Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΠΑΠΑ–ΔΑΝΙΗΛ

Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΠΑΠΑ–ΔΑΝΙΗΛ


     Από τα πρώτα βήματα του ξεκινήματός του, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897–1959), νοσταλγούσε τη συνάντηση με κάποιον πνευματικό πατέρα· μ’ έναν άνθρωπο πνευματικό, με όλη τη σημασία της λέξης, με την κατάλληλη πείρα, ο οποίος να μπορεί να τον διδάξει και να τον οδηγεί σ’ αυτή την τόσο λεπτή και μυστηριώδη ζωή του Πνεύματος και, παρ’ όλες τις απογοητεύσεις του, καθώς ο ίδιος μας έλεγε, δεν έπαυε από το να τον αναζητά και να ελπίζει να τον βρει. Υπήρχε τότε και η φήμη για κάποιους ασκητές που ήταν αθέατοι στους πολλούς, που ζούσαν άγνωστοι και παρουσιάζονταν ενίοτε σε ορισμένους πάλι πνευματικούς λειτουργούς και κοινωνούσαν. Αυτό για πολύ καιρό έγινε πρόβλημα και πειρασμός για τους γέροντες της εποχής, γιατί προσπαθούσαν και ερευνούσαν αδιάκοπα μήπως και τους συναντήσουν. Προσπαθώντας επίμονα, περιήλθαν όλα τα σπήλαια και τις καλύβες και ό,τι άλλο ίχνος παλαιάς κατοικίας ή τόπου, που να μαρτυρούσε ότι κάποτε κάθισε εκεί ασκητής.

     Στο Κάθισμα του Αγίου Πέτρου, μετά από τα Κρύα Νερά, στην περιφέρεια της Μεγίστης Λαύρας, ησύχαζε τότε ο περίφημος παπα–Δανιήλ. Δεν έβγαινε από τη μάνδρα του και αγωνιζόταν στην αγρυπνία και την ευχή, λειτουργώντας καθημερινά. Φύση σιωπηλή και απράγμων, που ακολουθούσε τελείως διαφορετικά προγράμματα ζωής. Δεν είχε επισκέπτες κι ούτε δεχόταν εύκολα στις ώρες της ησυχίας και της προσευχής του και, ιδίως στη Λειτουργία, που συνήθως γινόταν κατά το μεσονύκτιο. Ο Γέρων Ιωσήφ διαπίστωσε την πνευματικότητα του περιβάλλοντός του και την αγιότητα αυτού του Γέροντα και τον παρακάλεσε να τους επιτρέψει πότε–πότε να λειτουργούνται εκεί σ’ αυτόν, μια και κάθονταν στον Άγιο Βασίλειο που δεν απείχε πάρα πολύ και να εξομολογούνται σ’ αυτόν. Και ο Γέροντας Δανιήλ δέχθηκε την παράκλησή τους.


     Έγραφε γι’ αυτόν ο Γέροντας Ιωσήφ:
     «Ο πιο θαυμαστός απ’ όλους ήταν ο παπα–Δανιήλ, που ζούσε στον Άγιο Πέτρο και ήταν μιμητής του Μεγάλου Αρσενίου· άκρως σιωπηλός, έγκλειστος και εφ’ όρου ζωής λειτουργός. Εξήντα χρόνια πέρασαν και μια μέρα δεν εννοούσε ν’ αφήσει τη θεία ιερουργία. Και τη Μεγάλη Σαρακοστή, όλες τις μέρες έκαμνε Προηγιασμένες. Και μέχρι την τελευταία του μέρα, αν και υπέργηρος, τελειώθηκε δίχως ασθένεια. Η Λειτουργία του κρατούσε τρεις με τέσσερις ώρες, γιατί δεν μπορούσε από την κατάνυξη να δώσει τις εκφωνήσεις. Από τα δάκρυα μούσκευε πάντα το χώμα μπροστά του. Γι’ αυτό το λόγο δεν ήθελε κανέναν ξένο να βρίσκεται στη Λειτουργία του και να βλέπει την εργασία του. Εμένα όμως με δεχότανε, επειδή τον παρακάλεσα με πολλή θέρμη. Και κάθε φορά που πήγαινα, βαδίζοντας για τρεις ώρες μες τη νύχτα προκειμένου να παρασταθώ σ’ αυτή την πραγματικά φρικώδη του θεία παράσταση, βγαίνοντας από το Ιερό μού λεγε ένα–δυο λόγια και ευθύς αμέσως μέχρι την άλλη μέρα κρυβότανε. Αυτός για όλη του τη ζωή είχε τη νοερά προσευχή και την ολονύκτια αγρυπνία. Από αυτόν πήρα την τάξη που έχω και βρήκα μεγάλη ωφέλεια. Έτρωγε εικοσιπέντε δράμια ψωμί τη μέρα και ολόκληρος γινόταν μετέωρος κατά τη Λειτουργία του. Κι αν δεν γινόταν λάσπη το έδαφος από τα δάκρυα, δεν τελείωνε Λειτουργία».


     Γι’ αυτόν τον μεγάλο Γέροντα, τον παπα–Δανιήλ έπρεπε κάποιος άλλος να γράψει πολλά, γιατί εμείς πολύ λίγα γνωρίζουμε. Εδώ θα πούμε μερικά για να μη ξεχαστεί το σεβαστό του όνομα, γιατί είναι από τους ήρωες του Αθωνικού πολιτεύματος και μάλιστα σύγχρονός μας. Φύση, καθώς προαναφέραμε, ήσυχη και σιωπηλή, με σύνδρομη την ταπείνωση, ήθελε πάντοτε να κρύβεται και να είναι αφανής, πράγμα συνηθισμένο στους αληθινούς Μοναχούς. Πάντοτε εγκρατής, δεν κατέλυε λάδι σχεδόν ποτέ, αλλά έτρωγε μόνο μια φορά τη μέρα αλάδωτα βρασμένα όσπρια κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα. Αγρυπνούσε κάθε νύχτα ευχόμενος μόνος του και πριν τα μεσάνυχτα πήγαινε στην εκκλησία, όπου διάβαζαν ένα μικρό μέρος της ακολουθίας, ιδίως Καθίσματα από το Ψαλτήρι, για την ετοιμασία της Προσκομιδής. Μετά τα μεσάνυχτα άρχιζε η Λειτουργία, η οποία γινόταν με πολλή βραδύτητα και κατάνυξη. Συχνά, από τα δάκρυα και την κατάνυξη, όταν εκφωνούσε τις ευχές διέκοπτε τη συνέχεια και, έτσι, πολλές φορές, μόνο η Λειτουργία έφτανε να διαρκεί μέχρι και τέσσερις ώρες. «Πολλές φορές», μας έλεγε ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «τον πιέζαμε να μας πει κάτι σαν ομιλία πνευματική και ο ίδιος απέφευγε, προβάλλοντας σαν πρόφαση το λόγο της Οσίας Συγκλητικής, υπονοώντας μ’ αυτόν το πάθος της κενοδοξίας, λέγοντάς μας ότι, “ο λύχνος όταν καίει, τους άλλους μεν φωτίζει, καίει όμως τα δικά του χείλη”».


