Οὐράνιος, γιὰ σένα…


Πατὴρ Δαμιανὸς







Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΣΚΙΣΜΕΝΟ ΠΕΠΛΟ

ΤΟ ΣΚΙΣΜΕΝΟ ΠΕΠΛΟ



     Η Γκιουλσάν Φατίμα –η μετέπειτα Εσθήρ Γκιουλσάν– ήταν η μικρότερη κόρη μιας επίτιμης μουσουλμανικής οικογένειας Σαΐντ. Αποτελεί ιερή καύχηση γι’ αυτήν και μόνο που θεωρούνταν απόγονη του προφήτη Μωάμεθ από την κόρη του, την συνονόματή της Φατίμα. Η ίδια ζούσε ήσυχα και απομονωμένα στην περιοχή Πουντζάμ στο Πακιστάν. Από πολύ νωρίς έχασε την μητέρα της. Από εννιά μηνών έμεινε ανάπηρη στην αριστερή πλευρά του βρεφικού της σώματος εξαιτίας ενός τυφοειδούς πυρετού. Ζούσε διαρκώς κάτω από τη μεγάλη εύνοια και φιλόστοργη προστασία του πατέρα της, του Άμπα–Τζαν· απόγονος και αυτός του Μωάμεθ, αξιοπρεπής Σαΐντ, πιστός Σαντ, αγέρωχος Πιρ (=θρησκευτικός ηγέτης) καθώς και ένας πλούσιος γαιοκτήμονας.
     Η Γκιουλσάν προσέφερε όλη τη φλογερή έφεση της ψυχής της στην παράδοση του Ισλάμ, εντρυφώντας για χρόνια στα κείμενα και τις προσευχές του Κορανίου με την πιο επαινετή και ακλόνητη αφοσίωση. Ακολουθώντας τους ασίγαστους θρησκευτικούς της πόθους, πραγματοποιεί μαζί με τον πατέρα της ένα μεγάλο προσκύνημα προς τη Μέκκα· από την οποία όμως, παρά τις πελώριες ελπίδες και τις εσώψυχες λαχτάρες της, επιστρέφει αθεράπευτη και αποκαρδιωμένη, έχοντας πάλι για θλιβερή συντροφιά το αναπηρικό καροτσάκι της.
     Με τον απροσδόκητο θάνατο του αγαπημένου της πατέρα, βαθμιαία αρχίζει να σκίζεται το μελανό ισλαμικό πέπλο πίσω από το οποίο καλυπτόταν ολάκερη η ζωή της. Και ένα άλλο εξαίσιο προσκύνημα προς την αληθινή θεογνωσία και θεομαρτυρία αρχίζει γι’ αυτήν να συντελείται με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο. Η Σούρα «Μαριάμ» του Κορανίου, της δείχνει ξεκάθαρα τον «Υιό της Μαρίας», τον Ιησού Χριστό. Μονάχα σε Αυτόν τον παράξενο Προφήτη που σκιάζουν και παραγκωνίζουν εντέχνως οι σελίδες του Κορανίου, βρίσκει και γεύεται εκτός από τη θαυμαστή αποκατάσταση της υγείας της, κάθε νόημα ύπαρξης, την όντως ζωή και σωτηρία.
     Βαπτίζεται και γίνεται Χριστιανή. Και αμέσως ένα καταιγιστικό σύνολο αφάνταστων περιπετειών και ταλαιπωριών δοκιμάζει τις αντοχές της. Αδιαφορώντας για την οποιαδήποτε κατοπινή συνέπεια, απειλή, το τίμημα και το κόστος που της επιφυλάσσει η εκεί αδυσώπητη Ισλαμική κοινωνία, δίνει σθεναρά τη δική της μαρτυρία με ακλόνητη πίστη και απίστευτη ανδρεία, εκπλήσσοντας, επηρεάζοντας και προβληματίζοντας πολλούς…


Α΄. «Διάβασε για Μένα στη Σούρα “Μαριάμ”»


     «Είχαμε ζήσει (με τον θάνατο του πατέρα μου, εγώ και τα υπόλοιπα αδέλφια μου) το χειρότερο πράγμα της ζωής μας. Και όμως! Η ρουτίνα έπρεπε να συνεχίσει. “Είναι λάθος που εγώ, ένα άχρηστο σαράβαλο, ζω και αυτός πέθανε”, σκέφτηκα. “Θεέ μου! Δεν μπορώ να ζήσω έτσι για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Σε παρακαλώ, πήγαινέ με στον πατέρα!”.
     Γιατί ήταν ο Θεός τόσο μακρινός και τόσο απόμακρος; Ίσως οι πρόγονοί μου να είχαν αμαρτήσει φοβερά. Ίσως ο Θεός να ήθελε να δει περισσότερη υπομονή από μένα. Ναι, αλλά (ήδη) είχα δείξει υπομονή και πάλι άρρωστη ήμουν. Αν δεν με βοηθούσε, θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ξεφορτωθώ αυτό το κουραστικό σώμα. Πώς όμως; Να κρεμαστώ; Με ένα χέρι, αυτό θα ήταν αδύνατο. Να δηλητηριαστώ; Από πού θα έβρισκα δηλητήριο; Αν είχα ένα μαχαίρι ή ψαλίδι! Αλλά αυτά βρίσκονταν μακριά και κλειδωμένα. Καθώς αυτή η σκέψη διατυπωνόταν, μια άλλη πήρε τη θέση της: “Αν αυτοκτονήσεις, δεν θα είσαι ποτέ με τη μητέρα και τον πατέρα στον Παράδεισο”. Σαν Σαΐντ που ήμουν, είχα αυτομάτως το δικαίωμα εισόδου στον Παράδεισο. Αλλά μια αυτοκτονία θα ακύρωνε ακόμα και αυτό το δικαίωμα.
     Ίσως επομένως δεν θα θεραπευόμουν ποτέ. Ένιωθα σαν κάποιος να πίεζε την καρδιά μου και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Ήταν τότε που, από καθαρή απελπισία άρχισα να μιλάω στον Θεό. Πραγματικά να Του μιλάω· όχι, όπως κάνει ένας Μουσουλμάνος που χρησιμοποιεί έτοιμες προσευχές και που Τον πλησιάζει μέσα από ένα τεράστιο κενό. Καθοδηγούμενη από μια τεράστια κενότητα μέσα μου, προσευχήθηκα σαν να μιλούσα σε Κάποιον που ήξερε την κατάστασή μου και την ανάγκη μου.


     “Θέλω να πεθάνω”, είπα· “δεν θέλω να ζω άλλο! Πάει και τελείωσε!”.
     Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ένιωσα ότι η προσευχή μου γινόταν εισακουστή. Ήταν σαν να είχε αφαιρεθεί ένα πέπλο ανάμεσα σε μένα και σε μια πηγή ειρήνης. Τυλίγοντας πιο σφιχτά το σάλι μου από το κρύο, μίλησα με ακόμα μεγαλύτερη τόλμη στην προσευχή μου.
     “Τι φρικτή αμαρτία έχω διαπράξει για να με αναγκάζεις να ζω έτσι;”, έλεγα με λυγμούς· “Η μητέρα μου έφυγε μόλις γεννήθηκα. Μετά, με έκανες ανάπηρη. Και τώρα πήρες τον πατέρα μου. Πες μου, γιατί με τιμωρείς τόσο βαριά;”.
     Η σιωπή ήταν τόσο βαριά και ήρεμη, που άκουγα τον χτύπο της καρδιάς μου.
     “Δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις.
     Θα σε κρατήσω στη ζωή”.
     Ήταν χαμηλή, μια απαλή φωνή σαν την ανάσα μιας αύρας που περνούσε από πάνω μου. Ξέρω ότι ήταν φωνή και ότι μίλησε στη γλώσσα μου και ότι μαζί της ήρθε μια νέα ελευθερία να προσεγγίζω τον Θεό ως το Υπέρτατο Όν, ο Οποίος, μέχρι τότε δεν μου είχε δώσει καμία ένδειξη ότι γνώριζε καν την ύπαρξή μου.
     “Ποιος ο λόγος να με κρατάς στη ζωή;”, απόρησα. “Είμαι ένα ράκος. Όταν ζούσε ο πατέρας μου, μπορούσα να μοιράζομαι τα πάντα μαζί του. Τώρα, κάθε λεπτό της ζωής μου, είναι σαν εκατό χρόνια. Πήρες τον πατέρα μου και δεν μου άφησες καμιά ελπίδα· τίποτα, που να αξίζει να ζω!”.
     Η φωνή, ήρθε και πάλι, ζωηρή και χαμηλόφωνη:
     “Ποιος έδωσε μάτια στους τυφλούς;
     Και Ποιος έκανε καλά τους αρρώστους;
     Ποιος γιάτρεψε τους λεπρούς;
     Και Ποιος ανέστησε τους νεκρούς;
     Είμαι ο Ιησούς, ο Υιός της Μαρίας. 
     Διάβασε για Μένα στο Κοράνι, στη Σούρα Μαριάμ!”.


     Δεν ξέρω πόσο διήρκησε αυτός ο διάλογος. Πέντε λεπτά; Μισή ώρα; Ξαφνικά ακούστηκε το κάλεσμα για την πρωινή προσευχή από το τζαμί και άνοιξα τα μάτια μου. Όλα στο δωμάτιο ήταν φυσιολογικά. Φαινόταν ότι μου είχε δοθεί ηρεμία και προσωπικός χώρος γι’ αυτή την περίεργη συνάντηση. […]
     Από ανάγκη για να απομακρύνω το μυαλό μου από τα πρωινά γεγονότα, ζήτησα το αραβικό μου Κοράνι και άρχισα να διαβάζω τη Σούρα Μαριάμ. Ήταν όμως δύσκολο να διαβάσω το αραβικό Κοράνι και να το καταλάβω πλήρως, αν και οι μουσικοί του στίχοι έκαναν εύκολη την απομνημόνευση. Εδώ, με κατέλαβε μια τολμηρή ιδέα. Γιατί να μην μπορώ να το διαβάσω στη δική μου γλώσσα;


