Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

«Η ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΣ»

«Η ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΣ»
 
     Η Παναγία, είναι η μόνη ελπίδα. Δεν υπάρχει Άλλη για τους πολλούς απελπισμένους. Μονάκριβη Μάννα. Είχε απελπιστεί από τις «ικανότητές» Της. Δεν στεκόταν στα δεκανίκια των λόγων των άλλων. Στηριζόταν στον Σταυρό του Υιού Της. Ο πόνος, Την ομόρφαινε πιο πολύ. Στον κίνδυνο, βρήκε τη λύτρωση. Επέλεξε τη σιωπή. Κυνηγήθηκε. Αγάπησε τα δύσκολα. Άντεξε στον πόνο. Άντεξε και στην ευτυχία των Μαθητών του Υιού Της, δίχως λάθη στις εξετάσεις. Ήξερε ν’ αναμένει.
     Έπαθε λοιπόν κι έμαθε. Κέρδισε κι έχει να δώσει. Ό,τι έχει, είναι (κατά χάριν) δικό μας. Ο πλούτος ακένωτος, Ζωοδόχος Πηγή, Ζωηφόρος Αγάπη, επιτάφιος της απόγνωσης. Να μη Την καταδέχονται και νά ’ναι τόσο καταδεχτική! Η έκφρασή Της, μια μεγάλη σιωπή· εύλαλη. Σκουπιδοτενεκέδες περιττών λόγων καθημερινά στις εξώθυρες, γεμάτοι οι λάκκοι. Το «Πέμπτο Ευαγγέλιο» της Παναγίας, είναι όλο λευκές σελίδες· είναι γραμμένο από θωπευτική σιωπή, από μελάνι παραμυθίας. Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά, μια σεμνή παρουσία, ένα μαντήλι, ένα ρόδο, ένα κουκί θυμίαμα στο λιβανιστήρι της γιαγιάς, μια αχτίδα ήλιου στην κλειστή κάμαρη, η μόνη γυναικεία μορφή στο κελλί του ασκητή, η Διακόνισσα του Άθω, η Αρχόντισσα του Πρωτάτου, η θαυματουργός Γερόντισσα.

     Η Παναγία, η θάλασσα του Πεντζίκη· το λιμάνι της σωτηρίας· το μαφόρι Της, σκέπαστρο παρηγοριάς· η αρετή Της, τροφή μας· τροφή, όλων των πεινασμένων, των φτωχών άφωτων· η Φίλη των αθώων· των μαυρισμένων στο δάκρυ πονεμένων Γιάτρισσα· ο Ήλιος του χιονιού μας.
     Η Παναγία, δεν είναι διόλου δυσνόητη· δεν είναι «σύμβολο», δεν είναι ούτε «γριά» ούτε «παιδούλα»· ξέρει πόσο αισιόδοξη να είναι, ξέρει και ν’ απομακρύνεται από το προσκήνιο, εκεί που δεν θέλουν να Την επικαλούνται. Δεν θέλει να δυσκολεύει κανένα, ούτε με την αγάπη Της. Όσοι επέλεξαν τη χαζομάρα, τους αφήνει να φάνε τα μούτρα τους.
     Επιτέλους, ας νοιώσουμε πως η μοναξιά μας πρέπει να μάθει να στρώνει μόνη το τραπέζι. Δεν γίνεται συνέχεια να ξεγλιστράμε και να θέλουμε και έτοιμο φαγητό και στρωμένο τραπέζι και άμισθο και χαμογελαστό υποτακτικό. Καλούμεθα να είμαστε ευγνώμονες μ’ αυτό που μας δόθηκε· η ανδρεία, να μας στολίσει· η ωραιότητα της παιδικής αγνότητας, να στολίσει τη γύμνιά μας· σε μια εποχή που η κακομοιριά δέρνει τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες και μερικούς ακόμη ιερείς.
 
     Χαρά του κόσμου κι ελπίδα των απελπισμένων, η Παναγία. Για να χαίρεσαι και να ελπίζεις και να μην είσαι στην ορφάνια της μοναξιάς, θέλει αγώνα, θυσία και γνώση. Για να ξεσυννεφιάσει η καρδιά, θέλει νά ’ρθει ο ήλιος της ταπεινοφροσύνης και, πριν απ’ αυτόν, η αυγή της απλότητας και της πραότητας.
     Η Παναγία είχε κυρίως την ταπείνωση, την απλότητα και την πραότητα. Αυτά, ήταν αιτία χαράς και δωρεά χαράς σ’ έναν κόσμο που τα έχει μεγάλη ανάγκη. Τα παιδιά της Παναγίας, πρέπει νά ’χουν αυτές τις αρετές, για να δώσουν κάτι στον αναμένοντα και πάσχοντα κόσμο. Η λύπη του κόσμου, είναι η έλλειψη της χαράς.
 
     Ο πράος, είναι πάντα ήσυχος. Ο πράος προσεύχεται ανενόχλητα, παρά τις ενοχλήσεις που δέχεται. Τ’ αγριεμένα κύματα που τον κτυπούν, τον κάνουν ομορφότερο· αφού του λειαίνουν τα εξογκώματα. Πράος και υπομονετικός, ασπάζονται συνεχώς. Πραότητα και αγάπη, σεργιανίζουν μαζί· υπακούοντας αδελφικά στην προσευχή και χαλώντας τα σχέδια του δαίμονα, της κακίας, του θυμού και της οργής.
     Η πραότητα φιλοξενεί πάντα την απλότητα, που είναι συνυφασμένη με την αγαθότητα, την ηπιότητα και την εγκαρδιότητα. Ένας πράος κι ένας απλός, συναντήθηκαν μεταξύ τους και σιώπησαν και χάρηκαν. Άλλη φορά πάλι, είπαν λίγα και χάρηκαν. Στις καρδιές και των δύο, βασιλεύει η απονήρευτη ακακία, η ευθύτητα, η απεριέργεια, η ανεπιτήδευτη φυσικότητα, η χάρη και η χαρά.
     Η Παναγία, είναι η χαρά της χαράς μας· που απομακρύνει τον φόβο και τη λύπη. Πότε θα κατέβουμε πάλι στο θρανίο;
     «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον πάντας ἡμᾶς»!