     Άλλος ευλαβής αδελφός από τη Νέα Σκήτη μάς είπε γι’ αυτόν τον άγιο Γέροντα Δανιήλ ότι κάποτε τον επισκέφθηκαν φιλικά με τον γέροντά του, γιατί ήσαν από παλιά γνωστοί. «Εγώ», μας είπε αυτός ο Νεοσκητιώτης αδελφός, «ήμουν κοσμικός και μόλις είχα έρθει στο Όρος, αφού τελείωσα πρώτα το στρατιωτικό. Μόλις πλησιάσαμε, τον χαιρέτησε ο γέροντάς μου με μετάνοια και μετά μου ένευσε σιωπηλά ο γέροντάς μου να κάμω κι εγώ το ίδιο. Πλησίασα, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε με τ’ όνομά μου: “Καλώς ήρθες, Στέργιο! Καλά έκαμες κι ήρθες στο Περιβόλι της Παναγίας μας, κοντά στον γέροντα Νεόφυτο· κάθισε κι έχε υπομονή και σε λίγο θα έρθει κι ο Νίκος για να μένετε μαζί”. Ο Νίκος, ήταν ο κατά σάρκα μικρότερος αδελφός μου και είχαμε χωρίσει, καθότι ήμασταν ορφανά από χρόνια και αγνοούσαμε τελείως πού μένει ο καθένας, γιατί εγώ ξενοδούλευα στη Λειβαδιά και μετά πήγα στρατιώτης, ο δε Νίκος έφυγε από μικρός στην Αθήνα και δούλευε στα αρτοποιεία. Τότε γύρισε ο παπα–Δανιήλ στον γέροντά μου και τον ενθάρρυνε να μας κρατήσει και φώναξε τον υποτακτικό του Αντώνιο να μας κάνει τσάι και σε μένα, τον Στέργιο, να βάλει πολλή ζάχαρη. Κάποτε ήρθε το τσάι, αλλά το δικό μου εκ πρώτης όψεως είχε άσχημη θέα, σαν να είχε πέσει μέσα του καπνιά. Όταν το γεύτηκα, έκανα κάποιο αποτροπιασμό και τ’ άφησα κάτω. Τότε με ρώτησε ο Γέροντας Δανιήλ: “Είναι ωραίο το τσάι, Στέργιο;”. “Όχι, Γέροντα!”, του αποκρίθηκα πειραγμένος· “Καπνιά έπεσε από το τζάκι κι είναι σαν δηλητήριο!”. Τότε βρήκε την κατάλληλη αφορμή να με διδάξει το νόημα της μοναχικής ζωής που διάλεξα να ζήσω. “Όχι, παιδί μου”, μου λέει, “δεν έπεσε καπνιά, αλλά είναι άγρια βελανίδια του δάσους που είναι πικρά και στυφά και συμβολίζουν την αγωνιστικότητα της ζωής μας εδώ, που θα φαίνεται σαν να έχει πικρία και, έτσι, θα μας γλυκάνει ο Κύριος στη Βασιλεία Του”. Αυτά τα λόγια του τα θυμάμαι πάντοτε, σαν να μου τα είπε χτες. Όσο για τον αδελφό μου, πράγματι, ήρθε μετά από δυο χρόνια και ζήσαμε ισόβια στο ίδιο καλύβι που πήγαμε από την αρχή μέχρι και μετά το θάνατο του γέροντά μας». Αυτοί ήταν οι αυτάδελφοι Κύριλλος μοναχός και Νεόφυτος ιερομόναχος, συνοδεία του Νεόφυτου του ξυλογλύπτη από την Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, στη Νέα Σκήτη.


     Τόσο πλούσια κατοικούσε η Χάρη στη ψυχή του παπα–Δανιήλ, που γνώριζε με λεπτομέρεια και με ακρίβεια τα μακρινά και άγνωστα πράγματα. Στο τέλος του, όπως μας είπε ο Γέροντας Ιωσήφ, παρόλο που είχε γεράσει και δεν μπορούσε να στέκεται μόνος του, εντούτοις δεν διέκοψε την ασκητική του δίαιτα. Την τελευταία μέρα πριν την αναχώρησή του, ζήτησε να τον κρατήσουν να σταθεί και να βγει μέχρι έξω στην αυλή τους. Κι όταν με κόπο βγήκε, γύρισε και είδε γύρω του και ψηλά και στέναξε ελαφρά λέγοντας: «Μάταιος κόσμος· τα πάντα ματαιότητα!». Και σιγάσιγά πάλι γύρισε στο στρώμα του. Μετά από λίγες ώρες έφυγε για τον Ουρανό, που τόσο αγάπησε και που τόσο κόπιασε γι’ αυτόν. Εκοιμήθη γύρω στο 1929, σε ηλικία περίπου 75 ετών. 
     Αυτά, για τον οσιώτατο Γέροντα παπα–Δανιήλ.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
(1921–2009)



[(1) Γέροντος Ιωσήφ:
«Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
(Αγώνες–Εμπειρίες–Διδασκαλίες)»,
–Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1–
μέρος 1ο, κεφ. 7ο, σελ. 44–47,
Έκδοσις Ιερά Μονή Βατοπαιδίου,
Άγιον Όρος, 19904.
(2) Γέροντος Ιωσήφ:
«Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας»,
Επιστ. 11η και 37η, σελ. 91 και 225,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου,
Άγιον Όρος, 19924.
(3) Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ
ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
2ο μέρος, κεφ. β΄, σελ. 64–66,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου,
Αριζόνας ΗΠΑ, 20081.]








Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΙΡΑΖΟΜΕΝΟΣ

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΙΡΑΖΟΜΕΝΟΣ


     Χριστέ μου, μελετώντας τα στάδια της πορείας Σου για να μας ελευθερώσεις από την καταδυναστεία του διαβόλου, μας άφησες παράδειγμα πνευματικού αγώνα την προσευχή και τη νηστεία Σου. Και επειδή άνθρωπο νίκησε τότε ο σατανάς μέσα στην Εδέμ, έπρεπε κι Εσύ ως άνθρωπος να τον νικήσεις. Η θεότητά Σου, λοιπόν, άφησε την ανθρώπινη φύση Σου να αγωνιστεί και να νικήσει τον εχθρό.