     Έγραψα ένα σημείωμα στην υπηρέτριά μου την Σάλιμα και της το έδωσα όταν ήρθε να με αλλάξει. “Παρακαλώ, δώστε σε αυτόν που κρατάει αυτό το σημείωμα την καλύτερη δυνατή μετάφραση του Κορανίου στη γλώσσα Ούρντου”, έλεγε το σημείωμά μου.
     “Πήγαινε αυτό στο βιβλιοπωλείο και ζήτα την εκδοχή του Κορανίου στη γλώσσα Ούρντου, εκδόσεις Τατζ”, είπα· “πάρε λεφτά από τη θεία μου.
     Η Σάλιμα έγνεψε με σεβασμό και βγήκε έξω. Μετά από δύο ώρες ξαναεμφανίστηκε με το βιβλίο τυλιγμένο σε μια εφημερίδα.
     “Ωραία”, είπα. “Τώρα πήγαινε και φτιάξε του ένα εξώφυλλο”.
     Εκείνο το βράδυ, όταν το σπιτικό ήταν ήσυχο και σιωπηλό, ξετύλιξα το πράσινο μεταξένιο εξώφυλλο και έβγαλα το Κοράνι στη γλώσσα Ούρντου. Για μια στιγμή κράτησα το βιβλίο στο χέρι μου. Ήθελα τόσο πολύ να ξανακούσω εκείνη τη φωνή, με τη διαβεβαίωση ότι οι προσευχές μου εισακούονταν και ότι υπήρχε δρόμος γιατρειάς και ελπίδας! Από ένστικτο ήξερα ότι ο τρόπος για να την ξανακούσω ήταν να υπακούσω στην εντολή της και να διαβάσω. Και έτσι, γεμάτη περιέργεια και θλίψη και χωρίς την παραμικρή ιδέα του πόσο καίρια ήταν η στιγμή, είπα την προσευχή Μπισμιλλάχ, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω:
     “Οι άγγελοι είπαν στη Μαρία:
     ‘Ο Αλλάχ σε προσκαλεί να αγκαλιάσεις τον Λόγο Του. Το όνομά Του είναι Μεσσίας· ο Ιησούς ο Υιός της Μαρίας. Θα είναι ευγενής σε αυτό τον κόσμο και στον επόμενο· και θα έχει την εύνοια του Αλλάχ. Θα κηρύξει στους ανθρώπους στον τόπο Του και στο απόγειο της ηλικίας Του, θα ζήσει δίκαιη ζωή’…”. […]


     Διάβασα το κείμενο από τη Σούρα “Οι Ευτυχείς” στο οποίο επικεντρώθηκε τώρα η προσοχή μου:
     “Με την άδεια του Αλλάχ θα δώσω στον τυφλό το φως του, θα γιατρέψω τον λεπρό και θα αναστήσω τον νεκρό”.
     Υπήρχαν πολύ περισσότερα που δεν καταλάβαινα. Πολλοί φωτισμένοι διανοούμενοι είχαν προσπαθήσει να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες στον Προφήτη Ιησού, ο Οποίος, όπως έλεγε αυτή η Σούρα, ήταν δημιούργημα φτιαγμένο από σκόνη, σαν τον Αδάμ, κι όμως κάποιος που με τη δύναμη του Αλλάχ μπορούσε να κάνει όλα αυτά τα θαύματα. Δεν αμφέβαλα ότι ήταν σπουδαίος, αλλά ποιος ήταν αυτός ο Προφήτης που ήξερε την ανάγκη μου και μπορούσε να μου μιλάει από τον Παράδεισο σαν να ζούσε;
     Είχα χάσει τον πολυαγαπημένο μου σύντροφο (τον πατέρα μου) και μια άδεια ζωή απλωνόταν μπροστά μου. Κι όμως, στην καρδιά μου είχε φυτευθεί σπόρος περιέργειας και ελπίδας. Μια μέρα, κάποια μέρα, ήμουν σίγουρη ότι θα ανακάλυπτα το μυστικό του μυστηριώδους Προφήτη που σκέπαζαν οι σελίδες του ιερού Κορανίου…».


Β΄. «Ω, Ιησού, Υιέ της Μαρίας, θεράπευσέ με!»


