Ο πατήρ Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος,
γεννήθηκε το 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ
χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους
Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.
Βλέποντας την ματαιότητα όλων των
επιγείων, αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος, περίπου το 1800. Κατόπιν, πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων,
όπου έζησε για έξι χρόνια. Αργότερα, τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως,
έμενε στην Νέα Σκήτη.
Τον τίτλο «αγία ψυχή», του τον έδωσαν όσοι
έμεναν στην Νέα Σκήτη για την εξαιρετική καλωσύνη και ολοκληρωτική αγάπη του
προς όλους. Κανείς δεν τον αποκαλούσε διαφορετικά· πολλοί μάλιστα ούτε ήξεραν
το πραγματικό του όνομα.
Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά,
υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς ενώπιον των Τούρκων, ελευθερώνοντας
άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια δυστυχία. Συχνά, μάλιστα, κινδύνευσε
να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να
σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση, πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
–Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται
ενόχους, που αξίζουν τιμωρία;
Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το
Άγιον Όρος, αλλά ο φιλάδελφος Γέροντας, ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή
του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, υπερασπιζόταν τους
Αγιορείτες και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά
χριστιανόπουλα από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα
Ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει
ανάπηρος· το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το
σώμα του καταπληγωμένο.
Την εποχή της Ελληνικής Εξεγέρσεως (ο π. Θεόφιλος ήταν) από
τους ελάχιστους κατοίκους που είχαν μείνει στην Σκήτη (από την οποία) έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως
το ψωμί· (αυτός και οι εναπομείναντες πατέρες) τρέφονταν με κάστανα και χόρτα. Μια φορά, ήρθε κάποιος υπάλληλος του πασά
της Θεσσαλονίκης, και η «αγία ψυχή» τού είπε:
–Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς
πεθαίνουμε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τι να φάνε· ας
στείλει σιτάρι!
Από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει
ψωμί!
Όλοι φοβούνταν τους Τούρκους και την
αγριότητά τους. Αλλά η «αγία ψυχή» είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν
άφοβα τους πάντες. Πολλές φορές οι Τούρκοι ενήργησαν κατά την επιθυμία του,
αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο πασάς πληροφορήθηκε ότι στο
Άγιον Όρος έμεναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε
περίπου τριακόσιους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην
Θεσσαλονίκη. Η «αγία ψυχή» ήταν εκεί, τους είδε πριν τελεσθεί ο εξισλαμισμός
και είπε στον πασά:
–Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
Κι
αυτός του είπε:
–Ο προφήτης μας Μωάμεθ, απάντησε αυτός, διέταξε
αν βρούμε χριστιανό αγόρι να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη
μας· και αν συλληφθεί, τότε να το εξισλαμίσουμε δια της βίας. Να, πώς, ο
προφήτης μας, μερίμνησε για την εξάπλωση της πίστης μας!
Ο πατήρ Θεόφιλος, αντέδρασε ακαριαία:
–Ο
προφήτης σας, σας οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση και εσείς τον υπακούτε!
αντέδρασε ο π. Θεόφιλος.
Ένας
Τούρκος θέλησε επί τόπου να τον φονεύσει, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:
–Έπρεπε να σε σκοτώσω, αλλά σε λυπούμαστε
και σου χαρίζουμε την ζωή. Μόνο να εγκαταλείψεις το έργο της προστασίας αυτών
των νεαρών!
Όταν στην Θεσσαλονίκη φυλάκισαν τους
αντιπροσώπους του Αγίου Όρους, μεταξύ αυτών ήταν και δύο ιερομόναχοι από την
Νέα Σκήτη, ο π. Ιωάσαφ και ο π. Γεράσιμος. Η αδελφότητα παρακάλεσε τον π. Θεόφιλο να
πάει στην Θεσσαλονίκη και να ικετεύσει για την απελευθέρωσή τους· είχε υποφέρει
τόσα δεινά από τους Τούρκους – μια φορά, μάλιστα, απλώς για να διασκεδάσουν
πυροβόλησαν εναντίον του – ώστε δεν ήθελε να πάει. Αλλά συλλογίσθηκε αμέσως
πόσο υποφέρουν οι κρατούμενοι και δεν άντεξε· από συμπόνια ξεκίνησε.
Φθάνοντας, ικέτευσε τον πασά να αφήσει
ελεύθερους τους δύο ιερομονάχους. Πήγαν να τους ελευθερώσουν, και την ίδια
στιγμή πολλοί άλλοι φυλακισμένοι με δάκρυα παρακαλούσαν να αναλάβει και την
δική τους απελευθέρωση. Έπεφταν μπροστά στα πόδια του και φιλώντας το μέρος
όπου στεκόταν, τον αποκαλούσαν «πατέρα» και «ευεργέτη». Η απελπιστική τους θέση
και τα πικρά δάκρυα συγκίνησαν βαθιά την «αγία ψυχή», ώστε, παρ’ όλες τις δυσκολίες,
ξαναπήγε στον πασά· πάλι ο Κύριος τον βοήθησε και ο πασάς αμέσως άφησε
ελεύθερους είκοσι τρεις ανθρώπους.
Κάποτε,
στο Άγιον Όρος, ο Μπιλέ–πασάς ρώτησε ενώπιον όλων την «αγία ψυχή»:
–Πώς
βλέπετε τον προφήτη μας, τον Μωάμεθ;
–Εμείς,
δεν έχουμε τίποτα μαζί του· αυτό, αφορά εσάς! είπε εκείνος.
–Και, τι πιστεύετε για τον Χριστό;
–Πιστεύουμε
ό,τι ακριβώς Αυτός είναι: ο αληθινός Θεός, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και
την γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την ορατή κτίση.
Σ’ αυτά τα λόγια ο πασάς προσποιήθηκε ότι
λιποθύμησε· σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τον βέβαιο θάνατο. Ο
εκατόνταρχος της συνοδίας του, που ήταν εκεί έφιππος, έσυρε αμέσως το σπαθί και
ήθελε να σφάξει την «αγία ψυχή», που στεκόταν φοβισμένη. Εκείνη την στιγμή όμως
ο πασάς άρχισε να ανασηκώνεται. Τον πρόσεξε ο καβαλάρης, πήδησε αμέσως από το
άλογο και τον ρώτησε:
–Τι συνέβη με σένα και γιατί συμμετέχεις
σε τέτοια συζήτηση, αφού δεν αισθάνεσαι καλά;
–Συζήτησα με πολλούς Έλληνες, απάντησε, αλλά
από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια. Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ότι, με την
φυγή των Τούρκων από τον Άθωνα, όλοι αυτοί, τους οποίους η «αγία ψυχή» είχε
πριν βοηθήσει, θα προσπαθούσαν τώρα να του το ανταποδώσουν το συντομότερο.
Έτσι, θα εξασφάλιζε τα πάντα ως το τέλος της ζωής του, όμως δεν έγινε. Όταν λοιπόν
τον ρώτησαν γιατί ζει με τέτοια πτωχεία, είπε ότι σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει,
επομένως λίγοι τον γνωρίζουν και τον βοηθούν.
Ο π. Θεόφιλος είχε καλύβη στην Νέα Σκήτη
και ασχολούνταν με το εργόχειρο. Του αφαίρεσαν εν τέλει και την καλύβη με τον
εξής τρόπο: Όταν η Σκήτη βρισκόταν σε διαμάχη με τα Μοναστήρια εξ αιτίας των
φόρων και παρακάλεσαν τον Πατριάρχη να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, η «αγία ψυχή»
ήταν πρώτη μεταξύ των Γερόντων της Νέας Σκήτης που υπέγραψαν. Το πληροφορήθηκαν
αυτό στην Μονή του Αγίου Παύλου, πούλησαν την καλύβη του και αυτός έμεινε χωρίς
να έχει τίποτε απολύτως. Στον Γέροντα Μελέτιο του Κελλιού του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου, ήλθε φώτιση από τον Κύριο να τον δεχθεί στην κατοικία του και να τον
κρατήσει ως Γέροντά του. Η «αγία ψυχή», ένιωθε γι’ αυτό διαρκώς βαθιά
ευγνωμοσύνη. Ο Γέρων Θεόφιλος αναχώρησε για την αιωνιότητα το έτος 1870.
※
[Ιερομονάχου
Αντωνίου:
«Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ΄ αιώνος»,
τόμος β΄,
κεφ. 17ο, σελ. 248–252,
έκδοσις
Ιερού Μετοχίου
«Ευαγγελισμού
της Θεοτόκου»,
Ορμύλια,
19952.]
※