     Γι’ αυτό και μετά τη θεία Βάπτισή Σου πήγες στην έρημο να πολεμήσεις τον αντίπαλο (Λουκ. 4, 12). Με ποια όπλα; Με τη νηστεία και την προσευχή. Και αργότερα θα διδάξεις ότι «τούτο το δαιμονικό γένος δεν εξέρχεται, παρά με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21). Δηλαδή, οι δαιμονικές ενέργειες δεν υποχωρούν παρά μόνο με τη χάρη Σου που επικαλούμαστε, και με τη νέκρωση του σώματος που παράγουν την ταπείνωση, χωρίς την οποία, δεν μας βοηθάς, Ιησού μου.


     Και θαυμάζω την ανέκφραστη αγάπη Σου, Θεέ μου, να υποφέρεις την ασκητική κάκωση για τα πλάσματά Σου, αφού είχες όλα τα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη: πεινούσες, διψούσες, νύσταζες, κόπιαζες, πονούσες σωματικά. Και θαυμάζω και δοξάζω, Λόγε του Θεού, την άπειρη φιλανθρωπία Σου, να αναλίσκεσαι ως άνθρωπος στις προσευχές και στην σαρανταήμερη αποχή από τροφή και νερό, αγρυπνώντας για χάρη μας.

     Έχοντας τις δύο φύσεις θεία και ανθρώπινη ενωμένες ασύγχυτα σε μία υπόσταση, επομένως δύο θελήματα και δύο ενέργειες, με την αντίδοση των ιδιωμάτων, όταν ήθελες, ακατανόητε και ανερμήνευτε Ιησού μου, ενεργούσες πότε με την ανθρώπινη και πότε με τη θεία φύση. Πάντως είσαι, Ιησού μου, «κρύφιος ακόμη και μετά τη φανέρωση» (Άγιος Διονύσιος Αεροπαγίτης), δηλαδή ένα Μυστήριο.


     Το ιερό κείμενο, ευλογημένε Κύριε, γράφει ότι μετά τις σαράντα μέρες πείνασες (βλ. Λουκ. 4, 2). Ήθελες, βέβαια, να πεινάσεις αφήνοντας το αδιάβλητο πάθος να ενεργήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση. Αν δεν ήθελες, με την αντίδοση της θεότητάς Σου στην ανθρώπινη φύση, δεν θα πεινούσες ποτέ. Αλλά πάλευες σαν άνθρωπος και ήθελες σαν άνθρωπος να νικήσεις τα αδιάβλητα πάθη, καθώς και τον σατανά. Άλλωστε, ποιο νόημα θα είχε ο λόγος Σου, «Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιωάν. 16, 33), αν τον νικούσες σαν Θεός; Δόξα στην πανσοφία Σου, που ενεργούσε σαν πυρακτωμένη μάχαιρα από την ένωση των δύο φύσεων.

     Γλυκύτατε Κύριε, Σε βλέπω νοητά μέσα στην έρημο σαν πρότυπο των ερημιτών και των ησυχαστών. Είσαι ο αυθεντικότερος Διδάσκαλός μας. Ω, Χριστέ μου, πώς να μη κλαίω σκεπτόμενος ότι, Εσύ μας άνοιξες τον δρόμο της υψηλής πνευματικής ζωής, τον Ησυχασμό; Και ότι μας υπέδειξες σαν άριστη οδό ανύψωσης την ταπείνωση, που την γεννούν η προσευχή, η νηστεία και ο φωτισμός Σου; Και ότι ακόμα μας δίδαξες τον αντιρρητικό πόλεμο κατά του πειράζοντος διαβόλου· αφού όλα τα πάθη αποτελούν άλογες ενέργειες, επόμενο είναι να ανατρέπονται οι προκλήσεις τους με το θείο λόγο.


     Και φαίνεται, Χριστέ μου, πως, προκειμένου ν’ αρχίσεις ως Θεάνθρωπος το ασύλληπτης μεγαλειότητας έργο της θείας Σου Οικονομίας, θέλησες να μας διδάξεις ότι πρέπει κι εμείς ν’ αρχίζουμε τον αγώνα της σωτηρίας μας από τον πόλεμο κατά των παθών μας. Έτσι, από το είδος των εκάστοτε πειρασμών, καταφαίνεται και σε ποια πάθη νικάει τους ανθρώπους ο πειραστής: στα περιεκτικά πάθη της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτησίας.

     Χριστέ μου, συγχώρεσέ με που πολυπραγμονώ γύρω από τους πειρασμούς Σου και γιατί –όπως ήδη διαβάζεις τις σκέψεις μου– μου περνάει από το νου ότι ο τρόπος των πειρασμών Σου δεν είναι καθόλου όμοιος με τους δικούς μας. Ο εχθρός εκπειράζει κυρίως μέσω της φαντασίας. Αλλά Εσύ, Κύριε, δεν είχες φαντασία. Επομένως, σε ποιο χώρο να Σε πείραζε ο εχθρός; Αυτό είναι για εμάς ακατάληπτο, αλλά και χωρίς πολλή σημασία. Σημασία έχει, ότι Σε πείραξε και αποκρούσθηκε σε χρόνο μηδέν. Αν και ο πεσών Εωσφόρος δεν γνώριζε Ποιος είσαι, όμως από διάφορα εκδηλώματα υποπτευόταν ότι είσαι κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αφού και ο ίδιος Σε ονόμαζε «γιο Θεού» (βλ. Μάρκ. 5, 7).


     Και ενώ, Χριστέ μου, αγνοούμε –τουλάχιστον, εγώ, ο ταπεινός δούλος Σου– τον τρόπο των προσβολών των τριών πειρασμών Σου (του πειρασμού της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτημοσύνης), όμως μας άφησες αιώνιο υπόδειγμα πνευματικού αγώνα. Και όταν ανάγεται ο νους μου στη θεωρία της αΐδιας δόξας Σου, ότι, Θεός ων, άναρχος και ατελεύτητος, που «κατοικεί μέσα σε απρόσιτο φως» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 6, 16), παρόλα αυτά ταπεινώθηκες και υπέφερες τόσα από αγάπη για τα πλάσματά Σου, η καρδιά μου φλογίζεται, ο νους μου φωτίζεται και από τα μάτια μου αναβλύζουν δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης…

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου
(1916–2006):
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 22ο και 23ο, σελ. 45–48,
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]







Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


     Η Εκκλησία μας, διαβάζει την Παραβολή του Ασώτου συνεχίζοντας την προετοιμασία μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή, που είναι κατ’ εξοχήν περίοδος μετανοίας. Η μετάνοια σ’ αυτή την Παραβολή έχει ως στοιχείο την έννοια της επιστροφής.