     «Επί χρόνια διάβαζα το ιερό Κοράνι και προσευχόμουν τακτικά, αλλά σταδιακά είχα χάσει κάθε ελπίδα ότι η κατάστασή μου θα άλλαζε. Τώρα, όμως, άρχισα να πιστεύω ότι αυτό που είχε γραφεί για τον Ιησού ήταν αληθινό –ότι έκανε θαύματα, ότι ήταν ζωντανός– και ότι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.
     “Ω, Ιησού, Γιέ της Μαρίας, στο ιερό Κοράνι λέει ότι ανέστησες νεκρούς και καθάρισες λεπρούς και έκανες θαύματα. Γιάτρεψε λοιπόν και μένα!”. Καθώς έλεγα αυτή την προσευχή οι ελπίδες μου δυνάμωναν. Ήταν παράξενο, γιατί στα χρόνια της μουσουλμανικής μου προσευχής δεν είχα νιώσει ποτέ βέβαιη ότι θα θεραπευόμουν. Πήρα τις χάντρες μου που είχα φέρει από τη Μέκκα και έκανα μια προσευχή “Μπισμαλλάχ” μετά από κάθε άλλη προσευχή και ύστερα πρόσθεσα: “Ω, Ιησού, Υιέ της Μαρίας, θεράπευσέ με!”.
     Σταδιακά η προσευχή μου άλλαξε· μέχρι που, ανάμεσα στις ώρες της προσευχής, προσευχόμουν ξανά και ξανά σε κάθε χάντρα: “Ω, Ιησού, Υιέ της Μαρίας, θεράπευσέ με!”. Όσο προσευχόμουν, τόσο ελκυόμουν από αυτή τη σκοτεινή, τη δευτερεύουσα μορφή στο ιερό Κοράνι, που είχε δύναμη που και ο ίδιος ο Μωάμεθ δεν είχε αποκτήσει ποτέ. Πού ήταν γραμμένο ότι ο Μωάμεθ θεράπευε τους ασθενείς και ανάσταινε τους νεκρούς;


     “Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω σε κάποιον!”, αναστέναξα· αλλά δεν υπήρχε κανείς. Έτσι, συνέχισα να προσεύχομαι σε αυτόν τον Προφήτη Ιησού, μέχρι να διαφωτιστώ περισσότερο.
     Ως συνήθως είχα ξυπνήσει στις 3 π.μ., καθόμουν στο κρεβάτι και διάβαζα τις προσευχές που είχα μάθει απ’ έξω. Ακόμα και τη στιγμή που έλεγα τα λόγια, η καρδιά μου έλεγε τη δική της μυστική προσευχή: “Ιησού, Υιέ της Μαριάμ, θεράπευσέ με!”. Τότε σταμάτησα ξαφνικά και είπα δυνατά τη σκέψη που είχε εισβάλει στο μυαλό μου: “Τόσο καιρό το κάνω αυτό και όμως ακόμα είμαι ανάπηρη!”.
     Άκουγα τις αργές κινήσεις κάποιου που ξυπνούσε για να ετοιμάσει το νερό για το πλύσιμο, πριν την πρωινή προσευχή. Σε λίγο θα έμπαινε μέσα στο δωμάτιο η θεία μου για να με δει. Ακόμα και την ώρα που έκανα αυτές τις σκέψεις, ο νους μου είχε επικεντρωθεί επιτακτικά στο πρόβλημά μου. Γιατί δεν είχα γιατρευτεί, παρ’ όλο που προσευχόμουν επί τρία χρόνια;
     “Κοίτα, είσαι Ζωντανός στον Ουρανό. Και στο ιερό Κοράνι λέει για Σένα ότι έχεις γιατρέψει ανθρώπους. Μπορείς να με θεραπεύσεις, κι όμως εγώ παραμένω ανάπηρη!”.
     Γιατί δεν υπήρχε καμία απάντηση, παρά μόνο αυτή η πέτρινη σιωπή που γελοιοποιούσε τις προσευχές μου;
     Ξαναείπα το όνομά Του και δήλωσα με απόγνωση την περίπτωσή μου. Καμία απάντηση. Τότε ξεφώνισα με πυρετώδη πόνο: “Αν μπορείς, γιάτρεψέ με! Αλλιώς, πες μου το!”. Δεν μπορούσα να συνεχίσω αυτό το μονοπάτι.


     Αυτό που συνέβη μετά, είναι δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Ξέρω ότι όλο το δωμάτιο γέμισε με φως. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν από τη λάμπα που είχα δίπλα στο κρεβάτι. Τότε είδα ότι το φως της έδειχνε αχνό. Μήπως ήταν η χαραυγή; Μα ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Το φως μεγάλωνε, μεγάλωνε σε φωτεινότητα, μέχρι που ξεπέρασε και τη μέρα. Σκεπάστηκα με το σάλι μου. Τόσο πολύ φοβόμουν.
     Τότε μου πέρασε η σκέψη ότι ίσως να ήταν ο κηπουρός, που είχε ανοίξει το έξω φως για να φωτίσει τα δέντρα. Καμιά φορά το έκανε αυτό όταν ωρίμαζαν τα μάνγκο, για να εμποδίσει τους κλέφτες ή για να ποτίσει στη βραδινή δροσιά.
     Ξεπρόβαλα από το σάλι μου για να δω. Μα οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά· οι κουρτίνες και τα παντζούρια τραβηγμένα. Τότε αντιλήφθηκα κάτι φιγούρες με χιτώνες να στέκονται στη μέση του φωτός, λίγα μέτρα από το κρεβάτι μου. Ήταν δώδεκα φιγούρες στη σειρά. Και η φιγούρα στο μέσον, η δέκατη τρίτη, ήταν μεγαλύτερη και φωτεινότερη από τις άλλες.
     “Ω, Θεέ μου!”, αναφώνησα· ενώ ιδρώτας ξεπήδησε από το μέτωπό μου. Έσκυψα το κεφάλι και προσευχήθηκα. “Ω, Θεέ μου! Ποιοι είναι αυτοί και πώς ήρθαν εδώ όταν όλα τα παράθυρα και οι πόρτες είναι κλειστά;”.
     Ξαφνικά, μια φωνή είπε:
     “Σήκω. 
     Αυτό είναι το μονοπάτι που έψαχνες.
     Είμαι ο Ιησούς, ο Υιός της Μαρίας
     και τώρα στέκομαι μπροστά σου.
     Σήκω και έλα σε Μένα”.
     Άρχισα να κλαίω. “Ω, Ιησού, είμαι ανάπηρη. Δεν μπορώ να σηκωθώ”.
     Εκείνος είπε:
     “Σήκω και έλα σε Μένα. Είμαι ο Ιησούς”.
     Όταν δίστασα, το ξαναείπε. 
     Και επειδή αμφέβαλα ακόμα, μου το είπε και τρίτη φορά: “Σήκω”.
     Και τότε εγώ, η Γκιουλσάν Φατίμα, που ήμουν ανάπηρη στο κρεβάτι για δεκαεννέα χρόνια, ένιωσα μια καινούργια δύναμη να κυλάει στα κατεστραμμένα άκρα μου. Έβαλα την πατούσα μου στο έδαφος και άρχισα να περπατάω. Ύστερα, έτρεξα μερικά βήματα και έπεσα στα πόδια του οράματος. Ήμουν λουσμένη στο καθαρότερο φως και έφεγγε σαν τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί. Το φως, έλαμπε μέσα στην καρδιά μου και μέσα στο μυαλό μου και εκείνη τη στιγμή πολλά πράγματα ξεκαθάρισαν μέσα μου.


     Ο Ιησούς έβαλε το χέρι Του επάνω στο κεφάλι μου, και είδα μια τρύπα στο χέρι Του από την οποία μια ακτίνα φωτός έπεφτε πάνω στα ενδύματά μου, ώστε το πράσινό μου φόρεμα να φαίνεται λευκό.
     Είπε:
     “Είμαι ο Ιησούς. Είμαι ο Εμμανουήλ.
     Είμαι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή.
     Είμαι ζωντανός και σύντομα θα έρθω.
     Βλέπεις, από σήμερα είσαι μάρτυράς Μου.
     Αυτό που είδες τώρα με τα μάτια σου,
     πρέπει να το φέρεις στον λαό Μου.
     Ο λαός Μου είναι ο λαός σου·
     και για να το μεταφέρεις αυτό στον λαό Μου,
     πρέπει να παραμείνεις πιστή”.
     Είπε:
     “Τώρα θα πρέπει να διατηρήσεις αυτόν τον χιτώνα και το σώμα σου ακηλίδωτα. 
     Όπου και αν πας θα είμαι μαζί σου. 
     Και από σήμερα θα πρέπει να προσεύχεσαι ως εξής:
     ‘Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,
     ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου,
     ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου,
     γενηθήτω τὸ θέλημά Σου
     ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
     τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον
     καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
     ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν,
     καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
     ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
     Ὅτι Σοῦ ἐστίν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
     εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν’ ”.
     Με έβαλε να επαναλάβω την προσευχή και την έκανε να μπει βαθιά μέσα στην καρδιά και το μυαλό μου. Με την απλότητα και ταυτόχρονα με το βάθος της, ήταν τόσο διαφορετική από τις προσευχές που είχα μάθει να λέω από τα παιδικά μου χρόνια και μετά. Αποκαλούσε τον Θεό “Πατέρα”. Ήταν ένα Όνομα που γαντζώθηκε στην καρδιά μου και που γέμισε το κενό της.
     Ήθελα να παραμείνω εκεί, στα πόδια του Ιησού και να προσευχηθώ σε αυτό το καινούργιο Όνομα του Θεού –“Πάτερ ἡμῶν”– αλλά το όραμα του Θεού είχε και άλλα να μου πει: “Διάβασε το Κοράνι· είμαι ζωντανός και σύντομα θα έρθω”. Αυτό το είχα διδαχθεί και μου έδωσε πίστη σε αυτά που άκουγα.


     Ο Ιησούς είπε και πολλά άλλα. 
     Ήμουν γεμάτη από χαρά. Η οποία, δεν μπορούσε να περιγραφεί.
     Κοίταξα το χέρι και το πόδι μου. Υπήρχε σάρκα πάνω τους. Το χέρι μου δεν ήταν τέλειο· παρ’ όλα αυτά όμως, είχε δύναμη και δεν ήταν πια μαραμένο και κατεστραμμένο.
     “Γιατί δεν το κάνεις (καλά) όλο;”, ρώτησα.
     Η απάντηση ήρθε με αγάπη:
     “Θέλω να είσαι η μάρτυράς Μου”.