     Ευχαριστώ, Παναγία μου, για τον ενθουσιασμό που μου δίνεις απόψε, που είμαι απελπισμένος και η ελπίδα μου είσαι Συ. Ας αφήσουμε λίγο και τους άλλους, ας δούμε και το σκαρί μας, δεν είναι εγωιστικό· είναι απαραίτητο.
     Ελπίδα στο μέλλον, απελπισία καλή στο παρελθόν, χαρά στο νυν, μακαριότητα στο αεί. Πάντα, η θυσία. Θυσιάζεται ο Υιός στον Σταυρό. Θυσιάζεται η Μητέρα Του στην αγκαλιά του άφατου πόνου. Ο πόνος, με τον πόνο νικιέται. Η αγάπη, κερδίζεται με πόλεμο. Πότε θα μας διδάξει κι εμάς η Αγία Παράδοση;
     Μονάκριβη ελπίδα του κόσμου· Υπεραγία Θεοτόκε!

ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1952–2014)

[Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου: «Αθωνικό Απόδειπνο»,
κεφ. 13ο και 16ο, σελ. 76–78 και 65–68,
«Αρμός», Αθήνα, Φεβρουάριος 1994.]

 
    


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ
※ ※ ※
※ ※ ※
     «Δεν φοβούμαι πλέον. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ανοίξω τα άδεια χέρια μου. Τίποτε περισσότερο. Και θα τα γεμίσει όπως Αυτός θέλει.
     Μερικές φορές αισθάνομαι μόνος. Και σκέπτομαι ότι πολύ βοηθάει το γράψιμο του ημερολογίου».
※ ※ ※
     «Κατάλαβα πως η καλύτερη προσευχή είναι όταν κανείς αφεθεί στην δωρεά της αρχής και του τέλους της από Εκείνον. Παύει τότε να υπάρχει τέλος και αρχή, αλλά συνεχής σχέση και κοινωνία.
     Κατάλαβα ακόμη πως η Ευχή είναι η δική Του γλώσσα, διότι τότε αισθάνεσαι εσωτερικά μια βαθειά ευφροσύνη γι’ αυτήν την συνομιλία.
     Μόλις έλθουν η ανησυχία και η αβεβαιότητατότε αρχίζει η σχέση να κιβδυλώνεται.
     Τότε θα πρέπει να βρεις το θάρρος να σταματήσεις».
※ ※ ※
     «Είναι Πέμπτη βράδυ. Βλέπω ένα όνειρο, όπου κάποιος μου λέει: “Σ’ ευχαριστώ που αύριο θα μας μιλήσεις!”. Απαντώ: “Δεν έχω άγχος”. Ξυπνώ με ζωντανό τον διάλογο στο αυτί μου. Αλλά τί πρέπει να πω και σε ποιούς; Αρχίζω να προσεύχομαι. Δάκρυα μού έρχονται στα μάτια. Και, είναι σαν να ακούω: “Είσαι μακάριος γιατί σ’ αγαπώ”. Με καταλαμβάνει μια ζεστασιά, μια μακαριότητα! Και σκέπτομαι: “Δεν είμαι μακάριος γιατί προσπαθώ…, γιατί…, γιατί…, αλλά γιατί ο Κύριος μ’ αγαπά”. Κλαίω, προσεύχομαι, νομίζω πως έφυγε το πάτωμα από τα πόδια μου. Και ήμουνα τόσο σίγουρος ότι είχα βρει τον σκοπό της ζωής μου με την αφιέρωσή μου στον μοναχισμό!
     Και πάλι ακούω:
     “Είσαι μακάριος γιατί σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, ώστε φτιάχνω την κατοικία μου μέσα σου. Η προσπάθειά σου, ο στόχος σου, όλα λιώνουν μέσα στην άβυσσο της αγάπης μου. Η αγάπη μου, ζει μέσα σου και αυτό σε κάνει μακάριο”.  
     Ενώ ακούω όλα αυτά, συνεχίζω να προσεύχομαι. Περνούν πολλά λεπτά, ίσως ώρες, δεν ξέρω. Ησυχάζω. Δεν φοβάμαι. Γιατί θά ’πρεπε; Και αναρωτιέμαι.
     –Και τώρα; Πώς αντιδρώ σ’ αυτήν την εξομολόγηση του Κυρίου μου;».
※ ※ ※
     «Είναι ανάγκη να προσπαθήσω τόσο, που να μην πάει παραπέρα, για να μπορέσω να γνωρίσω αυτό που τελικά θα παραμείνει. Ξανάρχεται η εμπειρία της παρουσίας του Κυρίου στην Ευχή. Με κτυπάει κατευθείαν στην καρδιά. Πάλι έρχονται δάκρυα επί δακρύων· πάλι δάκρυα χαράς.
     Έχει δημιουργηθεί στην αορτή της καρδιάς μου ένα διαρκές κύμα, που κατευθύνει μια μικροκίνηση του σώματος. Στην εκβολή του αίματος από την καρδιά τίθεται, καθώς κάθομαι, σε κίνηση ολόκληρο το σώμα και αρχίζει να κυρτώνεται και να ταλαντεύεται στο ίδιο μήκος κύματος. Κατόπιν, αυτές οι κινήσεις μετατοπίζονται από το κρανίο στον εγκέφαλο. Μέσω αυτής της κινήσεως, δημιουργούνται κατά κάποιο τρόπο ηχητικά κύματα τα οποία αναπτύσσονται και μεταβάλλονται σε ηλεκτρικά. Έτσι φαντάζομαι ότι μοιάζουν. Οδηγούνται σε μια περιοχή προς τον υποθάλαμο του εγκεφάλου και από εκεί συνεχίζουν αναζητώντας και πάλι τα κύματα της καρδιάς. Όταν διασταυρώνονται, τότε ολόκληρος βρίσκομαι σε έναν άλλον κόσμο, απερίγραπτα χαρμόσυνο. Παντού, μόνο φως σε αποχρώσεις του γαλάζιου.
     Σήμερα, κατά την διάρκεια του διακονήματος, ένοιωσα αιχμάλωτος της αγάπης του Χριστού. Τα εγκαταλείπω όλα και κλείνομαι στο κελλί μου. Αρχίζω την Ευχή. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει και “βλέπω” Κάποιον να με συνοδεύει προς την πορεία μου προς την καρδιά. Ξαφνικά, αρχίζει να κινείται πάνω–κάτω, δεξιά–αριστερά, σχηματίζοντας επάνω στην καρδιά τα αρχικά ΙΣ ΧΣ. Ένοιωθα το αίμα να πετάγεται με πίεση έξω από την καρδιά· μα ο πόνος που αισθάνομαι, παραμένει γλυκός. Ο Συνοδοιπόρος, μόλις τελείωσε το έργο Του, εξαφανίστηκε. “Ξύπνησα” και γονάτισα χωρίς να ξέρω το γιατί. Παρέμεινα έτσι αρκετή ώρα χωρίς καμμία λέξη, χωρίς καμμία κίνηση…».

※ ※ ※

ΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ

※ ※ ※

[Μοναχού Φιλόθεου:
«Μοναχού Πορεία (Ημερολόγιο)»,
κεφάλαια μγ΄–μστ΄, σελ. 89–93,
«Άληστος», 1997.]

※※※









Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

«ΟΧΙ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, “ΩΣ ΕΔΩ”!»

«ΟΧΙ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, “ΩΣ ΕΔΩ”!»


     Η μαθήτρια και βιογράφος του σύγχρονου και θαυμαστού Αγίου Νικολάου του Πλανά (1851–1932), Μάρθα Μοναχή (Παπαδοπούλου· 1888–1973), σημειώνει συμπληρωματικά για την μορφή και τον βίο του αγίου αυτού «απλοϊκού ποιμένος των απλών προβάτων», ένα αξιοπρόσεκτο και πολύ ωφέλιμο περιστατικό:

     «Θέλω να γράψω και ένα ακόμη περιστατικό που διηγιόταν μια ευσεβής χριστιανή για τον παπα–Νικόλαο τον Πλανά, για να δείτε ότι, όσο του έλειπε η μόρφωση στα γράμματα, τόσο φωτισμένος ήταν με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και εισέδυε στα βάθη της ψυχής του εξομολογούμενου, αποκαλύπτοντας την αμαρτία που εμφωλεύονταν μέσα σ’ αυτόν, την οποία αμαρτία, ούτε κι αυτός ο ίδιος ο εξομολογούμενος δεν είχε καταλάβει. Παραθέτω αυτούσια, με τις ίδιες λέξεις, αυτά που αφηγήθηκε αυτή η ευσεβής χριστιανή που ανέφερα πιο πάνω»:

     «Μια φορά, πριν από 40 χρόνια, είχα παρεξηγηθεί ή μάλλον είχα συκοφαντηθεί από κάποιους συγγενείς μου. Προσωπικά, δεν αντάλλαξα ούτε μία κουβέντα μαζί τους, ούτε βρισιά, ούτε τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Όταν και οι δύο οικογένειές μας εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα, μιλούσαμε μεν, αλλά “τυπικές κουβέντες”. Όταν εξομολογήθηκα, είπα στον Παππού (=τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά) την όλη υπόθεση και, συγχρόνως, του είπα ότι δεν θέλω ανταλλαγή επισκέψεων μ’ αυτήν την συγγενή μου. “Καλά είναι ως εδώ τα πράγματα” –του λέω– “αφού χαιρετιόμαστε όταν βλεπόμαστε”. Εκείνη, παντρεμένη, μέσα στον κόσμο, εγώ κοντά στον Παππού, (δήθεν) άλλη ζωή. Έτσι το έλεγα κι έτσι το πίστευα· ότι (τάχα) “δεν έχω τίποτα μαζί της”.
     Να ήτανε άλλος Πνευματικός κι Εξομολόγος, πολύ πιθανόν, να μου έλεγε: “Ε, ας είναι, παιδί μου· ‘ως εδώ’! Δεν είναι ανάγκη για περισσότερες σχέσεις”. Αυτό, νόμιζα ότι θα μου έλεγε κι εμένα ο Παππούς.
     Ώσπου, ξαφνικά, ακούω τον Παππού να μου λέει:
     “Όχι παιδί μου, ‘ως εδώ’!... Είναι ανάγκη να πας στο σπίτι της… Να φας στο τραπέζι της… Και να κοιμηθείς και μια μέρα στο σπίτι της… Διότι, ζει ακόμη μέσα σου αυτό το πάθος!” (=Το πάθος της ψυχρότητας και της αποστροφής).
     Κεραυνός αν έπεφτε πάνω μου, λιγότερη εντύπωση θα μου έκαμνε! Θα μπορούσα να πιω το πικρότερο και το πιο αηδιέστερο φαρμάκι, παρά να πάω να κάνω αυτό που μου είπε ο Παππούς! Τότε είδα, με δέος, τί κρυφό πάθος εμφώλευε μέσα μου, που ούτε κι εγώ η ίδια δεν το είχα καν καταλάβει! Μα, έλα που έπρεπε να κάνω  υ π α κ ο ή  !
     Με τρεμάμενα γόνατα πήγα στο σπίτι της. Ευτυχώς, που η ευχή του Παππού τούς φώτισε και, τόσο αυτή όσο και ο σύζυγός της καθώς και η μητέρα της, με υποδέχθηκαν καλά. Βάλαμε να φάμε το μεσημέρι και, πάνω στο τραπέζι, έλεγα εγώ από μέσα μου (ειρωνικά): “τριάδα διαολεμένη!”. Εννοούσα φυσικά μ’ αυτό που είπα, το ανδρόγυνο και την μητέρα της. Δεν θα μπορέσει ποτέ η φαντασία του ανθρώπου να περιγράψει τον δικό μου ψυχικό αγώνα, εκείνης της ημέρας! Το μεσημέρι, μάλιστα, κοιμηθήκαμε και στο ίδιο δωμάτιο μ’ αυτήν την συγγένισσά μου.
     Μόλις κοιμήθηκα, είδα ολόκληρο τον σατανά δίπλα μου να μου λέει: “Εδώ ήρθες μωρή να κοιμηθείς; Φτου, να χαθείς!”. Ξύπνησα συντετριμμένη και γυρίζω και της λέω: “Είδα ένα κακό όνειρο!”. Μου λέει κι αυτή ταυτόχρονα: “Κι εγώ το ίδιο· είδα ένα πολύ κακό όνειρο!”. Ούτε της είπα τί είδα εγώ ούτε και την ρώτησα τί είδε κι αυτή. Έλειπε ακόμη η μεταξύ μας οικειότητα. Από τότε, όμως, επανήλθαμε στην πρώτη σειρά της αδελφοσύνης και είμαστε, με την βοήθεια του Θεού, πολύ αγαπημένες…». 


[(1) «Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς·
Ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων»,
μέρος 1ο, κεφ. 2ο, σελ. 82–84,
εκδόσεις «Αστέρος», χ.χ.
(2) Στην υπότιτλη φωτογραφία,
έργο του Harold Gilman (1876–1919):
«Mrs Mounter At The Breakfast Table» (1917).
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Η ΒΙΑ ΝΑ ΤΑ ΔΟΥΜΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ

Η ΒΙΑ ΝΑ ΤΑ ΔΟΥΜΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ

     «Ο Θεός δουλεύει στην Αιωνιότητα. Όχι, με τη βία της πρόσκαιρης ζωής μας. Όλα, θα γίνουν όπως και όταν το θέλει Εκείνος.
     Χρειάζεται να έχουμε υπομονή. Γιατί ο Θεός είναι στην Αιωνιότητα και εργάζεται μέσα σε αυτήν. Εμείς, λοιπόν, που είμαστε “περιορισμένοι” σε μια ζωή κατά μέσον όρο εβδομήντα χρόνων, έχουμε βία να τα δούμε όλα και γρήγορα.
     Γιατί είναι γρήγορη και η ζωή. Υπάρχουμε εδώ, μόνο σε μια στιγμή στην Αιωνιότητα. Και ύστερα, τί έγινε; Τελειώσαμε απ’ αυτήν την ζωή. Ο Θεός όμως εργάζεται στην Αιωνιότητα και γι’ αυτό πολλές φορές, κάτι που ευχόμαστε σήμερα μπορεί να το λάβουμε ύστερα από τριάντα χρόνια. Έτσι, αποκτούμε σιγά–σιγά την εμπειρία και παύουμε να ευχόμαστε. Γιατί Εκείνος ξέρει τί, πού, εάν και πότε θα μας το δώσει. Και τότε καθόμαστε τόσο ήσυχοι, που οι άλλοι μας λένε “απαθέστατους” και “αδιάφορους”. 
     Αλλά η αλήθεια δεν είναι αυτή. Είναι ότι βαδίζουμε με τον Ρυθμό και το Θέλημα του Θεού· οπότε πια, δεν υπάρχει αγωνία…».


ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ (1897–1992)


[Γαβριηλία Μοναχή: «Η Ασκητική της Αγάπης»
κεφ. 4ο και 5ο, σελ. 333 και 384, Νοέμβριος 199912.]






Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΒΑΘΟΣ

ΤΟ ΒΑΘΟΣ

«Ας φαίνεται γύρω σου η ζωή
σαν την πολυκύμαντη θάλασσα·
εσύ φρόντιζε να παραμένεις γαλήνιος
μέσα στη ψυχή σου,
όπως γαλήνιο είναι
και το βάθος της θάλασσας».

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Επίσκοπος Αχρίδος (1880–1956)








Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΠΤΩΣΗΣ

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΠΤΩΣΗΣ
     «“Ο εχθρός έπεσε από την υπερηφάνεια”.
     Η υπερηφάνεια, είναι η αρχή της αμαρτίας. Μέσα της, περικλείονται όλες οι μορφές του κακού: κενοδοξία, φιλοδοξία, φιλαρχία, ψυχρότητα, σκληρότητα, αδιαφορία για τα παθήματα του πλησίον, ονειροπόληση του νου, εντατική ενέργεια της φαντασίας, δαιμονική έκφραση των οφθαλμών, δαιμονικός χαρακτήρας της όλης παρουσίας, σκυθρωπότητα, πλήξη, απόγνωση, μίσος, φθόνος, ποταπότητα και, σε πολλούς, η πτώση σε σαρκικές επιθυμίες, η βασανιστική εσωτερική ανησυχία, η ανυπακοή, ο φόβος του θανάτου ή, αντίθετα, η επιδίωξη τερματισμού της ζωής με αυτοκτονία και, τέλος, πράγμα όχι τόσο σπάνιο, η τέλεια παραφροσύνη. Να, τα σημεία της δαιμονικής πνευματικότητας. Όσο, όμως, δεν εκδηλώνονται φανερά, μένουν για πολλούς απαρατήρητα. 


     Όλα τα συμπτώματα που αναφέραμε δεν χαρακτηρίζουν τον καθένα από εκείνους που “πλανήθηκαν” από δαιμονικούς λογισμούς ή οράσεις ή “αποκαλύψεις”. Σε άλλους επικρατεί η μεγαλομανία, η φιλοδοξία και η φιλαρχία. Σε άλλους η πλήξη, η απελπισία, η κρυμμένη ταραχή. Σε άλλους, πάλι, ο φθόνος, η μελαγχολία, το μίσος. Πολλοί, κατέχονται από σαρκική επιθυμία. Αλλά σε όλους ανεξαιρέτως, υπάρχει έντονη φαντασία και υπερηφάνεια που μπορεί να κρύβεται πίσω από το προσωπείο ακόμη και της μεγαλύτερης ταπείνωσης. 


     Όσο ο άνθρωπος κατέχεται από την υπερηφάνεια, είναι έκθετος στις επιθυμίες της ιδιαίτερα οδυνηρής απελπισίας, που παραμορφώνει όλες τις παραστάσεις σχετικά με τον Θεό και την πρόνοιά Του. Η υπερήφανη ψυχή, ριγμένη στα ερέβη του άδη, θεωρεί υπεύθυνο για τα βάσανά της τον Θεό και Τον αντιλαμβάνεται σαν πολύ σκληρό. Στερημένη από την πραγματική εν Θεώ ύπαρξη, ερμηνεύει τα πάντα με την δική της θλιβερή κατάσταση και αρχίζει να μισεί και την ζωή της και, γενικά, όλη την ύπαρξη του κόσμου. Επειδή μένει έξω από το Θείο φως, η απόγνωσή της την κάνει να φθάσει σε τέτοιο σημείο, που και η ύπαρξη του Ίδιου του Θεού αρχίζει να της φαίνεται ως παραλογισμός χωρίς ελπίδα, γι’ αυτό και η απώθηση του Θεού και το μίσος για κάθε ύπαρξη συνεχώς αυξάνουν. 


     Οι άνθρωποι της πίστεως αποφεύγουν αυτήν την απόγνωση και το μίσος, γιατί με την πίστη σώζεται ο άνθρωπος· με την πίστη στον λόγο του Θεού, με την παράδοση στην αγάπη και την ευσπλαγχνία Του, με την εμπιστοσύνη στην μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι περισσότεροι από τους ευσεβείς χριστιανούς ίσως δεν έζησαν στην καθημερινή τους ζωή την ανάσταση της ψυχής, αλλά η πίστη σε αυτήν την ανάσταση, τους φυλάγει. Για την πίστη αυτήν μιλούσε πολλές φορές ο Γέροντάς μας, ο Άγιος Σιλουανός, παραπέμποντας στα λόγια του Κυρίου: “Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν δίχως να Με έχουν δει” (Ιωάν. κ΄ 29). Έρχεται ώρα που η πίστη αυτή θα εξάγει τον άνθρωπο από το σκοτάδι και την καταπιεστική δουλεία και θα τον οδηγήσει στην ελευθερία της αληθινής άφθαρτης ζωής, που το μεγαλείο της είναι τελείως ιδιαίτερο, ανόμοιο με την συνηθισμένη ανθρώπινη αντίληψη για το μεγάλο και ωραίο


     Αλλιώς ενεργεί ο εχθρός διάβολος με όσους τον δέχονται και αλλιώς με όσους τον αντιστέκονται. Άλλη είναι η οδύνη της υπερήφανης απόγνωσης και άλλη η θλίψη της ευσεβούς ψυχής, όταν ο Θεός παραχωρήσει στον διάβολο να την πολεμήσει. Όταν ο άνθρωπος “πλανάται” από τον εχθρό και τον ακολουθεί, δεν κατανοεί “τί” είναι ο εχθρός· δεν γνωρίζει την ένταση του άμεσου αγώνα εναντίον του· και πάσχει γιατί οδηγείται από αυτόν από το φως της αληθινής ζωής στο σκότος όπου εκείνος διαμένει. Τα πάθη αυτά, φέρουν την σφραγίδα της πνευματικής τυφλότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εχθρός, με την υπερήφανη συνείδηση του δήθεν μεγαλείου του, φέρνει κάποια ανήσυχη ευχαρίστηση. Σε άλλες περιπτώσεις, προξενώντας στην ψυχή μεγάλο πόνο, την ξεσηκώνει εναντίον του Θεού. Και εκείνη, χωρίς να εννοεί την πραγματική αιτία των πόνων της, στρέφεται με μίσος εναντίον του Θεού. 


     Η ευσεβής ψυχή, πάλι, που γνώρισε την αγάπη του Θεού, πάσχει από τον άμεσο αγώνα με τον εχθρό. Η δύναμη του κακού που ορμά εναντίον της –η δύναμη του διαβόλου– είναι μεγάλη· και ο άνθρωπος βλέπει καθαρά πως αυτή μπορεί να τον συντρίψει τελειωτικά. Στην πρώτη περίπτωση, παλεύει συνήθως η ψυχή για πολύ χωρίς να βρίσκει διέξοδο προς τον Θεό. Στην δεύτερη, ο Θεός εμφανίζεται στον άνθρωπο μέσα σε μεγάλο φως, όταν τελειώσει ο καιρός της δοκιμασίας, της οποίας η διάρκεια και η δύναμη, έχουν προβλεφθεί από τον Θεό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διαρκεί δύο έως τρία λεπτά· σε άλλες, μία ώρα ή και περισσότερο. Ένας, μάλιστα, ασκητής έμεινε στην κατάσταση αυτή τρεις μέρες. Η διάρκεια του χρόνου μπορεί να εξαρτηθεί από την μικρότερη ένταση του αγώνα αλλά και από την μεγαλύτερη αντοχή του ανθρώπου, γιατί οι ψυχές δεν έχουν την ίδια δύναμη.
     Δεν υπάρχει πειρασμός φοβερότερος από αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω! Υπάρχει, όμως, πόνος μεγαλύτερος από όλες τις συμφορές της γης: ο πόνος και η οδύνη της ψυχής που είναι βαθιά τετρωμένη από την αγάπη του Θεού και δεν μπορεί να επιτύχει το Ζητούμενο


     Είναι ακατάληπτος ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός συμπεριφέρεται στην ψυχή. Αφού γεννήσει πρώτα σε αυτήν φλογερή αγάπη, έπειτα κρύβεται με ανεξήγητο τρόπο. Και όταν η ψυχή απελπίζεται πια, λόγω της εγκαταλείψεως, τότε Αυτός έρχεται πάλι γαλήνια με την ανέκφραστη παρηγορία Του. Ορισμένες στιγμές, το βασανιστήριο της Θεοεγκαταλείψεως ξεπερνά τα μαρτύρια του άδη· διαφέρει όμως από αυτά, γιατί εμπεριέχει την ζωοποιό δύναμη του Θεού, που μεταβάλλει την θλίψη στην γλυκιά μακαριότητα της Θείας Αγάπης». 


[Αρχιμανδρίτου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896–1993):
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»,
μέρος α΄, κεφ. ι΄, σελ. 258–262,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας, 200310.]
 







Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΝΝΗΣ

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΑΙΣΙΑ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΝΝΗΣ
Αναμνήσεις του παπα–Ησύχιου του Αγιαννανίτου (1905–1982)


[Με αφορμή τις δύο λαοφίλητες εορτές (της Συλλήψεως και της Κοιμήσεως) της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης, δηλαδή της Γιαγιάς του Χριστού και πάνσεπτης μητέρας της Κυρίας Θεοτόκου, μεταφέρουμε μια τερπνή πεντάδα από σχετικά σύγχρονα θαύματα και εξαίσια της χάρης της. Αυτής της τόσο άφθονης και μεγάλης χάρης που έχει λάβει παντοτινά το πανσεβάσμιο πρόσωπό της από το πανυπεραγαπημένο της Εγγόνι, τον Θεάνθρωπο Σωτήρα Χριστό. Αυτά τα θαύματα και εξαίσια της Αγίας Θεπρομήτορος Άννης, τα έζησε σε όλη την έκτασή τους και μας τα μετέφερε αυτούσια, γλαφυρά και τόσο κατανυκτικά ο παπα–Ησύχιος ο Αγιαννανίτης (1905–1982). Επρόκειτο για μια υπέροχη ασκητική μορφή που μόνασε στη Σκήτη της Αγίας Άννης Αγίου Όρους, στην Καλύβη των Αγίων Μοδέστου και Χαραλάμπους. Ο παπα–Ησύχιος ήταν όντως ένας ταπεινός, απλός, προσηνής και ενάρετος Πνευματικός, με πλούσια την έξωθεν καλή μαρτυρία. Επιπλέον, όπως περίτρανα πιστοποίησε και όλη η ασκητική και φιλάδελφη ζωή του, ήταν ένας πιστός, αφοσιωμένος και ευλαβής θεράποντας της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης. Τα θαυμαστά περιστατικά που ακολουθούν, έλαβαν χώρα στα ζοφερά χρόνια της Κατοχής. Μιας Κατοχής, που, παρά τη σκληρότητα, τη βαναυσότητα και την καταχνιά της, δεν κατάφερε ωστόσο να κάμψει τη ζωντανή πίστη, να αφανίσει την ευσέβεια και να λυγίσει το αδούλωτο φρόνημα του Ελληνικού Λαού. Διηγείται, λοιπόν, ο ίδιος ο παπα–Ησύχιος, αυτά τα ζωντανά περιστατικά, τουλάχιστον κάποια από όσα του συνέβησαν στις διάφορες κατά καιρούς περιοδείες που ο ίδιος έκαμνε τότε, έχοντας μαζί του το ιερό Λείψανο της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης για την ενίσχυση, τη στήριξη και την ανακούφιση του φτωχού, αναγκεμένου, κατατρεγμένου, πλήν όμως, βαθύτατα πιστού Λαού της Πατρίδος μας…]

1. «Μη κλαις! Έχω την Αγία Άννα μαζί μου!»


     Σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής περνούσε ο πατήρ Ησύχιος με το λείψανο της Αγίας Άννης και στην αυλή ενός σπιτιού είδε μια γυναίκα που έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της για το αλογάκι της που, εκείνη την στιγμή, ήταν κατά γης και άφριζε.
     –Τι έχει χριστιανή μου το αλογάκι σου;  
     –Αχ, Πάτερ μου, θα ψοφήσει! Μου το είπε ο κτηνίατρος και δεν έχω άλλο, η καημένη!
     –Μη κλαις, θα γίνει καλά! Έχω μαζί μου την Αγία Άννα. Θα διαβάσουμε στην χάρη της μία Παράκληση και θα κάνουμε Αγιασμό.
     Μετά τις προσευχές, πότισε το ζώο με αγιασμό και –ώ, του θαύματος!– το ζώο αμέσως σηκώθηκε και περπατούσε.
     Ενώ συνέβαιναν αυτά, δύο κτηνίατροι που ήταν στον επάνω δεύτερο όροφο, άρχισαν να κατηγορούν τον ευλαβή παπά λέγοντας: «Νάτος, ο καλόγερος! Ήρθε να πάρει το πενηντάρικο της δυστυχισμένης γυναίκας. Για πάμε να τον πειράξουμε!». Πλησίασαν και του λέγουν: «Τι κάνεις, παπά; Έκανες καλά το άλογο;». Και ο παπάς, με ύφος αυστηρό, τους απαντά: «Θεομπαίχτες! Δεν ντρέπεσθε να με κατηγορείτε ότι ήλθα να πάρω τα λεφτά της γυναίκας; Περιμένετε και θα δείτε το θαύμα!». Εκείνοι, μετά την θεραπεία του ζώου, έμειναν άφωνοι. Εζήτησαν συγχώρεση και αναχώρησαν… 


2. «Γιατί με άφησες μοναχή μου, έξω;»


     «Μια άλλη φορά», διηγείται πάλι ο ίδιος, «κατόπιν παρακλήσεως της Μητροπόλεως και των ευσεβών Χριστιανών, επήρα την Αγία Άννα και περιοδεύαμε σε μερικά χωριά της Χαλκιδικής. Σ’ ένα απ’ αυτά, ως συνήθως, κατέλυσα το βράδυ στο σπίτι του παπά και έδωσα στο μεγαλύτερο παιδί του την βαλίτσα με το άγιο Λείψανο να την ανεβάσει επάνω στο δωμάτιό μου. Και, πράγματι, την άφησε έξω από την πόρτα. Εγώ, μετά το φαγητό με την οικογένεια του παπά, κουρασμένος όπως ήμουνα, ξάπλωσα κατευθείαν να κοιμηθώ. Ξέχασα όμως την βαλίτσα έξω από το δωμάτιο. Την νύκτα, παρουσιάζεται η Αγία Άννα και, αφού μου έδωσε ένα γερό χαστούκι, μου είπε: “Γιατί με άφησες, μοναχή μου, έξω;”. Από τα δυνατά κτυπήματα, ξύπνησα. Έψαξα για να βρω την βαλίτσα (μέσα στο δωμάτιο), πουθενά! Ανοίγω την πόρτα, και η βαλίτσα επάνω στον καναπέ. Έβαλα μετάνοιες πολλές στην Αγία Άννα και, έκτοτε, όταν έβγαινα έξω μαζί της, δεν την αποχωρίστηκα ποτέ!...».


3. «Μη φοβάσθε! Είμαι μαζί σας!»


     Στα χρόνια της Kατοχής συνέβη το εξής εκπληκτικό περιστατικό:
     Ο πατήρ Ησύχιος διάβαινε σ’ ένα χωριό. Σε κάποιο σπίτι, όταν έμαθαν ότι ήλθε το άγιο Λείψανο, έτρεξαν να το υποδεχθούν με λαχτάρα. Με πολλά δάκρυα και με λόγια ευχαριστίας προσκυνούσαν και καταφιλούσαν την Αγία Άννα.
     «Μα, τι επάθατε χριστιανοί μου και προσκυνάτε την Αγία με τόση προθυμία και με τέτοια αφοσίωση;».
     Λέει ο πατέρας της οικογένειας:
     «Να, Γέροντα, η Αγία Άννα έσωσε το σπιτικό μας από θανατικό και φύλαξε την τιμή και την αξιοπρέπειά μας. Πριν από καιρό, ήρθαν στο χωριό μας Γερμανοί φέρνοντας μαζί τους και καμμιά εικοσαριά Μογγόλους άγριους, με σκοπό να τρομοκρατήσουν και να ατιμάσουν τις γυναίκες του χωριού. Μάλιστα, με την βοήθεια ενός προδότη, έκαμαν πολλές ατιμίες και κακοπραγίες.
     Ήλθαν ένα βράδυ έξι από αυτούς και στο δικό μας σπίτι. Εμένα, μ’ έβγαλαν έξω. Ετοιμάσθηκαν να επιτεθούν κατά της μεγαλύτερης κόρης μου, αλλά αυτή τους αντιπάλεψε. Άρπαξε ένα τσεκούρι και παρά λίγο αυτή νά ’κοβε το χέρι ενός απ’ αυτούς. Φοβήθηκαν.
     Έφυγαν, για να γυρίσουν δεκαέξι συνολικά, όλοι αρματωμένοι. Εμείς, αμπαρώσαμε το σπίτι από παντού και η πολιορκία άρχισε! Πέσαμε κάτω στο πάτωμα για να γλυτώσουμε από τις σφαίρες, παρακαλώντας διαφόρους Αγίους, σε βοήθεια.
     Σε μια στιγμή, η μία μου κόρη, φώναξε:
     –“Αγία Άννα, βοήθησέ μας! Πεθαίνουμε!”.
     –“Μη φοβάσθε! Είμαι μαζί σας!”, ακούστηκε η φωνή της Αγίας Άννας!
     –“Μα, πού είσαι; Δεν σε βλέπουμε!”.
     Και, τότε αμέσως, έλαμψε ολόκληρο το πολιορκημένο μας σπίτι από ένα εξαίσιο ουράνιο φως, ενώ έξω ήταν θεοσκότεινη νύκτα. Οι βάρβαροι πολιορκητές, σε λίγο, φύγανε τρομαγμένοι. Ποιός ξέρει, με τι τρόπο, τους έδιωξε η Αγία Άννα!...».


4. «Η ασθενής, είδε στον ύπνο της μια ηλικιωμένη γυναίκα…»


     Σε ένα άλλο χωριό, μια γυναίκα είχε αρρωστήσει βαριά από σπονδυλαρθρίτιδα. Ήταν για πολύ καιρό ακίνητη στο κρεβάτι και πονούσε υπερβολικά.
     «Όταν πέρασα από το χωριό», διηγείται ο παπα–Ησύχιος, «με εφώναξε ο άνδρας της να του δώσω το άγιο Λείψανο, να το βάλει για μια νύκτα στο δωμάτιο της γυναίκας του.
     “Αυτό, δεν γίνεται!”, του είπα. “Θα φέρω εγώ το Λείψανο και θα κοιμηθώ το βράδυ στο σπίτι σας”. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά για ν’ αγρυπνήσουν χάριν της άρρωστης. Έγινε πρώτα Αγιασμός και, μετά, άρχισε η Αγρυπνία. Η ασθενής, είδε στον ύπνο της μία ηλικιωμένη γυναίκα. Η οποία, την πλησίασε, έπιασε και τράβηξε τους σπονδύλους της σπονδυλικής της στήλης και αμέσως σταμάτησαν οι πόνοι και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Οι ευχαριστίες όλων και, ιδιαίτερα της θεραπευμένης γυναίκας, δεν περιγράφονταν!...».

5. «Αυτόν τον θησαυρό αγάπησα· αυτόν τον θησαυρό υπηρέτησα…»


     Κάποιος Γρηγοριάτης Μοναχός, επισκέφθηκε κάποτε τον επί κλίνης ασθενούντα Γέροντα παπα–Ησύχιο, και του είπε: «Γέροντα, εάν έχει ευλογία, να μου δώσετε κάτι σαν δώρο και ενθύμιο να σας μνημονεύω, ας είναι και το πλέον ταπεινό».
     Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πήγε αυτός ο Γρηγοριάτης να αποχαιρετίσει τον πάτερ Ησύχιο, απλώνει το χέρι του ο παπα–Ησύχιος και του δίνει μια χάρτινη εικόνα της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης, λέγοντάς του τα εξής: «Πάρε αυτήν την εικόνα. Είναι ό,τι πολυτιμότερο είχα εγώ στην ζωή μου! Αυτόν τον θησαυρό αγάπησα και αυτόν τον θησαυρό πιστά υπηρέτησα. Να την βάλεις στην πόρτα του κελλιού σου και θα της βάζεις μετάνοια όταν θα βγαίνεις απ’ αυτό ή όταν θα εισέρχεσαι σ’ αυτό. Και αυτή θα σε προστατεύει και θα πρεσβεύει για την σωτηρία σου!...».


Ἀπολυτίκιον τῆς Συλλήψεως.
Ἦχος δ΄
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται·
τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης,
παρ’ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτούς,
σαφῶς ὑπισχνεῖται Θεόπαιδα,
ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος,
βροτὸς γεγονώς,
δι’ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ·
χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἀπολυτίκιον τῆς Κοιμήσεως.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, 
Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα·
διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων,
κατοικία ἐν δόξῃ,
χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ,
πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν,
ἀειμακάριστε.



Κοντάκιον τῆς Συλλήψεως.
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἡ οἰκουμένη,
τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ·
καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε,
τὴν ὑπὲρ λόγον τὸν Λόγον κυήσασαν.

Κοντάκιον τῆς Κοιμήσεως.
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν,
τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν,
τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως
τοὺς κράζοντας· ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ’ ἡμῶν,
ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.



Μεγαλυνάριον τῆς Συλλήψεως.
Σήμερον ἡ Ἄννα ἡ εὐκλεής,
φύσεως τοῖς νόμοις συλλαμβάνει θείᾳ βουλῇ,
τὴν τὸν Θεὸν Λόγον, ὑπερφυῶς τεκοῦσαν·
τὴν σύλληψιν οὖν ταύτης φαιδρῶς αἰνέσωμεν.

Μεγαλυνάριον τῆς Κοιμήσεως.
Χαίρουσα μετέστης πρὸς τὴν ζωήν,
Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς τεκούσης τὸν Ποιητήν.
Ὅθεν τοὺς τιμῶντας, τὴν θείαν κοίμησίν σου,
χαρᾶς τῆς ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.


[Από το περιοδικό 
«Ο Όσιος Γρηγόριος»,
περίοδος β΄, έτος 1982, 
αριθμ. τευχ. 7, σελ. 80, 88–92.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
έρευνα, σταχυολόγηση 
και πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.