ΟΣΙΑ ΙΣΙΔΩΡΑ, Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ
Στην Ταβέννη της Αιγύπτου υπάρχει ένα γυναικείο
μοναστήρι, με τετρακόσιες περίπου καλόγριες, απέναντι απ’ το μεγάλο ανδρικό
μοναστήρι. Στο γυναικείο αυτό μοναστήρι ασκήτευε και μια μοναχή, που
υποκρινόταν μωρία και σαλότητα για χάρη του Χριστού· το όνομά της ήταν Ισιδώρα,
και πάντοτε ταπείνωνε και εξευτέλιζε τον εαυτό της εμπρός στους άλλους. Αυτή
την Ισιδώρα τη σιχαίνονταν όλες οι μοναχές, τόσο πολύ, που ακόμη και στην
τράπεζα δεν την δεχότανε να φάει μαζί τους! Ωστόσο, εκείνη, κι αυτό ακόμη το
δέχθηκε με χαρά μεγάλη. Η αρετή της και η βοήθεια, που έδινε με τη διακονία της
σ’ όλο το μοναστήρι, ήταν πολύ σημαντική και ωφέλιμη. Οποιαδήποτε υπηρεσία για
το μοναστήρι και τις μοναχές, την έκανε πάντα με προθυμία, σα νά ’τανε δούλη τους,
και δούλευε με πολλή πραότητα για όλες τους. Πράγματι, αυτή η Ισιδώρα, ήταν το
φωτεινό παράδειγμα και το μεγάλο λυχνάρι για τη μοναστική αυτή συνοδία, όπως μας
είπε ο Κύριος: «Όποιος από εσάς θέλει να γίνει μεγάλος, ας γίνει δούλος και
υπηρέτης όλων» (Ματθ. 20, 26 και 23, 11· Μάρκ. 9, 35· Λουκ. 9, 48), και «Αν
κάποιος νομίζει ότι είναι σοφός, ας γίνει πρώτα ανόητος και μωρός» (Α΄ Κορ. 3,
18). Όλες οι άλλες μοναχές είχαν κανονικά το σχήμα της κουράς –φορούσαν τα
κουκούλια όλες στο κεφάλι τους–, ενώ εκείνη, είχε δέσει μ’ ένα κουρελόπανο το
κεφάλι της, κι έτσι έκαμνε όλες τις δουλειές της μονής. Όλ’ αυτά τα χρόνια,
καμιά μοναχή από τις τετρακόσιες τόσες, δεν την είδε ποτέ να τρώει κανονικά,
παρά να σκουπίζει τα ψίχουλα που έμεναν στο τραπέζι κι απ’ αυτά να τρώει, καθώς
κι από τα περισσεύματα, που ήταν κολλημένα στις χύτρες που έπλενε· αυτά της ήταν
αρκετά. Ποτέ της δεν υποτίμησε καμιά μοναχή με υβριστικό λόγο, ούτε γόγγυσε,
ούτε είπε μεγάλο ή μικρό πικρό λόγο, παρ’ όλο ότι πολλές τους την έβριζαν, την
πείραζαν και την προσέβαλλαν, και –όχι λίγες– τη μισούσαν.
Γι’ αυτήν, λοιπόν, την ευλογημένη και αγία μοναχή,
φανερώθηκε Άγγελος Κυρίου στον αγιώτατον αββά Πιτυρούν, γνωστό και δοκιμώτατο
μοναχό, πολύ ενάρετο και διάσημο αναχωρητή, και του λέει:
–Γιατί
καυχάσαι για τα κατορθώματά σου και για την ευλάβειά σου, ασκητεύοντας σε
τούτον τον τόπο; Θέλεις να ιδείς μια γυναίκα, που είναι πιο πάνω από σένα στην
αρετή και στην ευλάβεια; Πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών, κι
εκεί θα βρεις μια μοναχή, που φέρει διάδημα στο κεφάλι. Αυτή, λοιπόν, είναι
καλύτερή σου. Γιατί, τόσον καιρό και με τόσο πολύ κόσμο παλεύει, αλλά, παρ’ όλ’
αυτά, δεν άφησε ποτέ το νου της ν’ απομακρυνθεί ούτε στιγμή απ’ τον Θεό, αν και
όλες οι μοναχές εκεί τη σιχαίνονται και την αποφεύγουν. Ενώ εσύ, κάθεσαι εδώ,
και φαντάζεσαι όλες τις πολιτείες με τον νου σου, κι ας μην έχεις ποτέ σου ιδεί
την οικουμένη.