     Οι μορφές ανέβαιναν προς τα πάνω και ξεθώριαζαν μέχρι που δεν τις έβλεπα. Ήθελα ο Ιησούς να μείνει λίγο παραπάνω και έκλαψα με θλίψη. Σε λίγο χάθηκε και το φως και έμεινα μόνη μου να στέκομαι στη μέση του δωματίου, φορώντας λευκό φόρεμα, με τα μάτια βαριά από το εκτυφλωτικό φως. Τώρα, ακόμα και η λάμπα δίπλα στο κρεβάτι, πονούσε τα μάτια μου· και τα βλέφαρά μου έπεφταν βαριά πάνω τους. Πήγα ψηλαφώντας μέχρι σε μια συρταριέρα που έστεκε στον τοίχο. Βρήκα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου που φορούσα στον κήπο. Τα φόρεσα κι έτσι μπόρεσα να ανοίξω τα μάτια μου με άνεση για να βλέπω και πάλι.
     Έκλεισα το συρτάρι με προσοχή. Ύστερα γύρισα και έριξα μια ματιά στο δωμάτιό μου. Ήταν ακριβώς το ίδιο με όταν είχα ξυπνήσει. Το ρολόι εξακολουθούσε να χτυπάει πάνω στο κομοδίνο, δείχνοντας σχεδόν τέσσερις. Η πόρτα ήταν κλεισμένη καλά και τα παράθυρα με τις κουρτίνες τραβηγμένες εντελώς, ήταν κλεισμένα ενάντια στο κρύο. Όμως τη σκηνή δεν την είχα φανταστεί, γιατί είχα την απόδειξή της πάνω στο κορμί μου. Έκανα μερικά βήματα και ύστερα λίγα ακόμη. Περπάτησα από τον ένα τοίχο στον άλλο, πάνω–κάτω, πάνω–κάτω. Τα άκρα μου στην πλευρά που ήταν παράλυτα, ήταν υγιή χωρίς αμφιβολία.


     Ω, πόση χαρά ένιωθα!
     Πατέρα!, φώναξα.
     “Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς”.
     Ήταν μια καινούργια και μια υπέροχη προσευχή!...».


ESTHER GULSHAN

[Εσθήρ Γκιουλσάν:
«Το σκισμένο πέπλο»,
κεφ. 5ο: σελ. 78–80, 82–83, 86–87·
κεφ. 6ο: σελ. 97–102,
μετάφραση: Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος,
εκδόσεις «Ἐν Πλῷ», Αθήνα Μάιος 20141.]









Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ...

Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ...




Α΄. Υπηρέτης του Ουρανού



     Ο πατέρας μου τάχθηκε ιερέας σ’ ένα χωριό που είχε μήκος όσο το Παρίσι και αριθμούσε διακόσιες ψυχές. Ήταν ένας υπερβολικά αδύνατος άνθρωπος. Ψηλός και ευθυτενής όπως ένα νεαρό έλατο. Θύμιζε περισσότερο έφηβο που αναπτύχθηκε πρόωρα, παρά ένα ώριμο άντρα και μάλιστα πατέρα.


     Μου έδινε την αίσθηση άυλης και εύθραυστης παρουσίας· τόσο ευάλωτης, που μικρός φοβόμουν μήπως μια δυνατότερη ανάσα του ανέμου θα τον σηκώσει από την γη και θα τον πετάξει στον ουρανό. Οι πτυχές του ράσου του μεταμορφώνονταν σε μεγάλα φτερά, σαν τα φτερά των Σεραφείμ και έτρεμα μην κάπως έτσι, σε μια στιγμή μέσα, τον χάσω και απομείνω ορφανός.


     Με τον καιρό συνήλθα και ηρέμησα γιατί στα μάτια μου ο πατέρας μεταλλασσόταν όλο και περισσότερο σε εικόνα, σε πλάσμα του ουρανού πιο πολύ, παρά κάτοικο του γήινου κόσμου. Δεν είναι δύσκολη η εξήγηση. Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως οι καλοί υπηρέτες, οι ειλικρινείς, όσοι δηλαδή υπηρετούν πιστά, και ζώντας συνεχώς κοντά στους σπουδαίους κυρίους τους, τους μιμούνται τελικά. […]


     Έτσι ακριβώς συνέβη και με τον φτωχό μου πατέρα που έζησε ως υπηρέτης πιστός του Θεού. Το βλέμμα του το αγγελικό, η γλυκιά αλλόκοσμη φωνή του, το άσαρκο βάδισμα που θύμιζε αγγέλων πτήση, όλα τούτα τα ιδιώματα ήταν που τον βάφτιζαν από επίγειο σε ουράνιο· και ήταν ιδιώματα Θεού, του αφέντη του. Περνούσε όλο του το εικοσιτετράωρο κοντά στον Κύριό του· ξυπνούσε μέσα στην παρουσία του Θεού, έπεφτε και κοιμόταν μέσα στην παρουσία του Θεού, έτρωγε μέσα στην παρουσία του Θεού. Καμμιά άλλη έγνοια δεν είχε στη ζωή παρά να υπηρετεί τον Κύριό του. Δεν είχε να κυνηγά δικές του υποθέσεις, δεν είχε δικές του απόψεις, ούτε καμμιά δική του συναλλαγή. Δεν είχε παρά τις απόψεις του Θεού, τους λογισμούς του Θεού, δεν έπραττε παρά εκείνα που ο Θεός τον όριζε να πράξει. Και έτσι ήταν το σωστό. Γιατί κανένας δούλος δεν έχει προσωπικές ασχολίες, δουλεύει αποκλειστικά και μόνο για τον αφέντη του.
     Υπηρετώντας με τέτοια αγάπη και αφοσίωση το ποίμνιό του, θα μπορούσε να περιμένει κανείς πως θα ταυτιζόταν με τον κόσμο του ποιμνίου του ως υπηρέτης του πιστός. Κι όμως! Ο πατέρας μου, από πολύ νωρίς, μόνο με τον Θεό συνταυτίσθηκε. Γεννήθηκε μέσα στου Θεού τη διακονία. […] Φερόταν πάντα φυσικά όπως θα συμπεριφέρονται στον ουρανό. Είχε τους τρόπους και τις κινήσεις, τις χειρονομίες που έχουν εκεί ψηλά, όχι όπως οι άνθρωποι στον κόσμο. Γιατί η περιοχή όπου διακονούσε τον Θεό ήταν η ουράνια χώρα, ήταν του Θεού ο Οίκος. […]


     Ο υπηρέτης υπηρετεί τον κύριό του στον οίκο του μέσα. Και ο Οίκος του Θεού, ο κτισμένος στη γη, είναι ο ναός. Ασφαλώς ένας ναός είναι οικοδομημένος από πέτρα, από ξύλο ή μάρμαρα, έτσι όπως τον βλέπουμε να στέκει στο κέντρο των χωριών και των πόλεων. Όμως ο ναός, δεν είναι γήινο κτίσμα· συμβολίζει τον ουρανό που χτίζεται στη γη με τη χρήση συμβόλων, μια και δεν είναι μπορετό να χτίσει κανείς αλλιώς τις ουράνιες πραγματικότητες. Προκειμένου να φανεί καθαρά πώς μια εκκλησία προέρχεται από τον ουρανό και όχι από τη γη, φτιάχνεται σε σχήμα πλοίου· για να σημάνει πως υπάρχει στη γη όπως ένα πλοίο υπάρχει στη θάλασσα: πλέει. Είναι μια αλήθεια που έρχεται από το αλλού. […]


Β΄. Αβαρής σαν τους Αγγέλους


     Μικρό παιδί συνεχώς φοβόμουν πως ο πατέρας μου δεν είχε κανονικό σώμα, σώμα με σάρκα και κόκκαλα, σαν όλους τους ανθρώπους. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν πράγματι ήταν έτσι όπως φοβόμουν. Ποτέ μου δεν είδα τον πατέρα μου χωρίς να φοράει το ράσο του. Τρομαγμένος κολλούσα πάνω του σε κάθε αφορμή και με τα δάχτυλα ψηλαφούσα το ράσο να εξακριβώσω αν έχει σάρκα, κόκκαλα, μύες, όπως όλος ο κόσμος. Ψηλαφώντας τον, ένιωθα πως κάτω από το ράσο το σώμα του έμοιαζε τόσο ισχνό, που ήταν σαν να μην υπήρχε. Η φυσική μορφή του ήταν πλασμένη με μηδαμινά, με ελαφρότατα υλικά. Η φιγούρα του θύμιζε λεπτότατη γραμμή, ψηλή και κάθετη προς το χώμα. Έκανε μια ανυψωτική κίνηση όπως οι πύργοι των γοτθικών ναών, που από μακριά μοιάζουν με τη στενή αιχμή μιας πένας όπως χαράζει το πρωινό. Όπως οι φλόγες, όπως οι γλώσσες της φωτιάς που ξεπετάγονται από την πυροστιά να ξεφεύγουν ψηλά, να χαθούν στα νέφη.


     Όταν ο πατέρας μου κατέβαινε από τα βουνά και κατάκοπος προχωρούσε προς την εκκλησία, το κορμί του κυμάτιζε σαν φλόγα, ξεκολλούσε από τη γη και ταξίδευε κατά πάνω. Γι’ αυτά κι αυτά είχα πάντοτε φόβο, αγωνιούσα μην απομείνω ορφανός, μην τον χάσω όπως ένα παιδάκι χάνει τον χαρταετό του.
     Ήταν το πιο βέβαιο πως μια τέτοια συμφορά θα με έβρισκε μια κάποια μέρα. Ο πατέρας μου θα ξέφευγε από τη γη και θα χανόταν στα ύψη, μέσα στα πάλλευκα σύννεφα, όπως εξαφανίζεται μια φλόγα. Με αυτόν το φόβο έζησα όλη την παιδική ηλικία μου, με αγωνία για τούτο το δράμα, το αναπόφευκτο. Ποιος όμως μπορεί να αλυσοδέσει τη φλόγα, να την κρατήσει φυλακισμένη; Ποιος δεν το ξέρει καλά ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται; Κανένας δεν έχει τη δύναμη να κατακρατήσει δικιά του μια φλόγα και ο πατέρας μου μια φλόγα ήτανε.