     Η μετάνοια δεν είναι μια στατική εσωτερική κατάσταση αυτολύπησης ή βελτίωσης της εικόνας μας, αλλά είναι μια διαδικασία επιστροφής και αποκατάστασης της σχέσης μας με τον Θεό. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι να βρούμε τις προϋποθέσεις αυτής της επιστροφής και αυτής της σχέσης.

     Τα στοιχεία είναι δύο. Το πρώτο είναι η βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας, που μας συγχωρεί και μας αγαπά και τα πάντα οικονομεί, όχι προς μια εφήμερη ψυχική παράκληση, αλλά προς μια μόνιμη πορεία σωτηρίας του «προσώπου» μας. Δεν μπορεί δηλαδή να υπάρξει λόγος μετανοίας ή άσκηση πνευματική, στην οποία, να μην είναι ξεκαθαρισμένο ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας.

     Αυτό που σώζει τον άσωτο γιο και του δίνει τις προϋποθέσεις επιστροφής, σωτηρίας και αποκατάστασης, είναι αυτό που δεν ξέχασε ούτε στιγμή εκεί στη μακρινή χώρα, ούτε και την ώρα της αμαρτίας: ότι ο Θεός είναι σπλαχνικός Πατέρας. Όλος ο αγώνας μας τελικά και η όλη μας η αναζήτηση είναι να βεβαιωθούμε για την παρουσία και τη μαρτυρία στη ζωή μας του Θεού Πατρός.


     Αν ο άνθρωπος δεν βεβαιωθεί για την πατρική αγάπη του Θεού, δεν μπορεί να αγωνίζεται. Αν ο άνθρωπος δεν βεβαιώνεται για την πατρική αγάπη του Θεού, δεν μπορεί να θεολογεί. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να βεβαιωθεί, να του μαρτυρήσει ο Θεός ότι είναι Πατέρας του, δεν μπορεί να έχει ζωή ούτε να κάνει κάτι ουσιαστικό, δηλαδή κάτι που να έχει αιώνια προοπτική στη ζωή του. Διότι ακόμη και η τήρηση των εντολών και η προσωπική του άσκηση δεν γίνονται για να διαφυλάξει, να περιφρουρήσει, να επαυξήσει, να αναζητήσει αυτή τη σχέση, αλλά για να προσκυνήσει τον εαυτό του. Έτσι, παλεύει ο άνθρωπος μεταξύ συντηρητισμού και φιλελευθερισμού, μεταξύ ηθικότητας και ανηθικότητας και, παιδεύεται. Αλλά και τα δύο πλαίσια, της ηθικότητας και της ανηθικότητας, είναι κόλαση, είναι αιχμαλωσία, εφόσον ο άνθρωπος δεν έχει βεβαιωθεί για την πατρική αγάπη του Θεού.

     Όλος λοιπόν ο αγώνας, μόνο και τότε μόνο μπορεί να δικαιωθεί, αν ο άνθρωπος, πριν φύγει από αυτή τη ζωή, βεβαιωθεί για την πατρική αγάπη του Θεού. Βεβαιωθεί ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, συγχωρήσεως και συγνώμης. Είναι Θεός όχι δεδικαιωμένων, αλλά Θεός μετανοούντων.


     Το δεύτερο στοιχείο είναι η αίσθηση της απομάκρυνσης από αυτή τη σχέση. Η αίσθηση της έκπτωσης από αυτή τη σχέση, που δεν έχει να κάνει με μια στενή έννοια παράβασης εντολής και νόμου, αλλά έχει να κάνει με την απώλεια και την προσβολή αυτής της σχέσης.

     Αν ο άνθρωπος δεν έχει γευτεί αυτή τη σχέση, δεν μπορεί να μιλά για ηθικότητα ή ανηθικότητα. Δεν έχει ακόμα καταλάβει την αξία των εντολών και των νόμων ως παιδαγωγών, που τον οδηγούν και τον διασφαλίζουν αυτή τη σχέση. Ο άνθρωπος που δεν έχει γευτεί τη χαρά, δεν μπορεί να αισθανθεί και την απώλεια.

     Η αληθινή μετάνοια δεν είναι μια κακομοιριά, μια αυτολύπηση ότι αποτύχαμε, αλλά η μετάνοια είναι η αίσθηση απώλειας του Παραδείσου· είναι η αίσθηση απώλειας της πατρικής αγάπης.


     Αν ο άνθρωπος παραδεχτεί ότι ο θησαυρός του είναι αυτή η αίσθηση, αυτή η Χάρη της πατρικής αγάπης, τότε δεν πιέζεται από κανέναν και δεν καταπιέζεται για να τηρήσει τις εντολές και να διαφυλάξει την ακεραιότητα του προσώπου του μακριά από την αμαρτία. Αντίθετα, ο ίδιος προσπαθεί να μην προσβάλει και να μην απολέσει αυτή τη χαρά και αυτή τη Χάρη.

     Η αίσθηση της Χάριτος της Αγάπης του Θεού και η αίσθηση της στέρησης και της απώλειάς Του –εξαιτίας της φυγής μας και της αποσύνδεσής μας από Αυτόν– είναι τα δύο στοιχεία που μας οδηγούν στην οδό της σωτηρίας. Ο,τιδήποτε έξω από αυτό το πλαίσιο, αυτή την εμπειρία και αυτό το βίωμα, είναι κόλαση, έστω και αν ο άνθρωπος φαινομενικά είναι αναμάρτητος.


     Άρα, το μέτρο της ηθικής, το μέτρο της αρετής, το μέτρο της αμαρτίας για τον Θεό, δεν εξαντλείται σε μια σχολαστική τήρηση εντολών ούτε σε μια σχολαστική ελεγκτική διερεύνηση δική μας ή των άλλων για το ποσοστό της αμαρτίας μας, αλλά εξαντλείται και επικεντρώνεται στο αν διαφυλάξαμε αυτή τη σχέση, αν πιστέψαμε σ’ αυτή τη σχέση και στη χαρά που μας δίνει.