Ξεσηκώθηκε, λοιπόν, ο μέγας Πιτυρούν και ήρθε στα
μέρη της Ταβέννης, παρακαλώντας τους πατέρες και διδασκάλους να τον διαπεράσουν
στο μοναστήρι των γυναικών. Μια κι ήταν γνωστός για την αρετή και την αγνότητά
του μεταξύ των πατέρων, κι είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα με αυστηρή άσκηση, οι
πατέρες ευχαρίστως τον βοήθησαν να περάσει το ποτάμι και να επισκεφτεί το
γυναικείο μοναστήρι. Εκεί, μετά την προσευχή, ο Γέροντας ζήτησε να ιδεί μια-μια
και κατά πρόσωπο όλες τις μοναχές. Κι ενώ πέρασαν όλες οι μοναχές από μπροστά
του, εκείνη δεν φάνηκε.
Τις λέει,
τότε ο Γέροντας:
–Σας παρακαλώ,
να μου τις φέρετε όλες.
Κι ενώ
εκείνες του απάντησαν «όλες εδώ είμαστε», εκείνος τις λέει:
–Λείπει,
ωστόσο, μία, την οποία μου έδειξε ο Άγγελος.
Τότε, του
είπαν κι αυτές:
–Λείπει
μία μόνο, που έχουμε στο μαγειρείο και είναι σαλή.
–Παρακαλώ, να μου την φέρετε κι εκείνη, λέει ο Γέροντας. Θέλω να την δω!
Εκείνη, μόλις της το είπαν, δεν ήθελε να
παρουσιαστεί, καταλαβαίνοντας την αιτία της προσκλήσεως· ίσως και της αποκαλύφθηκε
άνωθεν. Την έσυραν, λοιπόν, με τη βία, λέγοντάς της:
–Ο άγιος
Γέροντας, ο Πιτυρούν, θέλει να σε ιδεί!
Ο Γέροντας ήταν περιβόητος σ’ όλα εκείνα τα μέρη.
Μόλις την έφεραν εκεί μπροστά, ο Γέροντας και μεγάλος ασκητής είδε το πρόσωπό της·
έπεσε αμέσως στα πόδια της, και της λέει:
–Αμμάς
και γερόντισσα, ευλόγησέ με!
Ευθύς έπεσε κι εκείνη στα πόδια του Γέροντα,
λέγοντάς του:
–Εσύ να μ’
ευλογήσεις πρέπει, άγιε Γέροντα και δέσποτά μου!
Βλέποντας αυτή τη σκηνή, όλες ξαφνιάστηκαν
δυσάρεστα, και λένε στον Γέροντα:
–Μην
ταπεινώνεις τόσο πολύ τον εαυτό σου, Γέροντα, και μην εξευτελίζεσαι· η μοναχή
αυτή είναι σαλή!
Τότε, ανασηκώθηκε ο Γέροντας, και λέει σε όλες τις
μοναχές:
–Εσείς είστε
σαλές! Ενώ αυτή εδώ είναι, και από όλες εσάς και από μένα, καλύτερη· και είναι
πραγματική αμμάς και γερόντισσα, με την οποία εύχομαι να βρεθώ στην ίδια μερίδα
κατά τη φοβερή Ημέρα της Κρίσεως!
Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι μοναχές, έπεσαν όλες στα
πόδια του, λέγοντας: «Συγχώρεσέ μας!». Και άρχισαν να εξομολογούνται όλες, με
πόσους τρόπους είχαν στενοχωρήσει και λυπήσει την αγία αυτή μοναχή. Η μία
έλεγε: «Εγώ την κορόϊδευα!»· η άλλη: «Εγώ περιγελούσα το ταπεινό και
χαμηλόβλεπτο σχήμα της!»· η άλλη: «Εγώ την περίχυνα συχνά με το ξέπλυμα που
έμενε στο πιατάκι μου!»· η άλλη: «Εγώ τη χτύπησα και της έκανα πληγές!»· η
άλλη: «Εγώ τη γρονθοκόπησα!»· η άλλη: «Εγώ της έβαλα σινάπι στη μύτη για να την
κάψω!»· –και όλες, η καθεμιά τους ξεχωριστά, έλεγαν με τι βρισιές τη στόλιζαν.
Όταν τελείωσαν όλες τους την εξομολόγηση, την οποία δέχθηκε ο άγιος Πιτυρούν,
εκείνος ευχήθηκε για όλες, τις ευλόγησε, και αφού παρακάλεσε αρκετά την αγία
μοναχή να εύχεται κι εκείνη γι’ αυτόν, τις αποχαιρέτησε κι έφυγε.
Όμως, καθώς περνούσαν οι μέρες, κι η μοναχή τώρα
εγνώριζε μεγάλες τιμές, περιποιήσεις και φροντίδες, άρχισε να στενοχωρείται·
δεν μπορούσε να υποφέρει τόσες τιμές και δόξες από ολόκληρη τη μοναστική
αδελφότητα. Σηκώθηκε λοιπόν, κι έφυγε απ’ το μοναστήρι, δίχως κανείς να το
μυριστεί. Αλλά και κανείς ποτέ δεν έμαθε, όταν έφυγε, πού πήγε, σε ποια σπηλιά
κρύφτηκε, ούτε πού αναπαύτηκε, αργότερα, εν Κυρίω!
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα, Χριστοῦ
ποθήσασα, Μῆτερ τρισόλβιε, ὁδὸν τὴν σύντομον, τὴν ὁδηγοῦσαν πρὸς Αὐτόν,
προείλου τὴν ταπείνωσιν· ὅθεν σε ἀνέδειξε, μοναζόντων διδάσκαλον, ἄκρον τε ὑπόδειγμα,
τῆς Αὐτοῦ ἐκμιμήσεως, διὸ χαρμονικῶς σοι βοῶμεν· χαῖρε, ὦ Ἰσιδώρα παμμακάριστε.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθοῦσα τυχεῖν τῆς ἄνω Μῆτερ
στάσεως, ταχεῖαν ὁδόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, δι’ ἧς ἤχθης Χριστῷ ὡς καρπὸς εὐκλεής,
καὶ τερπνὸς Ἰσιδώρα παναοίδιμε, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ταπεινοφροσύνης οἶκος
λαμπρός, παρθενίας δόξα, ἄνθος θεῖον ὑπομονῆς, ἀκενοδοξίας, τῆς ἄκρας Ἰσιδώρα, ἐργάτις
ἀνεδείχθης, διὰ τὸν Κύριον.
[ (1) Παντελή Β. Πάσχου:
«Γυναίκες της Ερήμου»
–Μικρό Γεροντικό Γ΄–
Σειρά:
«Ορθόδοξη Μαρτυρία»–αριθ. 53.
Κεφ. ΝΞ΄, σελ. 167–171.
Εκδόσεις «Ακρίτας»·
Αθήνα, Απρίλιος 19951.
(2) Ελενοπόλεως Παλλαδίου:
«Λαυσαϊκή Ιστορία» (420 μ.Χ.),
Τόμ. 1ος, κεφ. 34ο (XXXIV),
σελ. 180–185,
Μετάφραση–Εισαγωγή–Σχόλια:
Ν. Θ. Μπουγάτσου (1911–2006)
και Δ. Μ. Μπατιστάτου (1921–1991),
Αθήναι, έκδοσις 2η (χ.χ.),
Εκδόσεις «Τήνος».
(3) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 18.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
(4) Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Μητερικόν»,
Τόμ. Α΄, Κεφ. Α΄, Διήγηση 31η,
σελ. 130–135.
Εκδόσεις
Αδελφότητας «Αγία Μακρίνα»·
Πανόραμα, Θεσσαλονίκης 19901·
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.