     Το βάδισμά του ήταν περπάτημα σιωπηλό, αντίθετα από εκείνο των κατοίκων του χωριού μας. Οι χωρικοί ήταν άνθρωποι τραχείς, βουνίσιοι, χοντροκομμένοι και σκληροί σαν τα λιθάρια· τα δικά τους βήματα ηχούσαν όπως οι οπλές αλόγων. Εκείνος, μπορεί να είχε σάρκα και οστά –πράγμα, που ποτέ μου δεν κατάφερα να εξακριβώσω– όμως το σίγουρο ήταν πως είχε πλαστεί από πνεύμα κυρίως. Και το πνεύμα δεν έχει βαρύτητα· όπως δεν έχουν βαρύτητα και οι άγγελοι. Αφού λοιπόν δεν είχε βαρύτητα και έμοιαζε με αγγέλους, κάθε φορά που ο πατέρας μου έφευγε ή ερχόταν, ακουγόταν ένας ανάερος ήχος, ένα θρόισμα φτερών μεταξένιων.


     Συλλογίζομαι τώρα πως το περπάτημά του ήταν σιωπηλό, όχι μόνο επειδή έμοιαζε με περπάτημα αγγέλων, αλλά και επειδή έτσι είχε συνηθίσει υπηρετώντας μέσα στον Οίκο του Κυρίου, στον επί γης ουρανό. Γιατί μέσα στην εκκλησία κανείς οφείλει να προχωρά πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών, άηχα· να εναρμονίζεται με τους αγγέλους που τελούν τη θεία Λειτουργία δίπλα στους ιερείς.
     Ήμουν τόσο περήφανος για τον πατέρα μου!
     Στον σημερινό κόσμο μας, συνηθίζεται να μην καμαρώνει κανείς για την ομορφιά, για την εξυπνάδα, για μιαν αξιοθαύμαστη σοφία· αλλά εγώ μια τέτοια στάση τη θεωρώ αιρετική. Δεν ήταν πάντα έτσι η αγάπη των ανθρώπων. Οι πιστοί ευγνωμονούν τον Θεό για την ωραιότητα μιας γυναίκας, για το ξεχωριστό ταλέντο κάποιου, για έναν πρωταθλητή, για ένα μυαλό σοφό. […]


     Το ίδιο κι εγώ· τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος, με θέρμη ευχαριστούσα τον Θεό που μου χάρισε έναν τέτοιον πατέρα, ένα πλάσμα αγγελικό, μία εικόνα, έναν αφιερωμένο υπηρέτη Του· που έμοιαζε τον Ίδιο τον Κύριο και τους αγγέλους Του…

VIRGIL GHEORGΗIU
(1916–1992)


[Βίργκιλ Γκεοργκίου:
«Από την 25η ώρα, στην αιώνια ώρα»,
κεφ. 3ο και 4ο, σελ. 44–48 και 52–55,
εισαγωγή–απόδοση: Μάρω Βαμβουνάκη,
εκδόσεις «Αρμός», Αθήνα 2014.
Μία αναγκαία διευκρίνηση
Οι φωτογραφίες που φιλοξενούνται στον κορμό 
της παρούσας ανάρτησης 
ιδιαίτερα αυτές των κληρικών 
δεν έχουν καμμία ρεαλιστική σχέση 
με το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης· 
έχουν όμως τεθεί παράλληλα με το κείμενο, 
εμφαίνοντας αισθητικότερα την πλοκή και το νόημά του.]




Ο διάσημος Ρουμάνος μυθιστοριογράφος
Βίργκιλ Γκεοργκίου (Virgil Gheorghiu)
γεννήθηκε το 1916 στο Ραζμποένι Νεάμτς της Μολδαβίας·
γης που γέννησε μεγάλους ποιητές και πεζογράφους.
Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία
στο Βουκουρέστι και την Χαϊδελβέργη.
Εργάστηκε στον διπλωματικό κλάδο,
σε επιτροπές μορφωτικών σχέσεων
του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας.
Το 1963 χειροτονήθηκε ιερέας στο Παρίσι,
όπου έζησε και πέθανε το 1992.
Υπήρξε πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος συγγραφέας
μυθιστορημάτων, δοκιμίων, χρονικών,
βιογραφιών και αυτοβιογραφιών.
Διεθνής και μεγάλη επιτυχία του,
το μυθιστόρημα: «25η ώρα».
Άλλα έργα του: 
«Η δεύτερη ευκαιρία», «Ο άνθρωπος που ταξίδευε μόνος»,
«Δερμάτινος χιτώνας», «Ο λαός των αθανάτων»,
«Η ζωή του Μωάμεθ», «Το σπίτι της Πετροντάβα», 
«Ο Θεός στο Παρίσι», κ.α.