     Αν ο άνθρωπος πραγματικά πιστέψει ότι η ζωή του όλη, τα πάντα, είναι ο Θεός–Πατέρας, τότε πραγματικά ζει την ελευθερία των τέκνων του Θεού και οδηγείται σε μια πορεία που δεν είχε προηγουμένως υποπτευθεί. Η αρετή και η αμαρτία είναι αιχμαλωσία, αν ο άνθρωπος είτε δεν έχει αναζητήσει είτε έχει αρνηθεί αυτή την εμπειρία και τη βεβαιότητα· ότι δηλαδή ο Θεός είναι σπλαχνικός Πατέρας. Εξάλλου, έτσι χαρακτηρίζεται και στην Παράδοσή μας το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα: «Παραβολή του ευσπλαχνικού Πατρός».

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ


[π. Βαρνάβα Γιάγκου:
«Αμαρτωλών Εκκλησία»,
κεφ. 36ο, σελ. 327–331,
εκδόσεις «Αρχονταρίκι»,
Αθήνα, Απρίλιος 2015.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Η ΦΙΛΟΘΕΪΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ–ΣΙΜΩΝΑ

Η ΦΙΛΟΘΕΪΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ–ΣΙΜΩΝΑ


     «Το Μοναστήρι είναι σχολείο. Όσο μένει κανένας και, εφόσον το θέλει, όλο και κάτι μαθαίνει από αυτά που ακούμε στην εκκλησία, που διαβάζουμε στην τράπεζα, από αυτά που λένε οι μεγαλύτεροι και οι γεροντότεροι. Και τίποτε να μην κάνει κανείς, και μόνο που μένει στο Μοναστήρι, είναι καλύτερα από τον κόσμο. Δεν άκουσες αυτό που λένε για έναν μοναχό, που καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο στην Αγία Άννα; Περνούσε από ’κει ο πειρασμός και αποφάσισε να πειράξει τον μοναχό και του λέγει: “Τι κάνεις εσύ εδώ και κάθεσαι; Έκανες καμιά προκοπή;”. “Τίποτε δεν έκανα και ούτε κάνω! Μονάχα κουνάω τα πόδια μου για την αγάπη του Χριστού”, του λέγει ο μοναχός, ο οποίος, μόλις είδε τον πειρασμό να τον πλησιάζει, άρχισε να κουνάει τα πόδια του στον αέρα πέρα-δώθε. Ο πειρασμός ντροπιάστηκε και έγινε άφαντος.«
     »Άκουσες το άλλο για τον Μέγα Αντώνιο; Όταν ο Μέγας Αντώνιος αποφάσισε να πάει να κηρύξει στον κόσμο, ρώτησε τους συνασκητές του και αυτοί του είπαν: “Εδώ που κάθεσαι, είσαι ο Μέγας Αντώνιος. Αν πας στον κόσμο, θα μείνεις μόνο Αντώνιος”. Το λέει και το πατερικό, ότι ο μοναχός είναι σαν το ψάρι. Το ψάρι μπορεί να ζήσει στη στεριά; Όχι. Έτσι, ούτε ο μοναχός μπορεί να ζήσει στον κόσμο. Βλέπεις, ο κόσμος έχει άλλες συνήθειες.«


     »Ένας άλλος μοναχός δεν έκανε τίποτε παρά μόνο φαγητό, ποτό και σεργιάνι. Αυτή ήταν η ζωή του. Όλοι τον είχαν για κολασμένο. Όταν όμως ήλθε η ώρα και ήταν κοντά στο θάνατο, ήταν χαρούμενος. Τότε άκουσε μια φωνή που έλεγε: “Επειδή δεν κατέκρινε κανένα, θα πάει στον Παράδεισο!”. Μεγάλο πράγμα αυτή η κατάκριση. Επειδή δεν κατέκρινε, μόνο γι’ αυτή του την αρετή, πήγε στον Παράδεισο. Βλέπεις, άμα κατακρίνεις, παίρνεις την εξουσία του Θεού. Ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο, όχι εμείς.«
     »Ο Μέγας Κωνσταντίνος πήγαινε πρωί-πρωί στην εκκλησία. Μαζί του ήταν παπάδες, δεσποτάδες, διάκοι. Στον δρόμο, βλέπει δύο που αμαρτάνανε. Βγάζει τότε τον χιτώνα του και τους σκεπάζει. Οι άλλοι που ήσαν μαζί του, του είπαν: “Τι κάνεις εκεί; Αντί να τους τιμωρήσεις, τους σκεπάζεις;”. “Τους σκεπάζω, για να με σκεπάσει κι εμένα ο Θεός!”, απάντησε ο Μέγας Κωνσταντίνος…».     


     –Πού τα μαθαίνεις όλ’ αυτά (τα πνευματικά που μας λες); ρωτούσαμε τον παπα-Σίμωνα (1911–1997).
     –Ένα από ’δω, τ’ άλλο από ’κει, διαβάζω και κάτι, όλο και κάτι μαθαίνω, ήταν η απάντησή του. Και συνέχισε: Να, σήμερα ο ημεροδείκτης έγραφε ένα πολύ σπουδαίο. Ο Μέγας Βασίλειος, έλεγε ότι κάθε εκκλησία έχει κι έναν άγγελο· και όσοι μπαίνουν νηστικοί να προσευχηθούν τους σημειώνει, όσοι όμως είναι χορτάτοι δεν τους γράφει. Θέλει προσοχή η υπόθεση. Να μη χάσουμε για το φαΐ τα πνευματικά. «Κούφια η ώρα που τ’ ακούει»! Τι, να πει κανείς; Υπομονή, υπομονή! Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!...

     Όλα αυτά δείχνουν ότι ο παπα-Σίμων όλα τα χρόνια που έμεινε στο Μοναστήρι –κοντά εξήντα πέντε– ζυμώθηκε με όλα όσα άκουγε και έβλεπε και έπραττε αναλόγως, έτσι που ο θησαυρός της καρδιάς του καθάρισε και αυξήθηκε και, ό,τι έβγαινε από μέσα του, ήταν λόγος θεϊκός, παρηγορητικός, συμβουλευτικός, αληθινός, φιλάνθρωπος, ευγενικός, πνευματικός και ενισχυτικός. Πάντα είχε κάτι καλό να πει· δεν μπορούσες να του «χαλάσεις» τον λογισμό, όσο κι αν προσπαθούσες. Πάντα θά ’βρισκε μια παροιμία, ένα αγιογραφικό, ένα πατρικό χωρίο και θα ξέφευγε: «Αντί να πεις “κακο-Γιάννης”, πες “καλο-Γιάννης”», έλεγε.


     Το μεγαλείο του παπα-Σίμωνα ήτανε καθημερινό. Η κάθε μέρα του μπορεί να φαινόταν μονότονη, αλλά ήταν πλούσια σε καρποφορία. Το πρωινό ξύπνημα και την ετοιμασία του για τον ναό ακολουθούσε το ξύπνημα των γειτόνων του για την ακολουθία –ένας από τους οποίους ήμουν κι εγώ–, το πέρασμα από το μαγειρείο για το ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας, αφού βοηθούσε στην ετοιμασία και στη συνέχεια έμπαινε στον ναό, που πραγματικά ήτανε ο χώρος του και στον οποίο κινούνταν πολύ φυσικά και άνετα. Το προσκύνημα των εικόνων ήταν πραγματικό καλημέρισμα στους αγίους. Όταν, τα πρώτα χρόνια, βοηθούσε τους νέους να μάθουν το Τυπικό, πήγαινε και ετοίμαζε τα βιβλία. Έπειτα, καθόταν στη θέση απέναντι από τον τυπικάρη. Διακριτικά, πάντα κάτι θα έλεγε, αν κάτι δεν γινόταν καλά. Στο τέλος, κράτησε στον νάρθηκα το πρώτο–τελευταίο στασίδι. Πρόσεχε τα πάντα στην ακολουθία και δεν του ξέφευγε τίποτε. Ένα «αμήν» να ξεχνούσε ο διαβαστής, αυτός το συμπλήρωνε από τη θέση του.

     Από τον ναό πήγαινε στο κελί του, έπαιρνε ένα ζεστό καφέ ή ρακί αν ήταν χειμώνας και για λίγο ξεκουραζόταν. Όσο ζούσε ο γερο-Κάλλιστος (ως τις 13-2-1978), τον φρόντιζε με πολλή αγάπη, σεβασμό, σοβαρότητα, υπομονή, ανοχή και αλόγιστα. «Θα γεράσουμε κι εμείς!», έλεγε. Αυτός ήταν τότε εξήντα πέντε χρονών και ο γερο-Κάλλιστος ενενήντα πέντε. Μετά, πήγαινε στην Παράκληση, κατόπιν στην τράπεζα και ύστερα στο διακόνημα μέχρι την ώρα του εσπερινού.

     Μετά τον εσπερινό, τον ελεύθερο χρόνο, έκανε παρέα στα γεροντάκια. Καθόταν στην απλωταριά και συζητούσε με τους πατέρες, μάλλον άκουγε και συμφωνούσε ή θαύμαζε γι’ αυτά που λέγανε ή καθάριζε φλαμούρι, βότανα, φουντούκια, κ.λπ. Τέλος, μετά τη δύση του ηλίου, έμπαινε στο κελί του, διάβαζε, προσευχόταν, διάβαζε όσα κατά τη γνώμη του παραλείψαμε στις ακολουθίες, διάβαζε ονόματα, έψελνε, έφτιαχνε χωνάκια, όπου έβαζε φουντούκια που είχε ετοιμάσει τη μέρα για να δίνει ευλογία. Είχε πάρει σχετική ευλογία γι’ αυτό και έπαιρνε διπλή ή τριπλή μερίδα φουντουκιών στην κουμπάνια του μήνα.

     Απλή μέρα, αλλά γεμάτη φιλοθεΐα, φιλαδελφία, φιλανθρωπία, ανεξικακία, υπομονή, αγάπη, χαρά, ταπείνωση. Πώς μπορεί λοιπόν μια τέτοια μέρα να είναι μονότονη και ανιαρή;


     Αυτές τις μέρες που γράφω αυτά, διάβασα στον «Περί του κατά Θεόν σκοπού» λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης το εξής, που μου έκανε εντύπωση: «Η απλότητα δίνει τη σκυτάλη στην υπομονή, η υπομονή στην πίστη, αυτή στην ελπίδα, η ελπίδα στη δικαιοσύνη, κι εκείνη στη διακονία και αυτή στην ταπεινοφροσύνη. Απ’ αυτήν, πάλι, παίρνοντάς την στη συνέχεια η πραότητα, την παραδίδει στη χαρά, η χαρά στην αγάπη και η αγάπη στην προσευχή…». Αυτά για μένα είναι λόγια ενός αγίου, στη ζωή όμως του παπα-Σίμωνα ήταν καθημερινό βίωμά του, χωρίς ίσως ο ίδιος να το καταλαβαίνει. Αλλά όλοι εμείς το νιώθαμε, το χαιρόμασταν και παραδειγματιζόμασταν. 

     Αν έχεις κάτι, ίσως δεν του δίνεις τη σημασία που του αξίζει. Όταν όμως το χάσεις, τότε θυμάσαι ακόμη και τις λεπτομέρειες, διότι αυτές πολλές φορές ομορφαίνουν τη ζωή. Τέτοιες λεπτομέρειες ακολουθούν για το κάθε χάρισμά του, αρχίζοντας από τη φιλοθεΐα του.

     Ο παπα-Σίμων αγαπούσε τον Θεό. Πίστευε σ’ Αυτόν με την απλή πίστη ενός παιδιού, αυτή που ζητά ο Χριστός. Ο ζήλος του Οίκου του Θεού τον κατέτρωγε καθημερινά. Αν ήθελες να τον τιμωρήσεις, η μεγαλύτερη τιμωρία θα ήτανε να μην τον αφήσεις να πάει στον ναό. Όταν κατέπεσε λόγω γήρατος και δεν μπορούσε να βρίσκεται στον ναό, η μεγάλη του παρηγοριά ήταν ότι μπορούσε, μέσω ειδικής συσκευής, να παρακολουθεί την ακολουθία και να συμμετέχει σιγοψέλνοντας και ο ίδιος.


     Αγαπούσε τα Τυπικά. Τα τηρούσε με μεγάλη προσοχή, ευλάβεια και προσπάθεια. Προσπάθησε μάλιστα να τα μεταδώσει και σ’ εμάς τους νεώτερους. Στα δύσκολα χρόνια της λειψανδρίας, αυτός μαζί με τον μακαριστό παπα-Νεόφυτο, «κράτησαν» τον ναό. Εκείνος ως εφημέριος-προσφοράρης και ο παπα-Σίμων ως Εκκλησιαστικός, τυπικάρης, ψάλτης, διαβαστής, κολλυβάς. Τα κάνανε όλα. Ο χρόνος γι’ αυτούς δεν μετρούσε.

     Μια φορά, ήτανε κι οι δυο τους στον ναό· και στην Έκτη Ωδή ο παπα-Νεόφυτος έκανε την αίτηση. Απάντηση όμως δεν πήρε. Περίμενε να διαβάσει ο παπα-Σίμων το Κοντάκιο και το Συναξάρι, αλλά τίποτε. Βγήκε έξω για να δει τι συμβαίνει. Τη στιγμή εκείνη, έμπαινε στον ναό ο παπα-Σίμων. «Πού είσαι, ευλογημένε;», τον ρώτησε. «Πήγα να σημάνω το σιδεράκι για το Συναξάρι», του απάντησε. Τόση ακρίβεια!


     Ο παπα-Σίμων με πολλή ευγένεια έπειθε τον Γέροντα Αιμιλιανό για κάτι που ήθελε να γίνει στα Τυπικά. Πήγαινε, ξαναπήγαινε με τα φουντουκάκια, και ο Γέροντας επιβραβεύοντας την ευγένειά του, τη σταθερότητα του αιτήματος, την ευλάβειά του, του έκανε τα χατιράκια. Του έδιδε πραγματική χαρά, διότι ο παπα-Σίμων πολύ χαιρόταν μετά από κάθε τέτοιο «κατόρθωμα». Καμιά φορά ζητούσε και από τον τωρινό Γέροντα Ελισαίο «να βοηθήσει κι αυτός την κατάσταση» ως γείτονας, φίλος του και νέος Τυπικάρης. «Να φυλάμε τα Τυπικά, να μας φυλάει κι ο Θεός!», έλεγε πάντα και πρόσθετε: «Κάτι που δεν έφτιαξες εσύ, μη το χαλάς. Καλύτερα να πεις περισσότερα, παρά λιγότερα. Το περισσότερο δεν βλάπτει». Έλεγε ακόμη πως, «όποιος δεν κάνει υπακοή στον Τυπικάρη, κάνει στον πειρασμό».

     Όταν κάποτε του έκανε παρατήρηση ο Γέροντας, γιατί μιλούσε με τους πατέρες στον ναό, είπε με μεγάλη απλότητα: «Εμείς τέτοιο τυπικό δεν είχαμε». Ο χώρος του ναού ήταν ιερός, αλλά συγχρόνως ήταν και δικός του χώρος.


     Αγαπούσε τους αγίους όλους, αλλά είχε και τους «ειδικούς» για τις διάφορες αρρώστιες: τον άγιο Αντώνιο για τα δόντια, τον άγιο Αντύπα για τα σπασίματα (κήλες) και τον άγιο Μηνά για τα χαμένα. Τους έκανε κομποσχοίνι, τους άναβε κερί και φρόντιζε να έχει τις εικόνες τους στο κελί του.

     Κάποτε, ζήτησε από τον αδελφό που κολλούσε χάρτινες εικόνες σε ξύλο να κάνει και γι’ αυτόν μερικές: της Παναγίας, της αγίας Παρασκευής, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του αγίου Αντύπα. Μετά από λίγες μέρες που συνάντησε τον αδελφό, τον ρώτησε αν τις έκανε. «Ναι», του απαντά αυτός, «αλλά θέλω να μου πεις· γιατί τις θέλεις; Γιατί διάλεξες αυτούς τους αγίους;». «Ε, να, η Παναγία να μας φυλάει στον τόπο της, η αγία Παρασκευή για τα μάτια και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ για τη ψυχή, όταν θά ’ρθει εκείνη η ώρα…».

     Είχε δηλαδή εικόνες, όχι μόνο για να ομορφαίνουν το κελί του, αλλά για να συζητά με τους εικονιζόμενους αγίους και να τους ζητά να ενεργούν τα χαρίσματά τους, όταν τους είχε ανάγκη. Αυτό τόνιζε ιδιαίτερα και ο Γέροντας Αιμιλιανός σ’ εμάς τους νεώτερους: «Να έχετε εικόνες αγίων, με τους οποίους έχετε πραγματικά μια σχέση μαζί τους». Για μας αυτό ήταν υπόδειξη του Γέροντα, αλλά για τον παπα-Σίμωνα μάθημα ζωής.


     Στον ναό παραλάβαμε να έχουμε οχτώ ακοίμητα κανδήλια. Ο παπα-Σίμων, για να μας παρακινεί να τα προσέχουμε και να τα έχουμε πάντα αναμμένα, έλεγε: «Στις Καρυές, ένας ασκητής είχε επτά κανδήλες στο καλύβι του πάντοτε αναμμένες και ποτέ δεν του έλειψε το λάδι· ενώ, ένας γείτονάς του, που είχε μόνο δύο κανδήλια, τα έσβηνε το βράδυ για οικονομία και το λάδι πάντοτε του έλειπε· και εδώ, ο γερο-Μελέτιος, όταν ήταν εκκλησιαστικός για δυο–τρία χρόνια, τα πρόσεχε πολύ. Πήγαινε και τη νύχτα ακόμη στον ναό για να μη του σβήσουν. Όσο αυτός τα πρόσεχε, το Μοναστήρι είχε λάδι». Αγαπούσε πολύ ο παπα-Σίμων τα ζητήματα του ναού και προσπαθούσε με το λόγο του να μας φιλοτιμήσει. «Πες-πες, κάτι μένει!», έλεγε.


     Κάποιοι αδελφοί, όταν δεν κοινωνούσαν, έπαιρναν το αντίδωρο κι έφευγαν. Ο παπα-Σίμων πολύ στενοχωριόταν γι’ αυτό. Κάποια φορά, γυρίζει και λέει σε κάποιον: «Κάτσε, πού πας; Γιατί φεύγεις;». «Δεν κοινώνησα εγώ, παπα-Σίμων», απαντά ο αδελφός. «Δεν πειράζει! Κάτσε ν’ ακούσεις· δεν λέει τίποτε το κακό. Καλά πράγματα λέει. Κι εγώ δεν κοινώνησα, αλλά κάθομαι και ωφελούμαι». 

     Η φιλοθεΐα για τον παπα-Σίμωνα ήταν καθημερινό βίωμα. Από το πρωί που θα ξεκινούσε από το κελί του, μέχρι το βράδυ που θά ’κλεινε την πόρτα του κελιού του, έβλεπε ενώπιόν του τον Θεό και προσπαθούσε να Τον δείχνει και σ’ εμάς…

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΜΥΡΩΝ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ


[Ιερομονάχου Μύρωνος:
«Σιμωνοπετρίτες Πατέρες
που βρήκαμε και αγαπήσαμε
(1973–1997)»
–Σιμωνοπετρίτικα 3–
κεφ. 10ο, σελ. 208–215,
έκδοσις
Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας,
Άγιον Όρος, Μάιος 20142.]








Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


     Να γίνεται όλη μας η ύπαρξη επάρατος σκληρός στόκος και να μη τη διαπερνά κανένα ρεύμα αιωνιότητας· να προσφέρεται όλη η γνώση των θείων μυστηρίων και δωρημάτων, η οποία στο τέλος να πηγαίνει στράφι από την ακατάδεχτη προαίρεση· να νικάει η φθορά και το ψέμα σαρωτικά μέχρι το μεδούλι της φιλόϋλης και ασύνετης ψυχής· να απουσιάζει κάθε πανώρια εμπειρία χάρης μέσα από τα μοναχικά φυλλοκάρδια της κλειστής καρδιάς· να περνάνε τα χρόνια και τα ζαμάνια σαν τα βιαστικά καραβάνια και ούτε να ξέρει ούτε να αισθάνεται ο άνθρωπος το χάδι της ελπίδας του, το χνώτο της ανάστασής του, να μην αισθάνεται το φιλάνθρωπο Θεό του…, αυτό θαρρώ πως είναι ο πιο μεγάλος θάνατος που δεν υποψιάζεται κανείς σήμερα για να σκιαχτεί έστω και λίγο ψυχοσωτήρια, τούτη εδώ είναι η πιο ανείπωτη θλίψη του Θεού την οποία βεβαίως δεν αντιλαμβάνεται και δε συμμερίζεται κανείς. Γιατί κανείς βεβαίως δεν έρχεται στη θέση του Θεού, να καταλάβει με τον τρόπο της κένωσης· και πώς άραγε είναι δυνατό ποτέ να καταλάβει η λογική το μυστήριο της αγάπης, που είναι σχέση, που είναι πρόσωπο στο τώρα του ανθρώπου και στο πάντα του Θεού; Έναν αιώνα δρόμο δίχως της απιστίας τον κυνισμό τον θέλουμε, θέλουμε δε θέλουμε…

π. Δαμιανός







ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ

ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ
Απάντηση σε μια ψυχή…


     Η μεγαλύτερη περιπέτεια που μπορεί να ζήσει ποτέ ο άνθρωπος είναι αυτή που υπάρχει στη σχέση του με τον Θεό, τον Θεό που θέλει και διψά η ψυχή να γνωρίσει και να βιώσει. Οι λογισμοί στέκονται σαν εμπόδιο σε όλο αυτό. Μόνιμα, σταθερά, εξακολουθητικά. Οι φωνές τους μοιάζουν με τις δικές μας φωνές, σαν να βγαίνουν από τα σπλάχνα του είναι μας και, ως συνήθως, είναι φωνές που μας δικάζουν, μας αποθαρρύνουν, μας συγχύζουν, μας προβληματίζουν, μας μειώνουν. Ο άνθρωπος είναι ανάγκη να δείξει μια καλή και επαινετή αναισθησία έναντί τους και να μην πτοηθεί ποτέ από τις πιέσεις τους. Πρέπει να πορευθεί, να πορεύεται συνεχώς προς τον Θεό του, σαν βαθιά διψασμένος και πεινασμένος για την παρουσία και το πρόσωπό Του. Ο πραγματικός νοικοκύρης της ψυχής είναι ο Χριστός, γιατί Αυτός είναι ο Ποιητής και ο Νυμφίος της. Όταν έρχεται και όταν θα έρθει Εκείνος αφανίζει και θα αφανίσει κάθε διχασμό, κάθε πόνο, κάθε οδύνη, κάθε απορία που προσθέτει πόνο στον πόνο, κάθε αίνιγμα της λογικής που προωθεί το παράλογο μέσα μας. Αυτός, τα τακτοποιεί και θα τα τακτοποιήσει όλα: και τους λογισμούς και τη σύγχυσή μας και τις αμφιβολίες και την ανημποριά μας στον αόρατο πόλεμο που ζει η ψυχή και νιώθει πολλές φορές «εκεί» αβοήθητη, ανυπεράσπιστη και μόνη. Το χρέος του πνευματικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι ερωτευμένος με τον Θεό του, που έχει μέσα του έστω και μια ρανίδα πόθου προς Αυτόν, είναι να μην ακούει κανέναν λογισμό και να μην εξετάζει, να μην αξιολογεί ο ίδιος τον εαυτό του με τα κριτήρια της φιλαυτίας του. Ο Χριστός είναι ο σωτήρας μας. Αυτός είναι που μας σώζει κάθε φορά, όλες τις φορές, πάντα και για πάντα. Και μας σώζει γιατί μας αγαπά, τον αγαπάμε δεν τον αγαπάμε. Αλλά και μας σώζει «πιο πολύ», όσο μπορεί Αυτός ν’ αγαπιέται κι από μας. Και αγαπιέται κάθε φορά πιο δυνατά και πιο καθαρά από μας, όταν εμείς δεν ακούμε τους λογισμούς που φανερά ή μη φανερά μισούν Αυτόν, που μισούν τον ερχομό Του στην ψυχή μας, που μισούν τον δικό μας πηγεμό προς την Αγάπη Του, προς Αυτόν τον Ίδιο που είναι η αγάπη της ψυχής μας. Καμιά φορά το έργο της αγάπης είναι ...το μίσος! Γι’ αυτό και λέει ο Ψαλμωδός Δαβίδ: «Μ’ ένα τέλειο μίσος τούς μισούσα» (Ψαλμ. 138ος, στιχ. 22). Ποιους ακριβώς μισούσε; Τους εχθρούς του Θεού. Και ποιοι είναι αυτοί; Κατ’ εξοχήν οι λογισμοί που ενσπείρει ο εχθρός στην κάθε ευαίσθητη και απορημένη ψυχή. Προκειμένου αυτή να μην καταφέρει να συναντήσει τη Χάρη του Θεού, τη Χάρη του Νυμφίου της. Δεν ακούω κανέναν λογισμό, δεν κάνω κανένα διάλογο μαζί τους και αδιαφορώ στη φωνή τους, σημαίνει ότι προσηλώνομαι στον Χριστό και αφήνομαι στην αγάπη Του, η οποία θέλει όλους να σωθούνε και κανένας να μην απολεσθεί. Στη μεγάλη αγάπη Του ενεργοποιούμε έμπρακτα το φιλότιμο της καρδιάς και απαντάμε με αγάπη, δηλαδή με σύνεση, προσήλωση, καρτερία και πίστη.

π. Δαμιανός