ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ
Ενώ κάποιοι αδελφοί συζητούσαν γενικά για την «αγάπη», ο αββάς Ιωσήφ, πήρε
τον λόγο και είπε: «Πατέρες· εμείς, δεν ξέρουμε ‘‘τί’’ είναι αγάπη!». Και,
πρόσθεσε και την παρακάτω θαυμαστή διήγηση:
«Κάποτε, ο αββάς Αγάθων, είχε ένα μικρό κλαδευτήρι. Και, μια φορά που
τον επισκέφθηκε ένας αδελφός, το είδε αυτό, του άρεσε και το επαίνεσε. Ε! Από
’κει και πέρα, ο αββάς, δεν τον άφησε να φύγει, παρά μόνον αφού τον έπεισε να
το πάρει μαζί του φεύγοντας».
Έλεγε ο αββάς Αγάθων για τον εαυτό του:
«Αν γινότανε να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να
πάρω εγώ το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα. Γιατί, αυτή είναι η τέλεια
αγάπη».
Κάποτε ήρθε στην κοντινή πόλη για να πουλήσει διάφορα αντικείμενα που
έφτιαχνε, σαν εργόχειρο. Πλάϊ στον δρόμο, βρίσκει έναν άγνωστό του λεπρό. Τον
ρωτάει ο λεπρός: «Πού πηγαίνεις;». Ο αββάς, του απάντησε: «Πάω στην πόλη να
πουλήσω πράγματα». Του λέει ο λεπρός: «Δείξε αγάπη και πήγαινέ με κι εμένα
εκεί». Τον σήκωσε στους ώμους του, ο αββάς, και τον έφερε στην πόλη που πήγαινε.
Του λέει, πάλι, ο λεπρός: «Όπου πουλάς αυτά που έφερες μαζί σου, εκεί δίπλα,
βάλε κι εμένα».
Ο Αγάθων, έκανε όπως του ζήτησε. Στην συνέχεια, όταν συνέβαινε να
πουλήσει κάτι, εκείνος τον ρωτούσε: «Αυτό, πόσο το πούλησες;». Του απαντούσε, ο
αββάς: «Τόσο». Του έλεγε τότε, ο παρακαθήμενος λεπρός: «Πήγαινε κι αγόρασέ μου
λιχουδιές να φάω!»· και ο αββάς πήγαινε και του αγόραζε. Πάλι, όταν κατάφερνε
να πουλήσει κάτι άλλο, τον ρωτούσε: «Αυτό, τώρα, πόσο το πούλησες;». Του
απαντούσε, ο καλός αββάς: «Τόσο». Πάλι ο ιδιότροπος και απαιτητικός λεπρός, του
έλεγε: «Αγόρασέ μου το τάδε πράγμα!»· και πάλι, ο αββάς, πήγαινε και του το
έπαιρνε.
Όταν, πια, ο αββάς Αγάθων πούλησε όλα όσα είχε για πούλημα και επρόκειτο
να φύγει πίσω στην έρημο, τον ρωτάει ο λεπρός: «Φεύγεις;». «Ναι», του απαντά.
«Δείξε πάλι αγάπη», του λέει ο λεπρός, «και πήγαινέ με πάλι εκεί όπου με
βρήκες». Τον σήκωσε λοιπόν πάλι στους ώμους του και τον έφερε σηκωτό στον τόπο
του. Και τότε ο άγνωστος λεπρός, γυρίζει και του λέει: «Ω, Αγάθων! Ευλογημένος
είσαι από τον Κύριο και στον ουρανό και στην γη!».
Σήκωσε ο αγαθός Γέροντας τα μάτια του και δεν είδε κανέναν. Ο άγνωστος λεπρός,
δεν ήταν άλλος παρά Άγγελος Κυρίου που είχε έλθει για να τον δοκιμάσει. Αυτόν,
και την αγάπη του…
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
[«Το
Μέγα Γεροντικό», τόμ. δ΄, κεφ. ιζ΄, §6, §7, §10, α΄ έκδ., Ιερού
Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1999.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου