Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΥΧΙΟΣ ΦΙΛΟΣ

ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΥΧΙΟΣ ΦΙΛΟΣ


Ζήτησες τὸ πολύτιμο· ἔψαξες τὸ δυσεύρετο· γύρεψες τὸ ἀνέφικτο.
Ἀπέρριψες τὴ βόλεψη ποὺ θέλγει· τὴ σιγουριὰ ποὺ ναρκώνει·
τὴν ἰσχὺ ποὺ φυλλορροεῖ· τὴν αἴγλη ποὺ συνοδεύει προσκαιρότητα.
Προχώρησες πιὸ πέρα τὴ σκέψη· 
δὲν ὑπόταξες τὴν καρδιὰ σὲ σχήματα.
Δὲν ἀκύρωσες μνῆμες· δὲν ἀπέφυγες νὰ αἰσθανθεῖς.
Δὲ χαράμισες ἐλπίδες· δὲν ἔστερξες στὴν ἀπόγνωση.
Δὲ λησμόνησες τὸ χῶμά σου· δὲν ἀγνόησες τὸν οὐρανό σου.
Ἔζησες εὔτολμα κι’ ἀτόφια τὴν ἀλήθεια 
μὲ λάθη μὰ ποτὲ μὲ λήθη·
αὐτὴ πού ’μαθαν οἱ πολλοὶ τώρα ν’ ἀποστηθίζουν ἀμέθεκτα.
Σύναξες ρωτήματα, βρῆκες ἀπαντήσεις, ἔκρυψες μέσα σου νοήματα.
Ὀχύρωσες τὴ φροῦδα ζήση σου μὲ βιώματα ἀείζωα καὶ λυτρωτικά.
Βούρκωσες πιὸ πολὺ κι’ ἀπὸ τὴν ἀσυντρόφευτη θάλασσα
τοῦ μεγάλου χειμῶνα τῶν ἀνθρώπων.
Θύμωσες μὲ δίκαιο παφλασμὸ στὸν ἀλύτρωτο πόνο,
στὸ ἀνεξόφλητο ἄδικο τῆς ἐξουσίας, τῆς μάζας καὶ τῆς ἀσέβειας.
Τήρησες στὰ μάτια ποὺ ἀντίκρυζες κρυμμένους οὐρανούς, 
ἥλιους ἀνέσπερους σὲ ἀθόλωτη καλωσύνη.
Μπόρεσες κι’ ἄκουσες ἐνδόστερνους χτύπους·
ψηλάφησες σεβαστικὰ ἀσίγαστους παλμούς.
Δίψασες κι’ ἤπιες νᾶμα τρεχούμενο· ὄχι ἡδύγευστο βοῦρκο.
Πείνασες, ἀλλὰ δὲ δέχθηκες ἀχνιστὰ ὑποκρισίας κιρνάματα.
Δάμασες ὀργές, ἔχτισες πραότητες, θεμελίωσες εἰρῆνες.
Λάλησες οἰκεῖα καὶ πονετικὰ μέσ’ ἀπό ἀκύμαντες σιωπές.
Σίγησες στεντόρεια πίσω ἀπὸ μακρὲς καταιγίδες ρημάτων.
Ἐκτέθηκες γιὰ τὴν ἀγάπη· κράτησες μετέωρο τὸ κενὸ τοῦ πρέπει.
Φυλάκισες τὸ αὐτονόητο· ἐξόρισες τὸ περιττό.
Στόχευσες στὸ οὐσιῶδες· ὑπηρέτησες τὸ ἔλλογο.
Βημάτισες σὲ δρόμους ἐξορίας ὡσὰν νὰ πέταξες μεθυστικά.
Ὅλες οἱ ἐγκόσμιες συνθῆκες καὶ συμβάσεις δὲν ἱκανώθηκαν
νὰ σοῦ ἀφαιρέσουν βάθος, νὰ σοῦ προσθέσουν λύγισμα.
Ἡ ἔπαυλη τοῦ κόσμου εἶναι κλειστὴ κι’ ἀπροσβάσιμη γιὰ σένα.
Μὴ δυσχεραίνεσαι νὰ πιστέψεις ὅτι, τώρα πιά,
ἕνας μεγαλόδωρος Θεὸς εἶναι σιμά σου·
πιστὸς καὶ μύχιος φίλος, ἔμφιλος σύμμαχος, 
Πατέρας Οὐράνιος, γιὰ σένα…


Πατὴρ Δαμιανὸς







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου