Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

«ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ, Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙ!»

«ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ, Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙ!» 



     Κάποιος ιερεύς, προ του 1940, καθώς μου διηγείτο ένας εγγονός του, πήγε ένα πρωινό που ήταν γιορτή στην Εκκλησία για να λειτουργήσει. Τα καντήλια ήταν όλα σβηστά, γιατί από κάποιο σπασμένο τζάμι έμπαινε αέρας. Τα είχε σβήσει όλα, ακόμα και το ακοίμητο καντήλι.
     Στενοχωρήθηκε ο παππούλης, γιατί ήταν ευλαβής. Ψάχνεται για σπίρτα, δεν είχε. Κοιτάζει στο παγκάρι, κοιτάζει στα ντουλάπια, ψάχνει από ’δω, ψάχνει από ’κει, δεν βρίσκει τίποτα. Τού ’ρθαν δάκρυα στα μάτια γιατί έπρεπε να πάει πάλι πίσω στο σπίτι. Ήταν όμως χειμώνας· έξω έβρεχε, φυσούσε δυνατός αέρας, παγωμένος βοριάς, επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία.
     Ξαφνικά λοιπόν, γυρίζει πίσω του, κοιτάζει, το θυμιατό ήταν αναμμένο! Υπήρχαν μέσα κάρβουνα κατακόκκινα!
     (Την παλιά εποχή, άναβαν κάρβουνα. Είχαν ένα μικρό μαγκάλι, άναβε ο νεωκόρος από πολύ πρωί τα κάρβουνα, κοκκίνιζαν αυτά, και παίρνανε έπειτα με τη μασιά, τα βάζανε στο θυμιατό και πάνω σ’ αυτά ρίχνανε στο τέλος και το θυμίαμα).
     Αφού είδε το θυμιατό αναμμένο και το κοίταζε με έκπληξη, έβαλε ένα χαρτάκι, το άναψε, μ’ αυτό άναψε ένα κερί και με το κερί άναψε τα καντήλια της Εκκλησίας.
     Κάθε τόσο, γύριζε και κοίταζε το θυμιατό και έλεγε:
     –Μπρε, μπρε, μπρε! Τί θαύματα κάνει ο Θεός! Όταν θέλει κάνει θαύματα! Τί θαύμα ήταν πάλι και τούτο!
     Ήρθε κατόπιν ο ψάλτης, άρχισε ο Όρθρος, το θυμιατό παρέμενε ολοκόκκινο! Στην «Ενάτη Ωδή», στην «Τιμιωτέρα», το παίρνει για να θυμιάσει και βλέπει μέσα από το θυμιατό να βγαίνουν ευώδεις στήλες καπνού, σαν να είχε ρίξει μέσα θυμίαμα!
     –Μα εγώ, λέει, δεν έβαλα θυμίαμα! Κύριε ελέησον! Τέλος πάντων, είπε, και, γυρίζοντας προς την Αγία Τράπεζα, πρόσθεσε:
     –Θεός είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις!
     Σε λίγο ήρθε κι ο εγγονός του.
     –Μη το πειράξεις, του λέει, καθόλου το θυμιατό! Άφησέ το έτσι, γιατί ο Θεός, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, αγοράκι μου καλό! Ό,τι θέλει κάνει!
     –Καλά παππού, είπε το παιδάκι.
     Όσες φορές χρειάστηκε να θυμιατίσει από την Πρόθεση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το θυμιατό ήταν ολοκόκκινο, με αναμμένα τα κάρβουνα και πάντοτε έτοιμο για θυμιάτισμα. Έβγαζε από μόνο του μπροστά στα μάτια του μικρού εγγονού του ευώδες θυμίαμα! Μόλις το έπαιρνε, έβγαιναν από αυτό καπνοί μυρίων αρωμάτων που απλώνονταν σ’ όλο τον Ναό.
     Αυτό, έκανε εντύπωση και στους χριστιανούς. Και όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, του έλεγαν:
     –Ε, παπά! Πού το βρήκες αυτό το καλό το θυμίαμα;
     Στον εγγονό του, είπε τα εξής:
     –Μη το πεις πουθενά, μόνο όταν πεθάνω. Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει!
     Αυτά, έλεγε ο παπα–Γιάννης από το Τσεσμέ… 


[(1) Πρωτοπρ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου: «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία», σελ. 88–89, Πειραιάς 20032. (2) Η επάνω υπότιτλη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Herbert List: «Σαντορίνη· Οι αρχές του Μητροπολιτικού Ναού» (1937).] 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου